Παράξενος μήνας ο Μάιος. Μετά την φρενίτιδα της Eurovision και την ανακοίνωση της συναυλίας των Metallica, η διάθεση για μουσικοσυζητήσεις είναι εμφανώς πεσμένη στον μαγικό κόσμο του ελληνικού internet. Ευτυχώς ξεκινάει η φεστιβαλική σεζόν και κάπως πάνε να κινηθούν τα πράγματα. Ας δούμε λοιπόν, μέσα σε όλο αυτό το χάος, τρεις τελείως ετερόκλητους (ίσως και όχι όμως) extreme metal δίσκους. Τρεις δίσκοι, τρεις εντελώς διαφορετικές γωνίες του σκληρού ήχου, τρεις αφορμές για να θυμηθούμε γιατί ακούμε metal. 

Behemoth – The Shit Ov God

Hang in there! Προτού κλείσεις αυτό το άρθρο πριν καν το διαβάσεις, ας κάνω έναν πρόλογο για την controversial αυτή επιλογή μου. Ας το πάρουμε από την αρχή. Οι Behemoth είναι παλιά αγάπη, πολύ παλιά. Για πολλά χρόνια (κυρίως εφηβικά και μετεφηβικά) ήταν η μπάντα που δήλωνα ως αγαπημένη μου. Αν αυτό με κάνει να χάνω κάθε πιθανό credibility score, πολύ κρίμα, αλλά τι να κάνουμε αγαπητό ακροατήριο, όλοι έχουμε τα irrational loves και ενίοτε hates μας. Μετά το The Satanist οι Behemoth (δηλαδή ο Nergal), φαίνεται να περνάνε μια κρίση ταυτότητας. Κυρίως στο θέμα του λυρισμού. Κάπως ειρωνικό από τον άνθρωπο που έγραψε στον ακριβώς προηγούμενο δίσκο «Yet there's poetry in my blasphemia», να επιλέγει συχνά να την αφήνει πίσω για χάρη του edginess. Από τη μία μπορώ να το καταλάβω. Δεν είναι και ό,τι το ευκολότερο να γυρίσεις αφού έβγαλες τον black metal δίσκο της δεκαετίας+, με νέο υλικό που να το προσεγγίζει ποιοτικά, αλλά κυρίως να είναι αντίστοιχα impactful. Εδώ που τα λέμε είναι αδύνατο. Στο Satanist όλες οι συγκυρίες ήταν εκεί για να βγει ο τέλειος δίσκος. Η άμεση επαφή του Nergal με τον θάνατο λίγα χρόνια πριν και η μάχη του με την επάρατη νόσο, η συνεχής διαμάχη με το Πολωνικό κράτος και τους νόμους περί βλασφημίας, λίγο πολύ όλα στρώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε ο δίσκος να βγει τόσο συναισθηματικά φορτισμένος, όσο μανιασμένα οργισμένος προς κάθε Αρχή και Σύμβολο. Σε γενικές γραμμές το ILYAYD που ακολούθησε έκανε καλά τη δουλειά του. Είχε τις πομπώδεις στιγμές του στα "Rom 5:8", "Ecclesia Diabolica Catholica", "Angelvs XIII" κλπ (όχι άλλο "Bartzabel" για το Θεό, εσείς φταίτε που το κάνατε mainstream). Στον προηγούμενο δίσκο τους (Opvs Contra Natvram) χρειάστηκα αρκετά γαλόνια copium έτσι ώστε να τον απολάυσω στην ολότητά του απροβλημάτιστα. Από την αρχή κάτι μου έλειψε, όχι μόνο σε συνθετικό επίπεδο, που πλέον ακούγοντας το TSOG κατάφερα να το κάνω pinpoint. Αν μου δίνει ελάχιστο crebility πίσω, στο αντίστοιχο Full Metal Bracket του Σεπτέμβρη του '22 το Opvs Contra Natvram δεν θα είχε θέση.

Επιστροφή στο 2025 και στο The Shit Ov God. Πρώτη και τελευταία φορά που αναφέρομαι στον τίτλο ως έχει, παραλύω από το cringe με συγχωρείτε. Αν μη τι άλλο, οι Behemoth ξέρουν να προκαλούν. Ο Nergal χρόνια τώρα, λειτουργεί ως ενοχλητική υπενθύμιση πως το metal δεν είναι υποχρεωμένο να συμβαδίζει με τα ήθη κανενός, είτε είναι κράτους, είτε είναι οι ίδιοι οι φανς. Λέω και πίνω άλλη μια γουλιά από το copium. Και σε μια εποχή που το κοινό, όπως και εγώ, όπως και εσύ, νιώθει όλο και περισσότερο πως δικαιούται να έχει άποψη για τις καλλιτεχνικές αποφάσεις του κάθε δημιουργού, αυτό το άλμπουμ φαντάζει σχεδόν σαν απάντηση. Ο Nergal δεν κάνει πίσω. Η αισθητική του παραμένει επιθετικά επιδεικτική, θεατρικά πομπώδης, σχεδόν kitsch σε σημεία, κι αυτό είναι το νόημα. Στο κοντινό παρελθόν, με έχει βρε απέναντι του σε αρκετά σημεία, όμως ένα πράγμα παραμένει σίγουρο. Ο άνθρωπος αυτός ξέρει να παίζει τον αλγόριθμο καλύτερα από τον καθένα μας. Ίσως ο τίτλος προέρχεται από στίχο της Diamanda Galas στο εκπληκτικό "Sono L'Antichristo", εκεί βρίσκουμε τον στίχο « Sono le feci dal Signore » το οποίο πρακτικά μεταφράζεται σε « Εγώ είμαι τα κόπρανα του Κυρίου». Ίσως είναι απλά ένα προκλητικό λογοπαίγνιο με το "The Seed of God". Όποια και αν ήταν τα κίνητρα, ο κακόγουστος αυτός τίτλος παραμένει δήλωση: η σήψη του ιερού, η απόρριψη της αυθεντίας, η σάρωση των ειδώλων. Τουλάχιστον εδώ συνδιάζεται με εξίσου σαρωτική μουσική.

To "The Shadow Elite" είναι το πρώτο κομμάτι του δίσκου και ευθύς αμέσως με γυρνάει πίσω γύρω στα 15 χρόνια. Από τον τόνο της κιθάρας, στα cymbals και στο tempo, όλα ουρλιάζουν μια μίξη του The Satanist με το Evangelion και δεν θα μπορούσα να είμαι πιο ικανοποιημένος. Ειδικά οι πριονοτές κιθάρες στο τρίτο λεπτό σχεδόν με συγκίνησαν. Σε ακριβώς αυτό το κλίμα ανοίγει το "Sowing Salt", το οποίο εναλλάσσεται από ανθεμικό mid tempo σε ξέφρενο riff-fest. Το ομότιτλο, που χρησιμοποίησαν και για lead single ομολογουμένως είναι και το λιγότερο αγαπημένο μου στον δίσκο. Δεν είναι κακό, έχει πολύ καλή ατμόσφαιρα, όμως οι στίχοι τύπου εισαγωγή-άκρως-οικογενεικόν και αυτό το τόσο αργό tempo δεν είναι αυτό που θα ήθελα. Ευτυχώς στο "Lvciferaeon" τα πράγματα ξαναπαίρνουν τροπή προς το καλύτερο. Ο Inferno δείχνει από νωρίς γιατί είναι στους κορυφαίους drummers στον κόσμο, και επιτέλους ένα μνημειώδες solo. Το "To Drown The Svn In Wine" θα είχε όλα τα φόντα να είναι το αγαπημένο μου κομμάτι στο δίσκο, και το αγαπημένο μου Behemoth της τελευταίας δεκαετίας. Φοβερό riff, φοβερό ρεφραίν, απίστευτο tempo και ρυθμός. Αυτά για ενάμιση λεπτό βέβαια. Συνεχίζει με μία εκτενή γέφυρα που οδηγεί στο κλείσιμο μιας γνώριμης γυναικείας φωνής. H γνωστή στο ελληνικό κοινό κυρίως μέσω των Chaostar, Ανδρονίκη Σκουλά χαρίζει την ανατριχιαστικά eerie φωνή της ουρλιάζοντας « Αγκάλιασε τον Υιό Σου τον Μονογενή». Το "Nomen Barbarvm" ανοίγει με την γνωστή παντού Καβαλιστική μυστηκιστική επίκληση, και συνεχίζει στο πιο catchy κομμάτι του δίσκου. Είναι εξίσου κιθαριστικό, με έμφαση όμως στη μελωδία γύρω από τα κουπλέ και ένα καταπληκτικό ρεφραίν που οδηγεί σε... διάολε αυτό είναι B R E A K D O W N;;; 100% τραγούδι για συναυλίες. Το "O Venvs, Come!" ακολουθεί την τακτική "Blow Your Trumpets Gabriel", δηλαδή τα 2/3 αργόσυρτα, μέχρι που all hell breaks loose. Αγαπημένο σημείο το drumbeat στο κλείσιμο, και χαίρομαι πολύ που τα τύμπαντα έχουν τόσο καθοριστικό ρόλο παντού στον δίσκο. Η φωνή του Nergal επίσης δείχνει στα καλύτερα της εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ελπίζω live να τα αποδώσει εξίσου. Τελικά το "Avgvr (The Dread Vvltvre)" είναι αυτό που στην κόψη του ξυραφιού κερδίζει την θέση του καλύτερου τραγουδιού στο δίσκο. Είναι γρήγορο, είναι catchy, είναι ατμοσφαιρικό, έχει στιχάρες και πολύ καλές φωνητικές γραμμές. Άψογη η επιστροφή του ρεφραίν στο κλείσιμο. Πέρα από τις συνθέσεις, που σε γενικές γραμμές με βρίσκουν εντελώς μαζί τους, ο μεγάλος θρίαμβος του TSOG, και αυτό που στα αυτιά μου το τοποθετεί κόσμους πάνω από τον προκάτοχό του είναι η εκπληκτική παραγωγή. Λίγοι extreme metal δίσκοι διαχρονικά ακούγονται ΤΌΣΟ καθαρά και οργανικά, παρά τις φιλόδοξες προσθήκες τόσων επιπλέον οργάνων και ατμοσφαιρικών σημείων. Ακούω τον προηγούμενο τους δίσκο όσο γράφω αυτές τις γραμμές και συγκριτικά μου ακούγεται κενός. Πραγματικά σεμινάριο. Δεν περίμενα οι Behemoth να έχουν άλλο τόσο καλό δίσκο, και κυρίως riffs μέσα τους, όμως I stand corrected και χαίρομαι πολύ για αυτό.

 

 

Poltergeist - A Fear So Cold, So Raw, So True

Αν οι Meshuggah είναι οι αδιαμφισβήτητοι βασιλείς του πολυρυθμικού χάους, οι Poltergeist έρχονται ως η βρετανική απάντηση, φέρνοντας ένα djent-prog κράμα που συνδυάζει groove, τεχνική αριστεία και πέρα για πέρα EXTREME. Ο χαρακτηρισμός τους ως "βρετανική απάντηση στους Meshuggah" δεν είναι ακριβώς άδικος, αλλά μάλλον περιοριστικός: οι Poltergeist δεν ενδιαφέρονται για τις ψυχεδελικές πολυπλοκότητες των Σουηδών, όσο για την δομική αποδόμηση της groove μουσικής ως μορφή ψυχολογικής επίθεσης. Είναι prog, αλλά χωρίς φλοιαρίες, djent, αλλά όχι και αφαιρετικοί. Ο νέος τους δίσκος με τίτλο A Fear So Cold, So Raw, So True μοιάζει με μια κραυγή αγωνίας από τη μεταβιομηχανική ενδοχώρα. Ο δίσκος, πέντε μόλις κομμάτια αλλά συνολικής διάρκειας πάνω από 35 λεπτά, είναι ένα από τα πιο στιβαρά δείγματα του μοντέρνου extreme metal της χρονιάς. Η αφετηρία, "The Mutation" μας εισάγει στον δίσκο με ένα αργό, σχεδόν industrial riff/breakdown, σαν σκουριασμένη αλυσίδα που σέρνεται αργά και απειλητικά πάνω σε τσιμέντο, το οποίο όμως μεταλλάσσεται (έ έ έ see what I did there?) σε ένα κοφτό βασικό riff βγαλμένο απευθείας μέσα από το Chaosphere. Το "Ηind Legs" ανεβάζει σχετικά την ταχύτητα και μαζί ανεβάζει και το βάρος. Το πιο Fear Factory κομμάτι στο δίσκο, με μηχανικά μοτίβα που επανέρχονται. Το "Tentacles" είναι ίσως το πιο ‘ψυχεδελικό’ σημείο του δίσκου, σε μια διεστραμμένη εκδοχή του όρου. Ξεκινά με εμφανή και εδώ την industrial διάθεση, σαν σε μια παντελώς βάρβαρη εκδοχή ενός κομματιού του Marilyn Manson, και εξελίσσεται σε ένα χάος από πολυμετρικά ριφφ, κυκλικά μοτίβα και μια αίσθηση απόλυτου αποπροσανατολισμού. Διαθέτει το αγαπημένο μου riff στο δίσκο, στο οποίο και επιστρέφει αισίως αρκετές φορές με διαφορετικές παραλλαγές, με αποκορύφωμα την τελική του μορφή. Η ατμόσφαιρα είναι πολύ prominent εδώ, σαν σε μία sci-fi horror δυστοπία με την αίσθηση πως βρίσκεσαι εγκλωβισμένος σε έναν βιομηχανικό βραχίονα που σε τραβάει προς το άγνωστο, χωρίς καμία δυνατότητα διαφυγής. Το τέταρτο κομμάτι, "Boltzmann Brain", αντλεί το όνομά του από μια ιδέα της θερμοδυναμικής και της φιλοσοφίας: η πιθανότητα ότι το μόνο συνειδητό ον στο σύμπαν είναι ένα απομονωμένο "μυαλό του Boltzmann" που προέκυψε τυχαία. Δεν ξέρω τι σκέψεις θεωρούν πως είχε ο Boltzman, αλλά κρίνοντας από την ταχύτητα και την τεχνικότητα των riffs που έσκασαν στη μούρη μου από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα, σίγουρα θα κατέληγε σύντομα με ανεύρισμα. Άλλο ένα εντελώς Fear Factory moment. Οι κιθάρες εδώ είναι κοφτερές σαν τα χειρουργικά εργαλεία που ανοίγουν το κεφάλι, οι ρυθμοί ασύλληπτα τεχνικοί και η παραγωγή κρυστάλλινα ψυχρή. Το τελευταίο ειδικά είναι κάτι που έχω να ψέξω στον δίσκο στο σύνολο του. Από την αρχή το νιώθω σαν κάτι τελείως εξωκοσμικό και αφύσικο. Ίσως όμως να είναι κάτι αρκετά επιτηδευμένο και σε σημεία αυτό να λειτουργεί και υπέρ του τελικού αποτελέσματος. Δηλαδή αυτή η δημιουργία μιας κατάστασης που μοιάζει εξωγήινη, ψυχρή και άψυχη. Όχι ανθρώπινη. Όπως καθόλου ανθρώπινη δεν ήταν και η αντίδραση μου στο τελευταίο ενάμιση λεπτό, όπου το κομμάτι κλείνει με ένα από τα πιο ακραία breakdowns της χρονιάς. Το άλμπουμ ολοκληρώνεται με το "To Climb These Stairs Again". Το τελευταίο κομμάτι χτίζει σταδιακά, βήμα-βήμα, και μέχρι και το τέλος του δεν ανεβάζει πολύ τους ρυθμούς. Δεν ολοκληρώνεται με λύτρωση, αλλά με static και σιωπή, σαν να κόπηκε βίαια το ρεύμα και να μένει πίσω μόνο ένας μικρός απόγχος. Μια απόσυρση, μια αποδοχή της ήττας. Οι μηχανές κέρδισαν. Οι Poltergeist δεν προσπαθούν να αποδείξουν κάτι, είναι καθαρόαιμοι δημιουργοί της νέας γενιάς extreme metal, και το άλμπουμ τους επιβεβαιώνει πως είναι εδώ για να μείνουν. Παίρνουν όλα τα μοντέρνα εργαλεία, τα πολυρυθμικά μαθηματικά, τον κλινικό ήχο, την επιθετικότητα και χτίζουν έναν από τους πιο καθηλωτικούς δίσκους του νέου era ακρότητας. Το A Fear So Cold, So Raw, So True είναι ο πιο ανθρώπινος δίσκος που μπορεί να παραχθεί με απάνθρωπα μέσα. Και αυτό ακριβώς είναι το επίτευγμά του.

Eudaemon - Spiritual Anguish 

Σε μια εποχή όπου το black metal έχει θρυμματιστεί σε εκατοντάδες παρακλάδια, από τα πιο θεατρικά έως τα πιο υπόγεια μπουντρούμια, οι Eudaemon από τη Μιννεάπολη εμφανίζονται με έναν δίσκο που δεν επιδιώκει να καινοτομήσει με τον συνηθισμένο, τεχνικά φιλοδοξο τρόπο, αλλά να καταστρέψει και να αναδομήσει εκ των έσω τα ίδια τα συναισθηματικά θεμέλια του είδους. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται ως "emotional black metal", και δεν κρύβω πως περίμενα άλλο ένα sadness-clone κλαψοποστμπλάκ. Προς μεγάλη μου έκπληξη έκανα τεράστιο λάθος, και το full length ντεμπούτο τους με άφησε πραγματικά με το στόμα ανοιχτό! To εναρκτήριο "Karst", το πρώτο από τα 3 κομμάτια με γεωλογικό χαρακτήρα στον τίτλο, ξεκινάει και χτίζει αργά, με μια φωτεινή απαλή κιθάρα. Οι κραυγές και η σπαρακτική απόδοση των πρώτων στίχων όμως εισάχει γρήγορα στο κλίμα πως έχουμε να κάνουμε με έναν black metal δίσκο, και στρώνουν το έδαφος και για το πρώτο tremolo riff σαν κεραυνός εν αιθρία. Μπορώ να κάνω την αυθαίρετη υπόθεση πως εδώ λειτουργεί σαν μεταφορά για την υπόγεια φθορά, τη διάβρωση της ψυχής από χρόνιες πιέσεις, αλλά και για την εσωστρέφεια: όπως το καρστικό έδαφος είναι γεμάτο κρυφές υπόγειες δομές, έτσι κι ο ψυχισμός κρύβει το τραύμα βαθιά, ώσπου να καταρρεύσει.

«Eroding
My body
I'm aging
I'm dying»

Στο "Posssession Audition" , κρίνοντας και από τους στίχους και από την αναφορά στο intro στο Possession του Andrzej Żuławski, μπορούμε να δούμε την "κατοχή" και την "ταυτότητα" ως μια συνειδητή πράξη παράδοσης του εαυτού στην οδύνη. Δεν είναι κρυφό πως πολλά από τα μέλη του συγκροτήματος είναι queer, και αυτή η αισθητική εντοπίζεται στην επιλογή λέξεων, στη δραματουργία της ερμηνείας, στη διάθεση για αποδόμηση της έννοιας του "κακού" που χαρακτηρίζει συχνά το black metal, όχι ως αναπαράσταση δαιμονισμού, αλλά ως performance του τραύματος και της άρνησης της κοινωνίας να αποδεχθεί. Το "Empty Hallways" είναι ένα από τα κομμάτι στο οποίο επιστρέφω και συχνότερα. Είναι αρκετά shoegaze/post rock στα σημεία, όμως έχει πολλές εναλλαγές και περάσματα από όλες τις πτυχές του black metal, όπως επίσης και το αγαπημένο μου κιθαριστικό σημείο στο δίσκο κάπου λίγο πριν το πρώτο και λίγο μετά το τρίτο λεπτό. Το "Basalt" είναι το δεύτερο και βαρύτερο κομμάτι γεωλογικού χαρακτήρα στον δίσκο. Ο βασάλτης είναι ένα ηφαιστειακό πέτρωμα που δημιουργείται από την ψύξη της λάβας. Είναι σκληρό, σκοτεινό, πρωτογενές ακριβώς όπως και το κομμάτι. Bonus points για την απίστευτη βαριά ατμόσφαιρα στο κλείσιμο του, και το ακραία headbangable breakdown/riff. Τέλος η ιλύς/"Silt" είναι το λεπτό, εύπλαστο ιζηματογενές υλικό που μεταφέρεται από το νερό και συσσωρεύεται σε ποτάμια, λίμνες, εκβολές. Ως μεταφορά, παραπέμπει σε συναισθηματικά κατάλοιπα, σε υποσυνείδητες μάζες μνήμης και εμπειρίας που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά, αλλά μπορούν να πνίξουν, να μεταμορφώσουν ή να θρέψουν. Είναι ο ψυχικός βυθός, εκεί όπου συσσωρεύονται όσα δεν έγιναν ή δεν ειπώθηκαν ποτέ, και οι στίχοι δείχνουν να το επιβεβαιώνουν.

«To grasp my pleasure
The path must open
But I have lost my own reflection
In rising waters »

Το φινάλε του δίσκου με τίτλο "In Mirrors" είναι και το μακράν πιο μεγαλειώδες κομμάτι του Spiritual Anguish. Η χρήση των καθαρών φωνητικών εδώ είναι συγκλονιστική , με στόμφο αλλά παράλληλα με απόγνωση, σαν προσευχή που δεν περιμένει να ακουστεί. Οι στίχοι δείχνουν να είναι μια αλληγορία για το transition και την εσωτερικευμένη άρνηση, ενός ανθρώπου που φοβάται και αρνείται να αποδεχθεί αυτό που αντικρίζει όταν κοιτάει στον καθρεύτη. Δηλαδή το ποιος είναι ο πραγματικός του εαυτός. Μουσικά το κομμάτι είναι πνιγμένο στην μελωδία, χωρίς να λείπουν τα ξεσπάσματα, με αποκορύφωμα το τέλος. Στο σύνολο του το Spiritual Anguish είναι μια βαθιά προσωπική καταγραφή της κρίσης του εαυτού και της ταυτότητας μέσα σε έναν κόσμο που αρνείται τη διαφορά, που κανονικοποιεί τον πόνο και περιθωριοποιεί την αδυναμία. Το αποτέλεσμα είναι ένας δίσκος που δεν μοιάζει με κανέναν άλλο φέτος. Ένα brand του black metal που δεν ψάχνει να προσθέσει φλόγες ή αίματα, αλλά να ψιθυρίσει μέσα από τις ρωγμές της ανθρώπινης ύπαρξης και της καταπίεσης. Ένα σπαρακτικό ντοκουμέντο ψυχικής και κοινωνικής ταραχής. Τέτοια άλμπουμ και μπάντες προχωρούν το είδος μπροστά και είναι πραγματικά κρίμα η απειροελάχιστη απήχηση που είχε ως τώρα (είναι δυνατόν ακόμα να είναι στο <1000 hits στο Spotify; catch the fuck up ρε παιδιά!).

Αν κάτι ενώνει τους τρεις δίσκους του Μαΐου, είναι η άρνηση. Άρνηση να παίξουν με κανόνες, άρνηση να ικανοποιήσουν στερεότυπα, άρνηση να σιωπήσουν. Το metal ποτέ δεν ήταν απλά ένα είδος μουσικής, είναι και εργαλείο αντίστασης. Και όσο υπάρχουν τέτοιοι δίσκοι, υπάρχει ελπίδα: όχι για τη σωτηρία μας, αλλά για την ακριβή καταγραφή της καταστροφής μας. Κι αυτό, ίσως, είναι πιο τίμιο. Μέχρι τον επόμενο μήνα: καμία ειρήνη στα αυτιά των υποταγμένων.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured