H ύπαρξη και μόνο μιας εταιρείας όπως η Big Dada είναι από μόνη της ένα εντυπωσιακό κατόρθωμα. Διότι, ναι μεν, η κίνηση της Ninja Tune να συγκεκριμενοποιήσει σε ένα sub-label τις hip hop κυκλοφορίες της πριν από μία –και κάτι παραπάνω– δεκαετία ήταν αναμενόμενη και απολύτως φυσική, καθώς το αγγλικό hip hop εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να εδραιώνεται στην εμπορική πιάτσα, εντούτοις ο τρόπος που λειτουργεί η Big Dada είναι αξιέπαινος, ακόμη κι αν είναι λίγο αυτοκτονικός.



Την περίοδο εκείνη, τέλη 1996 με αρχές 1997, οι κουβέντες στο δισκογραφικό πέρα δώθε υποστήριζαν ότι η Ninja θα χρησιμοποιούσε το hip hop-άδικο sub της για να τσεπώσει το μαρούλι και να ρεφάρει ως ένα βαθμό την όποια χασούρα από αρκετές από τις κυκλοφορίες της που είχαν καλλιτεχνική, αλλά όχι και την απαιτούμενη εμπορική αξία. Θα έπαιζε, με άλλα λόγια, «σίγουρο χαρτί». Αν, όμως, η –εδώ που τα λέμε, ανέλπιστη ακόμα και για τους scouts της Big Dada– επιτυχία του κανακάρη της εταιρείας, Roots Manuva, ήρθε να επιβεβαιώσει τις προβλέψεις για εμπορική επιτυχία, το πρόγραμμα κυκλοφοριών σίγουρα δεν έκανε την χάρη σε αυτούς που προέβλεπαν «εύκολες» hip hop κυκλοφορίες. Κάθε άλλο! H Big Dada όχι μόνο κράτησε αποστάσεις από την, ούτως ή άλλως βραχύβια, έξαρση της εγχώριας σκηνής, αλλά πρότεινε ήχους, καλλιτέχνες και ιδέες που κατάφεραν ως ένα σημαντικό βαθμό να επαναπροσδιορίσουν το πώς αντιλαμβάνονταν οι ακροατές παγκοσμίως τις έννοιες του hip hop.

Ανακαλύπτοντας και δίνοντας χώρο έκφρασης και σε Αμερικανούς καλλιτέχνες (cLOUDDEAD, Infesticons/Majesticons, MF Doom) με φρέσκιες «γωνίες» προσέγγισης, ουσιαστικά εκμηδένισε το υπαρκτό κόμπλεξ που βάραινε τα μικρόφωνα των Βρετανών hip hopers έναντι των “Uncle Sam” συγγενών τους και εισήγαγε σε ευρύτερη κλίμακα τις έννοιες του «πειραματισμού» και του “leftfield” σε ένα είδος που επί χρόνια πάσχιζε να απεμπλακεί από την προβληματική ρηχότητα της εμπορικής του περσόνας.

Δέκα χρόνια μετά τα νεογέννητα πρώτα βήματά της, η Big Dada παραμένει πρωτοπόρος σε ένα χώρο που πάντα παρουσιάζει μια δυσκοιλιότητα στη χώνεψη νέων ιδεών, αλλά πλέον το σίγουρο είναι ότι αποτελεί το fulcrum πίσω από το οποίο ακολουθούν κατά πόδας hip hop μυαλά, μίλια μακριά από τον τριγύρω «κούνα κούνα» κατιμά, πιο κοντά όμως στις μουσικά πειραματικές ρίζες του είδους.

Old School to Nu School. That’s the “Big Dada” sound!

Αν και η νέα συλλογή της Big Dada, Well Deep: 10 Years of Big Dada Recordings, για τα δέκα χρόνια ζωής της εταιρείας, ουσιαστικά καλύπτει ό,τι καλύτερο έχει βγάλει το label, είπαμε κι εμείς να βάλουμε το λιθαράκι μας επιλέγοντας τα καλύτερα δισκάκια της εταιρείας κατά την ταπεινή προσωπική μας άποψη…

Roots Manuva – Brand New Second Hand (1999)
Ο δίσκος που ουσιαστικά βάζει την εταιρεία στο χάρτη έρχεται από έναν ημι-Τζαμαïκανό μπαφόφιλο, που με το πρώτο του album αρπάζει τον τίτλο του «πιο σημαντικού μαύρου καλλιτέχνη που έχει βγάλει η Μεγάλη Βρετανία» και τον διατηρεί μέχρι σήμερα. Κλασικό ως τις κάλτσες του!

New Flesh – Understanding (2002)
Μια κολεκτίβα που, αν δεν υπήρχε ο Roots, θα ήταν χωρίς αμφιβολία το πρώτο κανόνι της εταιρείας, οι New Flesh («κομμένο» από το πρώτο τους όνομα “New Flesh for Old”) με τον δεύτερό τους δίσκο αναδεικνύουν την εξαιρετική κονσολιάρικη δουλειά του «μυαλού», Keith Hopewell, αλλά και το groove-άτο flow του πολυθεσίτη Juice Aleem. Σχεδόν ξεχνάς τους all star guests (Beans, Roots Manuva, Gift of Gab). Σχεδόν.

cLOUDDEAD – cLOUDDEAD (2001)
To να πεις απλώς ότι αυτός ο δίσκος είναι πρωτοποριακός είναι πολύ λίγο. Το να πεις επίσης ότι επαναπροσδιορίζει το τι μπορεί κανείς να περιμένει από έναν hip hop δίσκο και πάλι δε βάζει την εικόνα στο κατάλληλο κάδρο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις με το ντεμπούτο LP των πλέον διαλυμένων (;) cLOUDDEAD, για να το χωνέψεις, είναι να το ακούσεις ξανά. Και ξανά. Και ξανά. This shit is art!

Ty – Upwards (2004)
Με το δεύτερο LP του, ο Ty επιτέλους αρχίζει να δικαιολογεί την ετικέτα που τον συνοδεύει. Το next big thing, που τόσους και τόσους έχει στείλει στα καλλιτεχνικά τάρταρα, φαντάζει απόλυτα δικαιολογημένο όταν στέκεται δίπλα σε μια «φέτα» όπως το “Oh you want more?”… και το Νιγηριανό εξτρέμ της Big Dada αρχίζει και ξεμπλοκάρει. Πυροβολώντας στο χαλαρό. D.A.I.S.Y age revival στην Ινγκλατέρα; Για δες…

Infinite Livez – Bush Meat (2004)
Άλλο ένα εξαιρετικά υποτιμημένο δισκάκι, που ενδεχομένως χάνει την επαφή του με την καλλιτεχνική αξία κάτω από το βάρος της χαβαλιεδιάρικης θεματικής του Steven Henry (aka Infinite Livez). Όταν ξεπεράσεις όμως το σκόπελο των ξεκαρδιστικών ιστοριών του άντρα που «κατεβάζει» γάλα (“the adventures of the lactating man”), ανακαλύπτεις έναν ηχητικά πολύ θαρραλέο δημιουργό. Απαιτώ επανεκτίμηση!

Diplo – Florida (2005)
Άλλη μια αμερικανική «ανακάλυψη» της Big Dada, ο Philadelphi-ώτης Diplo, το πάει φισέκι το πιο instrumental hip hop γράμμα, ανοίγοντας ουσιαστικά τους ορίζοντες της εταιρείας ακόμη περισσότερο και αφήνοντας καρτούλα για να επανέλθουμε στο γραφείο του. Watch this space indeed!

The Majesticons – Beauty Party (2003)
Ένα εξαιρετικό hip hop πείραμα σε δύο μέρη, από τον Αμερικέν Mike Ladd, το Beauty Party αποτελεί τον αντίλογο στην κυκλοφορία των «αντιπάλων» Infesticons και είναι χωρίς αμφιβολία το καλύτερο εκ των δύο δίσκων. Ουσιαστικά, μια καλά σκηνοθετημένη πλάκα, ο «πόλεμος» των Infesticons και των Majesticons ήταν ένας τρόπος για τον Ladd να κριτικάρει τα κακώς κείμενα σε όλο το φάσμα του hip hop ήχου, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και την πολυμορφικότητα των ηχητικών του ιδεών. Όλο το πακέτο, περικαλώ!

Roots Manuva – Run Come Save Me (2001)
Κανονικά θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε και τους τρεις δίσκους του Roots (μη βάλω μέσα και τα dub-o-remix-αρισμένα και μας πουν «βαλτούς»), αλλά, επειδή μιλάμε για εταιρεία και όχι για one man show, είπαμε να το μαζέψουμε. Βέβαια, ακούγοντας το δεύτερο δισκίο του Rodney Smith, σε μπαίνουν ιδέες ότι η εταιρεία απλά θα μπορούσε να υπάρχει μονάχα με αυτόν στο roster, καθώς τα κροσέ και τα ντιρέκτ διαδέχονται το ένα το άλλο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι το “Witness (1 Hope)” αποτελεί το άτυπο εμβατήριο της εταιρείας. Αλάνθαστο!

King Geedorah – Take Μe Τo Υour Leader (2003)
Όταν μιλάμε για σκάλωμα, μιλάμε για σκάλωμα. Δεν εξηγείται αλλιώς το «alter ego του MF Doom», που εδώ όχι μόνο αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά χρωματίζει ολάκερο το δισκάκι με τις Godzilla εμμονές του. Τα guest-ιλίκια τύπου “Biolante” και “Gigan” αποδεικνύουν τα αυταπόδεικτα, ενώ τα samples από την κινηματογραφική μυθολογία του Godzilla δίνουν και παίρνουν. To αποτέλεσμα είναι για γερά νεύρα (και αφτιά), αλλά αυτό δεν αναιρεί το ότι έχουμε να κάνουμε με έναν εξαιρετικό δίσκο.

Nephlim Modulation Systems – Woe To Thee O Land Whose King Is A Child (2003)
Πολύ καιρό πριν ξυπνήσει το κάθε τσουτσέκι και αποφασίσει να μιλήσει «καλλιτεχνικά» για τον «Αμερικανό μπαμπούλα», προσδοκώντας έτσι να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια του κόσμου, οι NMS έφτιαχναν αυτήν εδώ τη διαμαρτυρία. Υποβλητικό και δικαιολογημένα «βαρύ», το μουσικό «κατηγορώ» των Bigg Jus και Orko Elohiem ντύνει έναν από τους καλύτερους «πολιτικούς» δίσκους των τελευταίων 20 χρόνων.


 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured