Το Tectonics είναι ένα διεθνές φεστιβάλ, το οποίο ξεκίνησε το 2012 στην Ισλανδίατο μοναδικό χερσαίο σημείο συνάντησης των τεκτονικών πλακών Ευρασίας και Βορείου Αμερικής», όπως επισημαίνεται στο πληροφοριακό δελτίο) και έχει έκτοτε βρεθεί σε Σκωτία, Η.Π.Α., Νορβηγία, Ισραήλ και Αυστραλία. Ιθύνων νους είναι ο φημισμένος Ισραηλινός μαέστρος Ilan Volkov και καταστατικός σκοπός η συνάντηση της συμφωνικής μουσικής με τον πειραματισμό.

83bTecton2_2.jpg

83bTecton2_3.jpg

Κι ενώ συνέβησαν πολλά και ενδιαφέροντα στο τριήμερο της διάρκειάς του (π.χ. η συναυλία της Ellen Fullman με το 25μετρο έγχορδό της στη Διπλάρειο Σχολή την Παρασκευή, η σπάνια εμφάνιση του Ghédalia Tezartès το Σαββάτο στη μικρή σκηνή ή η παρουσία του Nate Young των Wolf Eyes την Κυριακή στον ίδιο χώρο), λόγοι …ανωτέρας βίας δεν μας επέτρεψαν να παρακολουθήσουμε παρά μόνο τις κεντρικές συναυλίες του φεστιβάλ. Αρχή, λοιπόν, με τη συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών το Σάββατο, υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Volkov, σε έργα των Γιάννη Κυριακίδη, Morton Feldman, Γιάννη Χρήστου και Christopher Fox.

Υποψιάζομαι, βέβαια, πως ικανός αριθμός των παρισταμένων (εμού συμπεριλαμβανομένου) βρέθηκε στο κεντρικό αμφιθέατρο της Στέγης εξαιτίας του αξιότιμου Fred Frith, ο οποίος θα εμφανιζόταν ως σολίστ στο έργο του Fox. Κι ενώ ο σπουδαίος Άγγλος κιθαρίστας στάθηκε όντως αντάξιος της φήμης του, τις εντυπώσεις νομίζω πως έκλεψε το τρίτο μέρος, με την “Εναντιοδρομία” του Γιάννη Χρήστου.

Υποψιάζομαι, επίσης (χωρίς, η αλήθεια είναι, να έχω παρακολουθήσει ιδιαίτερα το έργο της ΚΟΑ), ότι μια τέτοια συναυλία, με έργα «σύγχρονης» (όπως συνηθίζουμε να λέμε) μουσικής, θα πρέπει να ήταν αρκετά έξω από τα νερά της ορχήστρας. Μου έκανε εντύπωση δηλαδή η ένταση με την οποία ο Volkov κατηύθυνε τους μουσικούς στα πυκνά μέρη της “Εναντιοδρομίας”· διότι ναι μεν έκανε φανερό το πάθος με το οποίο ο μαέστρος έμπαινε μέσα στη σύνθεση του Χρήστου, αλλά ήταν και λίγο σαν να το επιστράτευε για να δώσει στους μουσικούς να καταλάβουν πώς λειτουργεί η μουσική, η περίεργη παρτιτούρα της και τα περιθώρια ελευθερίας που αφήνει μέσα της ο συνθέτης. Ορισμένα αυστηρά νεύματα του μαέστρου υπέθετες ότι περίπου έλεγαν: «δώστε λίγο νεύρο παραπάνω, τι περιμένετε;»

Ακόμα πάντως και αν ισχύει αυτή η απόσταση μεταξύ μουσικών και μουσικού αντικειμένου, η εκτέλεση της “Εναντιοδρομίας” δεν έχασε τίποτα από τη συγκλονιστική ροή του κειμένου του Χρήστου: ούτε το ξεκίνημα από τη σχεδόν-σιωπή, ούτε και τα σταδιακά ανεβάσματα μέχρι το ξέσπασμα ενός αρχέγονου δυναμισμού, πολύ παραστατικού με μία ορχήστρα 40-50 οργάνων και ίσως ανάλογου με εκείνον του Stravisky στην “Ιεροτελεστία της Άνοιξης”, που τόσο σάλο είχε προκαλέσει στο Παρίσι του 1913. Κι ύστερα από ένα τέτοιο διονυσιακό πανηγύρι, όπου οι νότες ξεχύνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, να έρχεται η απόλυτη σιωπή, χρονομετρημένη στο κατέβασμα του αριστερού χεριού του μαέστρου· και ένα ιδιοφυές τελείωμα, με επιστροφή στη σχεδόν-σιωπή και στις ανεπαίσθητες δοξαριές των βιολιών. Δικαίως στο τέλος του δράματος, η ορχήστρα κι ο μαέστρος της απέσπασαν το πιο ζεστό και παρατεταμένο χειροκρότημα της βραδιάς.

83bTecton2_4.jpg

Η οποία είχε ξεκινήσει εξαιρετικά, με το έργο “Der Komponist” του Γιάννη Κυριακίδη. Αρκετά διαφορετικό από τα όσα κυκλοφορεί ο Κύπριος συνθέτης μέσω του label που τρέχει (της Unsound) το κομμάτι βασίζεται σε μία φράση του συνθέτη Helmut Lachenmann που υπογραμμίζει ίσως την επιτελεστική δυναμική της μουσικής: «Ο συνθέτης, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει τίποτα να πει, ο συνθέτης πρέπει να κάνει κάτι και οτιδήποτε κάνει, αυτό θα λέει περισσότερα απ’ όσα μπορεί ο ίδιος να πει… θα πρέπει επίσης να λέει κάτι και στον ίδιο»· και το «βασίζεται» είναι κυριολεκτικό, αφού τα μουσικά μοτίβα του Κυριακίδη βασίστηκαν στην ανάλυση της φωνή του Lachenmann στον υπολογιστή του (ακουγόταν σε θραύσματα σε διάφορα σημεία του κομματιού). Στην πράξη, η μουσική ήταν κατά βάση διακριτική, με εξαιρετικές χαμηλότονες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων της ορχήστρας και με λίγα –αλλά καίρια– σημεία έντασης.

Από αρκετά διαφορετικό δρόμο, μια παρόμοια στρατηγική ακολουθούσε και το “Turfan Fragments” του Morton Feldman. Κι εδώ πολλά από τα θέματα ήταν δηλαδή σχεδόν ανεπαίσθητα, με την ορχήστρα (αν και σχεδόν μισή σε αυτό το κομμάτι) να υφαίνει έναν ζωηρό μικρόκοσμο, αρκετά ευαίσθητο στις λεπτές διακυμάνσεις της έντασης.

Όταν τελικά έφτασε η ώρα για το τέταρτο και τελευταίο μέρος, η εμφάνιση του Frith στη σκηνή μού προξένησε σαφώς λιγότερο ενθουσιασμό απ’ όσο υπολόγιζα όταν κατηφόριζα τη Συγγρού αργά το απόγευμα. Θα έπρεπε να συμβεί κάτι συγκλονιστικό για να γίνει αυτό το μέρος το highlight της βραδιάς, μετά τη θριαμβευτική εκτέλεση των “Εναντιοδρομιών”. Νομίζω πως δεν συνέβη, αν και τελικά λίγη σημασία έχει.

Η σύνθεση του Fox (“Topophony”) έχει το ενδιαφέρον της γιατί σε όλα τα παραπάνω βάζει στο κέντρο τον ρόλο του αυτοσχεδιαστή και τη διάδρασή του με τη συμφωνική ορχήστρα. Βάζει δηλαδή τον αυτοσχεδιασμό στο κέντρο ενός περιβάλλοντος στο οποίο σίγουρα δεν αποτελεί την πρώτη επιλογή. Και με έναν μουσικό σαν τον Fred Frith σε τέτοιον ρόλο, λίγα πράγματα μπορούν να πάνε στραβά.

Με τα ελάσματα, τα καρφιά και τα υπόλοιπα σύνεργα που προσάρμοζε πάνω στην ηλεκτρική του κιθάρα (στάνταρ εξοπλισμός του παιξίματός του, μαζί φυσικά με πιο «κανονικά» σημεία), ο Frith κατάφερε να παίξει τον διττό του ρόλο: σύντροφος και συνοδός της ορχήστρας, αλλά και ξενιστής της. Χωρίς τις εμφατικές κορυφώσεις, αλλά –και εδώ– με αρκετές διακυμάνσεις και με διαρκή εναλλαγή στην εστίαση της προσοχής (από τη φαντασία του αυτοσχεδιαστή στην ορχήστρα και το ενορχηστρωτικό της βάθος), το “Topophony”, η ΚΟΑ, ο Ilan Volkov και βεβαίως ο Fred Frith κέρδισαν άλλο ένα δίκαιο και ζεστό χειροκρότημα.  

{youtube}unJkTDvbefU{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured