Καλό το ταλέντο, αλλά η επιτυχία κρύβεται στην επιμέλεια.

Αυτό, λογικά, είναι το μάντρα της Rosalia που έκανε ντου στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία επανερμηνεύοντας το flamenco και αναδύοντας νέους fusion ήχους. Όλα της τα βήματα, σταθερά και υπολογισμένα (κι εδώ σκάει η αναγωγή στη Madonna που επίσης έτσι πορεύτηκε, μελετημένα και με ακλόνητη προσήλωση προς την κορυφή).  Από 13 ετών η Rosalia αρχίζει να ασχολείται με το φλαμέγκο και πιάνει με το μικροσκόπιο τα palos (ρυθμοί) του, το γυρίζει τούμπα, το ψάχνει κόκκο παρά κόκκο. Ξέρει τι κάνει, θα της χρειαστεί αυτό αργότερα. Γίνεται φοβερή και τρομερή στο είδος, αρχίζουν οι συνεργασίες και οι live παρουσίες σε φεστιβάλ. Το 2017 κυκλοφορεί το ντεμπούτο της, Los Angeles, ένα μινιμαλιστικό πλην όμως πειραματικό flamenco-pop άλμπουμ με κεντρικό θέμα τον θάνατο, έχοντας δίπλα της τον σπουδαίο παραγωγό Raül Refree, γνωστό στα μουσικά δρώμενα για τις εντατικές μουσικές του μελέτες στα κύτταρα των παραδοσιακών ήχων και θεματικών της Ισπανίας. «Έχω κάνει πολλές συνεργασίες με πολλούς μουσικούς και πάντα πρόσεχα να είναι άνθρωποι αρκετά μεγαλύτεροί μου, ώστε να μάθω από αυτούς», έλεγε σε συνέντευξή της στο ABC όταν κυκλοφόρησε το άλμπουμ. Η στρατηγική της και η σοβαρότητα με την οποία συγκεντρώθηκε στη μουσική, διαγραφόταν ξεκάθαρα πριν ακόμα μπουκάρει σαν Καταλανός Δούρειος Ίππος στον διεθνή μουσικό χάρτη με το El Mal Querer.

Με αυτό, έβγαλε το flamenco από την Ισπανία και το διέρρευσε στον κόσμο, μπλέκοντάς το προσεγμένα με R&B, σύγχρονη electro και pop, στοχεύοντας σε ένα κοινό νέο που στριμάρει τραγούδια, φτιάχνει τις δικές του λίστες και κινεί την αγορά μέσα από το Tik Tok και το Instagram. Δεν πειραματίστηκε όμως μόνο με τους ήχους αλλά και με την ίδια της την εικόνα, με τρόπο ενδελεχή και με ουσία, έτσι ώστε ο William Pharell την κάλεσε να ηχογραφήσουν μαζί, ενώ ο Pedro Almodovar της έδωσε βασικό ρόλο στην ταινία του, “Dolor y Gloria”, δίπλα στον Antonio Banderas και την Penelope Cruz. «Κανείς άλλος δεν αποφασίζει για μένα. Ποτέ… Αν κάτι με έφερε εδώ είναι η σκληρή δουλειά και ο απόλυτος έλεγχός μου στην καλλιτεχνική διαδικασία.» δήλωσε την ίδια περίοδο στο Billboard.

 rosalia

Είναι φοβερό να σκεφτείς ότι όλη αυτή η επιτυχία έγινε με ένα άλμπουμ που εμπίπτει στην γενική κατηγορία world. Μόνο που η Rosalia δεν είναι απλά world ή ethnic ή απλά latin, είναι κάτι άλλο.

Ας το πάρουμε ανάποδα.

Η σύγχρονη world μουσική γίνεται αντιληπτή από μια ευρω-αμερικανική, μετααποικιακή οπτική και βασικά εξαρτάται από στερεότυπες απεικονίσεις των εκπροσώπων της ως εξωτικών, αισθησιακών, με μυστικιστική αύρα. Και, σε γενικές γραμμές πάντα, αντί να προωθήσει τις αξίες της πολυπολιτισμικότητας, η κατηγορία αυτή αφορά περισσότερο στη δημιουργία και την προώθηση μιας συγκεκριμένης, εξειδικευμένης αγοράς, με target group ένα κοινό με αυτοαποκαλούμενα κοσμοπολίτικα γούστα. Και τι κακό έχει ο κοσμοπολιτισμός; θα ρωτήσεις. Απολύτως τίποτα, θα σου πω, αλλά το θέμα δεν είναι εκεί. Έχουμε δει πολλές fusion μουσικές τάσεις που ακολουθούν μια πορεία πολιτιστικής δειγματοληψίας, που τελικά λίγη σχέση έχει με την προώθηση της αίσθησης του κοσμοπολιτισμού. Θες από τα 60s με τον Αμερικανό τζαζίστα Stan Getz που πήρε αγκαζέ τους Joao Gilberto και Tom Jobim για μια σειρά από bossa nova fusion κυκλοφορίες; Θες στα 90s με την υπερενεργητική pop του Ricky Martin; Ή με τη Shakira; Κι αυτά τάσεις ήταν, κατά τις οποίες ενσωματώθηκαν πτυχές της latin μουσικής στην mainstream pop της εκάστοτε εποχής, έτσι ώστε το τελικό προϊόν να είναι μια Δυτική pop μουσική με λατινική κλίση.

Αυτό είχε γίνει και με τον Julio Iglesias και, μάλιστα, από τότε είχε να ζήσει η Ισπανία λόκαλ σταρ της στην κορυφή του παγκόσμιου ποπ πενταγράμμου. Βεβαίως, η εξονυχιστική διερεύνηση στις ερωτικές ζώνες της latin pop που τόσο επιτυχημένα έκανε ο πατήρ Iglesias, δεν έχει σχέση με το πειραματικό μουσικό προφίλ της Rosalia. Άλλες εποχές, άλλα είδη, άλλα ήθη. Εκείνη διατηρεί μεν τον ερωτισμό της querida, αλλά τον διανθίζει με μια υφολογική παλέτα να-με-το-συμπάθιο, με street κωλοπαιδισμό (βλ. “Malamente”), με πονεμένη ευαισθησία (βλ. “Bagdad”), με ναρκωτικά φωνητικά (βλ. “Maldicion”). Απ’ όπου κι αν το πιάσουμε, το βραβευμένο με Grammy El Mar Querer ήταν πολύ πιο πολύπλοκο και ενδιαφέρον από κάθε άλλη latin pop επιτυχία. Σύντομα, βρέθηκε να παίζει στο φεστιβάλ Coachella, να εμφανίζεται στο εμβληματικό βίντεο του “WAP” της Cardi B και της Megan Thee Stallion, και να ηχογραφεί με κορυφαία ονόματα της διεθνούς μουσικής σκηνής, όπως η Billie Eilish, o J Balvin, και ο Travis Scott.

Μέχρι που το 2022 και πριν κλείσει τα 29 της χρόνια, η Rosalia βγάζει το τρίτο της άλμπουμ, Motomami, και από πλευράς περιπλοκότητας ανέβασε κι άλλο τον πήχη. Freeform jazz και αφρισμένα μπάσα στο “Saoko”, νεανικές αλητείες στο “Chicken Teriyaki”, ινσταγκραμικές φαντασιώσεις με ακριβά brands στο “La Combi Versace”, για το "La Fama", κι όλες αυτές οι εικόνες αναμιγνύονται, πάντα επιμελώς, με reggaeton και flamenco μέχρι πιανιστικές pop μπαλάντες. Και αυτή τη φορά η Rosalia βασίζεται στις συνεργασίες (πέρα από τον El Guincho που είναι μόνιμος και που φέτος έκανε μαγικά και για την FKA Twigs): φέρνει τον Weeknd να συνδράμει στο “La Fama”, ακολούθως της συμμετοχής της στο remix του δικού του “Blinding Lights”, καλεί και τον Pharrell, τον Q Tip, συνδυάζει την μελαγχολία του James Blake με hyperpop επιτήδευση στο “Diablo”, στο τέλος ραπάρει κι ο Soulja Boy.  Πρόκειται για ένα σαφώς περισσότερο genre-defying άλμπουμ, όπως θέλει η τάση της εποχής τώρα για να ζωντανεύει και να επαναπροσδιορίζεται το μενού της συμβατικής pop. Βεβαίως, όσο κι αν η pop οδεύει στην κατάργηση των ειδών, εν τέλει τα είδη, οι «ταμπέλες» είναι χρήσιμα γιατί έτσι ο καλλιτέχνης βρίσκει την «πύλη εισόδου» στο κοινό. 

Και η Rosalia έχει εισχωρήσει για τα καλά σ’ αυτό.

 

  

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured