Η αποτύπωση της διαδρομής ενός διάσημου προσώπου στη μεγάλη οθόνη δεν είναι μια εύκολη και ευκαταφρόνητη απόπειρα. Η αποτυχία δε βρίσκεται μακριά, καθώς η σκηνοθετική ματιά μπορεί εύκολα να υποπέσει σε καταστάσεις θεοποίησης ή και πολύ έντονης απομυθοποίησης. Γι’ αυτό, δεν είναι και λίγες φορές που έχουμε δει πολύ άτσαλες προσπάθειες. Επιπλέον, στη διατύπωση μιας ιστορίας είναι πάντοτε εύλογο να παρεισφρήσουν στοιχεία που εξυπηρετούν την εξέλιξη της πλοκής και αυτό κάνει την επιτυχία ακόμα πιο αμφίβολη, ακόμα και αν ο μύθος του εκάστοτε προσώπου ελκύει το κινηματογραφικό κοινό. Επομένως, η βιογραφική ταινία είναι σκληρή και δύσκολη πίστα για τον σκηνοθέτη. Αυτή η λίστα, λοιπόν, αφορά κάποιες πολύ αξιόλογες έως καταπληκτικές μεταφορές. Θα έλεγε κανείς ότι κάποιων η ζωή ήταν πράγματι σαν ταινία ενώ άλλων ήταν τόσο δωρική που δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε πως συχνά οι άνθρωποι που κάνουν το όνομά τους να ηχεί στα πέρατα του κόσμου, είναι τελικά και οι πιο απλοί. Οι επιλογές – και φυσικά θα αναφέρω το τοπ 5 μου εξ αυτών - έχουν τοποθετηθεί με τη χρονολογική σειρά που έζησαν οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες.

 

Ray

Η πρώτη αγαπημένη μου ιστορία αφορά τον Ray Charles. Ο μικρός Ray γεννιέται το 1930 στην Georgia και μεγαλώνει στην California εν μέσω δυσβάσταχτων συνθηκών. Οι δυσκολίες δεν αφορούν μόνο το ρατσιστικό παραλήρημα που δέχονταν οι μαύροι των ΗΠΑ εκείνη την εποχή αλλά και το πάμφτωχο σπιτικό μέσα στο οποίο μεγαλώνει. Εκτός αυτών, μια ενόχληση στην όραση εμφανίζεται πολύ νωρίς, για να τον οδηγήσει στην καθολική τύφλωση από γλαύκωμα στην τρυφερή ηλικία των 7 ετών. Επιπλέον, χάνει τον αδερφό του με έναν άγριο τρόπο που θα τον σημαδεύσει για πάντα τόσο από το πελώριο πένθος που δεν είναι καθόλου διαχειρίσιμο αλλά και από τις τεράστιες ενοχές που τον βασανίζουν. Ο Γολγοθάς του δεν έχει τελειωμό αφού χάνει και τους γονείς του και μένει μόνος μπροστά σε ένα κατάμαυρο μέλλον. Όμως ακόμα δεν ξέρει ότι o ήχος από το πιάνο που ακούει στο φτωχικό μαγαζί της γειτονιάς του, θα τον βγάλει σε ένα λαμπερό μονοπάτι. Λαμβάνοντας τα πρώτα του μαθήματα, ο δρόμος θα τον σύρει σε μεγάλες επιτυχίες, θα αναζητήσει θαλπωρή στις μελωδίες, στις αγκαλιές των γυναικών αλλά και στον βρώμικο βάλτο των καταχρήσεων, αφού θα παλέψει για χρόνια με το τέρας της ηρωίνης. Θα καταφέρει να βάλει την gospel στα σπίτια όλων των Αμερικάνων και να γίνει ένας θρύλος της soul και της jazz τοποθετώντας το μουσικό του έργο σε περίοπτη θέση της παγκόσμια κληρονομιάς. Η ταινία κυκλοφόρησε στις αίθουσες το 2004, σε σκηνοθεσία του Taylor Hackford και κατάφερε να κερδίσει δύο Όσκαρ – ανάμεσα σε δυνατούς αντιπάλους - την επόμενη χρονιά. Συγκεκριμένα, απέσπασε το Όσκαρ καλύτερου ήχου αλλά και Α’ ανδρικού ρόλου, μιας που ο μοναδικός Jamie Foxx, δεν έπαιξε απλά τον Ray Charles, αλλά έγινε ο Ray Charles!

Cadillac Records

Βασισμένη στην ιστορία της Chess Records, η ταινία, που προέρχεται από το 2008 και σκηνοθετήθηκε από τον Darnell Martin, διηγείται την πορεία μιας δισκογραφικής εταιρείας στις Η.Π.Α. του 1950. Συγκεκριμένα, ο Leonard Chess (που ενσαρκώνει υπέροχα ο βραβευμένος με Όσκαρ Adrien Brody), είναι ένας Εβραίος μετανάστης από την Πολωνία που έχει ανοίξει το δικό του μπαρ στο Σικάγο. Προσλαμβάνει μια μέρα ένα ντουέτο που του φαίνεται πολύ ενδιαφέρον, τον Muddy Watters (Jeffrey Wright) και τον Little Walter (Columbus Short). Η πρωτοφανής επιτυχία δύο μαύρων μουσικών (πάλι σε πολύ χαλεπούς καιρούς), δημιουργεί στον Chess την αίσθηση ότι πρέπει να στηθεί ένα label που θα στεγάσει ανερχόμενα αστέρια σαν και αυτούς. Έτσι, ξεκινάει μια περιπλάνηση στους επικίνδυνους αστικούς αλλά και αγροτικούς δρόμους του Σικάγο αναζητώντας νέα ταλέντα. Σιγά σιγά ξεπετάγονται, λοιπόν, πολλά μυθικά ονόματα όπως o Willie Dexon (Cedric the Entertainer) η Etta James (Beyonce), ο Howlin' Wolf (Eamonn Walker) και o Chuck Berry (Mos Def). Εμφανίζονται ακόμα και οι Rolling Stones, στα νιάτα τους, όταν άσημοι ακόμα, πλησιάζουν τον Muddy Watters, για να του δηλώσουν τον θαυμασμό τους, ομολογώντας του ότι το όνομά τους είναι εμπνευσμένο από ένα δικό του κομμάτι. To αξεπέραστο soundtrack, αλλά και οι ρόλοι είναι άψογα μοιρασμένοι, από ένα cast που στο τέλος φέρει άψογα το πνεύμα της εποχής. Είναι μια ακόμα προσωπικά αγαπημένη αφήγηση.

Elvis

Το Elvis είναι το πιο πρόσφατο έργο της λίστας (2022, Baz Luhrmann). Προφανώς αναφερόμαστε εδώ στη ζωή και την καριέρα του θρύλου του rock n’ roll, όπως όμως αυτή εξιστορείται τούτη τη φορά από τον μάνατζέρ του. O Parker Elvis έχει ήδη ένα σεσημασμένο παρελθόν με την υποψία δολοφονίας στην Breda της Ολλανδίας από όπου κατάγεται αλλά και προϋπηρεσία στον χώρο του μάνατζμεντ με country καλλιτέχνες. Αντικρίζοντας τη σπίθα στο βλέμμα του Elvis, τον πείθει να τον πάρει στο πλευρό του με σκοπό να εκτοξευθούν και οι δύο στα ουράνια. Ομολογουμένως, έχει ενδιαφέρον το πώς ο Parker μεταφέρει από την πλευρά του την πορεία ενός από τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής τέχνης. Γίνεται εκτενής αναφορά στη σκοτεινή πλευρά του βασιλιά, η οποία μεγεθύνθηκε από τις καταχρήσεις αλλά και τη συμπεριφορά του Parker, που ευθύνεται μεταξύ άλλων και για το γεγονός ότι ο Elvis δεν μπόρεσε να περιοδεύσει εκτός ΗΠΑ. Η ταινία είχε ανακοινωθεί πολλά χρόνια πριν αλλά μπήκε σε δράση με την πρόσληψη του Tom Hanks στον ρόλο του αμφιλεγόμενου μάνατζερ. Παρά τα κακόβουλα σχόλια, κυρίως για την επιλογή του Austin Butler στον ρόλο του Elvis, η ταινία κατάφερε να φθάσει μέχρι τα Όσκαρ χωρίς όμως να αποσπάσει κάποια διάκριση λόγω της επέλασης του Everything Everywhere All at Once.

The Doors

Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι όταν έχεις να κάνεις με μια τόσο εμβληματική μορφή, που πρόλαβε, παρά το σύντομο του πέρασμα σε τούτο τον κόσμο, να εκφράσει - με την ιδιόμορφη προσωπικότητά του και το ερμηνευτικό – στιχουργικό του ταλέντο, γενιές και γενιές, το διακύβευμα είναι εξαιρετικά ριψοκίνδυνο. Αυτό όμως δε σταμάτησε τον Oliver Stone, που αποφάσισε το 1991, να αποδώσει στη μεγάλη οθόνη την πορεία των Doors, ενός από τα επιδραστικότερα rock συγκροτήματα όλων των εποχών αλλά κυρίως να εμβαθύνει στην ψυχοσύνθεση, την προσωπική ζωή και την πολιτιστική συνεισφορά του Jim Morrison. Ο James Douglas Morrison (o Van Kilmer μοιάζει εξωφρενικά μαζί του) μεγαλώνει σε ένα καταπιεστικό και κακοποιητικό περιβάλλον. Η ιδιαίτερη προσωπικότητά του, που κόντρα στις σκληρές συνθήκες της ζωής, παραμένει πνευματώδης και ευαίσθητη, βρίσκει καταφύγιο στα κείμενα του Νίτσε, στους φιλοσόφους και τους ποιητές. Το χάος και η σύγχυση είναι δύο έννοιες τόσο βαθιά ριζωμένες στην ψυχή του, που θέλει απλά να τις εξωτερικεύσει με εκκωφαντικό κρότο. Η κατάλληλη στιγμή εμφανίζεται, λοιπόν, όταν γνωρίζει τον συμφοιτητή του στο UCLA Ray Manzarek (Kyle MacLachlan ) και μαζί σκαρώνουν τη διαδρομή ενός θρυλικού κουαρτέτου, στο οποίο προστίθενται ο Robby Krieger (Frank Whaley) και ο John Densmore (Kevin Dillon). Έτσι, ξεκινάει η πορεία μιας ομάδας που ταρακούνησε τον κόσμο, με φόντο τις ατελείωτες καταχρήσεις και ερωτικές περιπτύξεις, τους χίπηδες και την ψυχεδέλεια, την έξαλλη έκρηξη του rock κινήματος, που όμως όλα αυτά ποτέ δεν επαρκούσαν για τον Jim, ο οποίος φαινόταν πάντα να καταλήγει στις δύο μεγάλες του αγάπες, την ποίηση και τη σύντροφό του Pam (Meg Ryan). Το αγόρι που άκουσε το πέταγμα της πεταλούδας, ένιωσε τη μαγεία του σαμανισμού μέχρι το μεδούλι και βρήκε στο Παρίσι τη γαλήνη που πάντα αποζητούσε, υπήρξε πολλά παραπάνω από ένα σύμβολο του sex, drugs and rock n’ roll.

Rocket Man

Το 2019, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία, βγήκε στις αίθουσες μια βιογραφική ταινία του Dexter Fletcher, αφιερωμένη σε έναν σπουδαίο καλλιτέχνη. Περιέργως, τόσο η ταινία όσο και η μουσική του Elton John δεν έτυχαν ποτέ κάποιας ιδιαίτερης απήχησης στην Ελλάδα - ίσως για αυτό να μην την επέλεξε ποτέ και για συναυλία. Παρ’ όλα αυτά, είναι μια πολύ αξιόλογη αναπαράσταση των πρώτων ημερών της καριέρας του μεγάλου καλλιτέχνη, ο οποίος κατάφερε από νωρίς να αφήσει ξεκάθαρο το στίγμα του στην παγκόσμια κουλτούρα. Η ιστορία είναι μια αναδρομή - ένα flashback, μέσα στο οποίο έχει αφεθεί ο σύγχρονος Elton John - όντας μέλος μιας ψυχοθεραπευτικής ομάδας απεξάρτησης – αποφασίζοντας να κάνει το μεγάλο βήμα στη ζωή του και να απαγκιστρωθεί από τον επίμονο και επίπονο εθισμό του στα ναρκωτικά. Τα στοιχεία μιούζικαλ ταιριάζουν απόλυτα με τον φανταχτερό μα συνάμα μελαγχολικό κόσμο του καλλιτέχνη. Το πιάνο υπήρξε από μικρή ηλικία το μέσο μέσω του οποίου ο Reginald Dwight – όπως είναι το πραγματικό του όνομα και τον οποίο ενσαρκώνει όμορφα ο Taron Egerton - εξέφραζε τον καταπιεσμένο του εαυτό - όχι τόσο μόνο για τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις αλλά κυρίως για την ένταση και τη σύγχυση που του προκαλούσε η εξαιρετικά κακοποιητική συμπεριφορά της μητέρας του, κάτι που ερχόταν ευτυχώς σε αντίφαση με τη στοργική αγκαλιά της γιαγιάς του, που επίσης τον μεγάλωσε. Η ζωή όμως ήταν γενναιόδωρη μαζί του, δίδοντας του ένα ξεχωριστό χάρισμα στη χρήση των πλήκτρων και στη σύνθεση των τραγουδιών αλλά και στη γνωριμία του με τον Bernie Taupin (τον οποίο υποδύεται ο Jamie Bell) , ο οποίος ήταν πάντα το στιχουργικό του alter ego και ο επιστήθιος φίλος του, κοντά του σε όλα τα όμορφα και τα άσχημα. Ο δρόμος της αυτοίασης από τις φιλήδονες παγίδες της δόξας και τα δίχτυα της εξάρτησης, χαρίζει στην ταινία μια πολύ αισιόδοξη και φωτεινή αύρα. Είναι σαφές ότι η καταξίωση δεν εξαφανίζει συνήθως φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά αντιθέτως, τα μεγεθύνει.

Bohemian Rhapsody

Η δεκαετία του ’70 έμελλε να φέρει στην επιφάνεια ακόμα ένα «πελώριο» συγκρότημα (από πολλούς ίσως και το καλύτερο όλων των εποχών). Τις περιπέτειες των Queen και κυρίως ακόμα μια εμβληματικής φυσιογνωμίας, του Freddie Mercury – ενός από τους καλύτερους frontmen και συνθέτες όλων των εποχών – μετέφερε στις κινηματογραφικές αίθουσες ο Bryan Singer το 2018. Η ταινία αρχίζει από τον σκληρό αγώνα της βιοπάλης, στον οποίο βρέθηκε από νωρίς ο Farrokh Bulsara – το πραγματικό όνομα του Freddie – έπειτα από τη χρόνια ταλαιπωρία και τις μετακομίσεις της οικογένειάς του σε Ζανζιβάρη και Ινδία – και στην εγκατάστασή του στο Λονδίνο στα μέσα της δεκαετίας του ’60 που του άλλαξε εν τέλει τη ζωή. Στα φοιτητικά του χρόνια γνώρισε τρία λαμπρά μυαλά (John Deacon, Bryan May και Roder Taylor), με τα οποία δημιούργησαν τους Queen. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να αξιοποιήσει δυνατά χαρτιά της μπάντας – κυρίως στο κομμάτι της χημείας σε songwriting και performing - αποδίδοντας αξιοπρεπώς την πολυπρισματική και πρωτοποριακή οπτική και των υπολοίπων Queen, που αποδεικνύει ότι η συνεισφορά του καθενός ήταν καίριας σημασίας για την ανοδική πορεία του γκρουπ. Ταυτόχρονα, σκιαγραφεί με γλαφυρότητα το πορτρέτο της επιβλητικής παρουσίας (του Freddie), ενός ανθρώπου με πηγαίο ταλέντο, προσήλωση στην τέχνη και πλούσιο συναισθηματικό κόσμο, που αναμετρήθηκε και αυτός με τους δικούς του δαίμονες στον διάβα του – τόσο από την κατακραυγή της ομήγυρης για την ομοφυλοφιλική του φύση όσο και για το κύλισμα σε προσωπικά ολισθήματα αποζητώντας κατά βάθος την αγάπη. Ο Rami Malek έκτισε δεξιοτεχνικά τον χαρακτήρα του και κατάφερε δικαιολογημένα να πάρει το Όσκαρ α’ ανδρικού ρόλου.

The Runaways

Το 2010, η σκηνοθέτης Floria Sigismondi κυκλοφόρησε μια ταινία για ένα από τα ξεχασμένα διαμάντια γκρουπ της hard rock σκηνής από τα μέσα του ’70, τις Runaways. Οι Runaways ήταν ένα γυναικείο συγκρότημα, επηρεασμένο από glam rock και punk, που έδρασε και περιόδευσε σε μια εποχή που το αρσενικό φύλο καταδυνάστευε τα πάντα. Στήθηκαν από τον Kim Fowley (Μichael Shannon) και μέλη του σχήματος υπήρξαν οι μετέπειτα πασίγνωστες Joan Jett (Kristen Stewart) και Lita Ford (Scout Taylor-Compton). Ωστόσο, το σενάριο έχει βασιστεί στο βιβλίο της Cherie Curie Neon Angel: The Cherie Currie Story, που ήταν η τραγουδίστρια της μπάντας και πάντα αισθανόταν ότι η σκηνή ήταν κάτι που ξεπερνούσε τα ψυχολογικά της όρια. Πρόκειται για ένα νεανικό ντελίριο, για ένα ταξίδι στα πάλκα και τις σκηνές του κόσμου από ένα γκρουπ που έδωσε πολλά αλλά οι εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες κατάφεραν να προκαλέσουν ρήγμα στις ισορροπίες των μελών. Το εξαιρετικό και τότε πολύ νεανικό δίδυμο Kristen Stewart και Dakota Fanning, που υποδύεται την Cherie, διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στην ιστορία, αφού ήταν οι δύο κύριοι πυλώνες του σχήματος και το ερωτικό στοιχείο δεν έλειπε μεταξύ τους. Στο τέλος, είναι μια πολύ αξιόλογη αποτύπωση, γεμάτη από αναταράξεις και ερωτισμό, για ένα γκρουπ που κανείς δεν ξέρει τι θασυνέβαινε αν συνέχιζε την πορεία του, όμως στο σύντομο πέρασμά του, άφησε αξιοπρόσεκτο έργο που αφήνει το ρητορικό ερώτημα να πλανάται απλά πάνω από τη φαντασία μας.

Control

Το Control είναι ακόμα ένα διαμαντάκι της λίστας που σκηνοθέτησε το 2007 ο Anthon Corbijn, γνωστός για το βιογραφικό του στη σκηνοθεσία video clip. Ενδεχομένως η ενασχόλησή του με τη μουσική να προσδίδει αυτήν την αποστασιοποιημένη και ανθρώπινη οπτική στον χαρακτήρα του Ian Curtis με τον οποίο ασχολείται η ταινία. Φυσικά, όλα αφορούν την πορεία των Joy Division από την αφάνεια της υποβλητικής ατμόσφαιρας του Manchester στην έκρηξη του post punk και την αναγνώριση. Η ταινία έχει βασιστεί στο βιβλίο Touching from a Distance της Deborah Curtis - συζύγου του Curtis – την οποία ενσαρκώνει εκπληκτικά η Samantha Morton. Ο Sam Riley χαρίζει την αξεπέραστη ερμηνεία του τονίζοντας κατάλληλα τον εύθραυστο κόσμο ενός ανθρώπου – ενός αντι – σταρ - που υπέφερε από επιληψία και ψυχολογικές αναταράξεις Τα ερεβώδη σημεία στην ψυχή του Curtis που δεν μπορεί να σταματήσει να αιμορραγεί, συνθλίβουν κάθε μικροσκοπική αίσθηση χαράς στερώντας του καταβάθος τη σύνδεσή του με τον κόσμο. Ο δυστυχισμένος γάμος του, λοιπόν και το ερωτικό ειδύλλιο με μια δημοσιογράφο, θα τον καταρρακώσουν ακόμα περισσότερο και το σκοτάδι απλώνεται μπροστά όλο και πιο πυκνό. Την ίδια στιγμή, η θέση των Joy Division εκτείνεται όλο και περισσότερο στο παγκόσμιο στερέωμα και φαίνεται πως έχουν όλα τα φώτα για να πετύχουν τα πάντα! Όμως η διέγερση της σκηνής και ο έξαλλος χορός του δεν είναι αρκετά για τη ζωή στα backstage. Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια γίνεται αντιληπτό το στιβαρό έδαφος που έθεσαν οι Joy Division ως ένα από τα επιδραστικότερα συγκροτήματα της post punk – new wave σκηνής και με αυτό στο ενεργητικό τους μην ξεχνάμε ότι συνέχισαν την πορεία τους, μετά από την αυτοκτονία του Curtis, με το τελείως διαφορετικό έργο των New Order.

Sex & Drugs & Rock & Roll

Το Sex & Drugs & Rock & Roll είναι ακόμα μια ιστορία για τη σκηνή του new wave. Πρόκειται για το σκηνοθετικό ντεμπούτο (αμιγώς δικό του γιατί πριν είχε και κάποιες συνεργασίες) του Mat Whitecross από το 2010. Η ιστορία καταπιάνεται με την αλλόκοτη και εκρηκτική φιγούρα του Ian Dury, στην αυγή των 70’s. Με αφετηρία τη δύσκολη παιδική ηλικία και μια πολιομυελίτιδα που του άφησε το ανεξίτηλο τραύμα της κυρίως μέσω μιας αναπηρίας, η αφήγηση πηγαίνει βήμα βήμα πίσω από την εσωτερική δύναμη του Dury να ξορκίσει το κακό που τον βρήκε, με τη μαγεία του rock n’ roll. Η ταινία αναφέρεται κυρίως στις πρώτες μέρες του, πριν φτιαχτούν οι Blockheads, ακολουθώντας έναν ρυθμό ορμητικό και ξέφρενο, όπως αρμόζει σε έναν σταρ του του rock n’ roll. Μέσα στη ζοφερή πραγματικότητα που τον ταλάνιζε, ωστόσο, γίνεται κατανοητό ότι ο Dury μπόρεσε να ακολουθήσει τα όνειρά του, να παίξει μουσική, να κάνει οικογένεια και να ζήσει όπως ήθελε. Έτσι, ξεδιπλώνεται αριστοτεχνικά ο ανορθόδοξος και μοναδικός του χαρακτήρας μέσα από τον εξωφρενικά ωραία δοσμένο ρόλο του Andy Serkis. Τολμώ να ομολογήσω ότι 10 χρόνια πριν, όταν ακόμα δε γνώριζα την ύπαρξη του Ian Dury, πέτυχα το φιλμ σε ιδιωτικό κανάλι και νόμιζα ότι αναφερόταν σε κάποιον χαρακτήρα πλασμένο από τη φαντασία. Ήταν όμως η καθηλωτική ερμηνεία του Serkis που με έκανε να μην αφήσω το βλέμμα μου από την οθόνη ούτε δευτερόλεπτο και να ανακαλύψω τον Dury ψάχνοντας τη φιλμογραφία του ηθοποιού.

8 Mile

Για το τέλος, άφησα ένα ακόμα αγαπημένο φιλμ που έρχεται από την αλλαγή της χιλιετίας (2002), σκηνοθετημένο από τον Curtis Hanson. Επηρεασμένο από τη ζωή του Eminem και κυρίως από τον δύσκολο δρόμο που αποφάσισε να βαδίσει όντας λευκός σε ένα είδος μουσικής και έναν τρόπο ζωής, ο οποίος ήταν συσχετισμένος μόνο με τη ζωή των μαύρων στα φτωχικά και κακόφημα αμερικάνικα στενά, είναι μια βιογραφική και όχι αυτοβιογραφική ταινία, καθώς πολλά στοιχεία έχουν αλλάξει. Η αφήγηση πραγματεύεται, λοιπόν, τη ζωή του Jimmy Smith Jr – με παρατσούκλι B – Rabbit, που παλεύει να κάνει τα πρώτα του βήματα ως ράππερ στο Ντιτρόιτ. Είναι μια ενδιαφέρουσα ματιά στο περιθώριο της εποχής, τις συμμορίες και τον υπόγειο κόσμο του hip hop, από τον οποίο δεν έλειψαν οι ρατσιστικές συμπεριφορές προς έναν λευκό νέο που «τόλμησε» να καταπιαστεί με κάτι τέτοιο. Όλα αυτά διαδραματίζονται σε ένα περιβάλλον μεγάλης πενίας, όπου οι άνθρωποι ακροβατούν ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Το έργο αυτό έστειλε τον Eminem υψηλά στο παγκόσμιο στερέωμα, τοποθετώντας τον δίπλα ακόμα και σε μεγάλα pop ονόματα της εποχής. Για όλους εμάς που γεννηθήκαμε τη δεκαετία του ’90 και συμπορευτήκαμε με το έργο του πρώτου τόσο πετυχημένου λευκού ράπερ, αυτή είναι μια ταινία ορόσημο. Και σίγουρα είναι μια ταινία που με κάνει περήφανο να θυμάμαι ότι δημιουργήθηκε στη δική μου εποχή και σε μία φάση, που το hip hop άρχισε σταδιακά να παίρνει τα ηνία ως το νούμερο ένα εναλλακτικό είδος μουσικής παγκοσμίως. Άλλωστε, κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει το “Lose Yourself”, ένα αριστούργημα για την ελευθερία της έκφρασης και της σπουδαιότητας να προσπαθείς για όσα αγαπάς, που βέβαια απέσπασε και το Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού.

 

Διαβάστε επίσης: 10 αγαπημένες μουσικές ταινίες-καταφύγια για κάθε εποχή του χρόνου

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured