Οι black metal συναυλίες είναι στοίχημα επίφοβο τη σημερινή εποχή, μιας και η μερίδα που έμπρακτα στηρίζει τη σκηνή φαντάζει απελπιστικά μικρή εν συγκρίσει με όσους φαινομενικά ασχολούνται. Οι πωλήσεις δίσκων πέφτουν, τα live αντλούν ενδιαφέρον μόνο όταν αφορούν κάποιο εδραιωμένο όνομα, ενώ και οι περισσότεροι διοργανωτές έχουν αποτραβήξει το ενδιαφέρον τους· ανάμεσα στους λίγους υποστηρικτές, απομένουν την παρούσα στιγμή τα δύο αδέρφια του δισκοπωλείου Bowel of Noise. Έτσι, όπως συνέβη και κατά την πρώτη επίσκεψη των Φινλανδών Archgoat το 2008, η νέα τους επέλαση στην Αθήνα προς υποστήριξη του πρόσφατου Luciferian Crown επήλθε ξανά υπό τη δική τους αιγίδα.

65cArchg_2.png

To Temple φάνηκε να γεμίζει ευνοϊκά ήδη από το support set των Αθηναίων Embrace Οf Thorns. Μιας μπάντας που έχτισε τον δικό της μύθο χάρη στη συνέπεια των δισκογραφικών ραντεβού, μαζί με όσες συναυλιακές περιστάσεις επέφεραν αυτά. Δεν θα ήταν μάλιστα υπερβολή αν τους κατονομάζαμε ως περίπτωση που αντλεί αξιοσημείωτο ενδιαφέρον από τη δική της οπαδική δεξαμενή, με τρόπο τέτοιον, ώστε τελικά να αναδειχθούν ως co-headliners της βραδιάς. Για την ακρίβεια, και τα δύο γκρουπ παρέμειναν στη σκηνή για ακριβώς 50 λεπτά, διάρκεια ικανή να γεμίσει με βλοσυρά συναισθήματα τον κάθε παρευρισκόμενο που βυθίστηκε στις ανηλεείς τους επιθέσεις.

65cArchg_3.png

Το άλλο αξιοσημείωτο με την περίπτωση των Embrace Οf Thorns είναι πως, με κάθε αλλαγή στο line-up, δείχνουν να ενισχύονται, αντί να χάνουν έδαφος στην πυράκτωση των σκοτεινών τους ενστίκτων. Ενδεχομένως, σημαντικό ρόλο να διαδραμάτισε η περσινή τους προσπάθεια ονόματι Scorn Aesthetics, η οποία εισήγαγε ορισμένα ζωογόνα στοιχεία σε μια συνταγή που δείχνει να ανασύρεται μακριά από οποιονδήποτε κίνδυνο πιθανής στασιμότητας. Έτσι, βασισμένοι τόσο στο νέο υλικό, όσο και στο παλαιότερο, παρουσίασαν ένα άριστα ισοσταθμισμένο set, το οποίο περνούσε σκιερά μέσα από διαφορετικές εποχές, βασισμένο στην κοινή, πηγαία πυγμή τους. Αν υπάρχει ένα στοιχείο ανέγγιχτο στο μοχθηρό σθένος του εγχώριου γκρουπ, δεν αφορά παρά τη μετωπική πρόκληση μιας επαγρύπνησης συναισθημάτων τόσο αιμοβόρων, όσο και επικίνδυνων στην αντίληψη του απλού ανθρώπινου νου.

64tArchg_4.jpg

Οι Archgoat, από την πλευρά τους, επιβιβάστηκαν στη σκηνή του Temple δίχως soundcheck, με σκοπό να τεστάρουν τη δυναμική τους μέσα σε ένα διάστημα 3 με 4 λεπτών. Στοιχείο διόλου παράλογο, μιας και αποτελούν συγκρότημα πολυέμπειρο, φέροντας πλήρη γνώση των διάφορων πτυχών του ήχου τους και των προδιαγραφών που απαιτούνται.

Ως αποτέλεσμα, έμελλε να μας χαρίσουν έναν σφριγηλό, διαυγή και συνάμα δυναμικό ήχο, σε βαθμό που κάθε όργανο της μίξης έφερε τη δική του σφραγίδα, σε μια σύζευξη απειλητική στις αισθήσεις των υποψιασμένων θεατών. Ο δε γεμάτος όγκος υποβοήθησε τόσο την υπερηχητική bestial πυγμή, όσο και τα αργά groovy σημεία, μέσα από τα οποία οι ευφάνταστες μπασογραμμές του Lord Angelslayer κραταιά μεσουρανούσαν σε εντυπώσεις.

64tArchg_5.jpg

Όπως προαναφέρθηκε, οι Archgoat ξεχειλίζουν από εμπειρία, όντας μία από τις ηγετικές δυνάμεις του black/death στη bestial επιδραστικότητα του υλικού τους. Παρόλα αυτά, η αρχαϊκή σατανίλα τους αποτέλεσε ξανά έναν εύστοχο συνδυασμό των διαφορετικών όψεων μιας καθόλα σηπτικής μεταδοτικότητας. Τα ευθύβολα, καλπάζοντα μέρη ήσαν ανελέητα, δαιμονισμένα από βλοσυρότητα και πλήρη απουσία αέρα. Την ίδια στιγμή, τα mid-tempo περάσματα διακατέχονταν από σκοταδιστική μαγνητικότητα, λες και προσέλκυαν τον νου του ακροατή σε ένα βαθύ, ανήλιαγο πηγάδι. Εκεί ακριβώς έδεναν πάνω τους και τα απόκοσμα πλήκτρα, ως ψαλμωδίες μιας Σατανικής Αποκάλυψης, από τις σκιές της οποίας δεν κατάφερε να διαφύγει η παραμικρή υποψία φωτός. Πολύ απλά, το κοινό στοιχείο στις δομές των Archgoat είναι η διόγκωση ενός αέναα εντεινόμενου vibe, στα χνάρια του οποίου τα αργά μέρη εκκολάπτουν το ίδιο συναίσθημα, αντί ευθαρσώς να το αποφορτίζουν.

Παρότι η 3η κατά σειρά επίσκεψη των Φινλανδών στην Αθήνα στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, ως μοναδικό παράδοξο έμεινε το ότι τα 50 λεπτά της παρουσίας τους φάνταζαν απελπιστικά λειψά για τις επιδράσεις του πλούσιου σε ντεσιμπέλ ήχου τους. Για την ακρίβεια, οι δείκτες του ρολογιού μετακινούνταν ανεπαίσθητα, σε σημείο η εμφάνιση να φαντάζει ως μισάωρο σφηνάκι, αντί μιας πλήρους παρουσίασης της βέβηλης παρακαταθήκης τους. Ένα επιπλέον 20άλεπτο ίσως λοιπόν να φάνταζε ιδανικό για την πλήρωση των οπαδικών συναισθημάτων, τα οποία άφησαν ένα κοινό σύσσωμα αμετάπειστο, να κραυγάζει για την επέλαση ενός πιθανού encore.

Αλλά, όπως έχουμε διαπιστώσει και στο παρελθόν, τα εκτελεστικά δεδομένα της black/death μουσικής φαντάζουν συχνά απαιτητικά, και ενδέχεται έτσι να σημειώσουν ανεπιθύμητες μικρές κοιλιές σε επιδόσεις μεγαλύτερες σε διάρκεια.

{youtube}ilgQIplsqso{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured