Αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik "4 Δεκαετίες Indie"

Ίσως μπορώ να θέσω ένα καλύτερο ερώτημα, πιο εύστοχο, ίσως λιγότερο κοινότοπο, που θα απευθύνει και θα απευθύνεται, και, αν μη τι άλλο, θα δείχνει καλύτερα τις προθέσεις και τις στοχεύσεις αυτού του σημειώματος: ποιον πρέπει να απασχολεί σήμερα η Indie μουσική;

Αν οι περισσότερες ετικέτες έχουν κάποιες προβληματικές, το indie, πολυκαιρισμένο και ήπιο ακουστικά, ενέχεται σε πολλά νοήματα, λόγους, κατηγορίες, στη διωνυμία, εν τέλει, το κέντρο βάρος του έχει περίτεχνα τεθεί στο σημείο διακοπής μιας διαλεκτικής. Indie ή αλλιώς, independent· στα ελληνικά: ανεξάρτητος. Για τα μουσικά πράγματα, υπήρξε τάση, έκφραση, αισθητική, επιτελεστικότητα, συγκρότηση ταυτότητας, κυριότερα όμως, μια αναδιοργάνωση του πεδίου της μουσικής.

 

To DIY ως νέος όρος εισαγωγής στο πέδιο και νέο επαγγελματικό μοντέλο

Σήμερα σκεφτόμαστε το indie περισσότερο ως genre, στην ουσία όμως πρόκειται για τη διάθεση εκείνη, καλλιτεχνών και επαγγελματιών της μουσικής (μουσικών, στιχουργών, παραγωγών, σχεδιαστών εξωφύλλων και αφισών, διοργανωτών) να εισέλθουν στη βιομηχανία με τους δικούς τους όρους. Να ανατρέψουν προπαραδοχές, παγιωμένους κανόνες και περιορισμούς. Αυτή η συνθήκη εκκινεί με τη λεγόμενη DIY ηθική (Do It Yourself, ήτοι Κάν’ το μόνος σου) του punk, τη δεκαετία του ‘70.

Λανθάνουμε αν σκεφτόμαστε ότι το DIY είναι απλά μια αισθητική έκρηξη. Μια έκφραση δηλαδή που επικυρώνεται στην υπέρβαση κανόνων της μουσικής και των εργαλείων της. Στην πραγματικότητα είναι η εντελώς ενσυνείδητη παρέμβαση στο κοινωνικό (και κοινωνιολογικό) σκέλος του πεδίου της μουσικής. Το DIY ανατέμνει όλες τις προπαραδοχές που μέχρι τότε υπήρχαν: το ότι η δισκογραφική μπορεί να είναι ο μόνος διαμεσολαβητής μεταξύ μουσικής και κοινού, το ότι δεν μπορούν από μόνοι τους οι μουσικοί να δημιουργήσουν δισκογραφικές, ότι είναι αδύνατον να ηχογραφήσεις και να δισκογραφήσεις χωρίς κατευθυντήριες γραμμές από τους ειδικούς της βιομηχανίας, όσους έχουν ήδη μια περίοπτη θέση, το ότι ο μόνος τρόπος αμοιβής είναι η μαζική απήχηση, το ότι η μαζική απήχηση είναι το ζητούμενο.



Ενδεικτικά, οι Buzzcocks κυκλοφορούν το πρώτο τους EP μόνοι τους, και η Factory γίνεται μια από τις πρώτες ανεξάρτητες μικρές δισκογραφικές που έχει πλήρη αυτονομία, που επιτρέπει και δημιουργεί μια συλλογική αυτονομία μεταξύ κάθε δημιουργού στο εσωτερικό της, και κάθε της κυκλοφορία διατρέχεται από μια λογική που δε λαμβάνει καθόλου υπόψη της το κέρδος. Κι αν αυτά ακούγονται εξωπραγματικά, είναι επειδή οι προπαραδοχές ενός κοινωνικού παιγνίου (όπως είναι κάθε πεδίο που διέπεται από κανόνες) έχουν κατασκευαστεί καλά, ενισχύονται και κανονικοποιούνται και από τους παίχτες. Κι όμως, υπήρξε αυτή η Ιστορία, υπήρξαν οι καλλιτέχνες που επιχείρησαν να αλλάξουν τους κανόνες. Το ερώτημα είναι: τα κατάφεραν; Εν πολλοίς, ναι.


Η ανάδειξη μιας νέας αισθητικής πρότασης

Τη δεκαετία του ‘80, ακόμα περισσότερο. Τότε είναι που, έχοντας τεθεί οι βάσεις, προχωράμε στο να δούμε καθαρότερα και το αισθητικό απότοκο. Πλέον έχουμε μια διαλεκτική. Το DIY κίνημα και πρακτική, παρήγαγε μια οντοαισθητική· ήγουν, τη μουσική αποτύπωση των ίδιων των συνθηκών της παραγωγής αυτής της μουσικής και της θέσης των «παιχτών», όχι μόνο στο μουσικό πεδίο, αλλά και στο ευρύτερα κοινωνικό. Οι σκοτεινές προσωπικότητες, οι καταθλιπτικοί, οι ανήσυχοι, οι αποσυνάγωγοι, από μια θέση περιοριστική, δημιουργούν την προνομιακή και έξυπνη συνθήκη του να δείξουν το δικό τους συμβολικό κεφάλαιο, που είναι η ίδια η ιστορία της καταπίεσής τους. Μέσα από αυτή τη διαδικασία θα ενισχύσουν το πολιτιστικό τους κεφάλαιο, αλλά και εκείνο των ακροατών τους, και όχι μόνο θα εγκαθιδρυθεί το indie, αλλά θα νικήσει και τους μεγάλους παίχτες στο ίδιο τους το παιχνίδι, με ανεξάρτητους καλλιτέχνες, από ανεξάρτητες δισκογραφικές, που δεν ποδηγετούνται από το μαζικό, το φορμαλιστικό, το μη- ρευστό, μη-πειραματικό, το τυποποιημένο, να είναι αυτοί που ορίζουν το κουλτουραλικό.

 

Η συντριβή της διαλεκτικής

Αν είναι δύσκολο να οριστεί ως genre το indie rock, αυτό συμβαίνει επειδή δεν κοιτάζουμε ιστορικά τι ήταν εν ολότητι εκείνη η αισθητική... Είναι σαφές· όλη εκείνη η έκφραση που περικλείει πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις της κιθαριστικής μουσικής, ήταν μια διαλεκτική δημιουργίας - παραγωγής - διάδοσης. Με την επιθυμία για νέους όρους στη μουσική βιομηχανία να βγαίνει από το κάδρο, μένει κάτι πολύ πολύ διαφορετικό. Και δεν είναι τυχαίο το ότι λείπει το ιστορικό βλέμμα.

Η διαλεκτική αυτή στην πορεία καταστράφηκε και αποκρύπτονται όλα τα κεφάλαιά της, ίσως και για να ξεχαστούν κάποια στιγμή. Αυτό δεν σημαίνει ότι σημερινοί δημιουργοί δεν έχουν πια αντίστοιχες επιθυμίες. Οφείλει, ωστόσο, κανείς να αναστοχαστεί τη σύγχρονη indie συνθήκη και να δει τις στρεβλώσεις και προβληματικές, αν θέλει να υπερβεί τους επικαθορισμούς και να κερδίσει την αυτονομία του. Γυρνώ λοιπόν στο ερώτημα της εισαγωγής: Ποιον πρέπει να απασχολεί σήμερα η indie μουσική; Νομίζω πως αν είναι να απασχολήσει κάποιους, αυτοί θα πρέπει να είναι οι ίδιοι οι μουσικοί.

 

To indie και η ετερονομία

Με το κέντρο βάρους, λοιπόν, να είναι ο ήχος, περνάει σε δεύτερη μοίρα το γεγονός ότι, κατά το μάλλον ή ήττον, το indie δεν μπορεί να νοηθεί πια ως τέτοιο, αφού είναι πλέον ετερόνομο. Ας δούμε αδρομερώς την κατάσταση ορισμένων indie δισκογραφικών. Για πολλούς λόγους, που δεν χωρούν σε ένα μόνο σημείωμα, το indie άρχισε να εξασθενεί (και πάλι συναίνεσαν σε αυτό οι «παίχτες», δηλαδή οι ίδιοι οι καλλιτέχνες) και φυσικά οι παραδοσιακές δομές της μουσικής βιομηχανίας βρήκαν τρόπο να το νικήσουν. Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες εξαγόρασαν τις μικρές ανεξάρτητες δισκογραφικές, ή (όπως έγινε στην αρχή) δημιούργησαν επιμέρους δίκτυα διανομής που διατηρούσαν ένα πρόσημο –μοναχά φαινομενικό– αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Η Rough Trade ανήκει εν μέρει στην ADA που παραπέμπει στη Warner. Οι 4AD, Matador, XL, το ίδιο. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε τα ονόματα που είχαν στους καταλόγους τους τότε, ως ανεξάρτητες εταιρείες, και τα μεγάλα ονόματα του indie που έχουν τώρα, ως απολύτως ετερόνομες, για να κατανοήσουμε ότι το συνεχές έχει διαρραγεί.



Φυσικά, όλα αυτά έχουν ασφαλώς επιδράσει και στο αισθητικό. Τo indie rock περνάει πια από τους κανόνες των μεγάλων εταιρειών που μένουν στο παρασκήνιο, περνάει από συγκεκριμένα ΜΜΕ που έχουν την έγκριση των μεγάλων γιατί τη θέλουν κιόλας τα ίδια και την επιδιώκουν, περνάει από ένα ολόκληρο πλέγμα που σε καμία περίπτωση δεν εκκινεί από τους δημιουργούς, όσο περίεργο κι αν φαντάζει κάτι τέτοιο. Οι κανόνες του παιχνιδιού εσωτερικεύονται και εμπεδώνονται εκ νέου και όλο και περισσότερο οι νέες indie rock μπάντες ακούγονται ίδιες.

Ελπίζω μέσα στο συγκείμενο που έχω αναδείξει να μη διαβαστεί αυτό ως αφοριστικό ή απελπιστικό ή απελπισμένο. Σαφώς πάντα θα υπάρχει η καλή μουσική στο κάθε τι, πάντα θα υπάρχουν οι ξεχωριστοί δημιουργοί. Νομίζω, όμως, πως το μουσικό εκτόπισμα αυτής της συνθήκης που αποκαλούμε indie, καλλιεργήθηκε, κόντρα στην εικόνα της ατομικής διάνοιας (σ.σ. η λέξη δε χρησιμοποιείται αξιολογικά, εννοεί intellect), μέσα στη συλλογική συνειδητότητα που επέτρεψε στην κάθε μία διάνοια να επανεπινοήσει ένα ολόκληρο πλέγμα κοινωνικών, πολιτισμικών και οικονομικών σχέσεων.

Τους ακροατές τους ενδιαφέρει η καλή μουσική ή η μουσική που τους προσφέρει το οτιδήποτε, σε μια συγκεκριμένη στιγμή, χρειάζονται. Σήμερα, η indie μουσική, αν είναι να ξαναϋπάρξει διαλεκτικά, πρέπει να αφορά και πάλι τους δημιουργούς και επαγγελματίες της μουσικής. Αυτοί είναι που θα παλέψουν για να ιδωθούν και να ακουστούν.

 
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, 4 Δεκαετίες Indie, που κυκλοφόρησε το 2017.
Μπορείς να το αποκτήσεις πατώντας εδώ


 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured