* Τίτλος τραγουδιού από τον δίσκο των Active Member Στων Βουβών Την Εσχατιά, το οποίο σε κάποια φάση περνάει από τον (εξίσου ταιριαστό στην περίσταση) στίχο: «Θα 'ναι μια αρχή στην οργή να βρει τη μνήμη/μ' αν μείνει εκεί δεν με καταπραΰνει».
 
18 Σεπτέμβρη του 2013, μεσάνυχτα. Θυμάμαι ακόμα πολύ ζωντανά την παγωμάρα που μου είχε προκαλέσει η είδηση: ένας Πειραιώτης, γνωστός στους μουσικούς κύκλους ως Killah P, σκοτωμένος από τάγμα εφόδου της Χρυσής Αυγής. Θυμάμαι τις λεπτομέρειες που μετέδιδαν ανελλιπώς και για μέρες τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, όπως και εκείνη την αηδία που αναδύθηκε αυθόρμητα από το διαβόητο πρωτοσέλιδο της φυλλάδας του αδίστακτου Θέμου ή από τις δήθεν ανήξερες φωνές μερίδας των Μέσων: «δεν τους ξέραμε», ήταν σαν να μας λέγανε, «ποιος είναι αυτός ο Λουκμάν και ποιος ο Κουσουρής;». Λες και χρειάζεται μια δολοφονία σε απευθείας μετάδοση για να καταλάβεις ότι το σκοτάδι μόνο με σκοτάδι συναγελάζεται. 
 
Έναν χρόνο μετά, ο Παύλος Φύσσας έχει πλέον περάσει στη συλλογική μνήμη· υπό μία έννοια «αποπροσωποποιήθηκε», αφήνοντας το πρόσωπό του ανεξίτηλα χαραγμένο σε μια πλάκα μαρμάρου, σ’ εκείνη την πλατεία στο Κερατσίνι. Ορισμένοι θάνατοι το έχουν αυτό το μακάβριο προνόμιο: αντανακλούν μια συνήθως ταραχώδη, αλλά πάντως σαφώς ορισμένη κοινωνική/πολιτική συνθήκη· αποκτούν μια «αυξημένη κοινωνική σήμανση», ορατή, πέρα από τον στενό πυρήνα των οικείων του θανόντος, και στους υπολοίπους. Οι νεκροί των Δεκεμβριανών, ο Λαμπράκης, ο Πέτρουλας, ο Γρηγορόπουλος, ο Φύσσας, είναι φυσικά περιπτώσεις πολύ διαφορετικές, ομοιάζουν όμως στον βαθμό που μέσα τους μπορεί να αναγνώσει κανείς εκείνη την ύστατη διαπάλη του φωτός με το σκοτάδι. Στην περίπτωσή μας, του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση και στη διαφορετικότητα με τον σκοταδιστικό φασισμό. 
 
Arthrofys_2
 
Ο Φύσσας πέρασε λοιπόν στη συλλογική μνήμη και πέρασε με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο: ως μαχόμενος αντιφασίστας, που έπεσε στο άνθος των χρόνων του από το επιδέξιο μαχαίρι ενός Ρουπακιά, ενός αποκτηνωμένου μικροαστού-εκτελόντα χρέη επαγγελματία δολοφόνου. Τούτο έχει τη σημασία του, ιδίως τη στιγμή που τα σκοτάδια τα οποία όπλισαν το χέρι του φασίστα Ρουπακιά βρίσκονται ακόμα εδώ και επιμένουν. Η οικονομική κρίση εξακολουθεί να είναι απλόχερη στην απελπισία της, οι Χρυσαυγίτες να φορούν ακόμα τα κοινοβουλευτικά τους κοστούμια –αν και εσχάτως σε ριγέ αποχρώσεις– ενώ οι άλλοι, οι ακόλουθοι, δεν δείχνουν να σοκάρονται και τόσο από τις χιτλερικές φαντασιώσεις της ηγεσίας, ούτε βεβαίως κι από το αίμα που κυλά στο διάβα τους. 
 
Εξακολουθούν ακόμη να φορούν το προσωπείο του «υπερβολικά πατριώτη», εκείνου που «απλώς» πονάει την Ελλάδα κατάτι παραπάνω, αλλά που «απλώς» τη θέλει κάπως αδυνατισμένη, ει δυνατόν χωρίς περιττούς ξένους, αριστερούς, αναρχικούς, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους, ετερόδοξους, άθεους, ζητιάνους, πρεζόνια, τσιγγάνους, πάσης φύσεως περίεργους· με μία λέξη διαφορετικούς από τη χαμερπή ιδιοσυγκρασία του. Δεν δείχνουν, επίσης, να έχουν διάθεση να αποχωριστούν την «πλάνη» τους (σύμφωνα με το βολικό εφεύρημα των Μέσων), ούτε και το μίσος προς οτιδήποτε τους ξεπερνάει –«παραλογισμοί και φτηνές συκοφαντίες [εξακολουθούν να] αποθηριώνουν τους πιο αντιδραστικούς και [να] σκοταδιάζουν το μυαλό τους», όπως το είχε γράψει στη Χαμένη Άνοιξη ο Στρατής Τσίρκας. Ας σημειωθεί επιπλέον ότι η επέτειος του Φύσσα συνέπεσε και με τις σοβαρές αποκαλύψεις της Εφημερίδας των Συντακτών για την καθοδήγηση που παρείχε το ίδιο το πρωθυπουργικό γραφείο στην κοινοβουλευτική (τουλάχιστον) δράση της ναζιστικής οργάνωσης. 
 
{youtube}va9dAdpwJZU{/youtube}
 
Μέσα όμως στην απόλυτη θλίψη, τέτοιοι θάνατοι μπορούν να φανερώσουν και την ελπίδα· γίνονται σύμβολα του αγώνα, δείχνοντας, αν μη τι άλλο, πως αυτός ακόμα διεξάγεται, άρα και η έκβασή του παραμένει ανοιχτή. Διότι, κόντρα σε όλους τους παραπάνω, συνεχίζεται και η ζωή· μαζί της και όσοι επιμένουν να αναφέρονται σε εκείνη, στις αδήριτες αναγκαιότητές της, στους υπερβατικούς αγώνες της, μα και στο μυρωδάτο χαρμάνι της. Κάπου εδώ υποθέτω ότι μπαίνει και η μουσική, μέσω αυτής και η στόχευση της συναυλίας της Παρασκευής στο Σύνταγμα –τουλάχιστον από την πλευρά των «φίλων του Φύσσα» που τη διοργάνωσαν: στο σκοτάδι να απαντήσουμε με τραγούδια. Ορθόν, ορθότατον. Αρκεί να μην τα χρησιμοποιήσουμε για να αποχρωματίσουμε την περίσταση από τη σημασία της: δεν ξεχνούμε σημαίνει συνεχίζουμε να μαχόμαστε, δεν το ρίχνουμε στη μεταφυσική. 
 
Το σύνθημα έτσι που από σκηνής επαναλάμβανε η παρέα της διοργάνωσης, «Παύλο ψυχάρα άναψε φωτιά και ζέστανε τους άστεγους σε κάθε γειτονιά», ήταν παντελώς άστοχο, κυρίως γιατί έψαχνε να βρει τον Παύλο «εκεί πάνω», αντί να τον αναζητήσει ανάμεσα στο πλήθος. Όσο για την προσπάθεια να αλλαχτεί το ρήμα «τσακίστε» στο γνωστό σύνθημα «ο Παύλος ζει, τσακίστε τους ναζί» σε «ξυπνήστε» ή «βοηθήστε» τους ναζί, ως απάντηση στέκει η πικρή ιστορική πείρα, τηρουμένων όλων των απαραίτητων αναλογιών· ότι δηλαδή όποτε θέριεψε ο φασισμός, προκάλεσε είτε αιματηρούς εμφυλίους (Ισπανία), είτε γενικευμένες σφαγές (Γερμανία), είτε και τα δύο (Ελλάδα). Ως επίρρωση, έρχεται στον νου και η φωνή της Μαρίας Δημητριάδη στους στίχους του Φώντα Λάδη: «το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον/δεν θα πεθάνει μόνος/τσάκισέ τον».
 
{youtube}ETXIbk8RStY{/youtube}
 
Υπήρξε λοιπόν σαφής απόσταση μεταξύ της στάσης της διοργάνωσης και σημαντικής μερίδας των παρευρισκομένων στο Σύνταγμα, για την  αποπολιτικοποίηση της ανάμνησης ενός γεγονότος με ξεκάθαρη πολιτική σημασία. Απόσταση που κατέληξε στην ένταση με την οποία τερματίστηκε η βραδιά, εκεί γύρω στις 1:30. Δυστυχώς, διότι όσο δικαιολογημένη κι αν έμοιαζε η απόσταση, η ένταση παρέβλεπε ένα βασικό: ότι, παρά τις διαφωνίες μας (ή ακριβώς επειδή θέτουμε τις διαφωνίες μας σε διάλογο), βρισκόμαστε στην ίδια πλευρά. Πως στην τελική, όσες ενστάσεις και να εγείρει κανείς, ήταν από μόνο του σημαντικό το ότι αρκετός –ευτυχώς– κόσμος (και κυρίως αρκετός νέος κόσμος) συναντήθηκε στον δρόμο, είτε στο Κερατσίνι, είτε στο Σύνταγμα, είτε στις υπόλοιπες πόλεις της επικράτειας, θέλοντας να σταθεί απέναντι στον φασισμό και στη σημερινή του ενσάρκωση. 
 
Και η καθ’ αυτή συναυλία, πάντως, είχε τις στιγμές της. Μουσικοί όπως λ.χ. οι Magic De Spell συναισθάνονταν (και κατά κάποιον τρόπο ενσωμάτωναν στη μουσική τους) το βαρύ φορτίο που έχουν τέτοιες βραδιές. Άλλοι, όπως οι Κακό Συναπάντημα, αποφόρτιζαν όμορφα το κλίμα, χωρίς όμως να μεταθέτουν το ενδιαφέρον στο υπερπέραν. Όλοι βέβαια –από τους μουσικούς, μέχρι το Press Project που ανέλαβε τη μετάδοση της συναυλίας– ενώθηκαν προθύμως και με την καλή τους διάθεση στον κοινό σκοπό, οπότε κάθε σχόλιο καλό θα είναι να το λαμβάνει υπ' όψιν του ως γεγονός· και βεβαίως να είναι αποκαθαρμένο από εμπαθείς ή απλώς άσχετες με την περίσταση διαπιστώσεις. Υπήρχε, εννοείται, και η συγκίνηση όταν λ.χ. ένα τσούρμο από πιτσιρικάδες χόρευαν, τραγουδούσαν, γελούσαν αλλά και ούρλιαζαν, πάνω από τα τραγούδια του Killah P, εμφυσώντας τους αν θέλετε μια νέα ζωή.  
 
Τι κερδίσαμε λοιπόν από την πρώτη επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα ή τι έχουμε να κερδίσουμε από τις επόμενες; Κερδίσαμε ένα σύμβολο, χτίσαμε ένα μνημείο, μετονομάσαμε έναν δρόμο, βρήκαμε μία ακόμη αφορμή για συγκεντρώσεις και συναυλίες. Διόλου περιφρονητέα όλα αυτά. Χωρίς όμως την απαραίτητη σύνδεσή τους με τις αιτίες που οδήγησαν σε ένα τέτοιο γεγονός, κινδυνεύουμε απλώς να προσθέσουμε ένα ακόμα «event», μία ακόμη κενή επέτειο μέσα στις πολλές. Διότι, είπαμε, η μνήμη του Παύλου Φύσσα είναι πρωτίστως αντιφασιστική. Και αν στέκει για κάτι (τουλάχιστον για την πλειονότητά μας, που δεν τον γνώρισε ως ζωντανή, φυσική παρουσία), στέκει ακριβώς για να υπενθυμίσει πως το σκοτάδι είναι εδώ, όπως όμως ευτυχώς είναι και η πάλη εναντίον του. 
 
{youtube}BH5Ci4afbEg{/youtube}
 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured