Θυμάμαι σε Ποπ+Ροκ της δεκαετίας του 1980 τον Στάθη Παναγιωτόπουλο να λέει ότι είναι καλύτερα να βλέπεις στην πρώτη θέση των charts τη χωρίς γωνίες έκφανση του χαρντ ροκ, όπως εκφραζόταν από μπάντες σαν τους Europe και τους Bon Jovi, παρά την όποια Paula Abdul. Πέραν του σχεδόν μισαλλόδοξου ισχυρισμού, η φράση του κρύβει και μία ακόμα πτυχή: ο μέσος οπαδός του σκληρού ήχου δεν μπορούσε να έχει τότε δημόσια προβολή της μουσικής του, ακριβώς επειδή τα συγκροτήματα που υποστήριζε δεν γνώριζαν επιτυχία στα charts. Και όταν λέμε σκληρός ήχος εννοούμε οπουδήποτε έπεφτε ξύλο στην κιθάρα. Thrash, hardcore, no wave, heavy… u name it honey. 
 
Η απουσία της παλέτας του ίντερνετ ανάγκαζε τότε περιοδικά και ραδιόφωνα –με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις– να προβάλλουν στις μεγάλες μάζες την πιο streetwise κουλτούρα της κιθάρας. Και πριν σας πιάσουν εστετισμοί τύπου «και τώρα που έγινε κυρίαρχη κουλτούρα το ροκ, τι καταλάβαμε;» ελάτε σε μένα ή σε κάποιον άλλον πάλιουρα να σας εξηγήσει τι σημαίνει να ψάχνεις με το μικροσκόπιο μαγαζί στην Αθήνα (ή στα νησιά το καλοκαίρι) το οποίο να παίζει υποφερτή μουσική: το κλασικό ροκ, με όλη τη γραφικότητα που το περιέβαλλε, αποτελούσε όαση μερικές φορές –φανταστείτε δηλαδή… Και είτε θέλετε να το δεχτείτε, είτε όχι, μπορεί σχετικά με την ποπ τα πράγματα να πέρναγαν από τη Γηραιά Αλβιώνα, αλλά όταν μιλάγαμε για ξύλο επηρεάζονταν από τις Η.Π.Α. Τι ξύλο να έπαιζε άλλωστε η Αγγλία στις αρένες, πέραν της New Wave of British Heavy Metal σχολής; 
 
Arthroch_2
 
Το U.S.A. τράβαγε βέβαια το δικό του ζόρι ως κράτος, στη δεκαετία του 1980. Η οποία σημαδεύτηκε από την πολιτική επικράτηση των Ρεπουμπλικανών  και την αναρρίχηση του Ronald Reagan στην προεδρία για δύο τετραετίες, από το 1981 έως το 1989. Αυτό μεταφράζεται ως εξής για το μουσικό επιστύλιο της χώρας, αναφορικά με το ροκ και την αποδοχή του από το mainstream κοινό: μπορεί οι Dead Kennedys, οι Black Flag, οι Minutemen και μια ντουζίνα ακόμα από πανάξια συγκροτήματα να βαρούσαν σε τόνους αντίδρασης, αλλά ο μέσος Αμερικανός κώφευε (ακόμα και ο σπουδαστής). Η κούραση από τη δεκαετία του 1960 ήταν ακόμα εμφανής και εξάλλου η πανηδονικότητα της ντίσκο δεν θα μπορούσε να πάει στράφι (βλέπε παλιότερο άρθρο μου, εδώ). 
 
Η δεκαετία του 1980 εμπεριείχε λοιπόν τον απόλυτο μανιχαϊσμό για το αμερικάνικο mainstream/underground ροκ δίπολο. Οι θιασώτες του πρώτου έζησαν την απόλυτη αποθέωση, με τόνους κόκας να υποστηρίζουν μια ιδεολογία η οποία έτσι κι αλλιώς ενυπήρχε στην ατομικιστική διασκελέτωση του αμερικάνικου Συντάγματος, που θέλει τον πολίτη να ξεχωρίζει δια της επιτυχίας του. Η εμφάνιση των γιάπηδων δεν ήταν τυχαία, ούτε και το πόσο ήταν και οι ίδιοι βουτηγμένοι στην κόκα. Πρόκειται για ντρόγκα που σου δίνει μια τιτάνια (κενού θεμελίου) αυτοπεποίθηση, κάνοντάς σε να νομίζεις ότι υπερτερείς σαφώς των υπολοίπων. 
 
Επιπλέον, ο Ψυχρός Πόλεμος και η συντηρητική γραμμή των Ρεπουμπλικανών επιχωμάτωσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα φυλών, μειονοτήτων, φτωχότερων οικονομικά ομάδων. Ο καθείς ήταν πλέον για την πάρτη του και όποιος δεν τα κατάφερνε, απλά δεν τα κατάφερνε. Γι' αυτό και το χαρντ ροκ που αναδύθηκε μέσα από τέτοιες κάψουλες ιδεολογίας –παρά την πασιφανή του λαϊκή προέλευση– είχε έναν εντελώς υλιστικό ορίζοντα, με πλήρη την απουσία κοινωνικού οράματος. Και γι' αυτό ακριβώς τον ήπιαν αργότερα οι χαρντροκάδες της συγκεκριμένης φουρνιάς, όταν έσκασε η βόμβα του grunge. 
 
Arthroch_3
 
Από το underground εντωμεταξύ δεν μπορούσαν να πτοηθούν, είτε μιλάμε για τους Gun Club, είτε για τους Circkle Jerks, είτε για τους Wipers: τέτοια γκρουπ δεν μπορούσαν να σκαρφαλώσουν στα charts με τη δυσώδη εικόνα της Αμερικής την οποία μετέφεραν στα τραγούδια τους. Κι έτσι, ενώ υπήρχαν πάντα εκεί και φώναζαν για τη σεξουαλική απελευθέρωση, τα δικαιώματα των ζώων, την πυρηνική ενέργεια ή τα πολιτικά δικαιώματα των μεινοτήτων, το mainstream κοινό δεν ήταν σε θέση ν' ακούσει: ο Αμερικανός ήθελε να τα βλέπει όλα αναπτυσσόμενα απέναντι στο κομμουνιστικό τέρας. Οι σκληροί ρόκερ αναγκάστηκαν έτσι να κρύψουν κάτω από χαλί τους εθισμούς τους και να βγαίνουν με κομμώσεις και με παραγωγές που έβαζαν γυναικεία φωνητικά στο φόντο, ώστε να εξομαλυνθεί το βασικό τους μήνυμα που ήταν «θέλουμε λεφτά και να βατεύουμε όλες τις γυναίκες». Και μην ληφθεί ως επιχείρημα το σύρσιμο σε δίκη διαφόρων ονομάτων της εποχής από τις επιτροπές όπου έτρεχαν οι γυναίκες των Γερουσιαστών. Αυτές ουσιαστικά πιστοποιούν την αναγκαστική εγκόλπωση των ρόκερ. Ο χαρντροκάς των 1980s ήταν το πλέον αμοραλιστικό ον που έσκασε ποτέ στο ροκ εν ρολ. Και μετά ξέσπασε η βία….  
 
Έχει πραγματικά ενδιαφέρον να δούμε τη μεταστροφή της αμερικανικής κοινωνίας, μέσα από τρία γεγονότα: την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τον (πρώτο) Πόλεμο του Κόλπου και τον ξυλοδαρμό του Rodney King. Η πρώτη τερμάτισε το αντίπαλο δέος του Κομμουνισμού· ο δεύτερος ξύπνησε τις μνήμες του Βιετνάμ και ξεσήκωσε στα λαϊκά και white trash σωματίδια της χώρας μια αντίδραση, έστω και χωρίς σταγόνα ιδεολογίας· και ο τρίτος ναι μεν θεωρείται αφορμή για το παρανάλωμα του Λος Άντζελες, μα στην ουσία ήταν απότοκο της δεκαετίας του 1980, αφού τότε απαιτήθηκε μια ολόκληρη σκελίδα της κοινωνίας να μετατραπεί σε μετακινούμενο πληθυσμό, ανάλογα με τις επενδύσεις των γιάπηδων και τη Γουόλ Στριτ. Η ψαλίδα είχε ανοίξει πάρα πολύ, τα εργοστάσια –ακόμα κι εκείνα των αυτοκινήτων– άρχισαν να κλείνουν και οι άστεγοι έγιναν ένα πολύ σημαντικό % επί του πληθυσμού της χώρας. 
 
Arthroch_4
 
Ακόμα και τώρα διαβάζω σε μεταλλικά περιοδικά περί του πώς σκότωσε το grunge τον σκληρό ήχο της εποχής, ποτέ όμως δεν διαβάζω τους λόγους. Δεν μπορείς όμως να τραγουδάς για ιππότες, γκομενέτα, δρακάκια και αυτοκινητάκια ενώ γαμιέται γύρω σου το σύμπαν. Γι' αυτό άλλωστε δεν ανέβηκε και το death metal; Επειδή –έστω και με μια κτηνώδη λογική– αντέδρασε σε μια κατάσταση που δεν μπορούσε να κατανοήσει, βάζοντας ως επίκεντρο τον φόνο και όχι τον ηρωικό θάνατο που εξυμνούσε το «παραδοσιακό» μέταλ. Kαι φέρνοντας τη γυναίκα σε ακόμα πιο κατάπτυστη θέση, υποτιμώντας ακόμα και τα βασικά της δικαιώματα στην κοινωνία (διαφωνείτε; για πάμε να κοιτάξουμε μαζί στίχους και εξώφυλλα από Cannibal Corpse...). 
 
To grunge, από την άλλη, είχε να λύσει το δικό του εσωτερικό ζήτημα. Τα παιδιά που το έπαιξαν ή το ασπαστήκαν έκαναν μια εσωτερική διαδρομή στην Αμερική την οποία φαντάστηκαν και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να βιώσουν. Το βρίσκεις διάσπαρτο σε στίχους και των Nirvana, μα και των θείων τους, των Mudhoney. Και είναι φανερή η απώθηση της πολιτικής από το σύνολο της grunge σκηνής. Οι Nirvana ουσιαστικά εξερεύνησαν έναν εντός του δέρματός τους κόσμο, ο οποίος έκανε σήμα κατατεθέν του την ανασφάλεια απέναντι στο αύριο. Δεν υπήρχε ωστόσο νοσταλγία και είναι εκεί όπου διαφοροποιούνται ποιοτικά και ουσιαστικά από όσους ρόκερ είχαν πια μεγαλώσει και αναπολούσαν το Σικάγο του 1968. 
 
Arthroch_5
 
Και επειδή πολλά από τα παιδιά του grunge προέρχονταν είτε από κωμοπόλεις, είτε από τα προάστια, χρειαζόταν αυτός που θα έθετε το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων αναφορικά με τη Μητρόπολη. Εκείνοι δηλαδή που θα μετέφεραν τη βεβαιότητα ότι, ως κοινωνία, είχαμε βυθιστεί στο σκότος της αστικής ζούγκλας. Και μπορεί κάποιοι να νόμιζαν ότι οι Guns 'N' Roses είχαν περιγράψει την κατάσταση με το "Welcome To The Jungle" ήδη από το 1987, αλλά κι εκεί ακόμα υπερτερούσε η ηδονή της παρακμής (που έτσι κι αλλιώς τελικώς κάλυψε το γκρουπ, μετατρέποντας τον Axl Rose σε αυτοκρατορικό παγώνι). Όχι, εδώ χρειαζόταν να φανεί η σταύρωση.
 
Και ήταν το βαθιά καθολικό όραμα/εφιάλτης των Soundgarden που έδειξε το δάχτυλο προς τον εικονικό εφιάλτη τον οποίον σχημάτισαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, καλυμμένες με τη φενάκη της νίκης των Δημοκρατικών το 1993. Με τη δημοκρατία να ευτελίζεται μέσω μιας πεολειχίας, τα πράγματα δεν μπορούσαν παρά να είναι σαρδόνια. Κι έτσι, το μαύρο βέλος των συνθέσεων των Soungarden έγινε απόλυτα ταιριαστό με το όραμα ειρήνης που πρόβαλε ο Μπιλ Κλίντον στους πολίτες του. Μιας ειρήνης εσωτερικής και εξωτερικής, την οποία συμβόλισαν, αντίστοιχα, η μετατροπή του Ντιτρόιτ σε ζώνη που θύμιζε καρπεντερική Νέα Υόρκη και η αεροπορική επιχείρηση κατά της Σερβίας στην πρώην Γιουγκοσλαβία, υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ. Ο άνθρωπος νικήθηκε λοιπόν από τον ίδιο τον άνθρωπο: "The Day I Tried To Live" με καθυπόταξε ο ίδιος μου ο εαυτός. Η κοινωνία κατάλαβε και ύψωσε τον Υπεράγνωστο· ο θαυμαστός τίτλος του δίσκου αυτού των Soundgarden συμβολίζει τον άγνωστο της καθημερινότητας, που προσπαθούσε να υπερβεί εαυτόν.
 
Και τότε το βλέμμα στράφηκε στη Μητέρα Αγγλία.
 
Arthroch_6
 
Η Αγγλία τροφοδότησε πολλές φορές τη γλώσσα του μουσικού καθεστώτος των Η.Π.Α. με ακόρντα, φόρμες και λύσεις, ενώ μπάντες σαν τους Beatles και τους Animals (στα 1960s) ή τους Clash και τους Cure (στα 1980s) ανασκάλεψαν τα suburbia, δίνοντας στους νεανίες τα όπλα για να μπορούν να ξεχωρίσουν στη μάχη των γενεών. Οι Rage Against The Machine ούρλιαζαν άλλωστε ζητώντας δικαιοσύνη και ισότητα κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ξεπηδήσουν πυρήνες οι οποίοι πήραν τα πάντα από όλα τα φάσματα και τα μετέτρεψαν σε κρυπτονίτη κατά της καθεστηκυίας τάξης της μουσικής βιομηχανίας. Στα αμερικάνικα charts, όμως, άρχισαν να επιβάλλονται εκ νέου μουσικά παραθέματα που είχαν να κάνουν με την αφομοίωση του grunge από ήσσονος σημασίας μουσικές μονάδες, οι οποίες μπόλιασαν τη θνησιγενή classic rock/AOR χροιά τους με την α-λα-καφεΐνη φρεσκάδα του grunge. Κάτι λιμοκοντοριές τύπου Creed και Live, για παράδειγμα, προκαλούσαν θυμηδία σε οποιονδήποτε ήθελε να βάλει στα ακουστικά κάτι που θα μπορούσε να τον συντροφέψει στις αστικές του διαδρομές. Είπαμε, οι άνθρωποι είχαν νικηθεί· και η μελαγχολία, ανάκατη με την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, έγιναν κυρίαρχα συναισθήματα. 
 
Κι εκεί ακριβώς έρχεται η μεγαλύτερη ίσως βρετανική μπάντα των 1990s, οι Radiohead, προτείνοντας τον λυρισμό ως άρμα του σύγχρονου ανθρώπου. Ξεκινώντας από ξεκάθαρα ροκ δρόμους, οι Radiohead κατέβηκαν ως από μηχανής θεοί σε ένα καμένο τοπίο, όπου το ειρωνικό χλιμίντρισμα των Ministry και το S&M όνειρο των Marylin Manson εξαντλούσαν τον εσώτερο μηχανισμό από αποθέματα: ο Άνθρωπος χρειαζόταν εκ νέου συναισθήματα, τέρμα ο κυνισμός. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που το OK Computer κατόρθωσε να συγκινήσει τόσο, σκιαγραφώντας τον Homo sapiens στην ερημικότητα της ψυχής του μέσα στις πόλεις. Το διέκρινε βαθιά αστικός ήχος, καθώς και μια θεματολογία η οποία ενέπλεξε ζητήματα κυβερνητικής, εσχατολογικά σενάρια, ψυχολογία και τον ελλειπτικό (λόγω ανίκανων κοινωνικών δομών) έρωτα. 
 
Αν και με δυσκολία, το ανθρώπινο ον είχε λοιπόν σωθεί από την ακινησία που επιφέρει ο ρομποτισμός.  
 
 

* Να ευχαριστήσω τον Γιάννη Βλαχαντώνη, γνωστό αφιοσιονάντο των charts αλλά και της μουσικής γενικότερα, για τη βοήθειά του στην αποδελτίωση των αμερικάνικων charts, ενέργεια αναγκαία για το άνωθεν άρθρο

 

{youtube}l9MlNZvrYTc{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured