Ένα εντυπωσιακά πολυσυλλεκτικό σύμπαν δημιουργήθηκε την Τετάρτη στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, όπου το πλούσιο μουσικό πρόγραμμα της 1ης ημέρας του Plisskën Festival 2019 απέδειξε πως η Αθήνα καθόλου δεν δυσκολεύεται να παρτάρει μεσοβδόμαδα με acid beats, dark wave μπάσα, techno, house, ήχους της ερήμου, ενεργητική disco-funk και ό,τι άλλο ικανό να την κρατήσει ξύπνια μέχρι τις πρώτες ώρες της επόμενης (αν και εργάσιμης) ημέρας. 

Παρότι το πρόγραμμα προέβλεπε ζωντανές εμφανίσεις και DJ sets ήδη από τις 17:40, οι εργασιακές υποχρεώσεις μού επέτρεψαν να βρεθώ στο προαύλιο της Τεχνόπολης στις 20:00. Εκείνη την ώρα ο περίφημος DJ και παραγωγός της ηλεκτρονικής σκηνής από το Εκουαδόρ, Nicola Cruz, έστηνε σιγά-σιγά τη δική του μουσική παλέτα, με την οποία για 1 ώρα και 20 λεπτά θα διέγραφε χαλαρά beats, παντρεμένα με πνευστά και percussions από τα εξωτικά ηχοτοπία της Νότιας Αμερικής. Με κλιμακωτή βύθιση σε ρυθμικές μονοτονίες, αλλά και με την εύρεση των κατάλληλων μελωδικών διεξόδων για να εισάγει τα γοητευτικά του μπάσα, η χορευτική electronica του Cruz έδωσε στο απόγευμα της Τετάρτης τη δροσιστική πινελιά που χρειαζόταν· και ο κόσμος φαινόταν να το απολαμβάνει.

Κι ενώ στην κεντρική σκηνή της Τεχνόπολης επικρατούσε καλοκαιρινή, ανάλαφρη διάθεση, στο σκοτεινό Tunnel λυσσομανούσε ο χαοτικός ήχος των Giant Swan –του διδύμου από το Μπρίστολ, που από τις 20:30 κατέκλυσε με την ενέργεια και το νευρικό του εκτόπισμα τη δεύτερη από τις τρεις σκηνές του Plisskën. Χορεύοντας μανιωδώς πάνω από τις κονσόλες, με strobe lights και επιθετική noise διάθεση, προσέλκυσαν αρκετό κόσμο, ο οποίος βρισκόταν ωστόσο σε μια διαρκή κινητικότητα. Παρόλο που η διαμόρφωση του χώρου βοήθησε ιδιαίτερα στη συσκότισή του, ενδεχομένως η εμφάνιση των Giant Swan πριν τη δύση του ηλίου να αποτέλεσε μια κάπως «σκληρή» επιλογή· χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είχε τους υποστηρικτές της. 

Η πρώτη εντυπωσιακή εμφάνιση του φετινού Plisskën ήρθε γύρω στις 21:40, όταν το πολυαναμενόμενο σχήμα των Tinariwen –των Τουαρέγκ μουσικών από το βόρειο Μάλι– έφερε τον ήχο της Σαχάρας στην κεντρική σκηνή της Τεχνόπολης. Με παραδοσιακή ενδυμασία, εγκάρδια διάθεση και ζεστά χαμόγελα, τα οποία έλαμπαν ακόμα και κάτω από τα πλούσια και σφιχτοδεμένα τους τουρμπάνια, ξεκίνησαν ένα οδοιπορικό στους αργόσυρτους ρυθμούς της ερήμου. Οι πρώτοι κιθαρισμοί δέχτηκαν το θερμό χειροκρότημα του κόσμου, ενώ οι μελωδικές πολυφωνίες συνθέσανε ένα πολύ όμορφο αίσθημα ευφορίας και αγαλλίασης. Στοιχεία που κοινωνούνταν ομοιόμορφα στο κοινό, ακόμα κι αν δεν αναγνώριζε λέξη από την Ταμασέκ γλώσσα τους. 

Η αυθεντικότητα και η ταπεινότητα με την οποία οι Tinariwen συνάντησαν το αθηναϊκό κοινό ήταν επομένως και τα στοιχεία εκείνα που το κατέκτησαν. Ακόμα κι αν τα πιο γρήγορα και χορευτικά τους συναυλιακά στιγμιότυπα φάνηκαν να ξεσηκώνουν φωνές και ρυθμικό χειροκρότημα, οι Tinariwen δεν ακολούθησαν κάποια συνταγή υπερβάλλουσας φεστιβαλικής διάθεσης. Αντιθέτως, έπαιξαν το δικό τους παιχνίδι, στον δικό τους χρόνο, με το αβίαστο της μουσικότητας και της αισθητικής τους. 

Κι ενώ η μουσική των Tinariwen κατάφερε να αποκόψει το κοινό από ό,τι μπορεί να συνέβαινε στους υπόλοιπους χώρους, η επιστροφή στη σκηνή του Tunnel και ο ήχος των Lebanon Hanover –με dark wave και industrial στοιχεία– αρκούσαν να σε επαναφέρουν σε μια διαφορετική πραγματικότητα. Παρόλα αυτά, η ασφυκτική ατμόσφαιρα, ο πολύς κόσμος και η αφόρητη ζέστη, σε συνδυασμό με τα υπερβολικά εφέ ομίχλης, έκαναν την απόλαυσή τους αρκετά δύσκολο επίτευγμα. Έτσι οι αντοχές κράτησαν μόνο για 2 με 3 κομμάτια, τα οποία ομολογουμένως χάθηκαν εξαιτίας ενός άστοχου συνδυασμού πολύ δυνατών drum beats και απόκοσμων φωνητικών. Τόσο απόκοσμων, ώστε χάνονταν παντελώς στην ακουστική του Tunnel. 

Η αποπνικτική ατμόσφαιρα του Tunnel έδωσε πάντως μια καλή πάσα για ένα πέρασμα από το υπόγειο του Aquarium· της τρίτης δηλαδή σκηνής του φετινού Plisskën, όπου είχαν βρει το λαγούμι τους η house και η techno πλευρά της βραδιάς, υπό τα βαριά acid beats και τους ηλεκτρονικούς ήχους του Ολλανδού Interstellar Funk. Το σκοτεινό Aquarium ήταν άλλωστε η τέλεια συνθήκη για τον κόσμο που ήθελε να χορέψει, να απομονωθεί, να απολαύσει μια πιο εγκεφαλική, μηχανική, συναισθηματικά αποστειρωμένη έκφανση των ηλεκτρονικών, η οποία είχε κι αυτή βέβαια τους οπαδούς της. 

Στις 23:00 το πρόγραμμα καλούσε ξανά τον κόσμο στην κεντρική σκηνή της Τεχνόπολης για την υποδοχή των Jungle, του φαντασμαγορικού αυτού επταμελούς soul-funk σχήματος από το Λονδίνο, το οποίο ήρθε για πρώτη φορά στη χώρα μας, κερδίζοντας δικαιωματικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο της 1ης ημέρας του Plisskën 2019. 

Με 25 λεπτά καθυστέρηση, την οποία τους συγχωρούσες ωστόσο από το πρώτο δευτερόλεπτο (κυρίως λόγω του απαιτητικού στησίματος της σκηνής) αλλά και χάρη στην εντυπωσιακή τους εισαγωγή, οι Jungle πρόσθεσαν την κατάλληλη δόση groove και χορευτικής διάθεσης που έλειπε από οποιοδήποτε όνομα παρακολουθήσαμε ως εκείνη την ώρα. Οι μαύρες σιλουέτες τους στάθηκαν μπροστά από εκτυφλωτικά φώτα, τα κρουστά του “Smile” έδωσαν το εναρκτήριο σήμα και η φωνή των Jungle –που τι κι αν έβγαινε από τέσσερα στόματα, ηχούσε ανατριχιαστική και αβίαστη σαν μία– εξαπλώθηκε σχεδόν επιδημικά στο κοινό, πυροδοτώντας το απόλυτο γκρουβάρισμα

Με εντυπωσιακή ενέργεια και πολύ ενθουσιασμό για την πρώτη τους επίσκεψη στη χώρα μας, οι Jungle έδωσαν μια πραγματικά ξεχωριστή εμφάνιση, φέρνοντας τη soul στο προσκήνιο, αναμειγνύοντάς τη με χορευτικά στοιχεία funk και disco και εκτοπίζοντάς τη στην κορυφή των οπτικοακουστικών εμπειριών της ημέρας. Κοφτά κλεισίματα, εκρηκτικές εκκινήσεις, περίτεχνες γέφυρες και πλούσιες ενορχηστρώσεις στα δημοφιλέστερα κομμάτια τους –μεταξύ των οποίων ακούσαμε τα “Cherry”, “Pray”, “Platoon”, “Casio”, “Drop” και “Heavy, California”– οι Jungle αποδείχθηκαν θέαμα φαινόμενο, μα και ευχάριστο «outsider». Όπως ήταν άλλωστε και οι Tinariwen, για τα πιο underground και ηλεκτρονικά δεδομένα του Plisskën Festival. 

Παράλληλα, φευγάτες ματιές στις άλλες δύο σκηνές του φεστιβάλ –αν και ήταν πραγματικά δύσκολος ο αποχωρισμός από τους Jungle– μας μετέφεραν σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Από τη μία, ο Γάλλος Rone στροβίλιζε τον κόσμο στο Tunnel σε χορούς, σαν ακούραστος δρομέας πάνω από την κονσόλα του, εξαπλώνοντας ένα ωστικό κύμα house αισθητικής από υπόκωφα μπάσα και ambient ήχους. Παράλληλα, το ντουέτο των Khidja από το Βουκουρέστι εδραίωνε τη δική του «decadance» κατάσταση, σφυροκοπώντας το υπόγειο του Aquarium με σκληρά beats. Τα οποία υποδέχονταν όλο και περισσότερο κόσμο –και μάλιστα μεγάλου ηλιακού εύρους– ειδικά μετά το τέλος της εμφάνισης των Jungle, οπότε και έληξε ουσιαστικά το πρόγραμμα της κεντρικής σκηνής. 

Για το φινάλε της (δικής μου) βραδιάς έμεινε η 42χρονη DJ από το Κεντάκι των Ηνωμένων Πολιτειών, The Black Madonna, που με εκείνο το mix στο “Rock Creek Park” των Blackbyrds με έκανε να θέλω να ξεχάσω το πρωινό ξύπνημα της επόμενης ημέρας. Και δεν ήμουν η μόνη, αφού η house της γέμισε το Tunnel, δημιουργώντας μια κατάσταση «after». Χορεύοντας και η ίδια πίσω από τις κονσόλες της, η Marea Stamper φάνηκε να αισθάνεται ότι ο χώρος της ανήκει, ενώ ήξερε ακριβώς τι θα φέρει αναστάτωση και θα ανεβάσει τη λίμπιντο του κοινού. 

Κρίνοντας λοιπόν από τον κόσμο που συνάντησα, αλλά και όσον άφησα πίσω μου φεύγοντας γύρω στη 1:00, θα έλεγα ότι η απόπειρα του φετινού Plisskën να παρτάρει μεσοβδόμαδα δεν βρήκε «τοίχο» από το αθηναϊκό κοινό. Αντιθέτως τιμήθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό, με τις τρεις σκηνές να αποτελούν ετερόκλητους μεν, αστείρευτους δε πυρήνες ενέργειας και κινητικότητας του πλήθους, που συνέχισε να χορεύει σε ένα πρόγραμμα που θα κρατούσε μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.   

{youtube}SLyMILw8moo{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured