100. Radiohead: A Moon Shaped Pool [XL Recordings, 2016]
του Άρη Καζακόπουλου

Το A Moon Shaped Pool είναι πρωτίστως δίσκος ηχητικής αρτιότητας, με λεπτομέρειες οι οποίες επιβάλλουν συνθήκες απομόνωσης και σιωπής προκειμένου να λάμψουν. Οι ακουστικές κιθάρες ηχούν τόσο καθαρά, ώστε διακρίνονται ακόμα και οι τριγμοί στις χορδές από τους δακτυλισμούς. Το πιάνο ακούγεται βελούδινο, σε βαθμό που στέλνει αδιάβαστη ολόκληρη την dream pop κοινότητα. Συγχρόνως, τα ηλεκτρονικά στοιχεία και τα «στοιχειωμένα» φωνητικά, γεμίζουν τον χώρο υποδειγματικά, ενώ τα έγχορδα (η αποκάλυψη του άλμπουμ) είναι σε σημεία ανατριχιαστικά.

Σε δεύτερο επίπεδο, το A Moon Shaped Pool είναι δίσκος καλής τραγουδοποιίας, μιας και συγκεντρώνει ορισμένα από τα δυνατότερα χαρτιά των Radiohead, κάποια από τα οποία για χρόνια παρέμεναν ακυκλοφόρητα. Είναι λοιπόν υπεράνω κάθε φυσιολογικής προσδοκίας, ερχόμενο από μια μπάντα που διανύει την τρίτη της δεκαετία στη δισκογραφία.

99. Robert Wyatt, Gilad Atzmon & Ros Stephen: For The Ghosts Within [Domino, 2010]
του Διονύση Κοτταρίδη

Tο τρίο πατάει στέρεα πάνω σε έναν απ’ τους βασικούς πυλώνες της (παγκοσμιοποιημένης, πλέον) τζαζ παράδοσης, η οποία μ’ αυτόν τον τρόπο γονιμοποιείται απ’ τη σάρκα της εδώ κι έναν αιώνα. Την ίδια στιγμή πλανάρει ανάμεσα σε μια μη εκφοβιστική λογιότητα, μακριά από λογικές κονσερβατόριου, στον πολιτικό λόγο και στη φυσική θέρμη του λαϊκού κυττάρου. Είτε αυτό το τελευταίο βρίσκει πρόσωπο στη μεσογειακή παράδοση, είτε στη (φαινομενικά) ξεκούδουνη σφήνα απελευθερωτικού χιπ χοπ, δια στόματος της Shadia Mansour και του Stormtrap των Ramallah Underground.

Αλλά τούτη είναι η εξαίρεση, διότι ο βασικός κανόνας λαβαίνει μορφή τρισυπόστατη. Στα πνευστά του Gilad Atzmon: το κλαρινέτο του ανοίγεται σε αραβο-ποιμενικά πλάτη ουκ ολίγες φορές (αναπόφευκτα, ολίγον εξευγενισμένα), ενώ το σαξόφωνο στις καθαρές μπλου νότες λειώνει παγοκολόνες. Στα έγχορδα της Ros Stephen, η οποία απ’ το τιμόνι των Sigamos String Quartet διαχειρίζεται άφοβα τις γλυκαντικές ουσίες των περασμάτων. Και, βεβαίως, στη φωνή και στη γραφή του Robert Wyatt. Εν ολίγοις, ο άνθρωπος γνωρίζει κάθε στιγμή πώς να ανασύρει την εκφραστική τελειότητα, μέσα απ’ την εγγενή ατέλεια των μέσων του.

98. Arctic Monkeys: AM [Domino, 2013]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Έχω την αίσθηση ότι αλλάζει αρκετά το σημείο εστίασης της προσοχής. Εκεί δηλαδή που μέχρι πρότινος ακούγαμε μια μπάντα, εδώ όλα μοιάζουν να θέλουν να αναδείξουν έναν κεντρικό ήρωα: τον Alex Turner.

Τα τραγούδια πάντως του ΑΜ δεν εκπέμπουν μόνο μεταμεσονύχτιο ηδονισμό. Ίσα-ίσα, πλάι στην τυλιγμένη με φαλσέτο φωνητικά, καβλιάρικη φανκιά των 1970s θα βρείτε λογιών-λογιών αναφορές: από τον John Lennon του Walls And Bridges (1974) μέχρι την έρπουσα ριφολογία των Black Sabbath κι από τη glam-ουριά των T-Rex ως τη ρυθμική αγωγή του χιπ χοπ. Και το σημαντικότερο; Το άλμπουμ δεν παραπαίει ως άλλος πύργος της Βαβέλ, μα διατηρεί καθ' όλη τη διάρκειά του μια συνοχή και μια συνέπεια αξιοθαύμαστη.

97. Lou Reed & Metallica: Lulu [Vertigo, 2011]
του Στυλιανού Τζιρίτα

Τη λέξη «υποβλητικό», θα τη γευτείτε με το Lulu. Και τη λέξη «δύναμη», θα τη νιώσετε. Μιλάμε για rock 'n' roll στα καλύτερά του: σύγχρονο, εκμαυλιστικό και παιγμένο με κοχόνες, από ένα συγκρότημα που ξέρει για ποιον λόγο κάνει ό,τι κάνει, δίπλα σε μεγάλες διάρκειες και στις ελεγείες του Lou Reed στη φωνή και στους στίχους. Για να μη μιλήσω για το λυρικό τελείωμα του άλμπουμ, όπου η ισοτονία πήγε πρίμα βίστα, αφήνοντάς με άφωνο.

Για τον Lou Reed, δεν θα πω τίποτα· παραμένει από τις πλέον μυστηριώδεις φιγούρες του χώρου. Βρήκε εδώ ένα από τα πιο ισχυρά άλογα του ευρύτερου rock ήχου και του πέρασε χάμουρα. Και μάλιστα το άφησε να τρέχει όπως εκείνο θέλει, ενώ ταυτόχρονα το έχει απόλυτα υπό τον έλεγχό του. Είναι παμπόνηρος ο γέρος. Τα σέβη μου, Επίτροπε του Χάους...

96. Steven Wilson: The Raven That Refused To Sing (And Other Stories) [Kscope, 2012]
του Κωνσταντίνου Διαμαντόπουλου

Έξι μοναδικές ιστορίες, στιχουργικά εμβαπτισμένες στο πνεύμα του Edgar Alan Poe και συνθετικά επενδυμένες με το απόσταγμα της ενεργής αλληλεπίδρασης του Steven Wilson (είτε σαν οργανοπαίκτη, είτε σαν παραγωγού) με τα επιφανέστερα ονόματα όλων των εποχών της προοδευτικής μουσικής.

Έξι διαδρομές, οι οποίες διατρέχουν και ενοποιούν (αυθόρμητα και συνεκτικά) ήχους που εκτείνονται από την electro-pop και τη folk, έως τη fusion jazz και το metal, καθιστώντας το σύνολο μια ολοκληρωμένη καλλιτεχνική/αισθητική εμπειρία. Δίσκος με τη στόφα του κλασικού, μα πάνω από όλα σύντροφος ζωής για όποιον επενδύσει χρόνο και αφοσίωση στην ακρόασή του.

95. Bon Iver: 22, A Million [Jagjaguwar, 2016]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Πανάθεμά με αν κατάλαβα για τι ακριβώς τραγουδάει στο 22, A Million ο Justin Vernon. Οι στίχοι βέβαια υπάρχουν στο διαδίκτυο, αλλά ποιος αλήθεια τους έχει πραγματική ανάγκη; Μπορείς να νιώσεις όλο τον πόνο, όλη την αβεβαιότητα και τη μοναξιά που κατατρέχουν τον δημιουργό τους, χωρίς απαραίτητα να σταθείς στις λέξεις με τον τρόπο που θα «έπρεπε»· απλώς συλλαμβάνεις τον συνιστάμενο ήχο, μέσω της ακοής, αλλά και της κρούσης των δονήσεων στο σώμα σου.

Μπορώ βέβαια να κατανοήσω γιατί τούτο το πόνημα χαρακτηρίστηκε «δύσκολο» και «πειραματικό». Υπάρχει πράγματι εδώ μια διάθεση για «λέρωμα» από τη μεριά του Bon Iver, και μια εξέχουσα τάση για χρήση της μοντέρνας τεχνολογίας –vocoder, θόρυβοι και τα τοιαύτα. Νομίζω πάντως ότι, τελικά, κάτω από τα εφέ λάμπει αψεγάδιαστος ο χαρακτήρας της τέχνης του, σε σημείο ώστε τα υπόλοιπα να απομένουν ως απλά συνοδευτικά.

94. Caribou: Swim [City Slang, 2010]
της Χριστίνας Κουτρουλού

Μετά την εξωστρέφεια του Andorra (2007), ο Dan Snaith βούτηξε σε πιο βαθιές αναζητήσεις. Η μελαγχολία που συναντάται σε αυτό το παζλ ήχων-αναφορών-επιρροών εσωτερικεύεται, έτσι που ο ρυθμός να εγκλωβίζεται στον εγκεφαλικό χώρο και να μαρτυρείται κυρίως από την ένταση, την οποία δέχονται τα μηλίγγια του κρανίου.

Με τη φωνή να τοποθετείται πότε για να μοιάζει εκτός θέματος –με σκοπό να σε παραξενέψει, να σε αγχώσει, ίσως και να σε συγχύσει– και πότε έτσι ώστε να αποδίδει μια πιο ατμοσφαιρική πνοή στις μίξεις, ο Caribou πλάθει ακριβώς εκείνον τον ηλεκτρονικό δίσκο ο οποίος θα του δώσει τον χώρο να βρει κάτι το ιδιαίτερο και δικό του. Κι αν κάποιοι δίστασαν πίσω στο 2010 να τον ακούσουν και να τον αποτιμήσουν ως έχει, δικαιώνεται τώρα, στο φινάλε της δεκαετίας.

93. Cult Of Luna & Julie Christmas: Mariner [Indie Recordings, 2016]
του Χάρη Συμβουλίδη

Με τον καλπασμό του Vertikal (2013), οι Σουηδοί Cult Of Luna έδειξαν ότι συγκαταλέγονταν πλέον στα άξια τέκνα των Neurosis. Ψάχνοντας όμως για ένα πιο δικό τους αποτύπωμα, αναζήτησαν τη διεύρυνση στη συνεργασία αυτή με την Julie Christmas, «λαρύγγι» κάποτε των Made Out Οf Babies (ως το 2012) και Battle Οf Mice (ως το 2009). Η οποία έγινε ακόμα πιο φιλόδοξη, όταν ορίστηκε ως κεντρική ιδέα του δίσκου η Εξερεύνηση του Διαστήματος.

Αν και μεγάλο μέρος του εγχειρήματος αγγίζει τελικά τον (αρκετά υψηλό) πήχη των προσδοκιών χάρη στις εξαιρετικές επιδόσεις της Christmas –η οποία μπορεί με έναν δικό της τρόπο να ακούγεται γλυκιά παρά τα «σχισμένα» της φωνητικά– ο υπόγειος παράγοντας επιτυχίας είναι η πειθαρχία των Cult Of Luna, οι οποίοι κράτησαν εύστοχα το τόσο/όσο στα φουσκώματα και στα ξεφουσκώματα της sludge έντασης, προτιμώντας να μείνουν ταπεινοί υπηρέτες του συνολικού εγχειρήματος, παρά να προσπαθήσουν να κλέψουν την παράσταση.

92. Gil Scott-Heron: I'm New Here [XL Recordings, 2010]
του Θέμη Πέλλα

Η φωνή του Gil Scott-Heron στο I'm New Here είναι βραχνή. Με μια χροιά που καταλήγει να αποτελεί σημαντική προσθήκη στη φυσική τεχνική του, γύρω από την οποία τυλίγει με φειδώ λίγη electronica. Η μουσική αυτή επένδυση είναι μελαγχολικά φορτισμένη. Όχι όμως επειδή κάνει αναδρομές στο παρελθόν, προσπαθώντας να αποφύγει το παρόν. Χρησιμοποιεί το αίσθημα της μελαγχολίας με ώριμο τρόπο, συνειδητοποιώντας ότι το κατώφλι για μια εν δυνάμει κατάθλιψη αποτελεί ευκαιρία για αλλαγή. Αναπροσανατολισμό.

Αυτό που λέει ο Scott-Heron μέσα από τα beat θραύσματά του είναι ότι τις στιγμές όπου τα πράγματα γύρω σου επιμένουν ότι το μόνο που απομένει στην ύπαρξή σου είναι η επιβράδυνση, εσύ δεν χρειάζεται παρά να ψάχνεις για καθημερινές μάχες. Εκεί αντιλαμβάνεσαι ότι δεν πρέπει να θέτεις ζήτημα ενός εξιδανικευμένα καλού εαυτού, τοποθετώντας απέναντι σου διάφορες διαβολικές αποκλίσεις (το σύνδρομο της όμορφης ψυχής). Το “Me And The Devil”, το καλύτερο πιθανότατα κομμάτι του δίσκου, παίζει κάπου εδώ γύρω.

91. Swans: My Father Will Guide Me Up A Rope To The Sky [Young God, 2010]
της Τάνιας Σκραπαλιώρη

Ή όπου ο Michael Gira αποφασίζει να προβεί σε ένα κύκνειο reunion των Swans, μια δεκαετία+τρία από το επικών φιλοδοξιών Soundtracks For The Blind (1996) και την τελεία της πρώτης τους περιόδου. Το My Father Will Guide Me Up A Rope To The Sky δεν θεωρείται ωστόσο κορυφαίο άλμπουμ μόνο εκ της σημειολογικής του θέσης στη δισκογραφία της σπουδαίας αμερικανικής μπάντας, αν και είναι με αυτό που εγκαινιάζεται η είσοδός της σε μια νέα εποχή.

Είναι κυρίως ότι τα 13 χρόνια δημιουργικής αποχής του Gira από τον κόσμο των Swans μετουσιώθηκαν σ' έναν δίσκο λεπτεπίλεπτης άσκησης στον υπαρξισμό, με τον ίδιο να ανεβαίνει ισορροπώντας σ' ένα σκοινί σκληρής γκρούβας προς μια ύψιστη λύση ελευθερίας. Μια λύση που σε αφήνει έκπληκτο, χωρίς λέξεις και σκέψεις, πρόθυμο να χαρίσεις και τα τελευταία απομεινάρια του μυαλού σου προκειμένου να δεξιωθεί μια ελίτ συνειδητότητας.

90. The Necks: Open [Fish Of Milk, 2013]
του Βαγγέλη Πούλιου

Ο δίσκος αποτελείται από έναν ωριαίο αυτοσχεδιασμό. Είναι μια ελεγεία στην έννοια της ανοιχτότητας, δηλαδή στην ενδεχομενικότητα που παίρνουν οι φόρμες και οι μορφές όταν διεκδικούν το δικαίωμά τους στον μη προσδιορισμό.

Φιλοσοφική άσκηση ή μουσικός διαλογισμός, σε κάθε περίπτωση το Open φιλοδοξεί να μας ευθυγραμμίσει κάπως με τα πράγματα εντός ή εκτός μας. Και αν κανείς πάρει τους σφυγμούς του, νομίζω ότι μπορεί να καταφέρει μια τέτοια ευθυγράμμιση· όσο εύθραυστη ή στιγμιαία κι αν αποδειχτεί στην πράξη.

89. Primordial: Where Greater Men Have Fallen [Metal Blade, 2014]
του Θανάση Μπόγρη

Αν και συνεχίζουν στην ίδια πάνω-κάτω λογική με το Redemption Αt Τhe Puritan's Hand (2011), οι Ιρλανδοί συνεχίζουν να είναι μοναδικοί στο πόσο όμορφα παντρεύουν τον επικό ήχο με τις κέλτικες επιρροές, τις μελαγχολικές μελωδίες και τις ιδιαίτερες ατμόσφαιρες.

Ξέρουν επίσης πώς να ανοίγουν και να κλείνουν εντυπωσιακά έναν δίσκο. Ο καλπασμός του "Where Greater Men Have Fallen" παίρνει κεφάλια στην έναρξη, ενώ για φινάλε έχουμε το "Wield Lightning Τo Split Τhe Sun", μια στιγμή απόλυτης κάθαρσης, μα κι ένα από τα καλύτερα τραγούδια της ιστορίας τους.

88. Tom Waits: Bad As Me [Anti-, 2011]
του Θέμη Πέλλα

Ίσως έχετε ήδη μια ιδέα για το τι αναμοχλεύει ο Tom Waits στο Bad As Me. Αρχικά, κωλοπαιδισμό με χαρακτήρα. Αυτό είναι σαφές και για μένα ενδιαφέρον, το πώς δηλαδή μέσα από την ένταση των vox πλήκτρων στο “Raised Right Men” μπορεί να αναποδογυρίζει τον όποιον εύκολο ξεσηκωμό της σημειωτικής κληρονομιάς που άφησαν οι επιμορφωτικές τουριστικές εξορμήσεις των γόνων αριστοκρατών από τον 16ο αιώνα. Πάρτε για παράδειγμα κάποια από τα πάρτυ των Late Night Society σήμερα.

Οι άνθρωποι που συμπάσχουν με το καρκινικό άγος το οποίο χαρακτηρίζει το λαρύγγι του Waits θα βρουν εδώ μία (ακόμη) επιβεβαίωση για το πώς η προσεκτική εμπιστοσύνη στη λαϊκή δόξα μπορεί να υποστηρίξει μια εκλεπτυσμένη και επίκαιρη μουσική θέση. Ακούω αυτά τα δύο στην ισορροπία και στην ευχάριστη διάθεση, που κρατάνε μία στακάτη τζαζ ραχοκοκαλιά κάθετα στην οριζοντίωση από (όπως συνήθως) αυτονόητες ή λιγότερο αυτονόητες καθημερινές τραγωδίες. Έπειτα, αν και το χρώμα του ήχου αναμιγνύεται αρκετά, η παρέα που πλαισιώνει τον Tom Waits παρουσιάζει έμπειρα ακροαστικά και διατηρεί την αντήχηση σύγχρονη.

87. Sons Of Kemet: Your Queen Is A Reptile [Impulse!, 2018]
του Κώστα Ζιούλη

Εννιά βασίλισσες, εννιά ηρωίδες της μαύρης ιστορίας και κουλτούρας, ένας φανταστικός afro-jazz/funk δίσκος.

Νεύρο, ένταση, ρυθμός, οργή, μέθεξη, χιλιόμετρα μακριά από στείρους ακαδημαϊσμούς κι ατσαλάκωτους γιακάδες. Η τζαζ σκηνή της Μεγάλης Βρετανίας αντεπιτίθεται, με τον Shabaka Hutchings (σαξόφωνο) και την παρέα του στην πρώτη γραμμή. Θα είμαστε μαζί τους.

86. The Weeknd - House Of Balloons mixtape [ανεξάρτητη έκδοση/Republic]
του Άγγελου Γεωργιόπουλου

Γιατί ένας Αιθιοπο-Καναδός μόλις 21 ετών λαμβάνει τόσες διθυραμβικές κριτικές; Υπάρχουν σοβαρές, σοβαρότατες αιτίες για όλον αυτόν τον θόρυβο. Και δεν οφείλονται ούτε στην αξιοζήλευτη συνοχή του εν λόγω mixtape, ούτε στον ξεχωριστό χαρακτήρα που πηγάζει από τα 50 ατμοσφαιρικά λεπτά της διάρκειάς του.

Οφείλονται κυρίως στη νεωτεριστική προσέγγιση του Abel Tesfaye στην R’n’B αισθητική και στη soul κληρονομιά, αλλά και στην τόλμη του να υιοθετήσει μια διαφορετική –και τελικά καθ’ όλα πειστική– στάση πάνω στα συνήθη κλισέ περί σεξ, χρημάτων, ναρκωτικών και δόξας. Μάλιστα, ο The Weeknd δεν επικρίνει από απόσταση: συμμετέχει σε όλον αυτόν τον τρόπο ζωής με έναν σχεδόν μαζοχιστικό τρόπο, βιώνει τις ίδιες καταστάσεις με πολλούς συναδέλφους του, βγαίνει όμως αηδιασμένος από τον κενό ηδονισμό και τις εφήμερες διακρίσεις.

85. Graveyard: Hisingen Blues [Stranded/Universal, 2011]
του Θανάση Μπόγρη

Τέσσερα χρόνια μετά το όμορφο ομότιτλο ντεμπούτο τους, οι Graveyard επέστρεψαν στα δισκογραφικά δρώμενα με το τεράστιο Hisingen Blues, μία από τις αποκαλύψεις του 2011. Το heavy rock της μπάντας γυρίζει τον ακροατή πίσω στα 1960s και 1970s, αλλά οι Σουηδοί δεν μένουν φυσικά εκεί, βρίσκοντας τρόπους να ακούγονται φρέσκοι και διόλου αναχρονιστικοί.

Οι έντονες blues επιρροές, αλλά και η μεταχείρισή τους, βοηθούν τους Graveyard να ξεχωρίσουν από τα πεπραγμένα του υπόλοιπου «ανταγωνισμού» στο vintage rock. Κάνοντας παράλληλα τον δίσκο έναν από τους καλύτερους πρεσβευτές του συγκεκριμένου ήχου, για τη δεκαετία που ολοκληρώνεται.

84. Fire! - She Sleeps, She Sleeps [Rune Grammophon, 2016]
του Βαγγέλη Πούλιου

Μετά από 3 πληθωρικούς δίσκους ως ορχήστρα 30 μουσικών, το τρίο των Mats Gustafsson (σαξόφωνα), Johan Berthling (κοντραμπάσο) & Andreas Werliin (τύμπανα), επιστρέφει στα εξ ων συνετέθη. Και, τηρουμένων των αναλογιών, κρατούν τα πράγματα απλά και ήσυχα, δίχως να φυτιλιάζουν με την πρώτη ευκαιρία.

Παράλληλα με τον περιορισμό των γνωστών τους καταδρομικών, οι Fire! ψάχνουν (και βρίσκουν) τη γοητεία σε σχεδόν άδειους χώρους, στους απόηχους των ήχων. Γίνονται έτσι πιο υπόγειοι, παίζουν με την αφαίρεση και καταλήγουν με μια ένταση που, κατά κάποιον τρόπο, διαρκώς αυτοαναιρείται, αφού φτάνει να στηρίζει περισσότερα στην αδημονία παρά στην έκρηξη και στην εκπλήρωση. Παρ' όλα αυτά, καταφέρνει και είναι διαρκώς παρούσα.

83. Ihsahn: Arktis. [Mnemosyne Productions/Candlelight, 2016]
του Χάρη Συμβουλίδη

Βαριά metal φωνητικά και παραμορφώσεις με black γενεαλογίες συνυπάρχουν με καθαρές ερμηνείες που μοιάζουν με ψιθύρους κάποιου αισθηματία τραγουδοποιού από τον Βορρά. Μελωδίες ξεπετάγονται διαρκώς, στα πιο απρόσμενα σημεία. Οι δε ενορχηστρώσεις είναι να τρελαίνεσαι, αφού περνάνε με υποδειγματική διάθεση από είδος σε είδος, πότε τζαζίζοντας, πότε προγκρεσιβοροκάροντας, πότε με αλάνθαστες ποπ ποιότητες και πότε οικοδομώντας μεταλλικά μενίρ.

Έτσι, η 6η σόλο δουλειά του ηγέτη των θρυλικών Emperor (σχεδόν) σε εξωθεί να την αντιμετωπίσεις σαν μια δική σου αρκτική περιπέτεια: σαν ένα όνειρο μες τη ντάλα του ελληνικού καλοκαιριού, στο οποίο φοράς τα παπούτσια του Ρόαλντ Αμούνδσεν και ρίχνεσαι στην εξερεύνηση των αχανών πολικών περιοχών.

82. Nicki Minaj: The Pinkprint [Young Money Entertainment/Cash Money/Republic]
του Δημήτρη Λιλή

«I’m a brand, bitch, I'm a brand» ραπάρει στο “I Αm Your Leader” η Nicki Minaj και αυτόματα μετατρέπεται σε παγκόσμιο brand name. Η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση ψυχωτικής superstar τα τελευταία χρόνια, ακούγεται στο "Pink Friday" ως εκδοχή κάποιας φανταστικής σύμπραξης της εγωκεντρικής Lady Gaga με την ταλαντούχα Μissy Elliot.

Κρατώντας σταθερό το 1990s R'n'B beat και την άποψη στην παραγωγή που διδάχτηκε από την ομάδα του Lil' Wayne, οι μελωδίες σε singles σαν το "Beez In The Trap" ηχούν πιο πιασάρικες και από διαφημιστικό Coca Cola, αλλά το ραπ της είναι τόσο κοφτερό, όσο και οι στίχοι της. Οι δε συνεργασίες με την αφρόκρεμα των Cam'Ron, Rick Ross, Lil' Wayne, Drake και Nas, βάζουν το χιπ χοπ λιθαράκι σε έναν από τους δίσκους που κατά την τρέχουσα δεκαετία όρισαν την trap ως ποπ μουσική.

81. Behemoth: The Satanist [Nuclear Blast, 2014]
του Στυλιανού Τζιρίτα

H μεγαλύτερη ζαριά που έχουν ρίξει μέχρι σήμερα οι Πολωνοί –κατά μία έννοια, ό,τι πιο «ποπ» μπορεί να φτιάξει ο Nergal, η κεντρική δηλαδή φιγούρα αυτής της μπάντας (τραγουδιστής, βασικός συνθέτης/στιχουργός).

Το μαλακό mastering εξαφανίζει τις παλαιές οξείες γωνίες του σκαληνού μεταλλικού τριγώνου των Behemoth, ενώ η μίξη είναι πανέμορφη: δεν χρειάζεται βέβαια να καταλαβαίνετε από τέτοιους όρους, ακούστε απλά πώς ηχεί η φωνή του Nergal και πώς, πίσω της, ξεπροβάλλει μια ερεβώδης ομίχλη οργάνων, ευφυώς στοιχειοθετημένη ώστε να δίνει την εντύπωση μιας επελαύνουσας χαοτικής θύελλας. Δεν είναι πούλπα για αυτιστικούς 19άχρονους μπλακάδες μια τέτοια λογική περί ήχου, μα κάτι ικανό να κάνει ακόμα και προγκρεσιβάδες να γυρίσουν το κεφάλι με απορία.

80. Bill Callahan: Apocalypse [Drag City, 2011]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Ο πρώτος από τους 3 δίσκους του σπουδαίου Αμερικανού τραγουδοποιού για την τρέχουσα δεκαετία ήταν μία γενναιόδωρη ωδή στην ψυχική ελευθερία. Μέσα από τον κελαρυστό, ευγενή του λυρισμό και τις γήινες, americana μελωδίες, πλάθει το σύμπαν μιας (μετα)αποκαλυπτικής, νατουραλιστικής Αμερικής –σαν να έχουν μπλεχτεί μεταξύ τους τα λογοτεχνικά έργα του Don DeLillo και του Henry David Thoreau– αναζητώντας (τι άλλο;) τη θέση του σε αυτόν τον κόσμο.

Ο Bill Callahan δέχεται τα πρωινά ως ευκαιρίες μίας νέας ζωής, συλλέγει τις ανάσες των εραστών του σαν φυλαχτά, συγκρούεται εσωτερικά με την αμερικάνικη παράνοια και επιμένει να κυνηγάει τα μεγάλα αισθήματα, απλώς για να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι κυλάει ακόμη αίμα στις φλέβες του.

79. Fire! Orchestra: Exit! [Rune Grammophon, 2013]
του Διονύση Κοτταρίδη

Δύο τα μέρη του Exit!, δύο και οι κυρίως γκρούβες οι οποίες τα διατρέχουν. Με τη σειρά, μία που καίει μαύρο λίκνισμα κι άλλη μία krautrock εκκίνησης και πιο φιουζιονάδικης λογικής. Βασικές, φαινομενικά απλοϊκές, μα πανταχού παρούσες, πηχτές, βρώμικες μα και γάργαρες, να ζηλεύουν του θανάτου όλοι ανεξαιρέτως οι ασκητές του γκρουβ, ανεξαρτήτως κόμμωσης, τάξης και μορφωτικού επιπέδου.

Έτσι πήχτρα όπως είναι στο γκολ και ξύλο, στην τέχνη και στην τακτική, θα μπορούσαμε να εντάξουμε το Exit! στην κατηγορία «και του σαλονιού και του λιμανιού». Ή και του στούντιο ρετιρέ και του πεζοδρομίου. Ας το αποφύγουμε όμως, γιατί το πόνημα ακυρώνει στην πράξη διαχωρισμούς και απλουστεύσεις: είναι αυτό που είναι. Τόσο πληθωρικό συναισθηματικά, ακριβώς επειδή αποδέχεται ότι οι πιο λεπτοί χρωματισμοί δημιουργούνται όχι πάνω στον συμβιβασμό, αλλά στο αγκάλιασμα με το ενστικτώδες.

78. Kvelertak: Kvelertak [Indie Recordings, 2010]
του Θανάση Μπόγρη

Το ομώνυμο ντεμπούτο των Kvelertak ήταν κυριολεκτικά κεραυνός εν αιθρία. Βέβαια, το γεγονός πως την παραγωγή του είχε αναλάβει ο Kurt Ballou των Converge και το artwork ο John Dyer Baizley των Baroness, αρχικά ψάρωσε κόσμο. Αυτό όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά σε όσους ψάρωσαν με το υλικό του δίσκου, το οποίο αποδείχθηκε πραγματική αποκάλυψη.

Punk, black metal, hardcore, κλασικό hard rock, όλα μέσα στο χωνευτήρι, με το τελικό black 'n' roll αποτέλεσμα να ακούγεται απέριττο και υπερβολικά φρέσκο. Η εξάδα από το Stavanger της Νορβηγίας έβγαλε εδώ απίστευτο τσαμπουκά κι έπαιξε με στόμφο μεγάλης μπάντας.

77. St. Vincent: Strange Mercy [4AD, 2011]
του Παναγιώτη Λουκά

Απομόνωση. Αυτό χρειαζόταν η St. Vincent για το 3ο της άλμπουμ. Μακριά από την πολύβουη Νέα Υόρκη, κλείστηκε σε ένα στούντιο στο Σιάτλ, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού της την ταινία Chloe in the Afternoon του Éric Rohmer (1972), καθώς και μερικές σκέψεις από το ημερολόγιο της Marilyn Monroe: «best find a surgeon; Lee Strasbourg, please cut me open».

Αποφάσισε λοιπόν να «απογυμνωθεί» και να καταθέσει τα συναισθήματά της (κατάθλιψη και όχι μόνο), μετουσιώνοντάς τα σε τραγούδια: σε μια σειρά «εσωτερικών» κομματιών, με τα οποία να μπορείς να ταυτιστείς, νιώθοντας ότι μπορεί να μιλάνε για εσένα. Κοινό και κριτικοί λάτρεψαν κατόπιν το άλμπουμ, αρκετοί μάλιστα πίσω στο 2011 πίστεψαν ότι δεν θα μπορούσε να το ξεπεράσει. Τους διέψευσε, βεβαίως, πανηγυρικά.

76. The Roots: How I Got Over [Def Jam, 2010]
του Τάσου Μαγιόπουλου

Κινούμενοι σε πιο ήπιους τόνους και ρυθμούς, με το πιάνο και τα πλήκτρα να αναλαμβάνουν ρόλο μπροστάρη και οδηγού, οι Roots κρατούν ψηλά τη σημαία του alternative hip hop ήχου –ό,τι κι αν σημαίνει πλέον αυτό, στο γύρισμα των '00s προς μια νέα δεκαετία.

Στο μικρόφωνο, εντωμεταξύ, ο Black Thought βγάζει φωτιές, πιάνοντας στους στίχους του πολλά από όσα απασχολούν τις σύγχρονες αστικές κοινωνίες (και όχι μόνο την Αμερική). Μένοντας έτσι κοντά στις πατροπαράδοτες αξίες του χιπ χοπ.

75. Vijay Iyer & Wadada Leo Smith: A Cosmic Rhythm With Each Stroke [ECM, 2016]
του Βαγγέλη Πούλιου

Ορθώς και ευλόγως, ο εν λόγω δίσκος έχει χαρακτηριστεί ως συνεργασία δύο κορυφαίων μουσικών. Οι συντελεστές του, ο 44χρονος πιανίστας Vijay Iyer και ο 74χρονος τρομπετίστας Wadada Leo Smith, έχουν ο καθένας δικούς του λόγους για να θεωρούνται ιδιοφυείς: o Iyer γιατί είναι από τους συνθέτες που μπορούν να παρεμβαίνουν στα σύγχρονα ζητήματα της τζαζ· ο Smith γιατί μπορεί να μεταφέρει το συναισθηματικό της φορτίο –αυτό, δηλαδή, που είναι συνυφασμένο με την ιστορία των μαύρων στις Η.Π.Α.

Μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε την οξυδερκή και ανήσυχη μελωδικότητα του Iyer, τα φορτισμένα φυσήματα και τους ιδιότροπους χρονισμούς του Smith. Σε μια συνομιλία απολύτως ισότιμη, με το παίξιμο του ενός να στηρίζει το παίξιμο του άλλου, χωρίς να διακρίνεται κάποιο ως δεσπόζον και κάποιο ως υποστηρικτικό: οι δυο τους βρίσκονται εδώ σε μια διαρκή διαπραγμάτευση, που ανταποκρίνεται αισθητικά σε όσα περιμένεις από τέτοιες «υπογραφές».

74. Laurie Anderson: Homeland [Nonesuch, 2010]
του Χάρη Συμβουλίδη

«Η ζωή στις σύγχρονες Η.Π.Α.», θα μπορούσε να είναι ο υπότιτλος του δίσκου, που στο τέλος της δεκαετίας καταφέρνει και στέκει επίκαιρος θεματικά, παρότι στο μεταξύ η Αμερική βίωσε δύο προεδρίες-σημείο αναφοράς για όλον τον πλανήτη: αυτήν του Μπαράκ Ομπάμα και την τρέχουσα, του Ντόναλντ Τραμπ. Χώρια τα της μουσικής, δηλαδή, η οποία βρίσκει θαυμαστές ισορροπίες ανάμεσα στην pop αισθητική και στις λόγιες εξερευνήσεις των ενορχηστρώσεων.

Με (συμ)παραγωγό τον Lou Reed, με δεξιοτέχνες σαν τον John Zorn, τον Four Tet, τον Eyvind Kang ή τον Antony Hegarty στην προ-Anohni φάση του να κοσμούν την ορχήστρα, πόσο μπορείς αλήθεια να λαθέψεις, αν είσαι συνάμα η Laurie Anderson; Καλά το υποψιάζεστε: καθόλου.

73. Enforcer: Diamonds [Earache, 2010]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη

Η νοσταλγική επάνοδος του κλασικού heavy metal ήχου των 1980s βρήκε τον πιο καίριο ίσως εκπρόσωπό της στον 2ο δίσκο των Enforcer. Μανιασμένη διάθεση για γεμάτες αρένες, συνθέσεις που σφύζουν με νεανικό σφρίγος και η πυρίτιδα των καλύτερων (Iron Maiden, Agent Steel, Judas Priest). Ατέλειωτες τσιρίδες, εκκωφαντικό speed metal μέχρι τέλους και διάθεση για κυριαρχία. 

Τα μετέπειτα βήματα των Enforcer έδειξαν πάντως ότι οι Σουηδοί δεν είναι μαλωμένοι με την εξέλιξη και την καινοτομία. Όμως είναι το Diamonds που παραμένει το πιο αστραφτερά ακατέργαστο πετράδι στην καριέρα τους.

72. Grimes: Art Angels [4AD, 2015]
του Άρη Καζακόπουλου

Σε σύγκριση με το Visions (2012), το Art Angels επιλέγει να μην έχει και τόσο συμπαγή αισθητική. Αντ' αυτού, η Grimes αγκαλιάζει εδώ ετερόκλητες τάσεις, σαν ένα κολάζ αναφορών με κοινό παρονομαστή την προσβάσιμη ποπ και με ικανή και αναγκαία συνθήκη τη στιβαρή μελωδική υπόσταση. Όπως π.χ. συμβαίνει στο "Flesh Without Blood" –κορυφαίο δείγμα ευθύβολης ποπ και βέβαια άπαιχτο single.

Ίσως δεν είναι εύκολο να την παρακολουθήσει κάποιος που δεν έχει γαλουχηθεί από παιδί με την anime αισθητική, που δεν έχει ακούσει ποτέ για cyber goth και k-pop ή που δεν έχει επαφή με τα trap parties τα οποία συμβαίνουν εκεί έξω. Αυτή είναι όμως η εποχή που διανύουμε και ο δίσκος εναρμονίζεται μαζί της όσο λίγοι.

71. Mgla: Exercises In Futility [Northern Heritage, 2015]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη

To άλμπουμ παρουσιάζει μια οπτική επί του ορθόδοξου black metal ήχου, η οποία μπορεί άνετα να ακουστεί και από ευρύτερο ακροατήριο. Ακριβώς γιατί βρίσκεται μακριά από το παρανοϊκό χάος των πατέρων Deathspell Omega, ακολουθώντας την οδό της απλότητας.

Μπορεί τα υλικά δόμησης του Exercises In Futility να είναι ελάχιστα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι μέτριος δίσκος –ούτε κατά διάνοια. Το ότι οι Mgla καταφέρνουν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον υπό τέτοιες (εσκεμμένες) συνθήκες, δείχνει ότι πρόκειται για στιβαρούς συνθέτες. Εν τέλει, η προσέγγιση της ματαιότητας μέσω της επαναληπτικής μονοτονίας είναι άποψη, καθ' όλα αποδεκτή μάλιστα, ειδικά σε ένα τερέν όπως του black metal.

70. LCD Soundsystem: American Dream [DFA, 2017]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Είναι η πρώτη φορά που ο James Murphy μοιάζει να νοιάζεται τόσο πολύ για το χτίσιμο της προσωπικής του μυθολογίας. Στο American Dream τίθεται λοιπόν αντιμέτωπος με τις βίαιες αλλαγές που έχουν συμβεί στη ζωή του –έχασε φίλους, έρωτες, είδωλα και σταμάτησε να πιστεύει στην αιώνια νεότητα– παίρνοντας όμως μία απόσταση, εκείνη που πρέπει να έχει συμβατικά ο καλλιτέχνης από τον ακροατή.

Έτσι, το άλμπουμ ηχεί ως το πιο εξομολογητικό και βιωματικό της καριέρας του, μα την ίδια στιγμή μοιάζει και ως το πιο απόμακρο. Εδώ, ο Murphy δεν είναι ο τύπος που θα σου μιλήσει (όπως κάποτε) για αγαπημένες μπάντες και άλμπουμ στο δισκάδικο της γειτονιάς, αλλά ο rock star που θα σου ανοιχτεί για τα συναισθηματικά του πάνω από ένα ποτό στην άκρη της μπάρας.

69. Algiers: Algiers [Matador, 2015]
του Δημήτρη Μεντέ

Με αυτήν την κυκλοφορία και εν μέσω μίας Αμερικής που συνταράσσεται από τη Μαύρη Απελευθέρωση, οι Algiers άνοιξαν γόνιμες rock συζητήσεις για τις φυλές, τη συστημική καταπίεση και τη ματωμένη ιστορία των Η.Π.Α., αντλώντας ωστόσο όχι από την ηλεκτρική παράδοση της χώρας, αλλά από τη gospel παράδοση.

Στη θέση όμως των αισιόδοξων μηνυμάτων πίστης και ευλάβειας που προβάλλει η τελευταία, το συγκρότημα από την Ατλάντα ποτίζει το ιδεολογικό του πανί με βενζίνη και βάζει φωτιά στο υπαρξιακό άλγος μέσα από ρυθμικές δομές βουτηγμένες σε ένταση, φιλοσοφικούς και φιλοσοφημένους στίχους. Χτίζοντας έτσι τα θεμέλια για το επακόλουθο άλμπουμ The Underside Οf Power (2017).

68. Low: Double Negative [Sub Pop, 2018]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Μετά από 25 χρόνια σταδιοδρομίας και 11 δισκογραφικές δουλειές, οι Low φτάνουν τόσο στη δικιά τους αυτοπραγμάτωση ως ζωντανός, μουσικός οργανισμός, όσο και στη δημιουργία ενός άλμπουμ που αποκρυσταλλώνει τον φόβο, την απελπισία, τη φρίκη, αλλά και την παράδοξη ιστορική γοητεία να είσαι μέρος του ανθρώπινου είδους στον πλανήτη Γη, το 2018.

Οι βετεράνοι από το παγωμένο Duluth της Minnesota παίρνουν τις γνωστές μελωδικές τους ευαισθησίες, τις περνάνε μέσα από ηλεκτρονικά φίλτρα και τις ενσωματώνουν σε ένα σύγχρονο –αισθητικά, ηχητικά και θεματικά– περιβάλλον. Το πεδίο μοιάζει αόριστο στην αρχή, σταδιακά όμως γίνεται όλο και πιο συγκεκριμένο: ανθρώπινες/ρομποτικές φωνές μπερδεύονται με βόμβους μηχανών και θραύσματα μελωδιών διαλύονται μέσα στον βιομηχανικό θόρυβο, συνθέτοντας τη ραχοκοκαλιά του δίσκου.

67. These New Puritans: Hidden [Domino, 2010]
του Τάσου Μαγιόπουλου

Οι κιθάρες; Παντελώς απούσες! Τα πνευστά; Στο προσκήνιο και με πρωταγωνιστικό ρόλο. Τα beats; Ξερά, ακατέργαστα, με έκδηλη τη διάθεση να «ενοχλήσουν» το τύμπανο του αυτιού σου και όχι να το χαϊδολογήσουν. Θες κι άλλα; Χορωδιακά περάσματα δεξιά και αριστερά να προσδίσουν μια μυσταγωγική, σχεδόν θρησκευτική εμπειρία. Το post-punk έχει εγκαταλείψει την αίθουσα και στις καρέκλες των μουσικών επιρροών οι These New Puritans έχουν τώρα καθίσει το industrial, τους Kraftwerk και τον Steve Reich.

Μέσα από μετρονομικούς ρυθμούς, παγωμένους σαν υγρό άζωτο, ξεπετάγονται ανά διαστήματα παραμορφωμένες μπασογραμμές και κάποια λιγοστά φωνητικά –αναλαμβάνοντας τον ρόλο της ηλιαχτίδας μέσα σε αυτό το ζοφερό, απόμακρο, «βιομηχανικό» τοπίο. Το Hidden είναι το soundtrack μιας εποχής που έρχεται. Πιο σκληρής, πιο σκοτεινής και πιο απειλητικής.

66. Grimes: Visions [4AD, 2011]
του Ανδρέα Κύρκου

Στο ντεμπούτο της για την 4AD, η Grimes από το Μόντρεαλ γίνεται πρόθυμη ξεναγός του ακροατή στα ηχητικά τοπία που γεννάει η διαταραχή της. Μας καθοδηγεί λοιπόν μέσα από θολά, progressive σταυροδρόμια, όσο και μέσα από υγρά, electro-pop μονοπάτια, στην καρδιά της διαστημικής και σκοτεινής ιδιοσυγκρασίας της.

Πρόκειται για μια αρκετά απαιτητική, στιλιστική πρόταση, από ένα κορίτσι που μπορεί να προσβληθεί προσωπικά αν χορέψεις με τα τραγούδια της. Την ίδια όμως στιγμή ξέρει και τον τρόπο να αναδεικνύει τις αρετές της (δύσβατης) art pop· με περηφάνια, αλλά και με αρκετή πρωτοτυπία.

65. Batushka: Литоургиiа [Witching Hour, 2015]
του Χάρη Συμβουλίδη

Το όλο κόλπο, έμοιαζε αρχικά με ξαναζεσταμένο φαγητό. Ράσα, μανουάλια και εκκλησιαστικά παραφερνάλια συνδυάζονταν με ένα στρογγυλοποιημένο, «λαϊκό» black metal, για κάτι που είχε ίσως περισσότερο νόημα να το δεις live και οπωσδήποτε προσπαθούσε να χτίσει πάνω στην παγκόσμια επιτυχία των Ghost. Απλά με μια ανατολικοευρωπαϊκή και κομματάκι πιο μεταλλική πτυχή.

Κι όμως, σε ένα σχεδόν μαγικό στιγμιότυπο, οι Batushka τούμπαραν απολαυστικά τα κλισέ, κερδίζοντας κάμποσα αυτιά (και στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων χωρών). Τόσο με το θεατρικό πνεύμα με το οποίο απέδωσαν μια αντεστραμμένη χριστιανική λειτουργία, όσο και με το κλίμα βλάσφημης κατάνυξης που διέκρινε το Litourgiya.

64. Scott Walker & Sunn O))): Soused [4AD, 2014]
του Βαγγέλη Πούλιου

Ένα falsetto του Scott Walker, γνώριμο κατά τα λοιπά, σε πιάνει απ' τα μούτρα· ωστόσο, οι hard rock μελωδίες που κελαρύζουν από πίσω σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι στο διάολο είναι αυτό που ακούς. Το πρώτο drone των Sunn O))) –στα 40 περίπου δευτερόλεπτα– αλλά κι ένας ήχος που μοιάζει με μαστίγιο, βάζουν τα πράγματα στη θέση τους.

Το μαστίγιο μένει, αν και το καρότο απουσιάζει πεισματικά. Για τα επόμενα 48 λεπτά ο δύστροπος λυρισμός του Walker και η υπαρξιακή αγωνία που παγιδεύουν στους ηχητικούς τους όγκους οι Sunn O))) σκιαγραφούν ένα δυστοπικό περιβάλλον: σκοτεινό και με ελάχιστες διαφυγές. Το πόσο άρρηκτα δεμένα είναι μεταξύ τους αυτά τα στοιχεία, σαν να προέρχονται από την ίδια μήτρα, καταδεικνύει την επιτυχία του εγχειρήματος.

63. Jamie xx: In Colour [Young Turks, 2015]
του Άρη Καζακόπουλου

Ένας μικρός θρίαμβος «ποποποιημένης» electronica, που καταφθάνει ως το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του Jamie xx έπειτα από δύο ιδιαίτερα επιτυχημένες δουλειές με τους The xx και αρκετές συνεργασίες και remixes με την προσωπική του υπογραφή.

Το In Colour έχει να επιδείξει μια tracklist εντυπωσιακά μεστή, πλούσια σε υπόγεια club bangers, μελωδικά downtempo στολίδια και mainstream υπαινιγμούς, επιτυγχάνοντας αυτήν την αριστοτεχνική ισορροπία που γεννά αναγκαία, πολυπρισματικά αντισταθμίσματα στη σύγχρονη μουσική δυστοπία.

62. Iron Maiden: The Book Of Souls [Parlophone, 2015]
του Στυλιανού Τζιρίτα

Ήταν εύκολο για τους Iron Maiden να χρησιμοποιήσουν μερικά κλασικά κόλπα (βλέπε μανιέρα) και να φτιάξουν έναν δίσκο που θα έκανε αν μη τι άλλο τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς να χαϊδεύουν τα μούσια τους ικανοποιημένοι, ακούγοντας διπλοσολίες στο άπειρο.

Προτίμησαν, αντ’ αυτού, να κάνουν τον πλέον μεγάλο σε διάρκεια δίσκο τους (92 λεπτά) βάζοντας πολλά πρωτόφαντα κόλπα –όπως λ.χ. τα voice over και τα πιάνα– κρατώντας παράλληλα απαράβατο τον κανόνα που θέλει τη μπάντα αυτή να μη γράφει για αγάπες και λουλούδια.

61. Stephan Micus: White Night [ECM, 2019]
του Χάρη Συμβουλίδη

Το White Night ξεκινά από το φεγγαρόφως, έτσι όπως πέφτει ολόλαμπρο στη σιγαλιά της νύχτας, στις βαθιές εκείνες ώρες όπου «παύει το τριζόνι και αντηχεί μόνο ο κούκος». Ανάλογα, λοιπόν, οφείλει να κινηθεί και η ακρόαση: σαν άλλο νυχτολούλουδο, ο δίσκος ανθίζει στην ησυχία του σκοταδιού και σκορπά καθώς μπαίνει το φως της μέρας και πληθαίνουν οι θόρυβοι της ανθρώπινης παρουσίας.

Ενδιάμεσα, καλίμπες από την υποσαχάρια Αφρική γίνονται σώμα ένα με το αρμένικο duduk, το αιγυπτιακό νέϋ και τα θιβετιανά κύμβαλα, συναντώντας στην πορεία και όργανα που είτε έχει κατασκευάσει ο ίδιος ο Stephan Micus, είτε έχει παραγγείλει με τροποποιήσεις. Πού και πού, στη ροή των οργάνων παρεμβαίνει και η φωνή του, να τραγουδά σε μια ακατάληπτη, δικής του επινόησης γλώσσα, όντας γήινος και την ίδια στιγμή εντελώς εξώκοσμος.

60. Rihanna: Anti [Roc Nation, 2016]
του Ανδρέα Κύρκου

Στο Anti, δεν θα βρεθεί κάποιο τραγούδι εφάμιλλο του “Diamonds” ή του “Love Τhe Way You Lie”, αλλά η Rihanna δεν ξεχνάει τον ρόλο της καλής hitmaker: το αποδεικνύει με το "Work", για το οποίο συνεργάζεται/χαριεντίζεται με τον Drake. Ωστόσο η 28χρονη δεν καίγεται να περιχαρακώσει την εικόνα της σαν τραγουδοποιός μεγάλων επιτυχιών. Αντιθέτως, βασίζεται στα ποικιλόμορφα vibes αντί για τα εκκολαπτόμενα singles, τα προορισμένα να στρογγυλοκάτσουν στον θρόνο των charts.

Η Rihanna παρουσιάζεται εδώ με πολλά πρόσωπα: σαν χειραφετημένη ντίβα, σαν ψωλογητεύτρα της γειτονιάς, σαν κορίτσι γεννημένο για υποσχόμενα gala, σαν soul ερμηνεύτρια, σαν χυμώδες fashion icon και σαν αέρινα σέξι θηλυκό με attitude. Ικανοποιεί έτσι την ερωτική ευδαιμονία των ακροατών (κάθε φύλου). Και παριστάνει τη βασίλισσα του πάρτι, που χαριεντίζεται απρόθυμα με καλογυμνασμένα αρσενικά όντας ελαφρώς μαστουρωμένη, ελαφρώς ντυμένη και με το ένα μάτι στην τελευταία σεξουαλική πόζα με την οποία πόνταρε για δημοσιότητα στο Instagram.

59. Tame Impala: Lonerism [Modular Recordings, 2012]
της Κάλλιας Κακαλέτρη

Πιο πέρα από την προσβάσιμη νεο-ψυχεδέλεια του Innerspeaker (2010), το Lonerism αξιοποιεί την αυθόρμητη στροφή των Tame Impala προς την εσωστρέφεια και τον απομονωτισμό. Και δομεί ένα πλατύ ηχητικό φάσμα, το οποίο επιδιώκει να περιλάβει κλασικά στοιχεία και να τα εντάξει στον ηλεκτρονικό κόσμο, με απώτερο στόχο τη δίοδο σε ένα εξίσου πλατύ και ακομπλεξάριστο ακροατήριο.

Είναι δηλαδή το Lonerism ένα άλμπουμ με την ποπ ιδιότητα της εύκολης κατάποσης. Όπως το ήθελε ο Kevin Parker. Αποκομίζει δε τη συγκεκριμένη εύπεπτη ιδιότητα επιδεικνύοντας ευφυΐα και συνθετική μαεστρία, στα πρότυπα ιστορικών ηχογραφημάτων –ακολουθώντας δηλαδή ακριβώς τη μεθοδολογία που ήθελε ο Parker. Και, τελικά, αφήνει μια σπάνια και ίσως οξύμωρη γεύση αυτοχθονίας.

58. Deafheaven: Sunbather [Deathwish, 2013]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη

Οι διδαχές των Alcest διαθλάστηκαν μέσα από το αναπάντεχο ροζ εξώφυλλο, οδηγώντας σε μια επιτυχία πολύ πέρα από τα όρια του (black) metal underground, στο οποίο ανήκαν έως τότε οι Deafheaven.

Σίγουρα υπάρχει αρκετή επιτήδευση αλλά και αναμφισβήτητη ποιότητα σε αυτόν τον δίσκο, ο οποίος στιγμάτισε τον indie χώρο, μούδιασε τη black metal αισθητική (οι true οπαδοί αγαπούν να τον απεχθάνονται) και απέσπασε διθυράμβους από τον μουσικό Τύπο. Η ανοδική πορεία των Αμερικανών στα δύο επόμενα βήματα έδειξε πάντως ότι δεν επρόκειτο για πυροτέχνημα.

57. Billie Eilish - When We All Fall Asleep, Where Do We Go? [Darkroom, 2019]
της Χριστίνας Κουτρουλού

Καθήμενη στο κρεββάτι με τρόπο που θυμίζει πλάσμα από τη σκοτεινή πλευρά του Φεγγαριού ή παιδί του Εξορκιστή, η Billie Eilish φέρνει μπρος σου εκείνη την πλευρά της εφηβείας που αρνείται την αφιλτράριστη ανεμελιά και τον ροζουλί ρομανδισμό. Με ένα βλέμμα το οποίο εμπεριέχει την απαξίωση, την αμφισβήτηση, αλλά και την αποστροφή που συναντάται σε νέους ανθρώπους, όταν βρίσκονται απέναντι σε μια έτοιμη πραγματικότητα, που πρέπει έπειτα να αποδεχθούν ή/και να αντιμετωπίσουν.

Το ντεμπούτο της κατορθώνει να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της σύγχρονης pop. Ταρακουνά μάλιστα ακόμα και τις άκαμπτες playlists των ελληνικών ραδιοφώνων. Και κάνει κι εμάς να αναρωτιόμαστε, αν τα δωμάτια των έφηβων μουσικών αυτής της δεκαετίας είναι το σύγχρονο αντίστοιχο των γκαράζ των 1960s.

56. Drake: Take Care [Young Money Entertainment/Cash Money, 2011]
του Παναγιώτη Λουκά

Μπορείς να αναφέρεις απλά τους καλεσμένους που δίνουν το παρών στο άλμπουμ (The Weeknd, Rihanna, Kendrick Lamar, Birdman, Nicki Minaj, Pharrell Williams, Lil Wayne André 3000). Ή να μιλήσεις για τα 7 singles του Take Care, για τις πλατινένιες πωλήσεις και για τα βραβεία που έχει λάβει από το 2011. Θα έχεις, εν πολλοίς, καλυφθεί.

Κάποιοι το σύγκριναν με το Here, My Dear του Marvin Gaye (1978). Αρκετοί αποθέωσαν την παραγωγή του Noah "40" Shebib. Άλλοι, πάλι, δυσκολεύτηκαν να το κατηγοριοποιήσουν. Είναι χιπ χοπ; Είναι ambient; Είναι όλα αυτά και κάτι παραπάνω; Έχει μελωδίες, έχει έναν ατμοσφαιρικό/«δραματικό» ήχο, πάνω από όλα όμως είναι οι ερμηνείες του Drake που το κάνουν γοητευτικό. Καυστικός, εσωστρεφής, συναισθηματικός, αιχμηρός, σε ένα άλμπουμ που, εάν το είχε ακούσει ο Marvin Gaye, ναι, μάλλον θα ήταν υπερήφανος.

55. John Zorn: Mount Analogue [Tzadik, 2012]
του Βαγγέλη Πούλιου

Αποτελείται από ένα και μόνο κομμάτι (διάρκειας περίπου 40 λεπτών) και –σύμφωνα με τον John Zorn– είναι εμπνευσμένο από τις διδαχές του Γεώργιου Γκουρτζίεφ. Και συνιστά ένα λεπτό σημείο, στο οποίο συναντώνται ο ανατολίτικος μυστικισμός με κλασικούς ή τζαζ δρόμους.

Ανοικτό στον αυτοσχεδιασμό (ή/και στον αναστοχασμό), το άλμπουμ περιστρέφεται γύρω από ένα κεντρικό θέμα, το οποίο διαφεύγει προς διαφορετική κάθε φορά κατεύθυνση. Και συνιστά, ίσως, μία από τις πιο μεστές καταθέσεις του Zorn τα τελευταία χρόνια.

54. Boards Of Canada: Tomorrow's Harvest [Warp, 2013]
του Τάσου Μαγιόπουλου

Ναι, θα μπορούσες να ακούσεις τα τραγούδια του άλμπουμ αποσπασματικά. Όμως έτσι θα έχανες τη μαγεία που προσφέρει αυτό το ηχογράφημα, αν το αφήσεις να παίξει από την αρχή μέχρι το τέλος. Γιατί πρόκειται για μια μουσική διαδρομή, για μια αβέβαιη εξόρμηση στον ήχο και στις δυνατότητές του, για μια νοητική μα και ψυχολογική εμπειρία.

Ένα ταξίδι, για να καταφύγω και σ' ένα χρήσιμο κλισέ, εσκεμμένα μουντό και βουτηγμένο στο σκοτάδι. Που δεν σκιαγραφεί τον κόσμο μετά την καταστροφή του, αλλά εκείνο το αναπόφευκτο, δυσοίωνο στάδιο κατά το οποίο η ανθρωπότητα βρίσκει αυτή τη στιγμή μπροστά της. Εξώφυλλο: η πόλη του Σαν Φρανσίσκο ξεθωριασμένη, ως πόλη-φάντασμα, λένε οι ίδιοι οι Boards Of Canada. Ως κάτι που κάποτε υπήρχε, αλλά πλέον διατηρείται μόνο σαν ανάμνηση παλιών, ένδοξων εποχών. Περασμένων ανεπιστρεπτί.

53. Deathspell Omega: Paracletus [Norma Evangelium Diaboli, 2010]
του Διονύση Κοτταρίδη

Ο τρόμος του χάους (της μη διαχειρίσιμης απόλυτης ελευθερίας για κάποιους) μορφοποιημένος στις δυσαρμονικές ριφοδομές της μπάντας, με τα κύμβαλα να σκοτώνουν κατά συρροή και να βιδώνονται σε χαμηλά επίπεδα ταλάντωσης –σαν κρεμαστά καντηλέρια, που σπάνε το πηχτό σκοτάδι της εκκλησιάς. To δε blastbeat, κρατάει το μαυρομεταλλικό ίσο αψηλά.

Ψαλτική, γαλλόφωνο spoken word, αγγλικοί βορβορυγμοί, σπαραγμοί και ερπετολαλιές περιωπής: τα τελευταία ούτε στιγμή σαν πνευματιστικές καρικατούρες, μα πάντα ως εν δυνάμει υπαρκτά και έμπλεα υπαρξιακής ανατριχίλας. Συνεπώς, πολυγλωσσία και πολυεκφορά του λόγου, η οποία δεν πηγάζει απ’ τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, αλλά απ’ τον ιδρώτα και το πόνο του ανθρώπου.

52. Deerhunter: Halcyon Digest [4AD, 2010]
της Ελένης Τζαννάτου

Ο δίσκος που έδωσε στο χιλιοταλαιπωρημένο indie το φιλί της ζωής, έστω και για λίγο. Αναβιωτές με τρόπο που δεν μπορείς να τους χρεώσεις για ρετρολαγνεία, εσωτερικοί και μελαγχολικοί στον βαθμό που μπορείς να τους απολαύσεις ακόμη κι αν δεν κοιμάσαι με το OK Computer των Radiohead στο προσκεφάλι σου (1997).

Με το Halcyon Digest, οι Deerhunter έδειξαν τι σημαίνει να ξυπνάς από Sonic Youth ονειρώξεις με το ελαφρύ φως ψυχεδελικών ηλιαχτίδων. Και έκαναν μουσική πραγματικότητα τον τίτλο του, για τα παιδιά με τα καρό πουκάμισα και τα μεγάλα ακουστικά στα αυτιά. Φυσικά, είναι και ο δίσκος όπου ο Lockett Pundt παρακάμπτει την «κεφαλή» Bradford Cox και βάζει γκολ από τα αποδυτήρια, κερδίζοντας το ματς.

51. Chelsea Wolfe: Ἀποκάλυψις [Pendu Sound Recordings, 2011]
της Χριστίνας Κουτρουλού

Η πραγματική Αποκάλυψη της Chelsea Wolfe δεν ήρθε στα πιο πρόσφατα χρόνια, αλλά πίσω στο 2011, με αυτόν τον δίσκο, ο οποίος την έβγαλε από την (αδικαιολόγητη) αφάνεια. Η σουρνώμενη μελαγχολία του υπόγειου παραμιλητού της, σε συνδυασμό με την ηχώ της κατατονίας της, σε αφήνει να αιωρείσαι μεταξύ του πόνου και μιας ατμοσφαιρικής τελετουργίας.

Το άλμπουμ απηχεί την απελπισμένη προσπάθεια για την ανάδυση της ψυχής από το τέλμα της. Η επαναληπτικότητα των σκέψεων μοιάζει ανέλπιδη, εγκλωβίζοντας την αναπνοή της απελευθέρωσης, ενώ κυριαρχεί ένας διάχυτος φόβος, ο οποίος καταλήγει να γαντζώνεται από τα πέλματά σου και συνεχώς να σε γειώνει. Η φωνή της Wolfe μοιάζει σαν να βγαίνει απ' τον υπόνομο (κατευθείαν απ' τα πνευμόνια), αναζητώντας το φως. Έστω και με το τίμημα της τύφλωσης.

50. Kanye West: Yeezus [Def Jam, 2013]
του Τάσου Μαγιόπουλου

Είναι απογοήτευση ή ένα απόλυτο αριστούργημα; Τίποτα από τα δύο. Πρόκειται για δίσκο που κουβαλάει μαζί του πολλές φιλοδοξίες, εκ μέρους ενός σύγχρονου ποπ ειδώλου διακατεχόμενου από όλη την υπεροψία που μπορεί να συνοδεύει έναν τέτοιον τίτλο.

Η συμμετοχή πολλών electronica παραγωγών προετοίμαζε για τη μουσική αναχώρηση του Kanye West προς τέτοια μονοπάτια, όμως το Yeezus δείχνει τελικά να τραβάει τη δική του ρότα. Ο ήχος συγκροτημάτων που προσεγγίζουν το χιπ χοπ με μια industrial αισθητική –όπως οι Death Grips, οι Clipping και οι Dälek– αναδεικνύεται ως κύρια επιρροή, επικουρούμενη από μερικές διαφορετικές αναφορές: π.χ. το "Beautiful People" του Marilyn Manson στο "Black Skinheads" ή ο trap ήχος και η σύγχρονη σκηνή του Σικάγο, με δύο μάλιστα από τους γνωστότερους εκπροσώπους της –τον Chief Keef και τον King Louie– να δίνουν το παρών.

49. Anohni: Hopelessness [Rough Trade, 2016]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Η μουσική διάλεκτος που χρησιμοποιεί δεν είναι αυτή της δακρύβρεχτης, πιανιστικής μπαλάντας, αλλά της οργισμένης, υπερσύγχρονης electro pop. Το αποτέλεσμα; Ένα παραδόξως μα αναγκαία προσβάσιμο άλμπουμ, με εξαιρετική παραγωγή από τους Oneohtrix Point Never & Hudson Mohawke. Περιέχει μάλιστα ποπ με εικονοπλαστική κριτική, ικανή να εγείρει προβληματισμούς για μια χώρα που, αναπόφευκτα, έχει μάθει να αντιλαμβάνεται την ύπαρξή της σε 9/11 σύστημα μέτρησης.

Η μεγαλύτερη αλλαγή για την Anohni, πέρα από εκείνη του φύλου της, είναι η συνειδητοποίηση ότι η θλίψη δεν είναι και τόσο χρήσιμο συναίσθημα. Έτσι, η αβάσταχτη, μοιρολατρική μελαγχολία του (κλασικού, πλέον) I Am A Bird Now των Antony Αnd The Johnsons (2005) δίνει τώρα τη θέση της σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Η Anohni δεν έχει πάντως σε καμία περίπτωση χάσει την ευαισθησία της: έχει μάλλον αντικαταστήσει την εύθραυστη φύση της με μία βεβαιότητα για τα λόγια και τις σκέψεις της.

48. St. Vincent: St. Vincent [Loma Vista, 2014]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Η βασίλισσα στον θρόνο της: αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του νέου άλμπουμ της Annie Clark, με αφορμή και το εξώφυλλο που την απεικονίζει καθισμένη σε μια λευκή πολυθρόνα, με βλέμμα απλανές. Βασίλισσα όμως ποιανού βασιλείου άραγε; Εντάξει, αφού μιλάμε για τη St. Vincent, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η συγκεκριμένη φωτογραφία υπονοεί την κυριαρχία της στον indie μικρόκοσμο. Αλλά μήπως θα μπορούσε να υπάρξει και μια διαφορετική ανάγνωση; Μείνετε μαζί μου...

Η χρυσή τομή που πετυχαίνει εδώ η St. Vincent είναι κάτι το αξιοθαύμαστο, γιατί καταφέρνει να φέρει στο ευρύτερο ακροατήριο μια πρόταση που την έκανε κάποτε εκλεκτό παιδί σε μια μικρή, ελιτίστικη κάστα (το τελευταίο το επιβεβαιώνουν πάντως και οι «ψυχροί» αριθμοί των πινάκων επιτυχιών). Κάπως έτσι, επιστρέφοντας στις αρχικές σκέψεις, θα μπορούσαμε να δούμε το εξώφυλλο του άλμπουμ ως συμβολικό: ότι η τραγουδοποιός είναι πλέον κυρίαρχη του δικού της παιχνιδιού –έχει δηλαδή τον απόλυτο έλεγχο των ικανοτήτων και των επιθυμιών της.

47. Converge: The Dusk In Us [Epitaph, 2017]
του Χάρη Συμβουλίδη

Η οξυγώνια ενεργητικότητα των Αμερικανών δεν έχει διόλου κοπάσει κι ας βρίσκονται στο 9ο στούντιο άλμπουμ της καριέρας τους. Οι κιθάρες του Kurt Ballou σε χτυπάνε με μανία μυδραλιοβόλου, ενώ ο Jacob Bannon ακούγεται λες και κατέχει κάποιο μυστικό μαθηματικής ακριβείας για το πώς να μεταχειρίζεσαι τη φωνή ως φορέα συμπιεσμένης οργής, προξενώντας ελεγχόμενες μα σαρωτικές εκρήξεις κατά το δοκούν.

Για άλλους το metalcore έχει γίνει φόρμα και συνταγή, μα εδώ οι Converge σου δείχνουν τι γίνεται όταν σχηματοποιεί υπαρκτές, βαθύτερες ανάγκες έκφρασης. Τότε, λοιπόν, έχει τη δύναμη να σε αναστατώσει (και) εγκεφαλικά, αντί απλά να τσακίσει τους ακουστικούς σου πώρους και βέβαια τον σβέρκο σου. Να σε αφήσει σκορπισμένο, να αναρωτιέσαι τι πέρασε από πάνω σου καθώς σβήνει ο απόηχος από τα «γδαρμένα» φωνητικά του Bannon, ακόμα κι αν έχεις φάει τα νιάτα σου στα «σκληρά» της μουσικής.

46. FKA Twigs: LP 1 [Young Turks, 2014]
του Χάρη Συμβουλίδη

Στο LP1 φυσάει ένας δυνατός άνεμος από Μπρίστολ μεριά, διαβρώνοντας (διαφθείροντας;) τα αμερικάνικα ρυθμικά πρότυπα. Το R'n'B αναγκάζεται να κόψει λίγο ταχύτητα έτσι όπως το τυλίγει η αιθέρια ομίχλη του trip hop, η οποία γρήγορα το αναγκάζει να παραστρατήσει, τσουγκρίζοντας με τον μούλτι-κούλτι κοσμοπολιτισμό των Massive Attack και με τη λιμανίσια σκοτεινιά των σπουδαίων δίσκων του Tricky.

Γελιέστε ωστόσο αν φανταστείτε την FKA Twigs χαμένη μέσα σε όλα τούτα, ως τρεμάμενη κορασίδα σε χιτσκοκικό σκηνικό. Απολαμβάνει αυτήν την περιπλάνηση τραγουδώντας με το πνεύμα της Björk ενσαρκωμένο σε Mariah Carey εκδοχή· και σε καλεί κι εσένα στην περιπέτεια.

45. LCD Soundsystem: This Is Happening [DFA, 2010]
του Νίκου Σβέρκου

Το απολαυστικότερο πράγμα εδώ, είναι η παραγωγή. Ο James Murphy χρησιμοποιεί τη φυσικότητα του ήχου, δίνοντας την εντύπωση πως βρίσκεσαι κι εσύ στο τεράστιο και στοιχειωμένο Mansion του Λος Άντζελες, ανάμεσα στα άπειρα κουμπάκια, πλήκτρα και μόνιτορ· με τους συμμετέχοντες να στήνουν ένα βαθμιαία εξελισσόμενο post-punk κομψοτέχνημα, συνοδευόμενο από τις ευεργετικές ιδιότητες των ηλεκτρονικών σωματιδίων.

Πιθανόν βέβαια κάποιοι να απογοητευτούν, επειδή το This Is Happening δεν έχει τα χιτάκια που αναγνωρίζεις εύκολα ανάμεσα στα τζιν που καταναλώνονται κατά ριπάς στα στέκια της Αθήνας. Αυτό συμβαίνει για τον απλούστατο λόγο ότι δεν πρόκειται περί μιας συλλογής singles, μα για ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ, που έχει δομηθεί με σκοπό να ακούγεται ολόκληρο. Και πραγματικά σε κρατάει και στα 65 λεπτά του σε κινητική εγρήγορση.

44. Atlantean Kodex: The White Goddess [Cruz Del Sur Music, 2013]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη

Ο 2ος δίσκος των Γερμανών ανήκει σε εκείνο το μονοπάτι του επικού ήχου που χαρακτηρίζεται από mid-tempo ταχύτητες, συχνές εξάρσεις μεγαλείου, αψεγάδιαστα φωνητικά γεμάτα λυρισμό και ψυχή, και άσβεστη αφοσίωση στο βωμό των Manowar, Candlemass και Bathory.

Το White Goddess κατάφερε να υπερπηδήσει με χαρακτηριστική άνεση το εξαιρετικό The Golden Bough (2010), σκαλίζοντας με μουντά χρώματα τον θρόνο του ανάμεσα στο πάνθεο των Μεγάλων του είδους. Είναι ο δίσκος που σημάδεψε όσο κανείς άλλος το επικό ατσάλι της τρέχουσας δεκαετίας: μια βαθιά μελετημένη μυθιστορία, που ξεχειλίζει με συναισθήματα.

43. A Tribe Called Quest: We Got It From Here... Thank You 4 Your Service [Epic, 2016]
της Ελένης Τζαννάτου

Πρώτη τους δουλειά μετά από 18 χρόνια και τελευταία τους, για πάντα. Άλμπουμ που με τα δύο πόδια πατάει στην 1990s old school κληρονομια του χιπ χοπ –στην οποία διέπρεψαν στις μέρες τους οι A Tribe Called Quest– και με τα δύο χέρια αγγίζει το παρόν, στο οποίο στέφθηκαν βασιλιάδες πνευματικά τους τέκνα σαν τον Kendrick Lamar.

Ένας δίσκος που κυκλοφόρησε ακριβώς πριν την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και την κατακεραύνωσε σε προοικονομία. Μια δουλειά που δεν περίμενε κανείς, αλλά έσωσε όσους έφτασε στα αυτιά τους, μα και το ίδιο το είδος της. Με λίγα λόγια, ένας από τους σπουδαιότερους χιπ χοπ δίσκους της δεκαετίας (κατά μερικούς, μάλιστα, ο σπουδαιότερος). Παιδιά της Ανατολικής Ακτής, thank you for your service.

42. Ghost: Prequelle [Loma Vista, 2018]
του Παναγιώτη Λουκά

Για το Prequelle γράφεται ότι είναι hard rock, arena rock, heavy metal, doom metal, progressive rock, pop/rock. Όλοι οι χαρακτηρισμοί διαθέτουν μια λογική. Εάν πάντως με ρωτήσει κάποιος τι παίζουν εδώ οι Ghost, θα παραπέμψω στη συνέντευξη που κάναμε με τον Tobias Forge όταν βγήκε το Meliora (δείτε εδώ), στην οποία δήλωσε ότι ήθελε να φτιάξει τραγούδια σαν κι εκείνα των Kansas, Chicago, Boston, Journey και Toto.

Βάλτε λοιπόν τα συγκροτήματα αυτά στο μπλέντερ, και ιδού οι Ghost του 2018. Βγάζω μάλιστα το καπέλο τόσο στον Forge, όσο και στον παραγωγό Tom Dalgety (Royal Blood, Pixies, Opeth) για τη δουλειά τους στο Prequelle, καθώς εφαρμόστηκε η τακτική «χρειάζομαι έναν ντράμερ/πιανίστα για 2 βδομάδες, βρίσκω έναν session, έρχεται, ηχογραφεί, φεύγει»: μια καρφάρα για τα προηγούμενα μέλη των Ghost, που στην αγωγή τους ενάντια στον Forge ισχυρίστηκαν ότι μετείχαν και στη δημιουργική διαδικασία.

41. Adele: 21 [XL Recordings, 2011]
του Μάκη Καλαμάρη

Πολλοί στοιχηματίσαμε για το ποια θα συνέχιζε με αξιώσεις στον neo-soul δρόμο που διάνοιξε η αυτοκαταστροφική επιτυχία της Amy Winehouse στα '00s. Και αν τα φώτα της δημοσιότητας τράβηξε περισσότερο η νιαουρίζουσα γαλανομάτα soul της κομψευόμενης Duffy, ορισμένοι ποντάραμε σε αυτήν τη γλυκιά Λονδρέζα με τη βραχνή φωνή, τη χαμηλών τόνων συμπεριφορά και τις πιο μπλουζ συνθέσεις, η οποία άναψε εδώ μία από τις μεγάλες «φωτιές» της τρέχουσας δεκαετίας, με το "Rolling In The Deep".

Θα μου πείτε, κι άλλες δεν τραγουδούν καλά, εξίσου καλά; Στη δική της όμως περίπτωση, δεν είναι μόνο το μέταλλο της φωνής και η αισθαντική απόδοση, μα και η ευκολία κατάρριψης μουσικών στυλ. Την ίδια ώρα που ακούς λ.χ. μια καλοδουλεμένη mainstream ποπ ερμηνεία, έρχεται ένα southern rock γύρισμα να τα ανατρέψει όλα. Κι ενώ σε σημεία του 21 ορκίζεσαι ότι ακούς κάποια νεαρή λευκή Αγγλίδα, εμφανίζεται ένα γρέζι που μεταμορφώνει την Adele σε μια εντυπωσιακή, ώριμη μαύρη ντίβα.

40. Lorde: Melodrama [Lava/Republic, 2017]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Είναι στον στιχουργικό τομέα όπου δίνει ρέστα η Lorde, καταφέρνοντας να αποτυπώσει τις ανησυχίες της γενιάς της: μέσα σε ένα σκηνικό που μοιάζει με περιφερόμενο πάρτι, παρελαύνουν οι ερωτικές καραμπόλες, οι χωρίς αύριο κραιπάλες, τα φλερτ και οι ανασφάλειες της loveless generation, με τρόπο πολλές φορές αριστοτεχνικό –όπου τουλάχιστον βάζει καλά το χεράκι της και η μουσική. Είναι concept άλμπουμ το Melodrama, και μάλιστα με καλογραμμένο σενάριο.

Αν λοιπόν ενδιαφέρεστε να αντικρίσετε ένα βλέμμα κρυστάλλινο, σπινθηροβόλο και ευθύ, η νεαρή Νεοζηλανδή σταρ είναι ο άνθρωπός σας. Είναι βέβαια και ο άνθρωπος τον οποίον θέλει διακαώς να προσκυνήσει η διεθνής κριτική, γι’ αυτό και το ranking του Melodrama στο Metacritic ανέβηκε στο δυσθεώρητο 91%. Είναι γνωστοί, φυσικά, οι τρόποι με τους οποίους λειτουργεί το hype εκτός συνόρων.

39. Accept: Blood Of The Nations [Nuclear Blast, 2010]
του Χάρη Συμβουλίδη

Μη γελιέστε, η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού παραμένει ίδια. Ξαναζεσταμένο 1980s heavy metal, που με άκρατη μπρουταλιτέ επαναφέρει στο προσκήνιο όλα εκείνα τα δοξαστικά α-λα-Manowar ομαδικά φωνητικά, τα σολαρίσματα (και δώσ’ του σολαρίσματα), το συγκεκριμένο χτύπημα των τυμπάνων, τα μακριά μαλλιά, τα πέτσινα, τα καρφιά, τις μπότες.

Μήπως όμως συμβαίνει και κάτι άλλο; Συμβαίνει. Λέγεται Mark Tornillo και σαρώνει ύπουλα και ολοκληρωτικά, σαν τορπίλη από U-Boat. Ο νέος τραγουδιστής αποδεικνύεται ιδανική χρυσή τομή μεταξύ Udo Dirkschneider και Brian Johnson: γρυλίζει, βρυχάται, συστρέφεται και συσπάται με έναν τρόπο «βρώμικο» κι αλήτικο, βάζοντας φωτιά στα πάντα γύρω του. Θυμίζει έτσι ότι το metal έστησε το τσαρδί του στην επικράτεια της ροκ οικογένειας σαν Λογγοβάρδος επιδρομέας, δίνοντας (αναπάντεχα) στους Accept κάτι από τα πύρκαυλα χρόνια του Balls To The Wall (1983).

38. Jon Hopkins: Immunity [Domino, 2013]
του Χάρη Συμβουλίδη

O Jon Hopkins διαθέτει έναν πολύ γοητευτικό τρόπο να μετακινείται μεταξύ των ηλεκτρονικών ειδών τα οποία τον απασχολούν. Δεν παίζει με τις παγιωμένες ταυτότητές τους, παίζει όμως –και μάλιστα διαρκώς– με την υφή τους και το συναισθηματικό εκτόπισμα που μπορεί να προκύψει αν βάλεις το τάδε δίπλα/μέσα/στις παρυφές του τάδε.

Σε κάθε λοιπόν βήμα του, το Immunity παίζει με τα κουτάκια τα οποία έχεις στο μυαλό σου για τις έννοιες «κομψό», «απόκοσμο», «πειραματικό», «χορευτικό», «ακουστικό» και «ψηφιακό». Και υποχρεώνει ηλεκτρονικά μπίτια να συγκατοικήσουν με λυρικά μέρη μέσω μη ορθόδοξων (για την ηλεκτρονική μουσική) ενορχηστρώσεων, παίρνοντάς σου τα μυαλά.

37. Courtney Barnett: Sometimes I Sit And Think, And Sometimes I Just Sit [Mom & Pop, 2015]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Η 27χρονη Αυστραλίδα από τη Μελβούρνη όντως σκέφτεται πάρα πολύ –και μάλλον περισσότερο από ότι θα έπρεπε. Ήδη ας πούμε στον τίτλο αυτού του πρώτου της άλμπουμ κρύβεται και μια βασική του θεματική: η προσπάθειά της να πείσει εαυτόν πως δεν είναι πάντα καλό να φιλοσοφείς και να υπεραναλύεις τα πάντα, φτάνοντας σε εσωτερικά τέλματα και αδιέξοδα.

Η 1990s αισθητική και η grunge επένδυση λειτουργεί επίσης ως ιδανικός καλλιτεχνικός καταλύτης, πλήρως εναρμονισμένος με τα φιλοσοφικά μοτίβα της τραγουδοποιού. Κι έτσι την αναδεικνύει ως μια σύγχρονη, cool και προσιτή διανοούμενη, που όχι μόνο καταφέρνει και αποδομεί τις σύνθετες σκέψεις με τις οποίες ταυτίζεται, μα συγκινείται και φθείρεται ψυχικά μαζί με ένα μεγάλο μέρος των ατόμων της γενιάς της.

36. Solange: A Seat At The Table [Columbia, 2016]
του Άρη Καζακόπουλου

Μια θεαματική εξέλιξη, η οποία καταφέρνει –πρακτικά για πρώτη φορά– να τη βγάλει τη Solange από τη σκιά της «αδερφής της Beyoncé».

Ο 3ος της δίσκος αποτελεί ένα σύνολο πρωτοκλασάτης R'n'B με υψηλή αισθητική αξία, σπάνιας (για τα τρέχοντα δεδομένα του είδους) οργανικότητας και πεντακάθαρης παραγωγής: σχεδόν νιώθεις το hi-hat να χτυπάει δίπλα σου σε κομμάτια όπως το “Junie” ή το καταπληκτικό “Cranes In The Sky” (αδιαφιλονίκητο highlight του δίσκου, παρεμπιπτόντως, τόσο μουσικά, όσο και στιχουργικά).

35. Run The Jewels: Run The Jewels 2 [Mass Appeal/Sony RED, 2014]
του Τάσου Μαγιόπουλου

Το Run The Jewels 2 είναι φρέσκο, είναι τολμηρό, είναι καινοτόμο, είναι αντισυμβατικό, αποτελεί πρόταση, είναι στάση ζωής μα και επίδειξη δημιουργικού τσαμπουκά. Είναι επομένως, όπως και το πρώτο Run The Jewels (2013), άξιο χειροκροτήματος και σεβασμού.

Μέσα στη όλη υπερβολική δόση λαχταριστής μουσικής τοποθετείται κι ένα σπαρταριστό, έξυπνο, καλοστημένο μα και ανώμαλο συχνά στιχουργικό σύμπαν, το οποίο προσφέρει (απλόχερα μάλιστα) πρόσφορο έδαφος για κατάδυση στα περίεργα μονοπάτια του. Είναι (και) από εκεί που αρπάζεις την ευκαιρία για να αναφέρεις πως ο El-P και ο Killer Mike δεν αφήνουν εδώ κανένα νεκρό σημείο, παρουσιάζοντας ένα πόνημα φροντισμένο μέχρι ανατριχιαστικής λεπτομέρειας.

34. Nick Cave & The Bad Seeds: Skeleton Tree [Bad Seed Ltd., 2016]
του Ανδρέα Κύρκου

Ξαφνικά, το θανατικό και η απώλεια είναι πεδίο απάτητο για τον Nick Cave. Πλέον δεν μπορεί να υποδυθεί τον υπερταλαντούχο μποέμ ή τον καμένο ποιητή και δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ακουστεί σοφός, πλήρης και στιβαρός. Οι πνιγηρές ιστορίες του –όσες μας έχουν ρίξει κατά καιρούς σε ψυχικά τάρταρα– απογυμνώνονται από την ανάγκη ψυχαγωγίας και παράνοιας: περιβάλλουν πλέον τον ακροατή με μια ασφυκτική, βαθιά λυπηρή αίσθηση.

Τα τραγούδια του δίσκου σηματοδοτούν μια σπαταλημένη προοπτική. Ένα πρόωρο φινάλε· μία αδιέξοδη λύπη. Δεν υπάρχει έξοδος κινδύνου. Δεν υπάρχει γενικά έξοδος. Ο Cave τραγουδάει μελωδίες που μοιάζουν σαν να τις έχει συλλάβει σε ντουμανιασμένο δωμάτιο χωρίς παράθυρα και χωρίς φώτα, αγκαλιά με τη Βίβλο, με λίγες φωτογραφίες και πολλά μπουκάλια κρασί. Και τις τραγουδάει σαν να έχει καταπιεί το σκοτάδι.

33. Bon Iver: Bon Iver, Bon Iver [Jagjaguwar, 2011]
του Χάρη Συμβουλίδη

Τρία χρόνια αφού κλείστηκε σε μια καλύβα στα βορειοαμερικανικά δάση μπαίνοντας από το πουθενά στα καλύτερα των '00s με το For Emma, Forever Agο (δείτε εδώ), ο Justin Vernon μεταμορφώνει τους Bon Iver σε ένα έντεχνο indie όχημα, το οποίο χτίζει το «σπίτι» του πάνω σε ενορχηστρώσεις-σταυροβελονιά, φιλοδοξώντας για περίτεχνες ατμόσφαιρες, σε ένα βήμα που δείχνει να αποκαθιστά τη συνάφεια του μέσα κόσμου του με τον έξω.

Ομολογουμένως, κάποιοι απογοητεύτηκαν –όσοι κυρίως τον θαύμασαν ως στοχαστικό ερημίτη, πνεύμα αδελφό του Χένρι Ντέιβιντ Θόρω. Άλλοι, πάλι, αγάπησαν αυτήν την εκδοχή του, «χάνοντάς» τον στη συνέχεια. Στο τέλος της δεκαετίας, πάντως, ο δίσκος δικαιώνεται και φαίνεται να κερδίζει κάποιες τουλάχιστον από τις τότε μάχες του, με τον δημιουργό του ωστόσο να έχει πλέον αναχωρήσει σε νέες γαίες.

32. Kamasi Washington: The Epic [Brainfeeder, 2015]
του Χάρη Συμβουλίδη

Η τζαζ του Kamasi Washington διαθέτει... soul· έχει ρυθμό, σε προτρέπει σε κίνηση. Δεν μπορείς να σταθείς απέναντί της μόνο εγκεφαλικά. Το The Epic χτίζεται με τραγανή βιρτουοζιτέ, με άγριο, επιθετικό στυλ παιξίματος στο (τενόρο) σαξόφωνο –σκληρίζει όταν το τσιτώνεις– με νότες περιφερόμενες σαν μεθυσμένες Βαλκυρίες (μόλις που συγκρατούνται στα πλαίσια των μελωδικών φράσεων), με πιάνα, τρομπόνια και τρομπέτες να συνοδεύουν με τα δικά τους κρεσέντο.

Συνολικά, παράγεται μια γοργόφτερη γκρούβα μέσα στην οποία ζει όλος σχεδόν το άλμπουμ, ακόμα και όταν στο παιχνίδι του μπαίνουν και φωνητικά. Τα highlights δεν είναι λίγα, κοινή δε συνισταμένη όλων είναι συνήθως τα φρενήρη σολαρίσματα του 32άχρονου Αμερικανού.

31. Swans: To Be Kind [Young God, 2014]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Κολοσσιαίων διαστάσεων δίσκος, που απλώνεται σε 2 CD (ή 3 LP), αγγίζοντας –και ξεπερνώντας– το ορόσημο των 120 λεπτών. Κάπου εκεί, πάντως, τελειώνουν οι παραλληλισμοί με τον προκάτοχό του The Seer (2012), καθώς το νέο άλμπουμ αποτελεί μια κάπως πιο «προσιτή» πρόταση, πράγμα που δηλώνεται όχι μόνο από τον τίτλο, αλλά και από την αντιπαραβολή των εξωφύλλων: εκεί που την προηγούμενη φορά είχες ένα άγριο ζώο απροσδιόριστης καταγωγής σε μαύρο φόντο, τώρα αντικρίζεις τη φάτσα ενός μωρού σε μουσταρδί καδράρισμα.

Το επίτευγμα των Αμερικανών –το οποίο δεν αφορά μόνο το ροκ– είναι πως πετυχαίνουν να αποτυπώσουν και να οριοθετήσουν (αφήνοντας συνάμα τελείως ανοιχτό) έναν συναισθηματικό καμβά που απλώνεται από τον απόλυτο τρόμο μέχρι τη φυγόκεντρο γαλήνη, χωρίς να χρησιμοποιήσουν κανένα από τα τρικ του (όποιου) συρμού.

30. Judas Priest: Firepower [Epic, 2018]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Θα ήταν βέβαια ουτοπικό να περιμένει κανείς από τους Judas Priest να παρουσιάσουν κάτι «διαφορετικό», κάτι «καινούριο» στο 18ο στουντιακό πόνημά τους. Το ζήτημα εδώ και χρόνια είναι αν μπορούν να γράψουν κομμάτια που να έχουν λόγο ύπαρξης, που να μην ακούγονται ως κόπιες του “Breaking The Law” και του “Living After Midnight”, αποδεικνύοντας ότι η μπάντα συνεχίζει στη βάση ουσιαστικής σχέσης με τη μουσική της και όχι για περιφερειακούς, δευτερεύοντες λόγους.

Νομίζω ότι με το Firepower δίνουν σαφώς καταφατική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Είναι δίσκος που τους παρουσιάζει όχι σαν ξεδοντιασμένους γέρους οι οποίοι κοπανάνε τεντζερέδες σε κάποιο ακριβό στούντιο, αγνοώντας το αμείλικτο καμπανάκι του χρόνου, μα σαν τους λεοντόκαρδους βετεράνους που όντως είναι.

29. Tinariwen: Emmaar [Anti-, 2014]
του Βαγγέλη Πούλιου

Tο Emmaar το διαπερνάει μια επιπλέον φόρτιση: ο «αέρας της ελευθερίας» που συνήθως πνέει στους δίσκους των Tinariwen, εδώ είναι κομματάκι δυνατότερος. Αν δηλαδή υποτεθεί ότι υπάρχουν δύο πτυχές στη δημιουργία τους, η «νατουραλιστική» και η «μαχητική», εδώ φαίνεται να δίνεται μια ελαφρά προτεραιότητα στη δεύτερη. Δίχως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως τροποποιούνται σημαντικά οι όροι με τους οποίους ποιούν μουσική.

Κατά βάση λοιπόν είναι κι εδώ τα ίδια στοιχεία που καθιστούν τη μουσική των Tinariwen ελκυστική· οι ρέουσες μελωδίες της ηλεκτρικής κιθάρας, η λιτή μα ζωηρή ρυθμολογία των κρουστών κι αυτή η αυστηρή φωνητική επιτέλεση, η οποία παίρνει στοιχεία και από τα δύο, δένοντάς τα σε έναν αδιάσπαστο μίτο. Όμως οι Tinariwen φτιάχνουν μουσική που δεν χρειάζεται να καταλάβεις για να αφεθείς, αλλά να αφεθείς για να καταλάβεις. Και είναι εκπληκτικό το πόσο διακριτικά το Emmaar καταφέρνει και τραβάει την προσοχή σου, πώς σε παίρνει μαζί του και πώς τελικά σου επιβάλει μ’ έναν τρόπο τη ζωτικότητά του.

28. Daughters: You Won't Get What You Want [Ipecac, 2018]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Ενδεχομένως υπάρχει μια συγγένεια με τους Swans του Michael Gira, ίσως επίσης ο Nick Cave της εποχής των Birthday Party να φαντάζει ως πιθανή πηγή έμπνευσης, κυρίως σε ό,τι αφορά τον τρόπο ερμηνείας του Alexis S.F. Marshall. Είναι πάντως η αυθεντική μισανθρωπία των Daughters αυτή που μοιάζει να βρίσκεται πίσω από το έρεβος του ήχου –εκείνη που κρατάει το τιρμπουσόν που φέρνει στροφές επί των εγκεφαλικών οστών του ακροατή.

Industrial, noise, math, experimental, hardcore. Μπορείς να αραδιάσεις διάφορα είδη και προθέματα, χωρίς να έχεις μεταφέρει και πολλά προς τη μεριά του ανυποψίαστου, επίδοξου εξερευνητή. Ως προς την αίσθηση έπειτα από την περιδιάβαση του δίσκου, μου έρχεται στο μυαλό ως πιο ταιριαστός ένας τίτλος βιβλίου του Stephen King: σκοτάδι βαθύ, δίχως άστρα.

27. Tame Impala: Currents [Fiction, 2015]
του Ανδρέα Κύρκου

Δεν ξέρω αν όντως αλλάζουν οι άνθρωποι, αλλά στο Currents αρχίζει ίσως για πρώτη φορά να απασχολεί τον Kevin Parker το πώς «κάθεται» η μουσική του στα αυτιά των ακροατών του. Αφήνει λοιπόν τις κιθάρες να σκονίζονται κάπου παράμερα και διώχνει από πάνω του την ταμπέλα του «ριφάκια ψυχεδελοροκά» και τις acid εμμονές.

Οι Tame Impala παραμερίζουν το άγχος της χίπστερ καταξίωσης που τους φορέθηκε μετά το Lonerism (2012) και μοιράζονται μαζί μας μερικές γοητευτικές ιδέες για το πώς θέλουν να ακούγεται η ποπ στην σημερινή μιντιόπληκτη εποχή. Η ιδεολογία τους είναι σαφής και ελαφρώς απρόσμενη: όσο πιο ανέμελη και ηλιοκαμένη, τόσο το καλύτερο. Σαν να βούτηξαν με τον ενθουσιασμό του αρχάριου στα βινύλια της στραφταλιστής disco και της λουσάτης, ψυχεδελικής soul.

26. The Ocean: Pelagial [Metal Blade, 2013]
του Χάρη Συμβουλίδη

Το Pelagial των Ocean δομείται ως μια ιεροτελεστία βύθισης, η οποία –αναλόγως των διαθέσεων και της ροπής σου στη μελαγχολία– μπορεί να λάβει και την ιδιότητα της καταβαράθρωσης. Η αρχική σύλληψη ήθελε μάλιστα ένα άλμπουμ αμιγώς οργανικό και υπάρχουν εκδόσεις όπου θα βρείτε αυτήν την εκδοχή, σε εναλλακτική μίξη. Ακούγοντάς την, συναισθάνεσαι ακόμα περισσότερο την κλιμάκωση της κλειστοφοβίας και την αίσθηση ταύτισης της υδάτινης αβύσσου με το ψυχικό βένθος.

Από την άλλη, λαμβάνοντας την απόφαση να μπουν φωνητικά –άρα και στίχοι– οι Ocean δεν έκαναν προχειροδουλειές και πασαλείμματα. Παρότι απομακρυσμένος από το σχισμένο hardcore των πρώτων χρόνων του σχήματος, ο Loïc Rossetti είναι ένας εξαιρετικός τραγουδιστής και συχνά παίρνει πάνω του την αποστολή να μεταφέρει τα πνιγηρά συναισθήματα που εξ αρχής είχε κατά νου ο δημιουργικός νους του γκρουπ Robin Staps. Ο οποίος, από τη μεριά του, συνεισφέρει ένα καλά αρμολογημένο στιχουργικό concept, με ευθείες παραπομπές στον Αντρέι Ταρκόφσκι και ιδιαίτερα στο σύμπαν του Stalker (1979).

25. Leonard Cohen: You Want It Darker [Columbia, 2016]
της Τάνιας Σκραπαλιώρη

Σε μια χρονιά που εξελίχτηκε σε δρόμο της απώλειας για τη μουσική μας πραγματικότητα, ο θάνατος του Leonard Cohen φαντάζει ίσως η περισσότερο αναμενόμενη –λόγω της ηλικίας του– στο πλαίσιο της «φυσικής» τάξης των πραγμάτων. Εκείνο που δεν ήταν ωστόσο αναμενόμενο είναι το ήσυχο μεγαλείο του τελευταίου του (εν ζωή) δίσκου.

Το You Want It Darker συναρπάζει με την αρτιότητα της δομής και του περιεχομένου του, με τη διαύγεια ενός 82χρονου κατά τη δισκογραφική διαδικασία, η οποία καταλήγει στο απόσταγμα της εμπειρίας, του ταλέντου και των ιστοριών του. Και είναι κι εκείνο το "I’m Ready My Lord’’ που σου σηκώνει την τρίχα, στέλνοντας έτσι κατευθείαν και ανεπιφύλακτα το κύκνειο άσμα του Cohen στα καλύτερα της δεκαετίας.

24. Vampire Weekend: Modern Vampires Of The City [XL Recordings, 2013]
του Άρη Καζακόπουλου

Χωρίς να κομίζουν ακριβώς το «νέο», οι Vampire Weekend κατάφεραν να ξεχωρίσουν από τα πρώτα τους κιόλας βήματα μέσα στον late-2000s κατακλυσμό από indie συγκροτήματα. Πέτυχαν να διεισδύσουν στις παρυφές του mainstream και να αναχθούν σε ένα από τα πιο ακριβοπληρωμένα φεστιβαλικά ονόματα, ενώ επιβίωσαν και από την επέλαση του «μαύρου» ήχου, που στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας αφάνισε τις περισσότερες από τις τότε κρατούσες εναλλακτικές μπάντες. Το Modern Vampires Of The City είναι ο πιο 2010s rock δίσκος των 2010s.

Απόρροια κι αυτό του καταφανούς συνθετικού ταλέντου του διδύμου Ezra Koenig & Rostam Batmanglij, εξέπεμψε στίγμα ωριμότητας -π.χ. με την αιχμηρότητα των στίχων του "Unbelievers" ή με εκείνο το «Our days were long, our nights no longer» από το "Hannah Hunt". Είχε όμως και απίστευτες μελωδικές καταθέσεις, όπως το βασισμένο στο “Canon Ιn D” του Johann Pachelbel "Step" ή το "Obvious Bicycle", το οποίο έκανε ακόμα και τον Rick Rubin να υποκλιθεί στο πώς ισορρόπησε το παραδοσιακό και το σύγχρονο.

23. Wadada Leo Smith: Ten Freedom Summers [Cuneiform, 2012]
του Βαγγέλη Πούλιου

Τρομπετίστας και συνθέτης, ο Wadada Leo Smith ολοκληρώνει με τα Δέκα Καλοκαίρια της Ελευθερίας ένα project χρόνων και μέσα σε 4,5 ώρες επιχειρεί να περιγράψει με νότες την ταραγμένη ιστορία των πολιτικών και κοινωνικών διεκδικήσεων των Αφροαμερικανών στις Η.Π.Α.

Γραμμένος για δύο ορχήστρες (ένα τζαζ κουιντέτο και ένα εννεαμελές σύνολο μουσικής δωματίου), τούτος ο δίσκος φορτώνεται με πυκνά νοήματα, μια σχεδόν συνταρακτική εσωτερική ένταση κι ένα αξιοθαύμαστο εκφραστικό εύρος. Και αποκτά εν τέλει μία ποιότητα που (έστω και δυνητικά) καθιστά μερικά έργα κλασικά.

22. Beach House: Teen Dream [Sub Pop, 2010]
του Γιώργου Μιχαλόπουλου

Φαίνεται (και είναι) συνειδητή η απόφασή τους να κρατήσουν τους τόνους χαμηλούς, με αποτέλεσμα ο μόνος τρόπος να απολαύσεις πραγματικά τον καλύτερο δίσκο της πορείας τους να επαφίεται αποκλειστικά στον ακροατή που θα μπει στη διαδικασία να αποκρυπτογραφήσει τη δύσκολη εκφορά των στίχων από την κάπως-ανδρόγυνη-σίγουρα-ιδιαίτερη φωνή της Victoria LeGrand (μέχρι και στο booklet, δεν μπορείς να διαβάσεις εύκολα τις λέξεις).

Κατά τα λοιπά, οι Αμερικανοί προσπαθούν –και κατ’ εμέ επιτυγχάνουν– να στήσουν ένα πλαίσιο το οποίο θα λειτουργεί ως σταθερά για κάθε τους τραγούδι. Μπορεί να δέχτηκαν κριτική στη βάση ότι κάτι τέτοιο είχαν ήδη παρουσιάσει παλιότερα και οι Mazzy Star, αλλά δεν είναι έτσι: το «dream» σε εκείνη την περίπτωση αφορούσε αποκλειστικά στην επικίνδυνα ερωτεύσιμη ερμηνεία της Hope Sandoval και καμιά σχέση δεν είχε με την ποπ μουσική που τη συνόδευε.

21. Idles: Joy As An Act Of Resistance [Partisan, 2018]
του Άγγελου Κλειτσίκα

Μία γκράντε –κατά τόπους ισοπεδωτική– κατάθεση, η οποία με σατιρική διάθεση, ποιητικό στόμφο και λυσσασμένη ροή βάζει στο στόχαστρο την ξενοφοβία, την τοξική αρρενωπότητα, την παράνοια του Brexit και την ηθική παρακμή των Δυτικών κοινωνιών.

Αν και δεν πρόκειται για άλμπουμ-σταθμό, πρόκειται για ένα ωμό, εθιστικό punk πόνημα με κοφτερές, λυρικές γωνίες: ένα βιωματικό και θεόμουρλο πορτραίτο για την απογοητευτική, γελοία τροπή που έχει πάρει η Ανθρωπότητα.

20. Flying Lotus: Cosmogramma [Warp, 2010]
του Βαγγέλη Πούλιου

Είναι φορές που τα χαρακώματα υποχωρούν και οι «συνοριακές διατάξεις» με βάση τις οποίες διαχωρίζουμε τη μουσική σε δήθεν εκλεπτυσμένες υφολογικές τάσεις παύουν να έχουν ισχύ. Κάποιοι δίσκοι, βλέπετε, δεν στηρίζουν την ποιότητά τους μόνο στο πόσο καλά εκτελείται ένα συγκεκριμένο ιδίωμα, αλλά (κυρίως) στην προσπάθεια του δημιουργού τους να μορφοποιήσει ή/και να εμπλουτίσει το απολύτως προσωπικό του στίγμα στον ηχητικό χάρτη.

Το Cosmogramma εδραιώνει τον Flying Lotus στην αφρόκρεμα της σύγχρονης μουσικής. Αποδεικνύει ότι διαθέτει την ευφυΐα, την ευρηματικότητα και το ταλέντο για να (προσπαθήσει έστω) να φέρει το κουρασμένο σκάφος ξανά στα ανοιχτά. Δείχνει επίσης να βαδίζει με σιγουριά στις κορυφές της δικής του δημιουργικότητας και –όπως γίνεται συνήθως σε αντίστοιχες περιπτώσεις– η πορεία δεν συνοδεύεται από τυμπανοκρουσίες και θριαμβευτικούς αλαλαγμούς: είναι πρωτίστως μια εσωτερική διαδικασία.

19. Fiona Apple: The Idler Wheel Is Wiser Than The Driver Of The Screw And Whipping Cords Will Serve You More Than Ropes Will Ever Do [Clean Slate/Epic, 2012]
του Άγγελου Γεωργιόπουλου

Ακροβατώντας αδιαλείπτως μεταξύ μιας παραδοσιακής ποπ αμεσότητας και μιας πειραματικά αφιλόξενης οπτικής –άλλοτε με ξεδιάντροπα προβοκατόρικη διάθεση και άλλοτε τοποθετώντας στο προσκήνιο μια ασυνήθιστα εύθραυστη πλευρά του ιδιόμορφου χαρακτήρα της– η Αμερικανίδα τραγουδοποιός δεν έχει ποτέ σταματήσει να εκπλήσσει ευχάριστα.

Εναλλακτικού/προοδευτικού τύπου προσέγγιση, διαρκώς εξελισσόμενη προς περισσότερο λιτές γραμμές πρακτικής εφαρμογής, γεμάτη τονικές μεταβολές. Η γνωστή και αγαπημένη λαρυγγική άρθρωση-σήμα κατατεθέν που θα εντυπωσίαζε και τον πιο απαιτητικό λογοπεδικό. Συνεχείς ρυθμικές εναλλαγές, επιτηδευμένες πιανιστικές δυσαρμονίες και παθιασμένες, ειλικρινείς εξομολογήσεις. Στιχουργική ευφράδεια που εντυπωσιάζει και απόλυτη συναισθηματική προσήλωση στη λυρική εκφορά του λόγου. Με λίγα λόγια, σπουδαία πράγματα.

18. Arcade Fire: The Suburbs [Merge, 2010]
του Χρήστου Νύχτη

Στο Τhe Suburbs οι Arcade Fire διηγούνται μια ιστορία. Μια ιστορία επιστροφής, λήθης και αναπόλησης, αλλά όπως εκείνοι επιθυμούν: σαν νικητές απαγκιστρωμένοι από βαρίδια τάσεων, μοδών και του συνδρόμου «ξεπερνώ τον εαυτό μου». Αυτή τη φορά δεν είναι εντυπωσιακοί. Δεν πρωτοτυπούν, δεν ανοίγουν νέες διαστάσεις και άλλα τέτοια διθυραμβικά που μας αρέσουν να συμβαίνουν, όμως είναι πιο αληθινοί και μουσικά ειλικρινείς.

Στο Τhe Suburbs είναι ο εαυτός τους, μια πολύ καλή μπάντα η οποία μπορεί και παραδίδει υψηλής ποιότητας και αισθητικής σύνολα, όχι μόνο κομμάτια. Δεν είναι εύκολο, ούτε συχνό φαινόμενο. Και μόνο που συμβαίνει, είναι αξιομνημόνευτο.

17. The National: High Violet [4AD, 2010]
του Βύρωνα Κριτζά

Ξεκινάει λοιπόν το “Βloodbuzz Ohio” (πρώτο single και μάλλον το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ) και χωρίς να το θέλεις αναρωτιέσαι: «Για πόσο ακόμα θα μας συγκινεί μια αντρική φωνή που λέει τα τετριμμένα πατώντας σε pop/rock μονοπάτια, τα οποία έχουν γεμίσει με τα ίχνη τόσων και τόσων δημιουργών από το παρελθόν»;

Απάντηση δεν θα βρεις. Κι αν έχεις την υπομονή να ακούσεις το High Violet απ’ την αρχή ως το τέλος, θα σε βασανίζει το ίδιο ερώτημα. Στην πορεία, όμως, το άλμπουμ θα σε γοητεύσει. Θα θαυμάσεις την επιλογή των National να ξεκινήσουν με το θορυβώδες και αντι-mainstream “Terrible Love”, θα ταυτιστείς με τον ευάλωτο χαρακτήρα του “Afraid Of Everyone” και θα συγκινηθείς με τη λονδρέζικη, ρομαντική ιστορία του “England”. Ο πήχης της αισθητικής, είναι ανεβασμένος ψηλά.

16. Oranssi Pazuzu: Värähtelijä [Svart, 2016]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη

Βουτώντας βαθιά στη συνθετική και εκτελεστική προσέγγιση της 1970s ηλεκτρονικής space ψυχεδέλειας (συγκερασμένης όμως με ψήγματα από Isis και Neurosis), οι Φινλανδοί δείχνουν εδώ έναν πραγματικά καινούριο δρόμο που θα μπορούσε να ακολουθήσει το black metal. Κάτι το οποίο ελάχιστοι μπορούν να καυχηθούν.

Το Värähtelijä λειτουργεί ως παχιά ομίχλη παραισθησιογόνας επίδρασης, με αιχμές τη δυσοίωνη ρυθμικότητα, τα εθιστικά σε βαθμό επικίνδυνο τζαζ περάσματα και τη διαστημική αίγλη των πλήκτρων προώθησης προς το άπειρο. Η ακρόαση έχει την αύρα περιπλάνησης σε ένα αστρικό μουσείο παράδοξων, με παραμορφωτικούς καθρέφτες σε κάθε διάδρομο.

15. Kate Bush: 50 Words For Snow [Fish People, 2011]
του Ζαννή Βούλγαρη

Το μόλις δεύτερο αυθεντικό μπουκέτο τραγουδιών της κατά τη διάρκεια των τελευταίων 17 ετών, προσιδιάζει σε καταστάσεις χειμερίας νάρκης. Η δε εποχικότητα υπηρετεί εδώ το διεγερτικά αφηρημένο: επικαλείται δοξασίες, αφηγείται μύθους, ζωοποιεί το ασώματο παιανίζοντας με το Γιέτι και αγκαλιάζοντας στοιχειά του χειμώνα.

Αυτή η «εξώθερμη» χημική αντίδραση αλλόκοτων συνθέσεων, απρόσμενων συνεργασιών, φιλοδοξίας μα και προσβασιμότητας παράγει μια τολμηρή όσο και οικεία 65λεπτη συνάρθρωση ιδεών, που ελάχιστοι στο ποπ στερέωμα δύνανται να παράξουν και ακόμα λιγότεροι να εκθέσουν. Όμοια με το κουκούλι ενός ονειρικού (όχι ονειρεμένου) κόσμου, ο οποίος αρνείται πεισματικά να παλιοκαιρίσει.

14. Beyoncé: Lemonade [Parkwood Entertainment, 2016]
του Άρη Καζακόπουλου

Από την αιφνιδιαστική του κυκλοφορία, τη δισυπόστατη φύση του και την αποκλειστική του διάθεση μέσω Tidal, μέχρι την επίκαιρη κοινωνικοπολιτική του διάσταση, τις ηχηρές συνεργασίες, την πολυαναφορικότητα στις ηχητικές κατευθύνσεις, το ψαγμένο sampling και τις βγαλμένες από την indie δεξαμενή στιχουργικές αναφορές, το Lemonade αποτελεί επιτομή της σύγχρονης δισκογραφικής λογικής.

Όμως η Beyoncé κερδίζει το παιχνίδι επειδή αποποιείται τον ρόλο της φτασμένης σταρ και λειτουργεί σοφά και διορατικά, ποντάροντας σε ένα υψηλότερο καλλιτεχνικό προφίλ. Απαρνείται μάλιστα αρκετά, προκειμένου να επενδύσει σε έναν δίσκο διαχρονικό, σε μια κατάθεση ουσίας: ξεμπροστιάζει τον γάμο της, τσαλακώνει την εικόνα της, ρισκάρει την αίγλη της, θυσιάζει τη σιγουριά της δοκιμασμένης συνταγής. Φανερώνει την ανάγκη να εκφράσει κάτι, να αφήσει ένα αποτύπωμα.

13. Lana Del Rey: Born To Die [Interscope, 2012]
του Πάνου Πανότα

Εκ πρώτης όψεως, το Born To Die είναι ένα χαρακτηριστικά αμερικάνικο mainstream άλμπουμ, το οποίο ξεκινά με έμφαση, προχωράει αργά και γνωρίζεις ότι στην πορεία μπορεί να χαλάσει ή να παραγίνει απαθές. Το κοντράλτο της Lana Del Rey δείχνει αρκετές φορές να εκτιμά την περαστική ιδέα, να επιλέγει ρυθμικά σχήματα, να χρυσώνει πίσω απ’ τα φλας μια μελαγχολία που το κάνει ν’ ακούγεται απροστάτευτο, να διαρρέει μέσα από μικρές ρωγμές την αδυναμία μιας ανωριμότητας.

Υπάρχουν κομμάτια που 'ναι πραγματικά εξαιρετικά (“Born To Die”, “Video Games”) κι αρκετά άλλα που δεν πηγαίνουν πουθενά, λες και δεν αφέθηκαν ελεύθερα μα τοποθετήθηκαν εξαρχής εντός στενών πλαισίων κι επιταγών. Αυτό ακριβώς, ωστόσο, είναι και η ανθρώπινη πλευρά σε μια αδυσώπητη βιομηχανία. Κάνοντάς μας να υποψιαζόμαστε ότι, μακριά απ’ τα λεφτά του μπαμπά και τα αυτόγραφα στα καμαρίνια, ίσως η εικόνα να μη μένει απαστράπτουσα και η αίγλη της να φεύγει μαζί με το μέικ-απ.

12. Beyoncé: Beyoncé [Parkwood Entertainment, 2013]
του Άγγελου Γεωργιόπουλου

Πέρα από την explicit θεματική και την ώρες-ώρες «Wonder Woman» δυναμική την οποία επιδεικνύει η Beyoncé μέσα από την οπτική της για τη γυναικεία χειραφέτηση, είναι η κοπιαστική δουλειά των Pharrell Williams, Timbaland, James Fauntleroy, Hit-Boy, the-Dream και πολλών άλλων συντελεστών που ξεχωρίζει εδώ. Παρότι δεν έκοψαν εντελώς τον ομφάλιο λώρο με τις σύγχρονες pop/dance/R'nB τάσεις, προχώρησαν το πράγμα σε σημείο που κατά διαστήματα να μπορεί κανείς να μιλήσει για ξεκάθαρες post-dubstep επιρροές, ιδανικές στο να αναδείξουν τον σκοτεινό ερωτισμό της οικοδέσποινας, αλλά και την ξεκάθαρη διάθεσή της να παίξει με τους δικούς της κανόνες.

Εδώ λοιπόν θα βρει κανείς την πιο ώριμη και συγκροτημένη πρόταση της Beyoncé, η οποία ποντάρει περισσότερο στο σύνολο της όλης εμπειρίας, παρά σε μεμονωμένες στιγμές. Θεματικά τα πάντα κινούνται στο σύνηθες δίπτυχο φεμινισμός & σεξ, μόνο που αυτή τη φορά το βρίσκουμε ιδωμένο μέσα από ένα διαρκώς εναλλασσόμενο και βραδυφλεγές ηχητικό τοπίο σκοτεινών beats, παρελθοντικών samples, εντυπωσιακού εύρους mezzo-soprano φωνητικών, χαλαρών συνθετικών δομών (που διακλαδώνονται πολλές φορές απροσδόκητα), μεταβαλλόμενων δυναμικών και άφθονου, υπερχειλίζοντα ερωτισμού.

11. Kendrick Lamar: Good Kid, m.A.A.d. City [Top Dawg Entertainment, 2012]
του Τάσου Μαγιόπουλου

Μιλάει για ιστορίες καθημερινής τρέλας που ζει κάθε νέος της ηλικίας του στα υποβαθμισμένα προάστια των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων, αλλά και για πιο κοινά θέματα –σαν την ανθρώπινη απώλεια, τα ναρκωτικά, την επιλεκτική αυστηρότητα της αστυνομίας, τις διαφυλετικές σχέσεις και την οικογένεια (ανάμεσα σε άλλα). 

Όλα ιδωμένα μέσα από ένα πρίσμα ενδοσκόπησης και σκεπτόμενης αντίληψης, μακριά από τον κρετινισμό και την ισοπέδωση που διακρίνει ένα μεγάλο κομμάτι του σημερινού hip hop. Ενσαρκώνοντας, πράγματι, την ιστορία ενός good kid σε μια mad city.

10. Swans: The Seer [Young God, 2012]
της Κάλλιας Κακαλέτρη

Δεν είναι η δίωρη διάρκεια, δεν είναι η Jarboe, ούτε είναι η απόκοσμη μυσταγωγία που καθιστά το The Seer έναν δίσκο που σοκάρει. Δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς δίσκος των Swans ο οποίος να μην σοκάρει και δεν υπάρχει πτυχή του Michael Gira που να μην εκπροσωπείται εδώ.

Ένα άκουσμα διορατικό, που, με διαφορετική οπτική σε κάθε μία από τις πλευρές του, ανακινεί συναισθήματα και φοβίες και –μέσα από την αναμέτρησή τους– δίνει μια προσεκτική, ακροθιγή περιγραφή των ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης.

9. Frank Ocean: channel ORANGE [Island & Def Jam, 2012]
του Τάσου Μαγιόπουλου

Από τα πιο περιπετειώδη και ενδιαφέροντα ακούσματα των τελευταίων χρόνων, με δυναμική μελλοντικού classic, το channel ORANGE εντυπωσιάζει με την πολυσυλλεκτικότητα των επιρροών και ήχων του: αφουγκράζεται όλο το φάσμα της μέχρι τώρα «μαύρης» μουσικής, έχοντας παράλληλα το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον.

O Frank Ocean δεν το έχει σε τίποτα να εμπνέεται από την παραδοσιακή soul σε ένα κομμάτι και από τον ήχο του The Weeknd στο αμέσως επόμενο. Σε κάθε στροφή του, ο δίσκος φροντίζει να σε εκπλήσσει, είτε με τις εμπνευσμένες μελωδίες του, είτε με την εναλλαγή στυλ και διαθέσεων –ακόμα και μέσα στο ίδιο τραγούδι.

8. Sufjan Stevens: Carrie & Lowell [Asthmatic Kitty, 2015]
του Μιχάλη Τσαντίλα

Ο Αμερικανός τροβαδούρος επιχειρεί να επιστρέψει στο παρελθόν, στην προσπάθειά του να ξορκίσει το φάντασμα της μητέρας του. Φυσικά, είναι αδύνατον να ξαναγίνει ο τραγουδοποιός που έγραψε το Seven Swans, πίσω στο 2004. Όχι, ο Sufjan Stevens του Carrie & Lowell είναι ο άνθρωπος ο οποίος στο μεταξύ έγραψε το Illinois (2005) και το The Age Of Adz (2010) και που σε αυτήν την απογύμνωση της ψυχής του ακούγεται πιο απλός μα ταυτόχρονα πιο μεστός, ειλικρινής και ευθύβολος από ποτέ.

Είναι πράγματι συγκλονιστικοί οι τρόποι με τους οποίους εκφράζεται η ψυχική του κατάσταση σε τούτα τα 40 και κάτι λεπτά: άλλοτε αναπολώντας, άλλοτε ρωτώντας το υπερπέραν, κάποτε με έντονες αυτοκτονικές διαθέσεις. Όλα αυτά (και ακόμα περισσότερα) αλληλοσυνδεόμενα μέσω της χριστιανικής κοσμοθεωρίας αλλά και της δισκογραφικής του πορείας, διοχετεύονται μέσα από τραγούδια με αξιοθαύμαστη συνοχή –εσωτερική και εξωτερική. Πώς να μην κλάψεις αλήθεια με λυγμούς ακούγοντας το υπερκόσμιων διαστάσεων μοιρολόι του “Fourth Of July”, του πιο κομβικού ίσως κομματιού εδώ;

7. Frank Ocean: Blond [Boys Don't Cry, 2016]
του Ανδρέα Κύρκου

Μινιμαλιστικές trip hop πινελιές, παράξενα φωνητικά εφέ και ηλεκτρονικοί ήχοι ντύνουν το νεφελώδες όραμα του περιπετειώδους soulman, του οποίου το μεγαλύτερο προτέρημα είναι η άρνησή του να χωρέσει σε απλές περιγραφές. Αυτό που απομένει, είναι μια δουλειά που δεν θα μπορούσε να ανήκει σε κανέναν άλλο μουσικό.

Το άλμπουμ στοχεύει σε ένα υπόγειο μούδιασμα· όχι για να ρίξει σε κατατονία τη διάθεση του ορεξάτου ακροατή, μα για να πετύχει μια συνολική «ζαλάδα» σαν αίσθηση. Η απόλαυσή του μεγιστοποιείται, λοιπόν, όταν συντονιστείς με το ζαλισμένο σύμπαν του, το οποίο μπορεί να μοιάζει πλαδαρό, αλλά αυτό έρχεται ως αποτέλεσμα καλής κατασκευής και όχι δυστοκίας στο στούντιο.

6. D'Angelo & The Vanguard: Black Messiah [RCA, 2014]
του Ανδρέα Κύρκου

Το νέο έργο του D’Angelo δεν έρχεται για να σερβίρει τραγούδια (τραγουδένια), που θα αρέσουν και θα «τραγουδηθούν». Ο ίδιος όμως έρχεται εξοπλισμένος με την οργή ενός παράφρονα ιεροκήρυκα, με σκοπό ζωής την αλλαξοπιστία του δυνητικού του ποιμνίου. Τα ευαγγέλια για τη χαώδη Βίβλο του είναι το ιδιοφυές χάος του Sly Stone, η ασθμαίνουσα ψυχή του Marvin Gaye, η οργανική λαίλαπα των Funkadelic, οι ηχητικοί ύφαλοι του Prince και οι αστικές λιτανείες του Curtis Mayfield.

Στα υβριδικά μονοπάτια των αυλακιών του Black Messiah, ο αλαφιασμένος καλλιτέχνης φέρνει σε εκστατική νιρβάνα τον ακροατή που πάντα διαισθάνονταν ότι κλίνει στην ιντελιγκέντσια αλλά δεν έβρισκε τον πεφωτισμένο μπροστάρη, ο οποίος θα τον ξεσήκωνε με τις αιρετικές ιδέες του. Κάθε ρίσκο εξατμίζεται κάτω από τη γνώση και το πάθος του επιτελείου που οργιάζει στην παραγωγή: σε μερικά τραγούδια, το φρενήρες μπάσο και το πιάνο ιδρώνουν (κυριολεκτώ) την κονσόλα. Κι ας επιμένει να μη χαρίζει ένα στρογγυλό ρεφρέν στον ακροατή (αυτό δεν λέγεται συνέπεια, λέγεται γαϊδουρινή υπομονή στο όρια του βίτσιου).

5. PJ Harvey: Let England Shake [Island, 2011]
του Άγγελου Γεωργιόπουλου

Γράφοντας πρώτα το στιχουργικό περιεχόμενο για το νέο της πόνημα και επιλέγοντας ως γενεσιουργό περιβάλλον μια απομακρυσμένη εκκλησία του 19ου αιώνα στην αγγλική ύπαιθρο, η PJ Harvey έθεσε τις κατάλληλες βάσεις για ένα concept album αφιερωμένο στην πατρίδα της. Μια ωδή σε χαμένα ιδανικά: με πατριωτική ευαισθησία, με μια στοιχειωμένη ερμηνεία να δημιουργεί ένα ομιχλώδες ηχοτοπίο και με πνευστά, έγχορδα και πιάνο να σιγοντάρουν μελωδικά τις βασικές ρυθμικές συνθέσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το πρώτο και ομώνυμο τραγούδι του δίσκου, το οποίο καλεί την Αγγλία να τρανταχτεί ενόσω η Δύση κοιμάται. Τα συστατικά; Autoharp αντί κιθάρας ως βασικός εξοπλισμός, με σκοπό να επιτευχθεί ένας πιο folk χαρακτήρας. Αλλά και πινελιές από ξυλόφωνο στην κεντρική μελωδική άτρακτο, ενόσω η φωνή της Harvey συνεχίζει από εκεί που μας άφησε με το White Chalk (2007), ξεπερνώντας για τα καλά τα πιο τραχιά, δυναμικά χαρακτηριστικά της.

4. David Bowie: Blackstar [ISO Records, 2016]
του Χάρη Συμβουλίδη

Απαντήσεις πολύ συγκεκριμένες, μην περιμένετε: αυτή είναι και η μεγαλύτερη δύναμη του Μαύρου Άστρου. Το πώς κυλάει δηλαδή από έναν David Bowie που δείχνει να έπαθε Scott Walker ή που τριπάρει σε δομές έτοιμες για ακομπλεξάριστη συνομιλία με τη μοντέρνα πλευρά της τζαζ, σε έναν Bowie ο οποίος ναι μεν δεν ποιεί πια rock 'n' roll, μα ενίοτε τραγουδάει με έναν τρόπο αν μη τι άλλο αναγνωρίσιμο σε όσους εντρύφησαν στα μεγαλεία του.

«Everybody knows me now», λέει κάπου στη μέση του δίσκου, «I've got nothing left to lose». Και μας απέδειξε με τον πλέον πειστικό τρόπο πόσο τελεσίδικα το εννοεί... Ο ενθουσιασμός του, η δίψα να ξεφύγει από το παρελθόν, η ανάγκη να δει πώς μπορεί να μοιάζει το αύριο τώρα που ο δικός του χρόνος έφτασε στο Τέλος, ξύπνησαν ξανά μέσα του το Θηρίο του μεγάλου καλλιτέχνη. Οδηγώντας τον σε μια σπουδαία χειρονομία –rock 'n' roll στην ουσία της, κι ας μην επικαλείται πια τη μορφολογία αυτού. Γιατί πολλοί αναρωτιούνται για τη Ζωή στον Άρη, πολλοί γοητεύονται στην προοπτική, μα λίγοι θα πάρουν ένα διαστημόπλοιο να πάνε εκεί και να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο.

3. Kanye West: My Beautiful Dark Twisted Fantasy [Roc-A-Fella, 2010]
του Τάσου Μαγιόπουλου

Δύο χρόνια πριν (2008) είχε κάνει πολλούς να πουν «πάει το ’χασε», λόγω του 808s & Heartbreaks –και δεν εννοούσαν μόνο το ταλέντο, αλλά και το μυαλό του. Όμως ο Kanye West διέψευσε πανηγυρικά τους αμφισβητίες με αυτό το άλμπουμ, το οποίο σε βουτάει από το μαλλί ήδη από την αρχή κιόλας και δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα μέχρι το φινάλε.

Το My Beautiful Dark Twisted Fantasy αποτελεί εξέχον δείγμα γραφής εκείνου του σύγχρονου, νέου χιπ χοπ, το οποίο ήδη πίσω στο 2010 έτεινε πια να γίνει ποπ –με αποτέλεσμα να προσελκύσει μουσικόφιλους και από άλλες «φυλές» και να γίνει αφορμή για ένα πολυσυζητημένο 10άρι από το Pitchfork. Αν και στο μεγαλύτερο μέρος του ο West παραδίδει τα σκήπτρα των συνθέσεων σε άλλους, αυτό φαίνεται να έκανε καλό στο τελικό αποτέλεσμα. Ο ίδιος αποδεικνύει άλλωστε με διάφορες αφορμές ότι διαθέτει γούστο, έξυπνες ατάκες και φυσικά μια τελειομανία, η οποία τον έχει οδηγήσει στο να κυκλοφορεί προϊόντα υψηλής ποιότητας.

2. Daft Punk: Random Access Memories [Daft Life/Columbia, 2013]
του Διονύση Κοτταρίδη

Οι Daft Punk έβαλαν εδώ τον Moroder –τ' όνομά του είναι Giovanni Giorgio, μα όλοι τον φωνάζουν Giorgio– να αυτοβιογραφείται πάνω σε γκρουβαριστές prog pop συμφωνιέτες. Τον Paul Williams ανάμεσα σε θραύσματα ροκ όπερας και μεγαλειώδους ποπ αλαφρότητας, κατ’ ευθείαν απ' το κοινό κύτταρο των Beatles και των ABBA. Γαργαλάνε ρομποτικά την indie τυπικούρα της τραγουδοποιίας του Panda Bear και κολλάνε πυρετούς τον Julian Casablancas των Strokes. Και δεν πιάνω καν τα σουξέ του άλμπουμ και τα βραδινά κυνήγια της τύχης με τον Pharrell Williams...

Όποιος πει για ντίσκο αφιερώματα και ρετροσπεκτίβες δεν έχει ακούσει ή τελοσπάντων ακούει για να επαληθεύσει την κουφαμάρα του. Άντε να συμφωνήσουμε ότι, γενικά, οι Daft Punk θα μπορούσαν ακόμα και σ' αυτό το πλαίσιο να γίνουν πιο τολμηροί, να το παίξουν λιγότερο σίγουρα σε πολλά σημεία. Ε και; Υπάρχει μια χρυσή ισορροπία ανάμεσα στο ανασύρω και στο ανατρέχω. Και οι Γάλλοι την αναγνωρίζουν στο Random Access Memories με όλη την πυκνή ελαφρότητα ενός μεγάλου ποπ άλμπουμ.

1. Kendrick Lamar: To Pimp A Butterfly [Top Dawg Entertainment, 2015]
του Τάσου Μαγιόπουλου

Ο 27άχρονος ράπερ από το Compton του (νότιου) Λος Άντζελες επιδεικνύει ένα αδιαπραγμάτευτο, αγέρωχο δημιουργικό όραμα, στο οποίο το μπλέξιμο των ειδών γίνεται περίτεχνα και με ευφυΐα. Η οξυδέρκεια δηλαδή της δισκογραφίας του Flying Lotus συναντά τη μουσική παρακαταθήκη του George Clinton, ο D' Angelo του Voodoo συνομιλεί με τους Outkast του Aquemini και οι Goodie Mob συνδιαλέγονται με τον Bilal. H δε χιπ χοπ ιστορία της Δυτικής Ακτής των 1990s –με Ice Cube, Dr. Dre και 2Pac να συγκροτούν την αγία τριάδα– γυρνοβολά με τον υπέρτατο playa James Brown, καταλήγοντας στο σινεμά για blaxploitation ταινίες.

Εδώ δεν υπάρχουν σύντομες διαδρομές και εύκολα μονοπάτια. Πρόκειται για τον δίσκο ενός νεαρού μαύρου πολίτη της (σύγχρονης) Αμερικής, ο οποίος προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο, παρουσιάζοντάς μας στην πορεία τη δική του οπτική/ερμηνεία της πραγματικότητας. Συντελείται έτσι μια επιστροφή στις ρίζες της μαύρης μουσικής, με ένα μήνυμα όμως εντελώς επίκαιρο, που πετάει φλόγες και τσουρουφλάει. Κι έχει επιπλέον σκοπό να δράσει ως αντίβαρο στο χιπ χοπ της επίπλαστης γκλαμουριάς, με την παρέλαση του ψεύτικου πλούτου στα βιντεοκλίπ. Πράγμα που ναι μεν κάνει το κοινό να ξεχνιέται, δεν άγει όμως και την ψυχή του.

{youtube}jjM5wcWeSaU{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured