Στυλιανός Τζιρίτας

Κλείνουμε σήμερα ακριβώς 40 χρόνια από την εμφάνιση των R.E.M. (το πρώτο τους live έγινε στις 5 Απριλίου του 1980 στο St Mary's Episcopal Church, στην Αθήνα της Georgia) και 9 από την τελευταία στούντιο δουλειά τους, το Collapse Into Now. Με την ευκαιρία, το Avopolis φέρνει στην επιφάνεια ένα άρθρο του Στυλιανού Τζιρίτα και κάνει μια αναδρομή στη δισκογραφία τους, βασισμένη σε ένα (ομαδικό) άρθρο του 2008 που συμπληρώθηκε με κριτικές που έχουμε δημοσιεύσει στο Avopolis, αλλά και νέες.

"Πέρα από ορισμένες αντικειμενικά μεγάλες μορφές του rock παρελθόντος (Beatles, Dylan κτλ.), σε επίπεδο σεβασμού υπάρχουν μόνο οι R.E.M."




Αν η παραπάνω πρόταση φαντάζει ακραία, αναλογιστείτε ότι οι R.E.M. έχουν πετύχει το εξής παράδοξο: ακόμα και οι metalheads τους σέβονται, ενώ την ίδια στιγμή μπορεί να μη δίνουν δεκαράκι τσακιστό για τους Beatles. Κι όμως, οι R.E.M. απολαμβάνουν μια πολύ ιδιαίτερης μεταχείρισης – και φυσικά υπάρχουν λόγοι γι' αυτό.

Καταρχάς, τα παιξίματα τους ήταν πολύ πιο πάνω από τα γνωστά standards. Η αναφορά δεν γίνεται σε επίπεδο γνώσης, διότι εκεί –αποδεδειγμένα και πέρα υποκειμενικών κριτηρίων– όχι μόνο τα χέρια των εγχόρδων αλλά και το πλέγμα των φωνητικών χορδών σε αυτή τη μπάντα αξίζουν μνεία χρήσεως. Αναφέρομαι περισσότερο στο άρωμα του παιξίματος, πρώτα-πρώτα της κιθάρας του Peter Buck, έτσι όπως κινείται σε αυτή την περίεργη γραμμή ανάμεσα στους Byrds, τους Television, και το folk, κερδίζοντας kudos λόγω του ότι η όλη τεχνολογία που εφαρμόζει πάνω δεν έχει σκοπό να διαμορφώσει το παίξιμο του, αλλά τον ήχο του παιξίματός του (και είναι τρομακτική η διαφορά ανάμεσα στους δύο αυτούς δρόμους). Ο Mike Mills, πάλι, πολύ ιδιότροπα, έφτιαξε μία περσόνα που, εκτός από στιβαρό (αλλά όχι στομφώδες), παίξιμο στο μπάσο –όπου γίνεται αντιληπτός ο απόηχος των Beach Boys, Roy Acuff και Gram Parsons– κατάφερνε να κυκλοφορεί στις φωτογραφήσεις και τις εμφανίσεις της μπάντας με τα περίφημα πύρινα α-λα-Grand Le Opry κουστούμια του, χωρίς να περνάει από το μυαλό κανενός ότι είναι ψωνισμένος με τη θέση του στο μουσικό στάτους, αλλά, πολύ απλά, εκπληρώνοντας ένα σχεδόν αστείο εφηβικό πόνημα της φαντασίας του. Και, βέβαια, να προσθέσουμε έναν από τους πλέον θαυμάσιους στιχουργούς των τελευταίων 40 ετών: ο Michael Stipe είναι άνθρωπος ο οποίος καταβρόχθισε βιβλιοθήκες πεζογραφημάτων και ποίησης και το πόσο απηχεί δομές του λόγου τόσο του αινιγματικού Thomas Pynchon, όσο και του πρωτεργάτη της δομικής πρωτοπορίας Wallace Stevens είναι παραπάνω από φανερό σε δίσκους όπως το Automatic For The People (1992 – μνημείο παραγωγής, ενορχηστρώσεων και κυρίως σύνθεσης) ή το Murmur (1983), όπου η αμεσότητα που αποπνέει ο μυστήριος νεαρός είναι σαγηνευτική για τα λευκά παιδιά της εκλεπτυσμένης αμερικάνικης υπαίθρου ή, ακόμα περισσότερο, για τα ανήσυχα σε πνεύμα των ανά τις Η.Π.Α. κολεγίων – εξάλλου ήταν οι εν campus ραδιοσταθμοί τους που στήριξαν τη μπάντα μέχρι την πανεθνική αναγνώρισή της το 1987 με το σεισμικό “The One I Love”.



Οι R.E.M. δεν έπαιξαν καθόλου με τα blues και τη soul. Επέλεξαν, αντίθετα, μια καθαρόαιμη και ειλικρινή προσέγγιση έξυπνου λευκού (και nerd σε περιπτώσεις), που ναι μεν θαυμάζει τη μαύρη κουλτούρα, αλλά δεν προσπαθεί να βάλει φούμο στο πρόσωπο και να προσποιηθεί ότι είναι μαζί με τους black brothers. Αντί για κάτι τέτοιο, οι R.E.M. εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο τα βινύλια της εφηβείας τους. Ανιχνευτές δίσκων – ειδικά ο Peter Buck, ο οποίος έτσι κι αλλιώς το είχε σε προ-R.E.M. κατάσταση ως επάγγελμα – είχαν μία ασυνήθιστα εκπληκτική γνώση της μουσικής ιστορίας από τα μισά του 20ου αιώνα και έκτοτε. Η γνώση τους στα δυσεύρετα δισκάκια της δεκαετίας 1971-1981 είναι μοναδική και απολαυστική όταν φανερώνεται (ταπεινόφρονα) σε συνεντεύξεις και κυρίως όταν αποτυπώνεται στα τραγούδια τους. Pop, rhythm & blues, hard rock, folk rock, Joni Mitchell, Patti Smith, Wire...εκπληκτική σύρραξη επιδράσεων, αν μη τι άλλο.



Έχοντας την τύχη να δουλεύω για τη Didi Music το καλοκαίρι του 1999, όταν είχαν έρθει για να παίξουν ζωντανά στον Άγιο Κοσμά, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω –εκτός της επαγγελματικότητάς τους– την επίσης χαλαρή, χωρίς ποζεριλίκια, στάση τους. Και, πιστέψτε με, συγκροτήματα με το 18% της επιτυχίας και πείρας τους έχουν επιδείξει το αντίθετο, σε βαθμό που ανεβάζει τα περιττώματα πάνω από τους οφθαλμούς. Την ίδια στιγμή, αν και εμφανώς κουρασμένοι από την τότε τουρνέ τους, είχαν παρουσιάσει ένα θαυμάσιο show, αλλά και ένα ευφάνταστο σε επιλογές συνθέσεων set. Η συναυλία βέβαια που παραμένει ως σημείο αναφοράς, είναι η εκπληκτική εμφάνιση τους στο Glastonburry το 1999. Εδώ είναι ακριβώς το σημείο που πρέπει να δοθεί η απαιτούμενη προσοχή, γιατί αυτό το οποίο αγνοεί ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού είναι η δυναμική αυτής της μπάντας σε επίπεδο ζωντανών εμφανίσεων. Όσο και αν μιλάμε για συγκρότημα το οποίο έχει δουλέψει με τη λογική των singles, των video clips και πολύ σοφά σχεδιασμένων promo rallies (ωραίων είναι η αλήθεια), το πλέον αναμφισβήτητο είναι ότι οι R.E.M. είναι μία καθαρόαιμη live μπάντα. Με εφαλτήριο την προσωπική σχέση που διατηρούσαν τα μέλη μεταξύ τους –αποτέλεσμα φιλίας από εφηβικά χρόνια– κατάφεραν να χτίσουν την υπόληψή τους με μακροσκελείς τουρνέ εντός Αμερικής και αποτελεσματικά live στην Ευρώπη. Οι R.E.M. παρουσίαζαν δηλαδή επί σκηνής μία σφιχτοδεμένη άποψη για τον αμερικάνο τραγουδοποιό, αφήνοντας άφωνους πολλούς άπιστους Θωμάδες. Ακόμα και όταν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 προσωπικά ζητήματα υγείας του (ακριβέστατου) drummer Billy Berry τον ανάγκασαν να αποχωρήσει σε μία καθαρά δραματική φάση της μπάντας, οι υπόλοιποι χειρίστηκαν την κατάσταση με αίσθημα σεβασμού προς το όνομα του group και προς τον ίδιο τον Berry – χωρίς καμιά drama queen διάθεση. Δεν ήταν έκπληξη, βάσει της στάσης που έχουν επιδείξει από την αφετηρία, ότι οι εναπομείναντες θα συνέχιζαν χωρίς μόνιμο drummer, τιμώντας δηλαδή την αυθεντική σύνθεση του συγκροτήματος. Το κουαρτέτο δηλαδή που το 1980, στην εν Γεωργία των Ηνωμένων Πολιτείων της Αμερικής συνονόματη πόλη των Αθηνών, άρχισε να τραγουδάει για μεταφηβικούς φόβους και ανασφάλειες, με ισχυρή δόση αυτοσαρκασμού και ενδοπαρατήρησης.



Η επιλογή του ονόματος R.E.M. δεν ήταν τυχαία, όπως τίποτα στον απόλυτα αιτιοκρατικό κόσμο όπου ζούμε. Το αρτικόλεξο της φράσης «Στιγμιαία Κίνηση Οφθαλμού» (Rapid Eye Movement) προδίκαζε τα βήματα, ακόμα και σε περίπτωση που η μπάντα αποτύγχανε, μίας ομάδας ανθρώπων που από τις Γιουνγκ-ικές διαμάχες περί υποσυνείδητου ήθελε να τρανσφορμαριστεί αποκτώντας μία Καντ-ιανή γνώση της πραγματικότητας. Η πορεία του σκεπτόμενου ανθρώπου δηλαδή. Ευτυχώς για μάς τα κατάφεραν, προσφέροντας, σχεδόν για 3 δεκαετίες, σφιχτοδεμένες συνθέσεις, συγκίνηση έτη φωτός μακριά από τη μελό, στίχους με πολλαπλές αναγνώσεις σε επίπεδο νοημάτων/ερμηνειών, και, εν τέλει, ενορχηστρώσεις οι οποίες ενίοτε υπολείπονται μόνο δύο τετραγωνικά κυψελιώτικα blocks πολυκατοικιών από εκείνες τω ορμώμενων εκ του Λίβερπουλ Σκαθαριών.

Συνέχεια με όλη τη δισκογραφία τους και ακρόαση όλων των άλμπουμ τους, εδώ.

* Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2008 και από το 2010 δεν ήταν διαθέσιμο στο αρχείο του Avopolis. Ανακτήθηκε πριν μερικές μέρες, με τη βοήθεια του Wayback Machine (http://web.archive.org/).

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured