Δεν ήμουν πιστός. Ή, για την ακρίβεια, όχι τόσο ώστε να κάνω 336 χιλιόμετρα αυθημερόν υπό βροχή και σκοτάδι στον αυτοκινητόδρομο M6 για χάρη τους. Αλλά εκείνη επέμενε εκβιαστικά ότι έπρεπε –ΕΠΡΕΠΕ!– να τους δει. Το δίδυμο από τη Βαλτιμόρη με τον κωδικό Beach House έβγαλε καινούριο άλμπουμ τέλη Αυγούστου (δες εδώ), ακόμα πιο καινούριο (και καλύτερο;) πριν από δύο βδομάδες (Thank Your Lucky Stars) και ξεκίνησε παγκόσμια περιοδεία άμεσα, με τον αυγουστιάτικο τίτλο Depression Cherry

Για την 3η τους βρετανική στάση, το Μάντσεστερ, επέλεξαν έναν από τους μεσαίους σε μέγεθος χώρους με συναυλιακό πεντιγκρί (The Ritz), αν και η τωρινή του κατάσταση δεν εμπνέει ιδιαίτερα αισθήματα συγκίνησης. Από την άλλη, το κοινό που μάζεψαν βράδυ Τρίτης με ψιλόβροχο ήταν ενθαρρυντικό από πλευράς προσέλευσης, με τη γνωστή γκάμα από ξέμπαρκα χιπστεροεναλλακτικά 20άχρονα μέχρι πεπειραμένους ινστρούχτορες τύπου «έχω-30.000-βινύλια/τους-είχα-δει-και-στο-ξεκίνημά-τους-στο-Μέριλαντ/είναι-shoegaze-αλλά-δεν-το-ξέρουν»

Beachh_2.jpg

Το support, ένας συνεσταλμένος Κινεζοαμερικάνος, εμφανίστηκε με μια ηλεκτρική κιθάρα, συστήθηκε ως Dustin Wong (Ponytail, Ecstatic Sunshine) και, αφού κατάφερε να φορέσει τα ακουστικά του, ξεκίνησε να παίζει κάποια ακόρντα. Μετά από 15 δεύτερα σταμάτησε να παίζει, αλλά τα ακόρντα συνέχιζαν να ακούγονται σε λούπα. Πατώντας πάνω της, έπαιξε άλλα, τα οποία προστέθηκαν ως δεύτερη λούπα –και πάει λέγοντας. Συνέχισε έτσι για περίπου μισή ώρα, με παραμορφώσεις και λούπες, χωρίς κενά ανάμεσα στα κομμάτια, εναλλάσσοντας ηχοτοπία. 

Και ενώ η προσέγγισή του αρχικά αντιμετωπίστηκε από το απαιτητικό κοινό του αγγλικού βορρά με έκπληξη και εν συνεχεία με ένα μάλλον δύσπιστο «χμ...», τελικά ο Wong το πέρασε το μήνυμά του και είπε την ιστορία του· όχι ευθέως βέβαια, αλλά την είπε. Τίμια και με την απαιτούμενη δόση αθωότητας. Και οι απανταχού μοναχικοί καλλιτέχνες (στα όρια του κοινωνικού αποκλεισμού) αναγνώρισαν έναν νέο ήρωα/συνοδοιπόρο άνευ μπέρτας, ο οποίος ακούγεται δυνατά χωρίς να φωνάζει. Το κοινό ζεστάθηκε λοιπόν επαρκώς και ο Wong έφυγε από τη σκηνή όπως ήρθε: το ίδιο μαλακά, σίγουρα εφιδρωμένος, αλλά και εμφανώς ευγνώμων για την αποδοχή, δέσμιος της ασιατικής καταγωγής/απωανατολίτικης ανατροφής του.

Beachh_3.jpg

Σύντομο διάλειμμα και στη σκηνή βγαίνουν η Victoria Legrand και ο Alex Scally, με δανεικό μπάσο (Skyler Skjelset, των Fleet Foxes) και τύμπανα (Graham Hill, των Papercuts), ξεκινώντας το σετάκι χαλαρά κι ωραία με το "Levitation", όπως δηλαδή ξεκινάει και το προτελευταίο (πλέον) άλμπουμ. Συνέχισαν εναλλάσσοντας κομμάτια από τον αυγουστιάτικο δίσκο ("Space Song", "Sparks", "PPP", "Beyond Love") και το παρελθόν τους ("Gila", "10 Mile Stereo", "Myth"), ενώ δοκιμάστηκαν και σε δύο από το τελευταίο δημιούργημα, με το "All Your Yeahs" σε παγκόσμια πρώτη (αφήνοντας εκτός το στανταράκι "Wishes", δημιουργώντας παράπονα στην πιστή). 14+2 στο encore, σύνολο 16 κομμάτια, με το παραληρηματικό "Irene" στα κάγκελα για γκαζωμένο φινάλε

Beachh_4.jpg

Ενστάσεις; Φυσικά. Κάποιος θα μπορούσε να απογοητευτεί με τη μηδενική σκηνική παρουσία, να δυσανασχετήσει με τη μιάμιση ώρα στο ημίφως (ακόμα και όταν σποραδικά πέφτει πάνω τους μια πρόχειρη βιντεοπροβολή με κάτι-που-θυμίζει-περιστέρια), να χαρακτηρίσει τα led-αστράκια που άναψαν ως φόντο σε 2-3 κομμάτια ως «καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς» (τα οποία, παρεμπιπτόντως, οι ιθαγενείς εκτίμησαν δεόντως), να κρίνει τον ήχο στην αρένα ανεπαρκή. 

Beachh_5.jpg

Υπερβολές. Εκτός αν κάποιος περίμενε να παρακολουθήσει ένα επικό σόου επιπέδου Muse, πράγμα το οποίο δεν αποτελεί λογική προσμονή με βάση τον ήχο των άλμπουμ των Beach House, αλλά λανθάνουσα προσδοκία. Η (δική μου) αλήθεια είναι ότι αυτό το κράμα Mazzy Star και Μ83, αυτή η άσκηση ισορροπίας μεταξύ μεταρομαντικών φωνητικών (ενίοτε με βραχνάδα=ωμότητα) και στακάτων τυμπάνων, η ταυτόχρονη επίκληση των Cocteau Twins και της Nico, δεν απαιτεί τη Legrand στο μπροστινό μέρος της σκηνής, ούτε πολύ μπλα-μπλα με το κοινό, ούτε καραγκιοζιλίκια από τους μουσικούς. 

Beachh_6.jpg

Η συμπεριφορά της, ως έχει, είναι λοιπόν πειστική, φυσιολογική, και πέρα για πέρα δικαιολογημένη από/συνεπής με το είδος της αφήγησής της. Το μουσικό αναλόγο της γάτας του Schrödinger –παίζουν και δεν παίζουν για το κοινό, νιώθουν και δεν νιώθουν το γουργουρητό της ικανοποίησης από κάτω– δύσκολα θα μπορούσε να λειτουργήσει αλλιώς· κι αυτό όχι από άποψη, αλλά λόγω φύσης. Ακόμα και όταν αφέθηκε στο encore κατά τη διάρκεια του "Saltwater" σε μια αναπάντεχα δυναμική σωματική έκφραση, στροβιλίζοντας το μαλλί ωρολογιακά, παρέμεινε εντός κόνσεπτ: παρακολουθούμε την πρόβα μιας μπάντας στο γκαράζ της, με τη διαφορά ότι έχουν μεγαλύτερους ενισχυτές και περισσότερους αδιάκριτους χειροκροτητές.

Beachh_7.jpg

Εν κατακλείδι και εν συντομία, οι Beach House στέκονται άνετα στο ύψος των περιστάσεων και προσφέρουν αυτό ακριβώς που θα 'πρεπε κανείς να περιμένει από μια ζωντανή εκτέλεση των κομματιών τους: τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Θα παίξουν γιατί θέλουν, θα παίζαν ούτως ή άλλως, κάνουν περιοδεία με τους δικούς τους όρους, παλεύουν με τον καταπιεστικό, αυτιστικό εαυτό τους, και η ανοχή της παρουσίας τρίτων ως κοινό ίσως να μετριέται στα θετικά, αλλά δεν αποτελεί ζητούμενο (ποσώ δε μάλλον αυτοσκοπό). 

Και εγώ, τουλάχιστον, είμαι πλέον περισσότερο πιστός.

{youtube}wy5iwc1NwXg{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured