Κοιτάζοντας κανείς τα εξώφυλλα των δύο δίσκων στην κορυφή των βρετανικών charts στα μέσα του Σεπτέμβρη, θα μπορούσε να πιστέψει πως η χρονομηχανή του δουλεύει και προσγειώθηκε στις αρχές προς μέσα της δεκαετίας του 1970. Στη κορυφή θα αντίκριζε το πρόσωπο του Mick Jagger χωμένο μέσα σε ένα ροζ σιφόν για την επανέκδοση του Goats Head Soup των Rolling Stones, ενώ μία θέση πίσω, θα μπερδευόταν στη θέα ενός άχρονου αγοριού που φοράει μία ρετροφουτουριστική, glam αισθητικής στολή και απλώνει το χέρι του για να φτάσει (;) τον ακροατή. Το ερώτημα, φυσικά, δεν είναι «Ποιοι είναι αυτοί οι τύποι στο νούμερο ένα». Αλλά ποιο είναι αυτό το 21χρονο πιτσιρίκι, που έχασε τη πρωτιά για μόλις 800 αντίτυπα με το δεύτερο δίσκο του Zeros, έχει ως ίνδαλμα τον David Bowie, γράφει glam τραγούδια με φρέσκια ματιά και κοινωνικοπολιτικό στίγμα και φτάνει να πλασάρεται παντού επικοινωνιακά ως η «φωνή μιας ολόκληρης γενιάς» ή «ο εκπρόσωπος της Gen Z».

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Declan McKenna, για τον οποίο γίνεται λόγος, γεννήθηκε το 1998 στο Άινφελντ, στην ευρύτερη περιοχή το Λονδίνου και μεγάλωσε στο Τσέσχαντ. Από πολύ μικρή ηλικία άρχισε να ψάχνεται μουσικά, ακούγοντας τους κλασικούς δίσκους του πατέρα του από T. Rex, Roxy Music και David Bowie και μαθαίνοντας παράλληλα να παίζει ηλεκτρική κιθάρα. Για να αφοσιωθεί πλήρως στο κυνήγι της μουσικής του καριέρας, άφησε στην μέση τη προσπάθεια του να σπουδάσει Αγγλική Λογοτεχνία και Φιλοσοφία, κάτι που αποδείχθηκε πολύ σύντομα ως επιτυχημένη επιλογή, καθώς το 2015 κατάφερε να κερδίσει το διαγωνισμό ανερχόμενων ταλέντων του Glastonbury Festival. Το όνομά του άρχισε να κάνει θόρυβο στις αίθουσες συναντήσεων των μεγαλύτερων δισκογραφικών εταιρειών, φτάνοντας να δέχεται προτάσεις εμπορικής συνεργασίας από πάνω από 40 labels.

Τελικά, επέλεξε την Columbia, μέσα από την οποία κυκλοφόρησε το πρώτο του single “Brazil”, ένα τραγούδι ανοιχτής διαμαρτυρίας και κριτικής απέναντι στη FIFA, η οποία αποφάσισε να αναθέσει το Μουντιάλ του 2014 στην χώρα της Λατινικής Αμερικής, χωρίς να λάβει υπόψη τις συνθήκες φτώχειας και ανέχειας που επικρατούν σε αυτή. Βέβαια, το αστείο της υπόθεσης είναι πως λίγους μήνες αργότερα, ένα άλλο κομμάτι του Βρετανού, το “Isombard”, που τα βάζει με τη μεταναστευτική πολιτική της χώρας του, συμπεριλήφθηκε στο soundtrack του βιντεοπαιχνιδιού FIFA 17. Όπως και να έχει, το όνομα του άρχισε να συζητιέται σε ένα πολύ σημαντικό πεδίο της αγοραίας, βρετανικής κουλτούρας, αυτό του ποδοσφαίρου, καθώς αθλητικοί σχολιαστές άρχισαν να παίζουν τη μουσική του και να συνδέουν το κομμάτι με το σκάνδαλο διαφθοράς στη FIFA, ενώ λίγους μήνες μετά, το “Brazil” βρήκε παραδόξως το δρόμο του και στα εναλλακτικά charts του Billboard.

Το 2016, ο ακόμη ανήλικος McKenna άρχισε να γράφει νέα singles στο δωμάτιό του με σκοπό κάποια στιγμή να αποτελέσουν το υλικό για τo δισκογραφικό του ντεμπούτο. Μερικά από αυτά ήταν το προαναφερθέν “Isombard”, το “Bethelem” για τη θρησκευτική μισαλλοδοξία, καθώς και το “Paracetamol”, στο οποίο θίγει το ζήτημα της άδικης μεταχείρισης των transgender ατόμων από τα media. Όλα τα παραπάνω, μαζί με άλλα, όπως το “The Kids Don’t Wanna Come Home” για τα τραγικά γεγονότα στο Bataclan, έφτασαν να συναποτελούν το 2018 το παρθενικό του άλμπουμ με το ειρωνικό τίτλο What Do You Think About The Car?  (μπήκε στην 20αδα των βρετανικών charts) σε παραγωγή του James Ford. Ένα άλμπουμ στο οποίο «προσπάθησε απλώς να επισημάνει σημαντικά ζητήματα της κοινωνίας μας και να τα βάλει μέσα σε pop κομμάτια», όπως δήλωσε σε μία πρόσφατη συνέντευξη του στο NME.  Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο καλοκαίρι του 2019, κατά το οποίο ο 21χρονος βρετανός μπαίνει στο στούντιο για να ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις της δεύτερης δουλειάς του Zeros, κουβαλώντας στις πλάτες του τους βαρυσήμαντους, μα και κενούς σε νόημα, τίτλους που προαναφέρθηκαν στην αρχή του κειμένου και που δημιουργούν πίεση χωρίς να σημαίνουν απολύτως τίποτα. Ο ίδιος, έχει δηλώσει σε πολλές περιπτώσεις πως δεν του αρέσει ο τίτλος που του έχουν φορέσει, αλλά νιώθει πολύ άνετα με τη θέση του στον κόσμο ως ένα διαφορετικό role model.

Πάντως, στη νέα του δουλειά, είχε τη συνθετική ωριμότητα για να συνειδητοποιήσει πως δεν χρειάζεται να θίγει με τόσο προφανή και άμεσο τρόπο τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα, αλλά πως μπορεί να μιλήσει για όλα αυτά έμμεσα μέσα από μία πιο βιωματική γραφή. Έτσι, μέσα από το Zeros, κριτικάρει το επιφανειακό, ψεύτικο και εθιστικό κόσμο των social media (“Beautiful Faces”), εκφράζει οικολογικές ανησυχίες, προβληματίζεται για την ολοένα και πιο έντονη ανάμειξη της τεχνολογίας στις ζωές μας και καταλήγει πως η αληθινή, σύγχρονη δυστοπία δεν κρύβεται αποκλειστικά σε μεγάλα και θεωρητικά άπιαστα concepts, αλλά στον τρόπο που εμείς οι ίδιοι διαχειριζόμαστε την καθημερινότητα μας. Όλα αυτά, τα επικοινωνεί μέσα από τραγούδια που ισορροπούν ανάμεσα στην σωστή και τη λάθος πλευρά της retro γραμμής, φέροντας δηλαδή όλες τις επιρροές από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες, χωρίς όμως αυτές να επισκιάζουν τη προσωπική του ταυτότητα. «Με προβλημάτιζαν παρόμοιες σκέψεις όλο αυτό το διάστημα, και προσπαθούσα να εξερευνήσω τα δικά μου συναισθήματα αλλά και άλλων ανθρώπων, χωρίς να εκβιάζω κάποιο συγκεκριμένο θεματικό αφήγημα. Τελικά κατάφερα να βρω αυτό το νοητό χώρο στο μυαλό μου όπου μπορώ να δημιουργώ και να είμαι ελεύθερος, να μιλάω για εμένα αλλά και για τον κόσμο ταυτόχρονα», σχολίασε σχετικά ο ίδιος στη προαναφερθείσα συνέντευξη. Τελικά, το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις αρχές του Σεπτέμβρη, και όχι τον Μάιο λόγω της πανδημίας, σημειώνοντας σημαντική, εμπορική επιτυχία και λαμβάνοντας επί το πλείστον θετικές κριτικές. 

Μπορεί να μη μοιάζει ιδιαίτερα σπουδαίο γεγονός με μία πρώτη ματιά: OK, ένας ακόμη λευκός, προνομιούχος πιτσιρικάς γκρινιάζει για τα δεινά του κόσμου και πουλάει πολλούς δίσκους, ε και; Στην εποχή που οι αυτοκτονίες εφήβων αυξάνονται δραματικά, οι νέοι παραμένουν κοινωνικοπολιτικά παθητικοί και απαθείς και η ενασχόληση με τη δημιουργία του επόμενου viral Tik Tok video μοιάζει πιο σημαντική από την πορεία του πλανήτη, προσωπικότητες όπως ο McKenna και η Billie Eilish, που μιλούν ανοιχτά για τη σεξουαλική τους ταυτότητα, τις πολιτικές του πεποιθήσεις και τις ψυχολογικές τους παθήσεις, είναι οι πλέον ελπιδοφόρες φωνές για τη μουδιασμένη γενιά τους. Ακόμη και αν οι ίδιοι το σιχαίνονται.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured