Τα μεταναστευτικά ρεύματα προς τη Μεγάλη Βρετανία επηρέασαν καταλυτικά τη βρετανική μουσική και νεανική κουλτούρα. Οι κυβερνήσεις των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων προσέφεραν κίνητρα για τη μετανάστευση στην Αγγλία, επειδή χρειάζονταν φθηνά εργατικά χέρια για να ανοικοδομηθεί η κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα. Οι μετανάστες προέρχονταν από τις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, κυρίως από τις χώρες της Καραϊβικής (τις Δυτικές Ινδίες όπως τις αποκαλούσαν οι Άγγλοι) και την Αφρική. Απολάμβαναν δηλαδή τα δικαιώματα του Βρετανού πολίτη. Υπολογίζεται ότι ανάμεσα στις αρχές του ’50 και στις αρχές του ‘60 πάνω από 600.00 μετανάστες, στη μεγάλη τους πλειοψηφία Τζαμαϊκανοί, εγκαταστάθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία, ρίζωσαν εκεί και δημιούργησαν τους δικούς τους θύλακες (στο Λονδίνο ειδικότερα οι θύλακες αυτοί απαντούν στις συνοικίες του Μπρίξτον και του Κένσινγκτον). Οι μετανάστες εισήγαγαν στην Αγγλία πρωτόγνωρες μουσικές, χορούς, ενδυματολογικούς κώδικες, συνήθειες στον τρόπο διασκέδασης κλπ. Αν και οι μαύροι μετανάστες αντιμετωπίστηκαν αρχικά με επιφυλακτικότητα ως και εχθρότητα από τους ντόπιους (σώζονται ταμπέλες της εποχής με την αποκρουστική επιγραφή “Rooms To Let. No Blacks, No Dogs, No Irish”), τελικά επέβαλαν δυναμικά την παρουσία τους στο νησί. Η επίδραση που άσκησαν στη νεολαία της εργατικής τάξης έχει υπογραμμιστεί επανειλημμένα, σε μελέτες και εκθέσεις όπως αυτή με τον τίτλο “Black Britain” που φιλοξενήθηκε πριν από μερικά χρόνια στην Tate Gallery. Αυτό ήταν το ιστορικό πλαίσιο όταν σχηματίστηκαν στο Λονδίνο οι Cymande, γύρω στο 1968. 

Οι Cymande διαλύθηκαν το 1975, αλλά τα κομμάτια τους τους συνέχισαν να επιστρέφουν στα charts, σαμπλαρισμένα σε επιτυχίες των De La Soul, των Fugees των Wu-Tang Clan, του Kool Herc των Sugarhill Gang και πολλών άλλων. Εν αγνοία τους, οι Cymande είχαν γίνει σημείο αναφοράς, ένα από τα δομικά στοιχεία του hip-hop, του house και του nu-funk. Τα album τους ήταν σεβαστά και περιζήτητα, και ανάμεσα  στους fans τους περιλαμβάνονταν ο Grandmaster Flash, ο Jazzie B, ο  Mark Ronson και οι Daptones.

H ιστορία των Cymande είναι μια ιστορία μουσικής επιβίωσης ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, αλλά περικλείει επίσης τη μαύρη βρετανική εμπειρία της δεκαετίας του 1970 στο χωνευτήρι των μουσικών στυλ του συγκροτήματος και την περήφανη μαύρη ταυτότητά τους – και τα θεσμικά εμπόδια που τους παρουσιάστηκαν.

«Υπήρχε και άλλη μαύρη μουσική σε εξέλιξη», λέει ο κιθαρίστας Patrick Patterson, επικαλούμενος βρετανικά afro-funk συγκροτήματα όπως οι Noir, οι Hi-Tension και οι Osibisa, «αλλά η δική μας ήταν διαφορετική». Ο ντράμερ Sam Kelly επισημαίνει ότι ήταν μια σπάνια περίπτωση για τα δεδομένα της εποχής, καθώς έπαιξαν πρωτότυπο υλικό και όχι διασκευές επιτυχιών των ΗΠΑ. Και η μουσική των Cymande επικράτησε επειδή το χαρακτηριστικό τους μείγμα από funk, soul, jazz, rock, Caribbean calypso και αφρικανικούς ρυθμούς δεν ακούγεται σαν τίποτα άλλο: στους δίσκους τους, ένα κοινωνικά συνειδητοποιημένο funk κομμάτι θα μπορούσε να ακολουθηθεί από ένα κρουστικό άσμα Ρασταφαριανών ή ένα jazz ορχηστρικό διάρκειας 10 λεπτών.

Τα αρχικά επτά μέλη των Cymande ήταν όλα γεννημένα στην Καραϊβική. Οι ιδρυτές Patterson και Scipio ήρθαν από τη Γουιάνα ως έφηβοι. Ζούσαν στο Balham, λίγες πόρτες ο ένας από τον άλλον, και από τότε είναι φίλοι.

Ο Patterson περιγράφει τη σχολική εκπαίδευση στο Ηνωμένο Βασίλειο ως «μια φρικτή εμπειρία». Όταν έφτασαν, ήταν πιο προχωρημένοι ακαδημαϊκά από τα βρετανικά παιδιά – «όμως μας έβαλαν στο πίσω μέρος της τάξης…». Αυτή ήταν η πρώτη του; εμπειρία με το φρικτό φάσμα τoυ φυλετικού διαχωρισμού. «Πολιτιστικές, πολιτικές, οικονομικές συνθήκες που εμείς ως Μαύροι συναντήσαμε και εδώ, πράγμα που σήμαινε ότι ανεξάρτητα από το αν είχαμε καλά προσόντα ή όχι, το να μας τοποθετήσουν στην ίδια θέση με έναν λευκό θεωρούνταν απαράδεκτο».

Οι Cymande σχηματίστηκαν από τον μπασίστα Steve Scipio και τον κιθαρίστα Patrick Patterson στο Νότιο Λονδίνο, το 1971. Ο Scipio και ο Patterson είχαν παίξει στο παρελθόν μαζί στο jazz fusion γκρουπ Metre, πλάι στον Βρετανο-Νιγηριανό περκασιονίστα Ginger Johnson. Η αρχική τους ενσάρκωση περιλάμβανε επίσης τον τραγουδιστή/κρουστά Ray King, τον σαξοφωνίστα Derek Gibbs, τον Pablo Gonsales στα κόνγκας, τον τραγουδιστή/περκασιονίστα Joey Dee, τον σαξοφωνίστα Peter Serreo, τον ντράμερ Sam Kelly και τον  φλαουτίστα Mike Rose. Όλοι ήταν μέλη της κοινότητας της διασποράς της Αφρο-Καραϊβικής στο Λονδίνο, με καταγωγή από την Γουιάνα, την Τζαμάικα και τον Άγιο Βικέντιος. Το όνομά τους προέρχεται από ένα δημοφιλές τραγούδι calypso με θέμα ένα αποδημητικό περιστέρι που συμβολίζει την ειρήνη και την αγάπη. "Dove" είναι επίσης ο τίτλος ενός από τα πιο γνωστά τραγούδια τους.

Οι Cymande ανακαλύφθηκαν από τον Βρετανό παραγωγό R&B John Schroeder ενώ έπαιζαν σε ένα υπόγειο κλαμπ στο Soho το 1971. Ο Schroeder ηχογράφησε μερικά demo και έπεισε την Janus Records να υπογράψει με το συγκρότημα. Το πρώτο τους single "The Message", έφτασε στα chart του και στο Hot R&B στις ΗΠΑ. Το ομώνυμο τους album κυκλοφόρησε το 1972 και ανέβηκε επίσης στα αμερικανικά chart. Το εμπνευσμένο από τη την κοσμοθεωρία των Rastafari “Zion I” και κυρίως, το πολυσασκευασμένο/πολυσαμπλαρισμένο “Bra” έμειναν κλασικά στο είδος τους. Το γκρουπ περιόδευσε στις ΗΠΑ μαζί με τον Al Green, το funk-rock σχήμα των Mandrill και τον πιανίστα της jazz, Ramsey Lewis. Το 1973 έγραψαν ιστορία ως το πρώτο βρετανικό συγκρότημα που πρωτοστάτησε στο Apollo Theatre στη Νέα Υόρκη.

Το δεύτερό τους album Second Time Round, με έντονα πολιτικοποιημένους στίχους, κυκλοφόρησε το 1973 και θεωρείται το καλύτερό τους, περιλαμβάνοντας soul-funk διαμάντια, όπως το “Brothers On The Slide” (που φανερώνει τις επιρροές τους από τη soul του Curtis Mayfield) και το αφρο-ψυχεδελικό “Genevieve”. Το τρίτο άλμπουμ τους, με τίτλο Promised Heights, έκλεισε τον αρχικό κύκλο της μπάντας το 1974. Η αδιαφορία της βρετανικής μουσικής βιομηχανίας οδήγησε στη διάλυση του γκρουπ τον ίδιο χρόνο. Ένα τέταρτο άλμπουμ, με τίτλο Arrival ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αλλά δεν κυκλοφόρησε μέχρι το 1981.

Οι Cymande έπεσαν θύματα της προκατάληψης και του συντηρητισμού της βρετανικής μουσικής βιομηχανίας. Ήταν επίσης μπροστά από την εποχή τους, δεδομένης της έκρηξης της μαύρης μουσικής στη Βρετανία από το 1980 και μετά. Όμως στις αρχές του ’70 μια μαύρη μπάντα δεν είχε πολλές πιθανότητες προβολής από τα ελεγχόμενα από τους λευκούς ΜΜΕ. Απογοητευμένοι, «αποφάσισαν να κάνουν ένα διάλειμμα», αλλά «το διάλειμμα κατέληξε να είναι 40 χρόνια», λέει ο Scipio.

Ο Kelly και ο Rose συνέχισαν ως επαγγελματίες μουσικοί με άλλα συγκροτήματα. Ο Gibbs έγινε ηλεκτρολόγος. Ο περκασιονίστας Pablo Gonsales (που έφυγε από τη ζωή το 2020) επέστρεψε στην Τζαμάικα. Οι τραγουδιστές Joey Dee και Peter Serreo πέθαναν επίσης πρόωρα. Ο Patterson και ο Scipio επανεκπαιδεύτηκαν ως δικηγόροι. Στόχος τους ήταν να υπηρετήσουν τη μαύρη κοινότητα, πολλά από τα νομικά προβλήματα της οποίας προήλθαν από αστυνομικές ή θεσμικές διακρίσεις.

«Υπάρχει μεγάλη συχνότητα ψυχολογικών προβλημάτων με άτομα της ηλικίας μας, στη στενή μας κοινότητα», λέει ο Scipio. «Είναι κατανοητό όταν ζούσατε στο σύστημα εκείνη την εποχή, το είδος των πιέσεων που δεχόσασταν».

Οι Cymande παρόλα αυτά επανασυνδέθηκαν πρόσκαιρα το 2014-15 και ηχογράφησαν το album A Simple Act of Faith. Το 2023, το ενδιαφέρον για την μπάντα φούντωσε χάρη στο ντοκιμαντέρ Getting It Back: The Story of Cymande του σκηνοθέτη MacKenzie-Smith, με τις συμμετοχές των Mark Ronson, Khruangbin, De La Soul και Prince Paul, κ.ά. Η ταινία προβλήθηκε με εξαιρετικές κριτικές σε μεγάλα φεστιβάλ (South By Southwest κλπ.) – την είδαμε και στο In-Edit Festival της Θεσσαλονίκης.

Ύστερα από τη  νέα ώθηση που τους πρόσφερε το ντοκιμαντέρ, δέκα χρόνια αργότερα, τα εναπομείναντα μέλη της μπάντας ενώθηκαν εκ νέου για να ηχογραφήσουν το album Renascence

Tο Renascence κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από την BMG. Πρώτο single το "Chasing An Empty Dream", πολυεπίπεδο στον ρυθμό, με ένα τρομερό hook, εθιστικά κρουστά και στίχους εμπνευσμένους από τη διασπορική τους προέλευση.

Ο μπασίστας, Steve Scipio λέει ότι «η γένεση αυτού του τραγουδιού προήλθε από μια παρατήρηση για το είδος του κόσμου στον οποίο ζούμε. Αντικατοπτρίζεται στην υλιστική εστίαση της σημερινής κοινωνίας και του πολιτισμού. Το τραγούδι όμως έχει και ένα θετικό μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας. Μια ελπίδα ότι μια μέρα η κοινωνία θα δει νόημα και θα αποσυρθεί από το χείλος του γκρεμού. για άλλη μια φορά να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε τη σημασία των αξιών που κάποτε ήταν τόσο αγαπητές, στη διαμόρφωση ενός θετικού μέλλοντος για όλους. Αυτό σημαίνει Renascence» - μια φωνητική παραφθορά του Renaissance = Αναγέννηση.  

Σε παραγωγή του Ben Baptie, η σημερινή σύνθεση των  Cymande αποτελείται από τα ιδρυτικά μέλη Patrick Patterson (κιθάρες, φωνητικά) & Steve Scipio (μπάσο, φωνητικά). Το συγκρότημα περιλαμβάνει επίσης τον κημπορντίστα Adrian Reid και τον τραγουδιστή Raymond Simpson, καθώς και τους Richard Bailey (ντραμς), Donald Gamble (κρουστά), Denys Baptiste (σαξόφωνο), Kevin Davy (τρομπέτα) και Toni Kofi (σαξόφωνο).

Πέρα από το single, το Renascence περιλαμβάνει ακόμα αισιόδοξα, ψυχικά ανυψωτικά και έντονα χορευτικά κομμάτια όπως το “The Darkest Night” και το “Carry The World”, συναισθηματικές soul μπαλάντες όπως το “Only One Way” (με τη Celeste στα βασικά φωνητικά), jazz αυτοσχεδιασμούς (“Coltrane”, εύγλωττος τίτλος) και μυσταγωγικούς dub-funk ψαλμούς όπως το “Road To Zion”. Μια σπουδαία επιστροφή.

Track list:

1. Chasing An Empty Dream
2. Road To Zion
3. Only One Way (Featuring Celeste)
4. Coltrane
5. Sweeden
6. How We Roll Featuring Jazzie B)
7. Heart Of The Willing
8. I Wanna Know
9. Darkest Night
10. Carry the Word

Δισκογραφία

Cymande (Juno Recoords, 1972)
Second Time Round (Juno Recoords, 1973)
Promised Heights (Juno Recoords, 1974)
Arrival (Paul Winley Records, 1981)
A Simple Act of Faith (Cherry Red, 2015)
Renascence (BMG, 2025)

Πηγές:

Paul Gilroy, The Black Atlantic: Modernity and Double Consciousness (Verso Books, 1993)
Paul Gilroy, Black Britain: A Photographic History (Saqi Books, 2008)
Lloyd Bradley, Sounds Like London: 100 Years of Black Music in the Capital (Serpent's Tail, 2013)
David Olusoga, Black and British: A Forgotten History (Picador, 2023)

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured