Αν οι Richard Linklater, Gus Van Sant, Cameron Crow, Ben Stiller ή Kevin Smith είναι μερικά μόνο από τα δεκάδες ονόματα δημιουργών που μελέτησαν και συμπύκνωσαν στον φιλμικό χρόνο των πρώιμων ταινιών τους τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της Generation X -η οποία, σε αντίθεση με την γενιά των Baby Boomers που προηγήθηκε κλήθηκε να ενηλικιωθεί μέσα στην ελεύθερη αγορά και τον κραταιό καπιταλισμό που κυριάρχησε μετά την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, στα τέλη της δεκαετίας του ’80- τότε ο κινηματογράφος του David Fincher ήρθε στο κατάλληλο σημείο για να μετουσιώσει όλον εκείνον τον κυνισμό και την απογοήτευση σε ένα μηδενιστικό όχημα με καύσιμο την εγκατάλειψη, τη ματαιότητα αλλά και τη διαβρωτική κοινωνική σάτιρα για το ενδεχόμενο τέλος της όποιας αθωότητας κατάφεραν τα 80s να κληρονομήσουν στη δεκαετία του ’90, στα 00s και αισίως στα 10s και 20s.

 

Αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό τη γενικότερη υφολογική αύρα του κινηματογραφικού ρεύματος που αναλώθηκε με τα ψυχολογικά αλλά και πρακτικά αδιέξοδα της γενιάς του MTV, ο ίδιος διάλεξε να διαγράψει μια μοναχική πορεία κατάδυσης προς το απόλυτο κενό, με κύρια εργαλεία του μια ιδιαίτερη προσωπική αισθητική – αποτέλεσμα της πολύχρονης θητείας του στον χώρο του videoclip, της φωτογραφίας και των visual effects (στο βιογραφικό του έχει να επιδείξει θητεία βοηθού cameraman σε ταινίες όπως τα Return of the Jedi και Temple of Doom μεταξύ πολλών άλλων) αλλά και μια ιδιαιτέρως συγκροτημένη και μετρημένη αίσθηση ελέγχου του έργου του, καθώς και των δυναμικών που ήθελε κάθε φορά να του προσδώσει.

Ήταν όμως και η ικανότητα του Fincher να προσαρμόζει αυτό το εγκεφαλικό και συχνά στρυφνό σκοτεινό του σύμπαν στην εκάστοτε χρονική περίοδο, φιλτράροντας την ευρύτερη πληροφορία της όπως λίγοι Αμερικανοί σκηνοθέτες της γενιάς του. Καταλήγει τις περισσότερες φορές να δημιουργεί έργα για το σήμερα, τα οποία μοιράζονται μια κοινή νοηματική γραμμή που πηγάζει από ακριβώς εκείνα τα μηδενιστικά 90s – τα οποία αποτελούν την αρχή της πορείας του ανώνυμου πρωταγωνιστή του Fight Club προς την μαύρη καρδιά του Αμερικανικού Ονείρου.

 

Με αφορμή λοιπόν την τελευταία του ταινία The Killer, η οποία έκανε το ντεμπούτο της στις κινηματογραφικές αίθουσες και πλέον προβάλλεται και από τη συνδρομητική πλατφόρμα του Netflix, θα κάνουμε μια αναδρομή στη φιλμογραφία ενός από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες των τελευταίων 30 ετών και θα κατατάξουμε σε προσωπική αξιολογική σειρά το σύνολο του κινηματογραφικού του έργου

 

Zodiac (2007)

Το Zodiac δεν ήρθε σαν ένα Se7en 2.0 που ίσως περίμεναν πολλοί -και απογοητεύτηκαν πιθανότατα, όταν το κυνήγι του διασημότερου serial killer του 20ου αιώνα πήρε μια τροπή που λίγοι περίμεναν μετά τα πρώτα αιματηρά λεπτά της ταινίας. Ήρθε να ανοίξει απευθείας διάλογο με τον θεατή του 2007, ο οποίος κατευθύνεται με μαθηματική ακρίβεια στην εποχή της υπέρ-πληροφόρησης που σταδιακά γίνεται αυτοσκοπός - και τον οδηγεί στο κατώφλι της παταγώδους προσωπικής αποτυχίας. Χωρισμένο σε δύο μέρη, το ένα μια αποθέωση της έρευνας και της μεθόδου, το δεύτερο μια κατάδυση στο απόλυτο ναδίρ της ματαιοδοξίας των πρωταγωνιστών του, το Zodiac ορίζει τις τάσεις των 00s για τον δυτικό κόσμο, δίνοντας παράλληλα το έναυσμα για τα ακόμα πιο σκληρά ‘10s. Φτιαγμένο με τη στόφα του κλασσικού έργου που χαρακτηρίζεται από μια εγγενή διαχρονικότητα, το Zodiac περικλείει μέσα στα 160 σχεδόν λεπτά του όλη την ουσία του σινεμά του Fincher στην πιο αγνή και ανόθευτη μορφή της. 

 

Fight Club (1999)

Εμπορική αποτυχία για την εποχή του, το πιο γνωστό ίσως δημιούργημα του David Fincher και του σεναριογράφου Jim Uhls, βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Chuck Palahniuk, βρήκε τον κάτοικο του δυτικού κόσμου στο λυκόφως του αιώνα, σε ένα πλήρες συναισθηματικό αδιέξοδο – το οποίο αποφάσισε να γεμίσει με προϊόντα, ανούσιες σχέσεις και πεζές δουλειές, οδεύοντας ολοταχώς προς τον υπέρ-καταναλωτισμό ως απάντηση στο υπαρξιακό του αδιέξοδο. Αν το Zodiac προ-οικονόμησε σε μεγάλο βαθμό τα χρόνια που θα ερχόντουσαν, το Fight Club έπιασε κατευθείαν τον παλμό και έγινε εκείνη η ταινία του Fincher που αφουγκράστηκε την εποχή της στον μέγιστο βαθμό. Με ένα πελώριο cult following να το ακολουθεί μέχρι και σήμερα και πολλές ερμηνείες να δίνονται ακόμα στις ευρύτερες προθέσεις του σαν ταινία, το ακραία σατυρικό και παρεξηγημένο αριστούργημα του Fincher είναι ακόμα και έτσι ο λόγος για τον οποίον το σινεμά χρειάζεται στις ζωές μας – για να εμπνέει, να τροφοδοτεί σκέψεις, ιδέες και συζητήσεις. 

 

Se7en (1995)

Σε μια ανώνυμη πόλη που δεν βλέπει ποτέ ήλιο και βρέχει διαρκώς, οι δύο πρωταγωνιστές ντετέκτιβ των Brad Pitt και Morgan Freeman καλούνται να διαβούν τις πύλες της κολάσεως και να αναμετρηθούν με το αρχέγονο κακό, το οποίο επιθυμεί να διδάξει τους ήρωές του πως ο Θεός τους πέθανε και όλοι μαζί πλέον οδεύουν προς τον απόλυτο νιχιλισμό. Σε μια ταινία που επίσης όρισε τα 90s και αγαπήθηκε όσο λίγες παρά το σκληρό και βλοσυρό της θέμα, ο Fincher συνθέτει μια δυσβάσταχτη κατάβαση στο ναδίρ της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί όπου κάθε πρόθεση ή σκέψη μοιάζει χαμένη και κυριαρχούν μονάχα τα ένστικτα. Σύμμαχός του το εξαιρετικό σενάριο του Andrew Kevin Walker, η εξαιρετική φωτογραφία του Darius Khondji και η επιμονή του στο να έχει τον τελικό λόγο για το final cut της ταινίας – ένα μάθημα που πήρε από την εμπειρία του Alien³  και κάτι που εν συνεχεία οδήγησε την ταινία σε ένα από τα πιο εμβληματικά και σοκαριστικά φινάλε όλων των εποχών

 

The Social Network (2010)

Στο άκουσμα μιας επερχόμενης ταινίας για το Facebook εν έτει 2010, ακόμα και οι πιο φανατικοί φίλοι του σκηνοθέτη σίγουρα θα μπορούν να θυμηθούν τον κόμπο που ένιωσαν αρχικά στον λαιμό τους. Όμως, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ο Fincher είχε πλήρη διαύγεια των επιλογών του και πατώντας σε ένα φοβερά πυκνό μα και υποδειγματικά συμπαγές σενάριο του Aaron Sorkin έδωσε στο κοινό του μια ταινία, η οποία μιλούσε ξανά τη γλώσσα της εποχής της – με πρόσχημα την δημιουργία μιας διαδικτυακής πλατφόρμας συγκομιδής φίλων, η οποία αποξένωσε όλους όσους ενεπλάκησαν στην δημιουργία της. Το αμερικανικό όνειρο των entrepreneurs παίρνει φωτιά και ο Fincher στέκεται ψύχραιμα απέναντί του ρίχνοντας σιγά σιγά λάδι για να μεγαλώσει τη φλόγα, ενώ μπαίνει επιτέλους για τα καλά στα Oscars ως ουσιαστικό φαβορί για πρώτη φορά, με την ταινία του να κερδίζει τρία από αυτά -μεταξύ τους και εκείνο του Διασκευασμένου Σεναρίου. 

 

Alien³ (1992)

To παρασκήνιο του δεύτερου sequel της κλασσικής ταινίας του Ridley Scott σηκώνει από μόνο του ένα αφιέρωμα για το πως δεν θα έπρεπε ποτέ να γυρίζεται μια ταινία. Το studio της Fox και ο νεαρός David Fincher στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο σαν σκηνοθέτης είχαν διαφορετικές ιδέες για την κατεύθυνση που έπρεπε να πάρει ο μύθος του Alien, με αυτό να έχει ως αποτέλεσμα την αποχώρηση του Fincher από την παραγωγή πριν το τέλος των γυρισμάτων, αποκηρύττοντας παράλληλα την ταινία – η οποία κυκλοφόρησε στις αίθουσες με ένα final cut 100% προϊόν του studio, ενώ απέκτησε και ένα σαφώς ανώτερο Assembly Cut πριν 13 χρόνια. Αν και πιθανότατα η γνώμη μας ανήκει στη μειοψηφία, ενώ το Alien³ δεν ακουμπάει το μεγαλείο της πρωτότυπης ταινίας ή του εξίσου αριστουργηματικού Aliens του James Cameron, παραμένει με τις ατέλειες και τα μειονεκτήματά της ένα εξαιρετικό δείγμα διαστημικού γοτθικού τρόμου με αρκετές σκηνές ανθολογίας, πολύ ιδιαίτερη εικονογραφία και μια έντονη μηδενιστική διάθεση, σήμα κατατεθέν του Fincher στα επόμενα βήματά του. Ελαφρώς υποτιμημένο ακατέργαστο διαμαντάκι, το οποίο σίγουρα παραμένει κατά πολύ ανώτερο από τις όποιες προσπάθειες έκανε ο Ridley Scott στη συνέχεια για να αναστήσει το franchise. 

 

Gone Girl (2014)

Το αμφιβόλου ποιότητας μυθιστόρημα της Gillian Flynn μετατρέπεται σε ένα σύγχρονο Prizzi's Honor μέσα από τον φακό του David Fincher και με μελετημένους στο χιλιοστό χρόνους, επιβεβαιώνει με μεθοδικό τρόπο πως η σχέση και εν συνεχεία ο γάμος μπορούν να εξαφανίσουν τους δύο εμπλεκόμενους σε αυτά. Μια λεπτή ανατομία της ανθρώπινης φύσης και των κοινωνικών συμβάσεων, οι οποίες τις περισσότερες φορές την ορίζουν, το Gone Girl είναι επίσης άλλο ένα δείγμα του πόσο καλά ξέρει να κινείται ο Fincher ανάμεσα στα είδη και πόσο συγκεντρωμένος συνεχίζει να μοιάζει στον στόχο του. Με μια αποκαλυπτική Rosamund Pike να κλέβει την παράσταση και δικαιωματικά να κερδίζει τις εντυπώσεις, το Gone Girl είναι μια βαθιά σαρκαστική κοινωνική σάτιρα που σπάει κόκκαλα με την τόλμη των θεμάτων που αγγίζει – αλλά και την ειλικρίνεια με την οποία τα εξετάζει. 

 

Panic Room (2002)

Μετά από τρεις πιο «βαριές» ταινίες, το Panic Room του 2002 αντιμετωπίστηκε από την κριτική σαν ένα βήμα πίσω για τον Fincher -όμως αν οι σύγχρονες περιπέτειες αγωνίας είχαν σαν blueprint τέτοιες παρόμοιες προσπάθειες υποδειγματικής κλειστοφοβικής άσκησης στο σασπένς, τότε μάλλον θα είχαμε και καλύτερο εμπορικό σινεμά. Χωρίς να επιχειρεί να είναι κάτι παραπάνω από ένα στακάτο θρίλερ που έχει ως πρωταρχικό σκοπό να ανεβάσει τους παλμούς σου, το Panic Room έρχεται λίγο μετά την 11η Σεπτεμβρίου και πιάνει 100% την τάση της εποχής – που θέλει τον εχθρό να σου επιτίθεται μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, την ώρα που κοιμάσαι και οι άμυνές σου έχουν πέσει πλήρως. Απολαυστικό και συναρπαστικό, μέσα στα μόλις 112 λεπτά του. 

 

The Girl with the Dragon Tattoo (2011)

Αμερικανική κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου best seller του Stieg Larsson και άτυπο remake της επίσης ομότιτλης Σουηδικής πρωτότυπης ταινίας του 2009, η ταινία του Fincher σε τεχνικό επίπεδο αφήνει μίλια πίσω εκείνη που έβαλε στον κινηματογραφικό παγκόσμιο χάρτη την Noomi Rapace, ενώ θεματικά στέκεται και πάλι ένα σκαλί παραπάνω -και μάλιστα αποτελεί μια ισχυρή metoo ταινία προτού το κίνημα λάβει τις διαστάσεις που έχει σήμερα. Όταν όμως μπαίνει στην ίδια εξίσωση με τα παρόμοια υφολογικά Se7en και Zodiac, το τελικό αποτέλεσμα φαντάζει κατά πολύ λιγότερο ενδιαφέρον

 

The Game (1997)

To The Game επιχείρησε να επαναλάβει το σοκ του Se7en και απέτυχε παταγωδώς – αποτέλεσμα κυρίως ενός φινάλε που ελάχιστα έγινε πιστευτό μέσα στην υπερβολή του. Πλην όμως αυτού, οι ρυθμοί και ο απόλυτα ψυχαγωγικός χαρακτήρας της ταινίας έρχονται να αναδείξουν ιδανικά εκείνο το μηδενιστικό σύμπαν του ύστερου καπιταλισμού, που θα περνούσε κόσκινο 2 χρόνια μετά στο Fight Club – με το The Game να αποτελεί έμμεσα τον προπομπό του σε κάποιο βαθμό. 

 

The Killer (2023)

Το πιο πρόσφατο δημιούργημα του Fincher για την πλατφόρμα του Netflix είναι μια κλασάτη mainstream περιπέτεια εκδίκησης που βλέπεται μονορούφι, με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που αγαπάει κανείς στο σινεμά του δημιουργού της και σαφείς αναφορές στο φιλμικό σινεμά του Melville ή του Conversation του Francis Ford Coppola. Μια υπό προϋποθέσεις φυσική εξέλιξη του μηδενιστικού σύμπαντος των Fight Club και Se7en, από το οποίο όμως λείπει το μεγαλύτερο όραμα και ένα σενάριο που θα ήταν αποφασισμένο να κάνει τη μεγάλη τομή. Η πιο πιθανή από τις λιγότερο αξιόλογες ταινίες του σκηνοθέτη που ίσως λάβει μια αναθεώρηση με την πάροδο των ετών, σε πρώτη ανάγνωση όμως παραμένει ένα διασκεδαστικό φιλμ -χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι είναι κάτι παραπάνω από αυτό. 

 

Mank (2020)

Ο Fincher αναμετράται με το φάντασμα του Orson Welles και βγαίνει χαμένος, καθώς το φλύαρο, υπερβολικά ψυχρό και αχρείαστα εγκεφαλικό σενάριο του πατέρα του σκηνοθέτη για τη δημιουργία του σπουδαιότερου ίσως σεναρίου στην ιστορία του Hollywood, δεν μπορεί να πάρει τις όποιες τονωτικές ενέσεις πραγματικού συναισθήματος από τον εξίσου ψυχρά τεχνοκράτη Fincher – με αποτέλεσμα όλη η δραματουργία να χαθεί ανάμεσα σε εκατοντάδες αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα του παλιού Hollywood και σε μια αρκούντως δυσνόητη και σταδιακά αδιάφορη πλοκή. 

 

The Curious Case of Benjamin Button (2008)

Η απάντηση του Fincher σε εκείνους που κατηγορούσαν το σινεμά του ως ένα κλινικά ψυχρό και κυνικό μικρό-σύμπαν πεσιμισμού, ήρθε δια χειρός Eric Roth και αποτέλεσε παράλληλα το πρώτο του μεγάλο οσκαρικό όχημα, με 13 υποψηφιότητες και εξίσου δυναμική παρουσία στα υπόλοιπα φεστιβαλικά αμερικανικά βραβεία εκείνης της χρονιάς. Το Curious Case of Benjamin Button όμως ήταν μια ξύλινη ταινία γεμάτη κούφιες αμπελοφιλοσοφίες, με μια πρωτοφανή έλλειψη χημείας μεταξύ του πρωταγωνιστικού διδύμου Pitt και Blanchet και εν τέλει ένα επιθετικά εξόφθαλμο οσκαρικό προϊόν, το οποίο πόνταρε σε παρόμοιες θεματικές με εκείνες του Forest Gump για να πετύχει -γραμμένο και εκείνο διόλου τυχαία από τον ίδιο σεναριογράφο. Μόνο που αυτή τη φορά, η αφέλεια κοινού και κριτικών δεν αρκούσαν για να το διασώσουν από τη μετριότητα και την αδιαφορία. 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured