Spectral Wound 

Terra Nullius (2015)

Λίγα πράγματα είναι σίγουρα σε αυτή τη ζωή. Οι φόροι, ο θάνατος, η επερχόμενη κατάρρευση της κρυπτο-πιστωτικής φούσκας και μπάντα με την λέξη Spectral στο όνομα της να βγάζει δισκάρες. Spectral Lore, Spectral Voice... θυμάται κανένας τους Spectral Mortuary και τους Spectral Tower; Τα παραδείγματα είναι μπροστά μας, και η στατιστική συμαντικότητα p του δείγματος δείχνει να είναι κοντά στο 0,02. Όταν οι Spectral Wound εμφανίστηκαν στη σκηνή του black metal με το Terra Nullius το 2015, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πως αυτή η Καναδική μπάντα θα εξελισσόταν σε μία από τις πιο συνεπείς, εμπνευσμένες και επιδραστικές παρουσίες του είδους μέσα στην επόμενη δεκαετία. Ο τίτλος Terra Nullius είναι λατινικός νομικός όρος που σημαίνει «γη που δεν ανήκει σε κανέναν». Χρησιμοποιήθηκε ιστορικά για να δικαιολογηθεί η αποικιοκρατική κατάληψη εδαφών που θεωρήθηκαν «άδεια», δηλαδή, εδάφη ιθαγενών λαών. Οι Spectral Wound ξεκαθαρίζουν από το ντεμπούτο τους ότι το black metal τους δεν είναι απολιτίκ, αν' αυτού διαποτίζεται από αντι-αποικιοκρατική, αντικατασταλτική οργή, χωρίς ποτέ να διολισθαίνει σε φτηνό ακτιβισμό ή φανφαρονισμούς. Αυτός ο τίτλος δηλώνει ότι η μπάντα αναγνωρίζει τον χώρο του black metal ως πολιτιστικό έδαφος που δεν είναι ουδέτερο, και παίρνουν θέση με την ίδια τους την ύπαρξη. Aνοίγει ιδεολογικά ερωτήματα που η μουσική του δίσκου απαντά με θυμό και απόγνωση. Μπορεί να μη μιλούν ευθέως σε κάθε τραγούδι για την αποικιοκρατία ή τον ιμπεριαλισμό, όμως ολόκληρη η ατμόσφαιρα του δίσκου αποπνέει μίσος για κάθε είδους εξουσία, είτε εθνική, είτε πολιτισμική, είτε μεταφυσική. Το εναρκτήριο "Under A Purple Moon" ξεκινά αμέσως με ένα αδυσσώπητο riff και μανιασμένα τύμπανα, σε έναν ήχο παντελώς δεύτερου κύματος black metal. Είναι πασιφανές πως υπάρχει πολύ έντονο το Sargeist στοιχείο στον ήχο. Ειδικά εποχής Let The Devil In. Το Terra Nullius δεν ακούγεται ακριβώς σαν «demo», αλλά δεν έχει ακόμα τη εκπληκτική παραγωγή του Infernal Decadence, τέλος όμως τα spoilers για μετά. Είναι τραχύ, ζωντανό και έντονα DIY, με έμφαση στις κιθάρες και λιγότερο cohesion στις φωνές. Η παραγωγή είναι ωμή και τραχιά, με τα φωνητικά να ακούγονται σαν να προσπαθεί ο Jonah Campbell να ξεριζώσει το λαρύγγι του με κάθε επόμενη λέξη. Ο ήχος έχει περισσότερο «χώμα» και λιγότερο «πάγο» αν μπορώ να γίνω κατανοητός.  Το "A Nobler Rot" που ακολουθεί είναι ακόμα πιο μανιασμένο και γρήγορο. Υπάρχουν υποψίες μελωδικότητας στη riffολογία, όμως ο βασικός παράγοντας είναι η βία και η ταχύτητα. Κάπου στη μέση που τα γκάζια κατευνάζουν σε ένα πιο σβερκοκινητικό part, είναι και μια από τις πιο ωραίες στιγμές του δίσκου. Άξια αναφοράς επίσης τα drums, όπου παρά το μανιασμένο των κιθαρών, αυτά διατηρούν μια άψογη τεχνικότητα. To "Winter Light" είναι το πιο μεγάλο και φιλόδοξο κομμάτι του άλμπουμ. To tempo αλλάζει σε αρκετά πιο αργό και μελωδραματικό, με μια γενικότερη μεγαλχολία να αναβλύζει. Ίσως δεν θα επέλεγα μια τόσο μεγάλη διάρκεια σε ένα τραγούδι του οποίου ο ρυθμός είναι τόσο πεσμένος, όμως οι έξυπνες εναλλαγές μετά το δεύτερο μισό δίνουν ένα πολύ ικανοποιητικό payoff. Από την άλλη το “The Hammer and the Flute” είναι πολύ ενδιαφέρον υφολογικά και αποτελεί μια από τις πιο έντονες στιγμές του δίσκου. Είναι το κομμάτι που ίσως προμηνύει καλύτερα τη μετέπειτα εξέλιξη του ήχου τους: συνδυασμός λυσσασμένου black metal με μια δομή και μελωδικές γραμμές που είναι ταυτόχρονα οργισμένες και σπαρακτικές. Ο τίτλος υπονοεί σύγκρουση αντίθετων δυνάμεων, και η μουσική το αντανακλά: blastbeats εναλλάσσονται με σκοτεινά mid και fast-tempo μέρη που σχεδόν "χορεύουν". Σίγουρα το αγαπημένο μου στον δίσκο, με κάποια από τα εκπληκτικότερα riffs και περάσματα στη δισκογραφία τους. Το "A Cool Dark Place" είναι ακριβώς αυτό που ο τίτλος προιδεάζει. Παγωμένο και σκοτεινό. Ξεκινάει αργά με ένα πιο μελαγχολικό doom ύφος, όμως το σκότος τυλίγεται στις φλόγες σε έναν χορό από riffs για τα επόμενα 5 λεπτά.  Ο επίλογος "White Heaven In Hell" είναι αποκαλυπτικός. Οι κιθάρες εδώ φτάνουν σε ένα είδος μελωδικής αποκορύφωσης, με μια σχεδόν punk αισθητική, τίποτα που να προμηνύει την μελλοντική εξέλιξη της μπάντας δηλαδή, όμως παραμένει σαγηνευτικά ωμός. Aυτή η έντιμη, ανεπεξέργαστη οργή είναι ακριβώς αυτό που κάνει τον δίσκο τόσο επιδραστικό, και τοποθετεί το Terra Nullius ως θεμέλιο πάνω στο οποίο οι Spectral Wound έχτισαν το μεταγενέστερο μεγαλείο τους.

Infernal Decadence (2018)

Κυκλοφορώντας τρία χρόνια μετά το ωμό και εσωστρεφές Terra Nullius, αυτός ο δεύτερος δίσκος είναι η στιγμή που η μπάντα ενώ ισχυροποιεί το μελωδικό της οπλοστάσιο, επιβάλλεται πλέον ως αυθεντική, αναγνωρίσιμη φωνή μέσα στην πολυκορεσμένη post-second-wave black metal σκηνή. Είναι ο δίσκος που τους ανέβασε από τον υπόγειο Καναδικό υπόκοσμο σε μια ηχηρή παρουσία στη διεθνή σκηνή του black metal. Ολα τα στοιχεία του ντεμπούτου που τους έκαναν αναγνωρίσιμους είναι ακόμα εδώ, απλά στην υπερθετική τους μορφή. Και όλα όσα έμοιαζαν με "λιπάκι" έχουν τριμαριστεί μαεστρικά. Στο Infernal Decadence απομακρύνονται από το πιο εσωστρεφές lo-fi ύφοςτου Terra Nullius και προσφέρουν ένα black metal αριστούργημα που είναι παράλληλα διαυγές, μεστό και λυσσασμένα μελωδικό. Αν το ντεμπούτο ήταν ένα κομμάτι ωμού άνθρακα, το Infernal Decadence είναι διαμάντι: κοφτερό, γυαλιστερό, και φονικά αιχμηρό. Οι κιθάρες, πλέον πιο στιβαρές και καθαρές, κάθε riff είναι βέλος, κάθε ακμή του ήχου κόβει με ακριβή και στοχευμένη οργή. Τα φωνητικά παραμένουν πνιχτά ουρλιαχτά, με αχαλήνωτο πάθος. If it ain't broke, don't fix it. O δίσκος ανοίγει με το "Woods from Which the Spirits Once So Loudly Howled". Προσπαθώ γενικά να κρατώ ένα χαμηλό προφίλ (not) και να μην προβαίνω σε ασύμμετρους διθυράμβους. Ας μου επιτραπεί λοιπόν ένας εδώ πέρα. Είναι χωρίς υπερβολές ίσως και να είναι το καλύτερο black metal κομμάτι των τελευταίων 10 ετών. Μια χιονοστιβάδα από tremolo riffs και blast beats που στήνουν τον τόνο για το τι θα ακολουθήσει. Ευθύς αμέσως ένα πράγμα γίνεται ξεκάθαρο. Ο ήχος του δίσκου ακούγεται σαν μια ασταμάτητη αρμάδα που έρχεται κατά πάνω μου. Είναι ένα τεράστιο άλμα σε ηχητική ευκρίνεια, όπως επίσης και συνθετική αρτιότητα αλλά και αισθητική συνοχή. Οι στίχοι μια ωδή στις μάγισσες που γλίτωσαν την πυρά, μια τέλεια θεματική αγκαλιά στο εξώφυλλο του δίσκου. Στυγνός αντιχριστιανισμός: όχι σαν σύμβολο, αλλά ως υπαρξιακή συνθήκη και αποσάθρωση της ιερότητας. Σε αυτό το κλίμα, τo "Black Satanic Glamour" είναι σίγουρα το πιο άμεσο και in your face κομμάτι του δίσκου. Ένα τετράλεπτο ασταμάτητο σφυροκόπημα, με catchy ρεφραίν και εκπληκτικά riffs. Ο ήχος του προφανώς κάθε άλλο παρά εμπορικός είναι, όμως έχει έντονα το στοιχείο του hook, με αρκετά memorable φωνητικές γραμμές και ρεφραίν. Από την άλλη το "Slaughter of the Medusa" ενέχει έντονο τον πειραματισμό. Ενώ ξεκινάει με το πόδι κολλημένο στο γκάζι, το δεύτερο μισό εκτονώνεται σε μια επική, ανθεμική και σαγηνευτικά καταβλητική ατμόσφαιρα. Ήδη ούτε στα μισά του δίσκου, και η συνθετική ποικιλία ανταγωνίζεται τους κορυφαίους (και κλασσικούς) δίσκους του είδους. Το "Feral Gates of Flesh" ανοίγει με ένα βίαιο riff, που όμως αφήνει να εννοηθεί πως μέσα του κρύβει μια έντονα μελαγχολική διάθεση. Αυτή η ακροβασία ανάμεσα σε ωμό black και μελωδικό black και ανάμεσα σε επιθετικότητα και ατμοσφαιρικότητα είναι ένα από τα αγαπημένα μου στοιχεία στο δίσκο και στους Spectral Wound γενικότερα.  Το δεύτερο part του κομματιού με την ηρεμία και το ξέσπασμα στο οποίο καταλήγει, έρχονται απλά να το επιβεβαιώσουν. Από την άλλη το "La nuit froide de l’oubli" έρχεται στον ακριβώς αντίθετο τόνο. Φωτεινές κιθάρες, και upbeat drumming (και αδιανόητα τεχνικό drumming dare I add). Σίγουρα το πιο χορευτικό κομματι στο δίσκο, ιδανικό για το γαμήλιο πάρτυ σας. To "Imperial Thanatosis" φέρνει και το κλείσιμο του δίσκου ακριβώς όπως του αρμόζει. Με ένα θριαμβευτικό, αργό, καθαρτικό march προς τη δόξα. Συνολικά το Infernal Decadence είναι ένα από τα κορυφαία black metal άλμπουμ της δεκαετίας. Οι Spectral Wound βρίσκουν τον χαρακτήρα τους, δηλαδή αμείλικτο black metal με μελωδικές ανατάσεις, αλλά χωρίς καμία έκπτωση στη βία, στην ταχύτητα και το σκότος. Eίναι ταυτόχρονα καταιγιστικό, συναισθηματικό και μεγαλοπρεπές χωρίς να χάνει την άγρια φύση του. Τέλος, λόγω αυτής της Κολασμένης Ντεκαντάνς, το λογοπαίγνιο Ντέβιλ Μαρκορά υπάρχει στο κεφάλι μου και δεν μπορώ να το βγάλω, οπότε το παραθέτω χωρίς context για να μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος.

A Diabolic Thirst (2021)

Με το τρίτο τους άλμπουμ, A Diabolic Thirst, οι Spectral Wound φτάνουν στην απογύμνωση του black metal πυρήνα τους. Είναι ο πιο black metal δίσκος στον κατάλογο των Spectral Wound. Η παραπάνω φράση ενέχει σίγουρα μια κωμικότητα, λες και υπαινισομαι πως πριν και μετά παίζουν polka. Εκεί όπου το Infernal Decadence κυλιόταν ηδονικά στην παρακμή και την αισθησιακή παραφορά, το A Diabolic Thirst είναι ένα μανιφέστο λιτότητας και ωμής αφοσίωσης στον πυρήνα του black metal όπως το παίζαν οι όχι-τόσο-αρχαίοι ημών πρόγονοι. Riffs που κόβουν σαν ξυράφια, blastbeats-καταιγίδες, ατμόσφαιρα από πάγο και θειάφι, και φωνητικά λύκου σε ατέρμονη δίψα. Δεν υπάρχει τίποτα παραπανίσιο. Είναι black metal στα πιο αρχέγονα, δαιμονικά, ατόφια χαρακτηριστικά του. Ολόκληρος ο δίσκος διατηρεί έναν ρυθμό που δεν σε αφήνει να ανασάνεις, δεν υπάρχουν “ήσυχες” στιγμές, δεν υπάρχουν interludes (πλην ενός) ή πειραματισμοί που διακόπτουν τη ροή. Είναι black metal στην καθαρότερη και πιο απόλυτη μορφή του. Ανοίγει με το "Imperial Saison Noire", και ευθύς αμέσως ακούγεται σαν να ηχούν οι σειρήνες της Κόλασης. Πνιχτά ουρλιαχτά γεμάτα πόνο και ένα riff που τρυπάει την καρδιά. Η μαύρη σεζόν είναι εδώ και το αυτοκρατορικό σκότος της τυλίγει τα πάντα.  To "Frigid And Spellbound" είναι αδιαμφισβήτητα το μεγάλο single του δίσκου, και η δημοφιλία του στους κύκλους των οπαδών δεν είναι καθόλου τυχαία. Όπως καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως είναι με μεγάλη διαφορά το πιο παιγμένο κομμάτι στα setlists τους. Για όλους τους σωστούς λόγους φυσικά, έχει hooks, έχει μνημειώδες riff, και πολύ ρυθμικό ρεφραίν και τι αδιανόητο riff είναι αυτό στο τέλος θεέ μου! Ο νόμος της μάζας και των πολλών καμιά φορά έχει και τα καλά του. Τι να πω που δεν έχει ήδη πει ο τίτλος του "Soul Destroying Black Debauchery" ; Μια θριαμβευτική ακολουθία δαιμονισμένων riff, με νωπή οργή και ψήγματα μελωδίας. Το μανιφέστο του δίσκου, με τη μπάντα να ξεδιπλώνει μια από τις πιο κολλητικές αλλά και πιο επιθετικές συνθέσεις της. Το "Mausoleal Drift" είναι το πιο ατμοσφαιρικό και "επικό" κομμάτι του δίσκου. Μέσα σε περίπου ένα δεκάλεπτο ξετυλίγει το καλύτερο τραγούδι που δεν έγραψαν ποτέ οι Watain στο prime τους. Στο "Fair Lucifer, Sad Relic" βρισκόμαστε στο συναισθηματικό αποκορύφωμα του δίσκου. Μια ωδή στον Εωσφόρο όχι ως επαναστάτη αλλά ως μελαγχολικό (και σύμφωνα με τον ήχο του κομματιού βαθιά οργισμένο) κατάλοιπο, μια αρχαία θεότητα λησμονημένη, ευγενής στην παρακμή της. Ολόκληρος ο δίσκος είναι άγριος, καυστικός, μεθυσμένος από λύσσα και μελωδία και το αποκορύφωμά του δεν θα μπορούσε παρά να το αντανακλά. Το κλείσιμο με το “Diabolic Immanence” αποτελεί μια επιβλητική τελεία. Ένα εκρηκτικό, σχεδόν black n' roll riff, να δίνει την θέση του σε μιά λαίλαπα από tremolo και ουρλιαχτά. Μανιασμένο, αλλά με επίκεντρο την μελωδική τους ταυτότητα, από την οποία όμως αποσχίζεται στο τέλος σε ένα κατακλυσμιαία βίαιο φινάλε. Μπορεί το A Diabolic Thirst να μην κάνει κάποια ηχητική υπέρβαση σε σχέση με τον προκάτοχό του, όμως είναι ένας άξιος συνεχιστής της κληρονομιάς που έρχονται να χτίσουν λίθο-λίθο οι Καναδοί, στην ωμότερη εκδοχή της

Songs of Blood and Mire (2024)

Ωμό, επιθετικό, ρομαντικό και πέρα για πέρα catchy. Αυτές είναι οι τέσσερις λέξεις που γυρίζουν γύρω από το κεφάλι μου για να χαρακτηρίσουν το τέταρτο πόνημα των Spectral VoiceΩμό επειδή ο δίσκος διατηρεί τη ζωντάνια και τον φυσικό χαρακτήρα που χαρακτήριζε και τις προηγούμενες δουλειές τους, με μια παραγωγή που δεν καλλωπίζει τίποτα και αφαιρεί μαεστρικά τα micro-plastics. Επιθετικό διότι δεν υπάρχει ούτε ένα κομμάτι που να κάνει πίσω. Ολόκληρος ο δίσκος είναι ένα ανελέητο σφυροκόπημα. Ρομαντικό γιατί πίσω από τη βία υπάρχει πάθος. Όχι ως στιλιστικό στοιχείο, αλλά ως θεμελιώδης υπαρξιακή παρόρμηση, αυτή που οδηγεί τον άνθρωπο να βουτήξει στη σκοτεινή πλευρά της ψυχής του για να βρει κάτι αληθινό. Και τέλος, catchy, επειδή κάθε κομμάτι έχει και τουλάχιστον ένα riff που σου καρφώνεται στο μυαλό. Παράλληλα, ο δίσκος διατηρεί τη μελωδικότητα που έκανε και το Infernal Decadence τόσο ξεχωριστό. Πάρτε για παράδειγμα το “Fevers and Suffering”, το κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο με μια καταιγιστική επίθεση από groovy χορευτικές κιθάρες, αλλά σταδιακά αφήνει χώρο για δραματικά μελωδικά περάσματα. Μεγάλο highlight του δίσκου το drumming, με τις συνθέσεις να επιτρέπουν στον Illusory να ξετυλίξει το ταλέντο του πλήρως. Το "At Wine-Dark Midnight In the Mouldering Halls" (τι εκπληκτικός τίτλος διάολε!) συνεχίζει ως το πιο συμβατικά black metal κομμάτι του δίσκου, με έναν συρφετό από tremolo και blasts. Κάπου προς το τέλος βέβαια και αυτό αλλάζει ύφος, με ένα αλά-Immortal passage. Άνετα το μεγαλύτερο highlight του δίσκου. Το στοιχείο που ξεχωρίζει περισσότερο εδώ είναι η σταδιακή ενσωμάτωση των black ’n’ roll στοιχείων. Είναι γενικότερο φαινόμενο εδώ, το ότι χωρίς να απεμπολούν την ταυτότητά τους, οι Spectral Wound καταφέρνουν να προσδώσουν μια σχεδόν χορευτική ροή στη μουσική τους (το "Less and Less Human, O Savage Spirit" πχ ξεκινάει και τελειώνει πέρα για πέρα punk), με αποτέλεσμα έναν δίσκο που σε αρπάζει από το σβέρκο και δεν σε αφήνει. Συνεχίζουν θεματολογικά να αντλούν από το second-wave black metal οπλοστάσιο τους αλλά αυτή τη φορά ενέχουν μια ακόμα πιο θεατρική, σε σημεία ειρωνική προσέγγιση. Ο τίτλος “Aristocratic Suicidal Black Metal” είναι από μόνος του ειρωνικός, ένα σχόλιο πάνω στις φαντασιώσεις ελιτισμού και αυτοκαταστροφής που στοιχειώνουν τη σκηνή. Παρά την κωμικότητα του τίτλου δεν ακούγεται καθόλου όπως προϊδεάζει. Αντ' αυτού είναι το πιο upbeat και οριακά punk κομμάτι στη δισκογραφία τους. 6 λεπτά ασταμάτητου χορού από riffs, με αποκορύφωμα προς το τέλος μια alternate picking riffάρα βγαλμένη από τα πιο υγρά όνειρα των Stratovarius. Υπάρχει σοβαρή περίπτωση, το "The Horn Marauding", να έχει 10 διαφορετικά riffs μέσα στα ούτε 6 λεπτά που διαρκεί. Από μόνο του αυτό το λες και επίτευγμα. Το "Twelve Moons In Hell" κλείνει τον δίσκο με ταχύτητα μα και μελαγχολία. Ένας σπάνιος συνδιασμός μιας και συνήθως τα τόσο γρήγορα κομμάτια είναι είτε θυμωμένα είτε τελείως μικρό σπίτι στο λιβάδι. Εντάξει υπάρχει μια υπερβολή σε όλο αυτό, δεν πάει καν τόσο μονόπατα το κομμάτι. Έχει τόσες εναλλαγές ρυθμού, όσες για να μην επέλθει κορεσμός. Εκτίμησα δεόντως και το ακουστικό κλείσιμο. Το Songs of Blood and Mire είναι η ώριμη στιγμή μιας μπάντας που ξέρει πλέον απόλυτα ποια είναι και τι θέλει να πει. Σπάνια συναντά κανείς black metal τόσο άμεσο και ταυτόχρονα τόσο δουλεμένο. Είμαστε πραγματικά τυχεροί που θα τους δούμε στην κορυφαία στιγμή της καριέρας τους. 

 

Spirit Possession

Spirit Possession (2020)

Αποτελούμενοι από τους S. Peacock (Ulthar, Mastery, Pandiscordian Necrogenesis) και A. Spungin (Vouna, Ormus, Taurus), το δίδυμο από την αντίπερα όχθη της Βορείου Αμερικής (αλλά στο ακριβώς ίδιο ύψος) με το ντεμπούτο του προσφέρει ενα άλμπουμ που ακούγεται σαν σύρραξη όλων των αρχαίων κακών στο σύμπαν. Με ένα proto-black-worship ηχητικό κράμα, οι Spirit Possession συστήνονται ως μία από τις πιο ενδιαφέρουσες μπάντες της νέας γενιάς. Ο ήχος δεν είναι βαρύς, τουναντίον θα έλεγα πως ακούγεται σχετικά άδειος από πολλά παραπανίσια layers. Αυτό που το κάνει τόσο μοναδικό όμως είναι πως είναι βρώμικος και ακατέργαστος, σαν ένα περίβλημα άνθρακος που μέσα του κρύβει πολύτιμο λίθο. H επιλογή αυτή στην παραγωγή όμως θα έλεγα πως αναδυκνύει όλα αυτά τα στοιχεία που οι Spirit Possession θέλουν να βγάλουν προς τα έξω. Bonus points δίνω πάντα και όταν ακούω τόσο ξεκάθαρα το μπάσο. Ο δίσκος ξεκινά με το "Deity of Knives and Pointed Apparitions" και δείχνει από νωρίς τα δόντια του. Στα σημεία φαντάζει σαν τον τρίτο δίσκο Funereal Presence που δεν βγήκε ποτέ, και στα πιο βαριά του κάτι από Katharsis. Όλα αυτά όμως με ένα περιτύλιγμα αρχέγονης ωμότητας. Οι κιθάρες σε αγωνα δρόμου με το παίξιμο το Steve να κρύβει πίσω του πολλά νταμάρια από thrash επιρροές, όσο και αν αυτές κρύβονται καλά πίσω από το μαύρο πέπλο. Άλλωστε τα πρώτα βήματα των δύο αυτών ειδών έχουν κοινό πρόγονο. Hellhammer, Celtic Frost, Venom, KAT και όλα του κόσμου τα καλούδια. To ομότιτλο ξεκινά με μια χαοτική ψυχεδελική παραμόρφωση και σε γενικές γραμμές δείχνει πως το έχουν και με το πιο mid-tempo. Η Ashley πίσω από τα τύμπανα όμως, θα έλεγα πως είναι το μυστικό όπλο του δίσκου. Παραλίγο να την δούμε με τους Insect Ark πριν μερικά χρόνια, insidentally την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε και αυτός εδώ ο δίσκος, όμως είχε ήδη αποχωρήσει μερικούς μήνες πριν. Πέρα από τη δεινότητά της ως drummer, τα μπλιμπλίκια είναι αυτό το προαναφερθέν κρυφό όπλο. DIY εξ ολοκλήρου, δημιουργεί από την αρχή noise generating όργανα και synths, κάτι που χρησιμοποιεί στο έπακρο στους Spirit Possession. Στον επόμενο δίσκο θα τα δούμε ακόμα πιο έντονα, όμως snipets για το τι έρχεται βρίσκουμε στα  "Twin Tongue Pathways", "Swallowing Throne" και "Diamond Depth Illumination". To "Amongst Inverted Castles and Holy Laughter" μου φέρνει στο μυαλό έντονα την σκηνή της Ιαπωνίας, ειδικά με τις ακαταλόγιστες φωνητικές γραμμές (σε όλο το μήκος του δίσκου) και ορισμένα "heavy metal riffs". Χρησιμοποιώ επίτηδες την λέξη ορισμένα, γιατί είναι πραγματικά ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ σε κάθε κομμάτι. Από την πρώτη τους εμφάνιση, οι Spirit Possession φάνηκαν αποφασισμένοι να ανατινάξουν κάθε γραμμική αίσθηση εξέλιξης στο σύγχρονο black metal, με το "εμπρός πίσω" να είναι ξεκάθαρο moto. Είναι σίγουρα ένας δίσκος για όλους εσάς που έχετε αναγάγει τα 80s σε αυτή την ηχητική και αισθητική ουτοπία. Λες και τότε υπήρχαν ιπτάμενα αμάξια και δεν σας σήκωναν τα βρακιά στο κεφάλι στο σχολείο και σας φώναζαν φρικιά. Για να μην γίνομαι όμως χωρίς λόγο αποσχιστικός, είναι εξ ίσου και για όλους εμάς που χωρίς να νοσταλγούμε το παρελθόν, αγαπάμε τα riffs. 

Of The Sign... (2023)

Μερικά άλμπουμ δεν φωνάζουν...ουρλιάζουν! Και το Of The Sign… των Spirit Possession είναι ένα black metal άλμπουμ που δεν αναπαράγει απλώς τα κλισέ του είδους, αλλά προσπαθεί να σε βυθίσει σε μια σπειροειδή δίνη που οδηγεί στο πυρήνα όλων αυτών των στοιχείων που αγαπήσαμε στο black metal. Το ντουέτο από το Portland, επιστρέφει 3 χρόνια μετά κάνοντας ακριβώς αυτό που θα έπρεπε. Δηλαδή να χτίσει πάνω στο φοβερό ντεμπούτο. Η επανασύστηση των Peacock και Spungin έρχεται με ένα δεύτερο δίσκο που ξεπερνά το ήδη δυνατό ντεμπούτο τους του 2020, αγγίζοντας επίπεδα απόλυτης τεχνικής και εκφραστικής αρτιότητας. Τα δυνατά σημεία τους δίνουν και εδώ το βροντερό παρόν : ξέφρενα riffs, και σχεδόν uncanny synths με μια όμως πολύ ξεκάθαρη βελτίωση στην παραγωγή. Αντλώντας από την ωμότητα του πρώτου κύματος (Hellhammer, Bathory, Celtic Frost), την τελετουργική πνοή σχημάτων όπως οι Mortuary Drape και Tormentor, και την avant-garde προσέγγιση της μοντέρνας ακραίας σκηνής, οι Spirit Possession καταφέρνουν να ακούγονται αναγνωρίσιμοι αλλά ταυτόχρονα εντελώς ιδιοσυγκρασιακοί. Οι κιθάρες ξεφεύγουν από το παραδοσιακό tremolo-picking, με riffing που αλλάζει σχήματα, ρυθμούς και κατευθύνσεις διαρκώς, ενώ τα ντραμς της Spungin, άλλοτε μανιασμένα, άλλοτε «τελετουργικά», οδηγούν κάθε σύνθεση σαν σε δαιμονική λιτανεία. Όταν κυκλοφόρησε το "Orthodox Weapons", άφησε πολύ κόσμο, και εμένα μαζί με το στόμα ανοιχτό. Μια ντουζίνα riffs, φωνητικά σαν κραυγές κολασμένων, και ατμόσφαιρα που μυρίζει στάχτη από τις φωτιές της Κόλασης και σκισμένο δέρμα από τα μαστίγια των Δαιμόνων. Το “Inhale The Hovering Keys” θυμίζει Aura Noir που έχασαν τον δρόμο τους, το “Practitioners of Power” εξελίσσεται σε ένα “αιώνιο” εννιάλεπτο μαύρο έπος σαν οι Bathory να πειραματίζονταν με ψυχεδελικές μουσικές. Το “Enter The Golden Sign” είναι η κορύφωση της δισκογραφικής τους φιλοδοξίας: μια σύνθεση που χτίζει ένταση με φαινομενικά άναρχες αλλαγές, αλλά με θαυμαστή εσωτερική συνοχή. Το “Hierarchical Skin” είναι η πιο «παραδοσιακή» black στιγμή, χωρίς να χάνει την παραληρηματική του φύση, ενώ το “Second Possession” αφήνει υπαινιγμούς από επιρροές Mercyful Fate και Beherit (???) μέσα από ένα άναρχα φιλτραρισμένο χάος. Ακόμα και τα ambient κομμάτια, όπως το ομώνυμο ή το “The Hex”, δεν λειτουργούν απλώς ως ανάσες, αλλά ενισχύουν τον αποπροσανατολισμό και τη διαρκή απειλή. Η παραγωγή του Colin Marston (Menegroth, The Thousand Caves) είναι κοφτερή και κρυστάλλινα... σάπια. Κάθε όργανο έχει χώρο, χωρίς να διαταράσσεται το  φρενήρες, ασφυκτικό σύνολο. Τα synths της Spungin, χειροποίητα και αναλογικά όπως ακριβώς και πριν, δίνουν έναν χαρακτήρα φυσικό, χωρίς ίχνος ψηφιακής αποστείρωσης. Το Of The Sign… είναι ένα άλμπουμ που δεν χαρίζεται, και σίγουρα δεν είναι για όλους. Οι Spirit Possession είναι καταδικασμένοι να μείνουν στο underground, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορούν να γίνουν λαβαροφόροι για όσους αντέχουν να πνιγούν σε μια θάλασσα από τις ωμότερες και ασχημότερες πτυχές του πιο προκλητικού genre. Σε μια εποχή όπου το black metal κινδυνεύει να ευνουχιστεί από τα “neo” κλισέ, οι Spirit Possession επιλέγουν την οδό του κινδύνου, του μυστικισμού, της απόλυτης ηχητικής εμμονής και της επιστροφής στα “basics”. Είναι επικίνδυνοι, είναι πρωτότυποι, και, το σημαντικότερο; είναι αληθινοί.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured