Μπορεί στη χώρα μας να αργούμε λίγο να συντονιστούμε με το τι συμβαίνει μουσικά στον υπόλοιπο κόσμο σε επίπεδο νέων τάσεων, αλλά στη συναυλιακή κάλυψη της καυτής, βρετανοϊρλανδικής post-punk σκηνής τα έχουμε πάει περίφημα. Πρώτα οι Shame, μετά δις οι Fontaines D.C. και τώρα οι Murder Capital (φαντάζομαι σύντομα κοντά μας και οι Idles;), έχουν μεταδώσει εμφατικά το στίγμα τους στο εγχώριο κοινό. Οι Δουβλινέζοι πρωταγωνιστές της Πέμπτης, ωστόσο, ήρθαν στο καλύτερο timing απ' όλους: το εκπληκτικό ντεμπούτο τους When I Have Fears κυκλοφόρησε μόλις πριν έναν μήνα, ο κόσμος μαθαίνει τώρα να το αγαπάει και η μπάντα περιοδεύει κουβαλώντας μία λυσσαλέα, νεανική φλόγα, με την οποία και εκφράζει τις ανησυχίες της. 

Το σύνθημα δόθηκε από νωρίς, καθώς αρκετά άτομα είχαν μαζευτεί στο στενό της Ωγύγου περιμένοντας να ανοίξουν οι πόρτες της Death Disco –ορισμένα μάλιστα με μπλούζες των Idles. Έτσι oι Church Of The Sea, βγαίνοντας στην ώρα τους ως opening act ενός τριπλού bill, ευτύχησαν να παίξουν μπροστά σε κάπως περισσότερο κοινό από το συνηθισμένο σε ανάλογες περιπτώσεις. 

Στη σύντομη μα περιεκτική μισάωρη εμφάνισή τους, οι Church Of The Sea παρουσίασαν συνθέσεις από το ντεμπούτο EP Anywhere But Desert, το οποίο κυκλοφόρησε φέτος τόσο σε κασέτα, όσο και σε βινύλιο. Τα γυναικεία, σαν ψιθυριστές ψαλμωδίες, φωνητικά παρέπεμπαν αναπόφευκτα στην Chelsea Wolfe και, σε συνδυασμό με τον ηλεκτρονικό, βιομηχανίζοντα ήχο, προσέδιδαν πράγματι τελετουργικές διαστάσεις στην παρουσία του εγχώριου τρίο. Η ατμόσφαιρα που δημιούργησαν ήταν πυκνή και βυθιστική, αλλά θεωρώ πως χρειάζεται να δουλέψουν λίγο τις συνθέσεις τους ώστε να έχουν μία πιο ολοκληρωμένη πρόταση, σε μία κατά τ' άλλα ελπιδοφόρα για την εξέλιξή τους εμφάνιση.

Ομολογώ πως δεν είχα βιώσει ποτέ τη live εμπειρία των Screaming Fly, οπότε έμεινα κόκαλο με την ενέργεια, την εκρηκτικότητα και την ποιότητα που έβγαλαν καθ' όλη τη διάρκεια του 40άλεπτου set τους. Το ιστορικό τρίο της underground κουλτούρας της πόλης μπορεί να μετρά σχεδόν 3 δεκαετίες ζωής, αλλά μόλις φέτος κυκλοφόρησε τον 3ο –και πιθανώς καλύτερό του– δίσκο Trip To Venus. Βρισκόμενοι σε δαιμονιώδη φόρμα, έδωσαν μία υψηλών ταχυτήτων συναυλία αυθεντικού, κολασμένου rock 'n' roll. Επίσης, μου έκανε τρομερά θετική εντύπωση το πόσο δεμένοι παρουσιάστηκαν ως σύνολο, παρά τις αραιές τους ζωντανές εμφανίσεις· αλλά και το πόσο καλά κατάφεραν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο underground ήθος και στον overground επαγγελματισμό, κάτι που αντικειμενικά σπανίζει. Ενδεικτική του πόσο χορταστική υπήρξε η συναυλία τους, ήταν η αίσθηση που άφησε μετά το πέρας της πως δεν θα ακολουθήσει άλλο γκρουπ μετά απ' αυτούς.

Βέβαια δεν είχε έτσι η συνθήκη, καθώς η πραγματική αναμονή ήταν για τους Murder Capital· και η σχετική της παράταση για τις απαραίτητες τεχνικές προετοιμασίες, την ενέτεινε ακόμη περισσότερο. Μέσα σε αυτό το διάστημα η Death Disco βγήκε sold-out από νεαρές παρέες στα έμπροσθεν και γνωστές φάτσες της συναυλιακής ζωής της πόλης στα μετόπισθεν, ενώ ακούγονταν κυρίως κομμάτια από τους Fontaines D.C., αδελφική μπάντα των πρωταγωνιστών της βραδιάς. Λίγο μάλιστα πριν την είσοδό τους στη σκηνή, τα ηχεία άρχισαν να παίζουν το “Dear James” των Burn Out, γραμμένο για τον frontman των Murder Capital, James McGovern, από τον χαμένο φίλο του Paul Curran. Ο θάνατος του οποίου, τον χειμώνα του 2018, αποτέλεσε σοκ και κομβική στιγμή για το γκρουπ, πυροδοτώντας το να γράψει το ντεμπούτο του ως συναισθηματική αντίδραση.

Η ιστορία αυτή έχει σημασία, γιατί είναι ενδεικτική της ψυχής των Murder Capital. Τραγουδάνε για την αληθινή ανθρώπινη επικοινωνία, την καταπολέμηση της κοινωνικής αποξένωσης στη νέα τάξη πραγμάτων, την αποδοχή της ομορφιάς τριγύρω μας (όπως υπάρχει τη δεδομένη στιγμή), τραγουδάνε για τους ίδιους –γιατί, περισσότερο από μπάντα, είναι κολλητοί– τραγουδάνε για την πραγματική αγάπη. «Αυτοί είναι οι καλύτεροί μου φίλοι», μας εξηγεί κάποια στιγμή ο James McGovern, δείχνοντας τα υπόλοιπα μέλη, που άρχισαν να φιλιούνται και να αγκαλιάζονται πειραχτικά, για να σπάσουν το βάρος της περίστασης. Αυτή η τρυφερότητα αποτέλεσε το ένα μισό της εμφάνισης στη Death Disco, με τον ρομαντισμό συνθέσεων όπως το “On Twisted Ground”, το “Love, Love, Love” και με την επική, post-rock κορύφωση του “Slowdance II”, να ηλεκτρίζουν συναισθηματικά το κλίμα.

Στο άλλο μισό της συναυλίας, οι Ιρλανδοί αναδείχθηκαν σε φλογισμένους πάστορες ενός ωμού, ισοπεδωτικού post-punk ήχου, που έκρυβε μέσα του ωκεανούς λυρισμού και ποιητικότητας. Καθώς μάλιστα εμφανίστηκαν ντυμένοι σαν γκανγκστερική συμμορία που κάνει κουμάντο στο Δουβλίνο, οι συσχετισμοί με τη σειρά-φαινόμενο Peaky Blinders έγιναν αναπόφευκτοι: o μπασίστας Gabriel Paschal Blake, τρομερά συμπαθητική αλητόφατσα, πρέπει να περάσει άμεσα από casting. Αιχμή πάντως του δόρατος παρέμεινε ο κουστουμαρισμένος, επιβλητικός –μα και εύθραυστος– μπροστάρης James McGovern, ο οποίος και κατηύθυνε το γκρουπ ώστε να μας καταπιεί ολοκληρωτικά με το πάθος, τη δίψα και την επείγουσα ανάγκη εξωτερίκευσης του εσωτερικού τους σύμπαν.

Για να λέμε βέβαια όλη την αλήθεια, στο πρώτο διάστημα του live, τα τεχνικά προβλήματα και οι παύσεις ανάμεσα στα κομμάτια δεν τους επέτρεψαν κάτι τέτοιο, παρά τις προθέσεις. Με αποτέλεσμα φανταστικά τραγούδια όπως τα “For Everything” και “Don’t Cling To Life” να μην ακουστούν υπό τις ιδανικές συνθήκες. Ωστόσο από τη Slowdance δυάδα κι έπειτα ο ήχος έφτιαξε, η μπάντα απέβαλε το άγχος που είχε δημιουργηθεί, αφέθηκε στα ένστικτά της και απογείωσε την εμπειρία που μας προσέφερε, χτίζοντάς τη σταδιακά με τα υποδειγματικά στην εκτέλεσή τους “Green And Blue”, “More Is Less” και τελικά το “Feeling Fades”. Στο οποίο ο McGovern κατέβηκε από τη σκηνή μαζί με τον βασικό κιθαρίστα Damien Tuit, συμπαρασύροντας σε mini pit ακόμη και το πιο δυσκοίλιο κοινό της Αθήνας (τους ιντάδες, φυσικά). Παράλληλα, ο Blake είχε βουτήξει σε ένα κύμα χεριών, χαρίζοντάς μας αξέχαστες σκηνές.

Το live τελείωσε μετά από 45 λεπτά, η μπάντα αποχώρησε ατσαλάκωτη όπως ακριβώς μπήκε, το κοινό, ιδρωμένο, προσπαθούσε να καταλάβει πότε και πώς έγιναν όλα αυτά. Στο τέλος, έξω από τη Death Disco, ήθελες απλώς να πάρεις αγκαλιά τον αγαπημένο σου άνθρωπο. Η συναυλία των Murder Capital ήταν μία ωδή στην ελπίδα και την παρηγοριά. 

{youtube}tjrjMlpQnWU{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured