Από τα ξεκαρδιστικά Shaun of the Dead και Hot Fuzz, στην επική video game movie Scott Pilgrim vs. the World, αλλά και στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ του για τους Sparks, ο Edgar Wright είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αγαπημένους μας κινηματογραφικούς δημιουργούς των τελευταίων ετών. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θα είμαστε και πολύ αυστηροί ως προς αυτά που έχουμε να πούμε για το τελευταίο και πολυαναμενόμενο πόνημά του που είναι διαθέσιμο επιτέλους στις εγχώριες αίθουσες, έναν μήνα σχεδόν μετά την πρεμιέρα του στις Νύχτες Πρεμιέρας. Ο λόγος φυσικά για το Last Night In Soho, την tribute ταινία του Wright στα Swinging 60s και την giallo κινηματογραφική παράδοση, που εμφανίστηκε στην Ιταλία την ίδια δεκαετία, και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στα 70s.

Στο Last Night In Soho παρακολουθούμε την ιστορία της Eloise, την οποία ερμηνεύει η Thomasin McKenzie, μιας φιλόδοξης μα και ιδιαίτερα κλειστής νεαρής γυναίκας, που έχοντας σαν όνειρο να γίνει σχεδιάστρια μόδας και να ακολουθήσει τα χνάρια της εκλιπούσας μητέρας της, μετακομίζει στο Λονδίνο του σήμερα από την Αγγλική εξοχή, για να σπουδάσει στο London College of Fashion. Όταν οι πρώτες μέρες στην εστία του πανεπιστημίου της δεν θα πάνε ακριβώς όπως θα ήθελε και το Λονδίνο θα δείξει σύντομα το σκληρό του πρόσωπο, εκείνη θα μετακομίσει κρυφά από τη γιαγιά της στο δωμάτιο ενός σπιτιού στο Soho, που ανήκει σε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Η ζωή της Eloise θα αλλάξει σύντομα, όταν αυτή θα διαπιστώσει έκπληκτη ένα βράδυ ότι, κοιτάζοντας στον καθρέπτη, μπορεί να παρακολουθήσει το είδωλο μιας νεαρής γυναίκας που κατοικούσε στο ίδιο δωμάτιο με την ίδια, 60 χρόνια πριν. Σύντομα, η εξίσου φιλόδοξη, αλλά και sexy και γεμάτη αυτοπεποίθηση, Sandy, την οποία ερμηνεύει η μοναδική Anya Taylor Joy, θα παρασύρει την άβγαλτη ακόμη Eloise στη σκοτεινή πλευρά του Λονδίνου των 60s, όπου ο glossy χώρος του θεάματος κρύβει μερικά μυστικά. Μυστικά ενίοτε φονικά.

Και μέχρι εδώ όλα πάνε καλά με το Last Night In Soho, στο οποίο ο Edgar Wright με τις καλύτερες των προθέσεων, αγαπημένες αναφορές στη δεκαετία με την οποία γνωρίζουμε πως έχει εμμονή με έναν χαριτωμένο τρόπο και χωρίς να εγκαταλείψει το καταιγιστικό σκηνοθετικό στυλ του, κάνει μια στροφή στην οποία πάντα θέλαμε να τον δούμε, στο δράμα και το σλάσερ θρίλερ. Μια στροφή όμως που εκτελείται στην πραγματικότητα με τον πιο ατσούμπαλο τρόπο που θα μπορούσε και που ούτε οι pop αναφορές, η aesthetically pleasing ατμόσφαιρα και οι καλές ερμηνείες των πρωταγωνιστριών μπορούν να σώσουν. Κι αυτό καθώς ο Wright χάνεται στο κενό μεταξύ μιας tribute ταινίας για μια δεκαετία του παρελθόντος και ενός κινηματογραφικού genre της ίδιας περιόδου και στην εποχή του #MeToo, για την οποία νιώθει την ανάγκη να κάνει ένα βαρύγδουπο φεμινιστικό statement, χωρίς ωστόσο να διαθέτει τα απαραίτητα εφόδια για να το κάνει.

Στο ταξίδι που κάνει η Eloise στα 60s παρακολουθώντας την προσπάθεια της Sandy να κάνει καριέρα στο τραγούδι, σύντομα έρχεται αντιμέτωπη με τα σκοτεινά βιώματα της δεύτερης, η οποία μετατρέπεται επί της ουσίας σε σεξεργάτρια με στόχο να ανελιχθεί στον χώρο. Χωρίς να προχωρήσουμε σε πάρα πολλά spoilers, η Sandy κάνει σεξ με όσους περισσότερους άνδρες της νύχτας γίνεται, οι οποίοι με κάποιον τρόπο μπορούν να την βοηθήσουν να τραγουδήσει στα κέντρα του Λονδίνου που η ίδια επιθυμεί, και εκείνη πληρώνεται γι’ αυτό. Το πρόβλημα του Last Night In Soho έγκειται στο ότι ο Wright αναπαριστά τους άνδρες αυτούς ως το απόλυτο κακό, την ενσάρκωση του τρόμου της σεξουαλικής βίας, η οποία μάλιστα έρχεται πάντα ντυμένη με ακριβά κοστούμια και κολλαριστά πουκάμισα. Αυτό που δεν έχει αντιληφθεί όμως ο Wright, και που σίγουρα θα έπρεπε έπειτα από τόσα φεμινιστικά κύματα και συζητήσεις γύρω από το καυτό ζήτημα της σεξεργασίας, δεν είναι άλλο από το ότι η εξίσωση των πελατών των σεξεργατριών με τους predators με τους οποίους έρχεται αντιμέτωπη η μέση γυναίκα στη ζωή της είναι απλούστατα ανακριβής, πόσο μάλλον όταν στην προκειμένη περίπτωση η Sandy έχει επιλέξει συνειδητά να ανελιχθεί στο τραγούδι κατ’ αυτόν τον τρόπο, χωρίς να είναι σε καμία περίπτωση θύμα trafficking.

Θέλοντας να δηλώσει την αμέριστη στήριξή του στις γυναίκες που ζουν διαρκώς υπό την ανδρική απειλή, ο Wright κάνει το λάθος όχι μόνο να πέσει στην παγίδα του πουριτανισμού, αλλά να παρουσιάσει και την ανδρική απειλή με έναν απολύτως στερεοτυπικό τρόπο (οι κουστουμαρισμένοι άνδρες εμφανίζονται από ένα σημείο και μετά ξανά και ξανά ως γκρίζα και δυσμορφικά zombies που ουρλιάζουν απειλητικά), ο οποίος στην πραγματικότητα απέχει έτη φωτός από την πραγματικότητα. Διότι αν ο κατά τα άλλα αγαπητός σκηνοθέτης είχε μιλήσει πραγματικά με μερικές γυναίκες προτού κάνει την ταινία, θα καταλάβαινε ότι, όπως λέει και ένα σύνθημα, οι βιαστές (και οι πάσης φύσης κακοποιητές) είναι άνδρες καθημερινοί. Ο φόβος του ανδρικού βλέμματος και κατ’ επέκταση της σεξουαλικής παρενόχλησης βρίσκεται στην καθημερινότητα μιας γυναίκας διαρκώς και δεν χρειάζεται αυτή να κυκλοφορεί στα κακόφημα μέρη του Soho για να τον βιώσει. Βρίσκεται στη στάση του λεωφορείου στις 8.30 το πρωί, στο ταμείο του super market, στα έδρανα του πανεπιστημίου και σε μια βόλτα σε ένα εμπορικό κέντρο ένα πρωί Σαββάτου.

Η δε παρουσίαση των ανδρών ως zombies θα ήταν ένα ατόπημα χωρίς μεγάλη σημασία αν αυτή είχε μείνει στο αρχικό jump scare και δεν επαναλαμβανόταν πολλές φορές μέσα στην ταινία, χωρίς κανέναν προφανή λόγο. Κι αυτό καθώς η διαρκής αναβίωση της σκηνής όχι απλώς δεν προσθέτει κάτι στην πλοκή, αλλά μετατρέπει την ίδια την αναπαράσταση από τον απόλυτο τρόμο κάθε γυναίκας σε μια καρικατούρα για γέλια. Και όλοι, μα κυριότερα όλες, γνωρίζουμε πως οι επαναλαμβανόμενες παραβιαστικές και απειλητικές συμπεριφορές που βιώνει μια γυναίκα στη ζωή της, μόνο για γέλια δεν είναι.

Πέρα όμως από τα παραπάνω ατοπήματα, το Last Night In Soho διαθέτει δυστυχώς και μερικά σεναριακά κενά, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που αδυνατούμε να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει στην ταινία. Πρόκειται για ένα κλασικό giallo, όπου όσα παρατηρούμε συμβαίνουν στη σφαίρα του μεταφυσικού, με την απαραίτητη δόση sexploitation και μυστηρίου ή η Eloise χρήζει ψυχολογικής υποστήριξης, έχοντας μάλιστα ήδη στην οικογένεια της αντίστοιχο ιστορικό (η μητέρα της μαθαίνουμε από νωρίς ότι έχει αυτοκτονήσει, μην αντέχοντας την πίεση της ζωής στο Λονδίνο). Κι αν η συμπαθής φοιτήτρια όντως πάσχει από κάποια ψυχική νόσο, τότε τι ακριβώς κάνει ο περίγυρός της στο LCF, όταν η ίδια επιτίθεται στις μοχθηρές bullies της με ένα ψαλίδι, σε ένα ανεξήγητο rant στη βιβλιοθήκη της σχολής; Αυτό μάλλον ούτε και ο ίδιος ο Edgar Wright μπορεί να το απαντήσει.

Η αίσθηση που δίνει τελικά το Last Night In Soho μετά τη θέασή του δεν είναι αυτή μιας κακής ταινίας, αλλά αυτή της χαμένης ευκαιρίας να πει πραγματικά κάτι. Εκτός κι αν το δούμε λίγο διαφορετικά και θεωρήσουμε πως τελικά η ταινία όντως λέει κάτι: πως να ΜΗΝ γυρίσετε μια φεμινιστική ταινία, ακόμη κι αν είστε ο πιο ένθερμος ally των γυναικών και των θηλυκοτήτων, αν στην πραγματικότητα δεν έχετε ακούσει ποτέ τι έχουν οι γυναίκες και οι θηλυκότητες να πουν για τα βιώματά τους στην πατριαρχική κοινωνία.

Το trailer του Last Night In Soho:

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured