κεντρική φωτογραφία: Marion Vogel

Όταν ζεις τα πράγματα στον καιρό που συμβαίνουν, γίνεται αληθινά δύσκολο να δεις το παζλ που σχηματίζουν στο εύρος τους. Αποτελείς και ο ίδιος κομμάτι τους, εμπλέκεσαι συναισθηματικά· κρίνεις και δρας με βάση εκείνα τα οποία γνωρίζεις, με την όποια (σωστή ή λάθος) γνώμη έχεις σχηματίσει, αλλά και με την τάδε ή τη δείνα προτίμησή σου: δεν είσαι και δεν μπορείς να είσαι ένας αντικειμενικός παρατηρητής. Όποιος έχει διαβάσει χρονικά γραμμένα στο επί τόπου, ξέρει ότι ακόμα και σημαντικά έργα, γραμμένα από ανθρώπους με αδιαπραγμάτευτη δίψα και το δυνατόν λιγότερες προκαταλήψεις για τα όσα κατέγραφαν –όπως λ.χ. το Η Ελλάδα του Όθωνα του Edmond About (1854)– υπόκεινται σε αναπόφευκτους περιορισμούς. 

Τα μουσικά πράγματα, δεν είναι διαφορετικά. Όταν το CD και τα μηχανήματα που το έπαιζαν έγιναν προσβάσιμα στην αγοραστική δύναμη της μεσαίας τάξης, το βινύλιο φάνηκε να κατευθύνεται στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Κι αν ως ένα σημείο η βιομηχανία διατήρησε και τις δύο φόρμες στο εμπόριο, έφτασε αναπόφευκτα η μέρα που ο δίσκος τον οποίον αναζητούσες, είχε βγει μόνο σε CD. Όποιος όμως πίστεψε στο τέλος της ιστορίας (ειδικώς, μα και γενικώς), βρέθηκε προ εκπλήξεων στον 21ο αιώνα· όπου ούτως ή άλλως θόλωσε η γραμμική θεώρηση του τι ήταν «παλιό» και τι «νέο». 

Ήδη πριν την επέλαση του ίντερνετ, το CD είχε χάσει τη γοητεία του· στα αθηναϊκά διαμερίσματα, το έβρισκες συχνά ως σουβέρ ή ως γυαλιστερό αποτρεπτικό των περιστεριών στα μπαλκόνια. Αλλά ενώ η κατάδυση του Δυτικού κόσμου στο Δίκτυο άρχισε να σπρώχνει εκείνο πλέον προς τη λήθη, ανακαλύψαμε –όχι δίχως έκπληξη– ότι το βινύλιο ήταν ακόμα εδώ. Φυσικά όχι ως πρωταγωνιστής. Όμως είχε αντέξει. Τις αιτίες, θα τις δουν καθαρότερα οι επόμενοι. Εμείς μπορούμε να σημειώσουμε απλά το γεγονός ότι ναι, έγινε λίγο μόδα, ότι ανακατασκευάστηκε ως δείκτης κάποιου ιδιότυπου στάτους, ότι όλα τούτα συνέβησαν σε μια μουσική εποχή με ισχυρή ρετρολαγνεία, ότι δυναμικές περιφερειακές αγορές σαν π.χ. της Ιαπωνίας συσχέτισαν μαζί του την έννοια του «κλασικού». 

Βρισκόμαστε λοιπόν εν έτει 2019 στο παράδοξο και λιγάκι αμήχανο σημείο να διεκδικούν την προσοχή μας εκείνα τα έργα που είχαν βγει «μόνο σε CD», τα οποία ξαναγυρνούν τώρα επανεκδιδόμενα σε βινύλια. 

Και από το όλο παιχνίδι, δεν έχει λείψει ούτε η ECM. Όμως το περίφημο γερμανικό label δίνει τουλάχιστον την εντύπωση ότι αναστοχάζεται πάνω στον κατάλογό του· ότι εκμεταλλεύεται δηλαδή τη συγκυρία για να επαν-επισκεφθεί το ίδιο το παρελθόν του, κεντράροντας σε ό,τι πέτυχε να βαστήξει στον χρόνο, άσχετα με το πώς μπορεί να αποτιμήθηκε στον καιρό του και το πόσο κατανοήθηκε από κοινό και κριτικούς. Έτσι, οι βινυλιακές ανατυπώσεις του φετινού καλοκαιριού (οι οποίες κυκλοφορούν και στα ελληνικά δισκοπωλεία, μέσω διανομής της ΑΝ Music), αποδεικνύονται πολύτιμες: όχι μόνο ικανοποιούν το σχήμα «να μαθαίνουν οι νεότεροι/να θυμούνται οι παλιότεροι», αλλά λειτουργούν και ως δείκτες για το πού βαδίζει και πώς βαδίζει η σύγχρονή μας μουσική παραγωγή.

Charles Lloyd - Voice In The Night (1999)

Ο Αμερικανός (τενόρο) σαξοφωνίστας μας είναι βέβαια καλά γνωστός εδώ στην Ελλάδα, χάρη στους συχνούς του ερχομούς και τις συμπράξεις του με τη Μαρία Φαραντούρη. Σε αυτήν όμως την ηχογράφηση δεν επιδιώκει να περπατήσει νέους δρόμους, ούτε και φλερτάρει με το απροσδόκητο. 

Συνεργαζόμενος με τους διακεκριμένους John Abercrombie (κιθάρα), Dave Holland (κοντραμπάσο) & Billy Higgins (κρουστά), ο Charles Lloyd ορίζει ως «Φωνή μέσα στη Νύχτα» το ίδιο το παρελθόν της τζαζ και τα όσα ίσως στην πορεία έγιναν «δεδομένα». Και δείχνει ότι δεν θα έπρεπε να τα απορρίπτουμε ελαφρά την καρδία κυνηγώντας τον τάδε ή τον δείνα νεωτερισμό, αναδεικνύοντας όλη τη ζεστασιά και τον λυρισμό που εμπεριέχεται στο κλισέ της «νυχτερινής τζαζ». Ο κόσμος της Φόρμας, στα καλύτερά του.

Anouar Brahem - Le Pas Du Chat Noir (2002)

Γαλλική παιδεία, βορειοφρικανική παράδοση, Ισλάμ, Δύση και Μεσόγειος σε μια σύμπλευση-όραμα, η οποία αξίζει ίσως να ξανατεθεί επί τάπητος σε μια εποχή που οι πόλεμοι στη Συρία και στη Λιβύη έχουν οδηγήσει στην πριμοδότηση όσων μας χωρίζουν, έναντι όσων (μπορεί και να) μας ενώνουν. 

Ο σπουδαίος Τυνήσιος ουτίστας είχε τότε πίσω του 11 χρόνια δισκογραφίας, με αποτέλεσμα να έχει ακονίσει τις περίτεχνες ισορροπίες που απαιτεί μια απόπειρα σαν το Le Pas Du Chat Noir και να ξέρει ακριβώς τι να απαιτήσει από τους Γάλλους συνεργάτες του, τον François Couturier και τον Jean-Louis Matinier, ώστε να φτάσει σε μια παράδοξη μουσική δωματίου εκφρασμένη με πιάνο, ούτι και ακορντεόν. Ίσως ωστόσο οι τρεις τους να πέτυχαν πληρέστερο αποτέλεσμα 3 χρόνια αργότερα, στο άλμπουμ του 2006 Le Voyage De Sahar.

Manu Katché, Tomasz Stanko, Jan Garbarek, Marcin Wasilewski & Slawomir Kurkiewicz - Neighbourhood (2005)

Περίφημος session ντράμερ, ο Γάλλος Manu Katché μπήκε στη δισκογραφία ως σόλο καλλιτέχνης το 1992 ακολουθώντας funk διαδρομές. Όταν όμως αποφάσισε να ηχογραφήσει ξανά προσωπικό άλμπουμ 13 χρόνια αργότερα, όρισε ως πεδίο του την τζαζ.

Όταν είσαι ασφαλώς ο Manu Katché, μπορείς να πραγματώσεις όποια συνεργασία σου έρθει κατά νου. Εδώ, ωστόσο, «νους» πίσω από τους 4 μουσικούς που ήρθαν να τον συνδράμουν (δεσπόζει ο Garbarek), ήταν ο Manfred Eicher. Τα παιξίματα, επομένως, βγαίνουν σχεδόν αυτομάτως εκτός συναγωνισμού· και τονώνουν ένα αποτέλεσμα το οποίο ξέρει πώς να παραμένει άμεσο και να κεντρίζει το αυτί σου, παρ' όλο που ως γραφή επιδιώκει την περιπέτεια, με έναν τρόπο που επαναφέρει στον 21ο αιώνα κάτι από την παρακαταθήκη του Herbie Hancock, πριν τη στροφή που έκανε στο Fat Albert Rotunda (1969).

Jan Garbarek - In Praise Of Dreams (2004)

Εδώ, έρχεται ο Manu Katché να παίξει τύμπανα, δίπλα στη βιόλα της Kim Kashkashian και τα σοπράνο/τενόρο σαξόφωνα του Νορβηγού. Όμως, τελικά, η λέξη-κλειδί είναι «synthesizers»· τα οποία χειρίζεται μάλιστα ο ίδιος ο Garbarek. 

Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι κάποιος μπορεί να βρει τα synths αυτά αποπροσανατολιστικά ή να τα θεωρήσει ως κίνηση εντυπωσιασμού, η οποία βγαίνει μπροστά για να κρύψει το ότι ο Garbarek είχε κάπου κολλήσει μετά το Mnemosyne του 1999. Όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Εδώ έχουμε τον πιο απροσδόκητο και ασυνήθιστο δίσκο του Garbarek, με την έννοια ότι επενδύει στη φόρμα –αντί να την αντικρίζει από τα «σύνορα» του αυτοσχεδιασμού, όπως του αρέσει συνήθως. Το κομμάτι "As Seen From Above" αποδεικνύεται θρίαμβος αυτής της αισθητικής επιλογής, η οποία οδηγεί προς ένα άλμπουμ ιδιαιτέρως γκρουβάτης τζαζ, πάντα με ευρωπαϊκή ταυτότητα και με το απαραίτητο κλείσιμο του ματιού στις ελλειπτικές προτιμήσεις της ECM ("One Goes There Alone").

Nils Petter Molvaer - Khmer (1998)

Εδώ είναι, πολύ απλά, ένας από τους καλύτερους δίσκους της δεκαετίας του 1990 και αυτός που πρέπει να πάρετε δώρο σε όποιον νομίζει ότι η ECM δεν γίνεται να σχετιστεί με κάτι το ...μπιτάτο!

Ο Nils Petter Molvær βάζει την τρομπέτα του να συγκατοικήσει με την electronica εποποιία της εποχής, σε ένα παράτολμο πείραμα εύρεσης συνόρων μεταξύ της ευρωπαϊκής τζαζ, του αμερικάνικου house και του βρετανικού drum'n'bass. Μίλια μπροστά για τον καιρό του, το Khmer ακούγεται μια χαρά 20+ χρόνια μετά, παρότι πλέον τα ηλεκτρονικά ηχούν κομματάκι προβλέψιμα. Για την ιστορία, η ECM μπήκε τότε –για πρώτη και μοναδική φορά στην ιστορία της– στη λογική να κόψει ...single(!!).

ακούστε ολόκληρο το Khmer μέσω Spotify, πατώντας εδώ

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured