Η πρώτη μέρα του Plisskën είχε ορισμένες καθυστερήσεις στο χρονοδιάγραμμα, είχε τη Republic σκηνή να υποφέρει λόγω του βούρκου που δημιούργησε η αναπάντεχη πρωινή μπόρα (με αποτέλεσμα όσοι δεν προλάβαιναν να πάνε μπροστά να μη μπορούν να σταθούν εντός της κύριας έκτασης), μα και κάποιους τυμπανιστές οι οποίοι μας παίρνανε τα αυτιά χωρίς λόγο κάθε που γινόταν διάλειμμα από τις μουσικές δραστηριότητες –η ιδέα κρίνεται κακή και, ειδικά πριν την εμφάνιση της Pharmakon στο Aquarium, δεν ήταν καθόλου λίγοι όσοι τους βλαστήμησαν.

Όλα όμως κατά τα λοιπά κύλησαν ρολόι, χωρίς παράλογες καθυστερήσεις στα εξυπηρετικότατα μπαρ, χωρίς ουρές στις τουαλέτες και με κάμποσες, νόστιμες επιλογές σε ό,τι αφορούσε φαγητό/γλυκό (τα προφιτερόλ τα έσπασαν!). Η προσέλευση βέβαια θα μπορούσε να ήταν και μεγαλύτερη και μάλλον τη χρειαζόταν το φεστιβάλ. Ήρθε όμως κόσμος καλά «διαβασμένος» στις ανοιχτωσιές του Ελληνικού Κόσμου, που από νωρίς αδημονούσε για τις Savages και αποδείχθηκε ολόσωστος: η Jehnny Bath και η παρέα της σάρωσαν στην κεντρική σκηνή, αναδεικνυόμενες σε αδιαφιλονίκητες πρωταγωνίστριες της πρώτης μέρας...

Plissken151_2.jpg

BUKE AND GASE (Republic stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα

To αμερικανικό ντουέτο το στέφω «αδικημένο ηχητικό σύνολο του διημέρου» μιας και τους ακούσαμε μόλις 30 νοματαίοι, κάτω από ντάλα ήλιο και στο Republic stage που είχε ακόμα λακκούβες με βρόχινο νερό, ένεκα της μεσημεριανής καταιγίδας –παρ' όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του προσωπικού της παραγωγής να καλυφθούν. Τίποτα πάντως από αυτά δεν μείωσε την απόλαυσή μας. Custom όργανα, πλειάδα από παραμορφωτές και στο βάθος folk. Μια folk όμως τόσο ευλύγιστη, ώστε ηχούσε αρκούντως σημερινή, χωρίς να χάνει τη λυρικότητά της.

Plissken151_3.jpg

STRAND OF OAKS (Main stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα

Η περίπτωση του εκ Φιλαδέλφειας ορμώμενου Timothy Showalter θα μπορούσε να είναι τυπικό δείγμα «γι' αλλού ξεκίνησα κι αλλού κατέληξα»: παρά το ξεχαρβαλωμένο attitude, στο βάθος ελλόχευε ο Nick Cave και (κυρίως) ο Tim Buckley. Ήταν πάντως κεφάτος εκεί πάνω στη σκηνή, πίσω από το μικρόφωνο, κρατώντας την κιθάρα του και ορίζοντας τις τύχες μα και τις δυναμικές του σχήματος που τον πλαισίωνε. Και έδειχνε φανερά ευχαριστημένος που έπαιζε στην Αθήνα, κι ας έκαιγε ο ήλιος πάνωθέ του. Δεν το απογείωσε βέβαια το σετ όσο προφανώς θα ήθελε, κυρίως λόγω των πήγαινε/έλα επιρροών του, οι οποίες έφτασαν μέχρι και τους Pixies –μπερδεύοντας τελικά τ' αυτιά μας. Το πρόσημο της εμφάνισής του παραμένει πάντως θετικό, κυρίως λόγω της ενέργειάς του. 

Plissken151_4.jpg

AFFORMANCE (Republic stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα

Οι περιπέτειες της ελληνικής μπάντας ξεκίνησαν με το καλημέρα, μιας και επέλεξαν τις κορυφώσεις στις δυναμικές από την αρχή του σετ. Με τον ήχο να μην είναι πάντα σύμμαχός τους, κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τον σκόπελο της επανάληψης, κάτι που οφείλεται κατά πολύ στον μπασίστα τους, ο οποίος κρατούσε τη γκρούβα σε καλό επίπεδο, μην ακολουθώντας τους οργασμούς από τις εξάχορδες. Ειδική μνεία για τη χρήση telecaster, μιας και δεν συνηθίζεται στο είδος.

Plissken151_5.jpg

XYLOURIS WHITE (Main stage)
του Βαγγέλη Πούλιου

Οι διαυγείς ήχοι του Γιώργη Ξυλούρη και του Jim White είχαν μόλις αρχίσει ν' ακούγονται, ενώπιον αραιού κόσμου, όταν μπήκα στον ανασχεδιασμένο χώρο του φετινού Plisskёn. Και από την αρχή αναδείκνυαν τη διαφορετικότητα των δύο μουσικών. Αν πρόσεχες δηλαδή τη ρέουσα ρυθμολογία του White, άκουγες την Κρήτη στο λαούτο του Ψαρογιώργη ως ξενιστή· αν αφοσιωνόσουν στο πλούσιο παίξιμο του τελευταίου, ξενιστής γινόταν ο White. 

Αυτό ακριβώς το αμφίδρομο της κίνησης ήταν όμως και το σημαντικό: ανά πάσα στιγμή, δηλαδή, το παίξιμο του ενός τρεφόταν από το παίξιμο του άλλου –όχι αφομοιώνοντας, αλλά ενσωματώνοντας. Περισσότερο από δεξιοτεχνία, κάτι τέτοιο προϋποθέτει δημιουργική φαντασία, να μπορείς να δεις τον εαυτό σου στον κώδικα του άλλου. Με έναν δομημένο αυτοσχεδιασμό σαν μέσο, οι Xylouris White έφτασαν λοιπόν σε ορισμένες εξαιρετικά πυκνές εντάσεις, χωρίς (εννοείται) να παραμελούν τη φροντίδα για πιο χαμηλότονες αλληλεπιδράσεις. Παρ' όλο που ακόμα ήταν νωρίς, το σετ τους με άφησε με την αίσθηση ότι θα έμενε ως ένα από τα καλύτερα του φετινού φεστιβάλ.

Plissken151_6.jpg

APANEMIC (Tunnel stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα

Εδώ παραλίγο να πέσω σε ωραίο πράγμα, αλλά τελικώς η εξέλιξη αποδείχθηκε συντηρητική. Αν μπορείτε να φανταστείτε κάτι που να ηχεί ως λυρικό dark αλλά με house beat από κάτω, έχετε μια καλή ιδέα για την πρώτη εντύπωση που έδωσε ο Apanemic –και ήταν ομολογουμένως καταπληκτικό. Στη συνέχεια όμως δεν προχώρησε στην ίδια κατεύθυνση, προτιμώντας τους πιο ασφαλείς δρόμους των κλασικών house μοτίβων. Οι οποίοι ναι μεν διέθεταν τη στόφα του underground, δεν ποιούσαν όμως τη διαφορά. Ίσως ο συμπατριώτης μας να πρέπει να ξεφύγει από την εικόνα του DJ που διατήρησε στη σκηνή του Tunnel, προάγοντας περισσότερο εκείνη του sound artist. 

Plissken151_7.jpg

COATHANGERS (Republic stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα

Απογοητεύτηκα από τις κυρίες, διότι ακόμα και αν αναγνωρίσω ως άλλοθι ότι δεν είχαν καλό ήχο, σε κανένα σημείο της εμφάνισής τους δεν έδειξαν να παρασύρουν το πλήθος στη δυναμική νεύρωση που, υποτίθεται, πρεσβεύουν. Ωραίο βέβαια το επί σκηνής image (αν η Catherine Zeta Jones έπαιζε μπάσο, θα ήταν στα σίγουρα εκείνη στα δεξιά της σκηνής με το τετράχορδο), βλέποντάς τις όμως υποψιάστηκα ότι τελικά υπάρχει περισσότερη ποζεριά από αυτό που ξέραμε και περιμέναμε. Δεν είναι ντε και καλά κακό, οπωσδήποτε όμως είναι απογοητευτικό, αν τελικά υπερισχύει της εντύπωσης που λαμβάνεις από τους δίσκους. 

Plissken151_8.jpg

CLIP! (Tunnel stage)
του Χάρη Συμβουλίδη

Κόσμος πηγαινοερχόταν στο Tunnel, καθόταν για λίγο και έφευγε –καμιά δεκαριά άτομα ήταν μόνο οι σταθεροί κατά το πρώτο τέταρτο της εμφάνισης του Ισπανού παραγωγού, οι οποίοι έκαναν πάντως την απαραίτητη «κερκίδα» με χορευτικά και χέρια ψηλά. Ευτυχώς στη συνέχεια ήρθε κοινό, γιατί το άξιζε ο Clip! Το σετ του, με τις παλιές Chicago house επιρροές, τις techno αναφορές και τα όμορφα φωνητικά samples, ήταν πραγματικά καλοφτιαγμένο και στιβαρό ως προς τη ροή. Με μόνο ίσως «παράπονο» ότι ηχούσε ως κάτι για πιο νυχτερινές ώρες: παρά το σκοτάδι στο Tunnel, δεν ξέχναγες ότι ήταν μόλις 7 παρά κάτι το απόγευμα. 

Plissken151_9.jpg

METZ (Main stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα

Οι Metz έσπειραν ξανά τον σπόρο που ανθίζει εδώ και δεκαετίες και αποτελείται από το τρίπτυχο nerd/fuzz/scream· και θέρισαν επευφημίες και δίκαια κομπλιμέντα για την τραχύτητα και ορμητικότητα του ήχου τους. Με τους Mark Arm και τους λοιπούς Mudhoney στα πλαϊνά της κεντρικής σκηνής σε όλη τη διάρκεια του σετ να θαυμάζουν τα πνευματικά τους τέκνα, οι Αμερικανοί έδωσαν μαθήματα rock 'n' roll, του είδους που πυροδότησαν οι Sonic Youth και μετασχημάτισε αργότερα (τέλη 1980s/αρχές 1990s) το hardcore. Ο κόσμος που τους περίμενε ως ένα από τα highlights του φετινού φεστιβάλ δεν απογοητεύτηκε στο παραμικρό, είδα μάλιστα πολλούς να τους κυνηγούν κατόπιν να τους μιλήσουν στο κουλουάρ όπισθεν της σκηνής, όπως αυτό περικύκλωνε τον βοηθητικό των venues χώρο με τα καφέ/ταχυφαγεία.

Plissken151_10.jpg

THE TWILIGHT SAD (Republic stage)
του Χάρη Συμβουλίδη

Το είπε και ο James Graham σε ένα σημείο του σετ και δεν θα μπορούσε να είναι πιο εύστοχος: «είμαστε Σκωτσέζοι, τι να κάνουμε, μας άρεσε πριν που έβρεχε, τώρα που έχει ήλιο αισθανόμαστε να ιδρώνουμε». Εμ, ποιος σου είπε όμως άνθρωπέ μου καλέ να βγεις με το μαύρο το μανίκι μέχρι την παλάμη, ενώ έχεις έρθει καλοκαιριάτικα Ελλάδα και εμφανίζεσαι στις 19.00 το απόγευμα; Οι Twilight Sad ήταν απογοητευτικοί εκεί πάνω στο Republic, χωρίς να κάνουν κάτι στραβά. Το θλιμμένο τους (αναβιωτικό) post-punk έχανε όλον του τον λυρισμό και τη μελαγχολική του φλόγα καθώς οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου χτύπαγαν στα πρόσωπά μας κι εκείνοι απλά δεν είχαν κάποιον άλλον, λιγότερο άκαμπτο, εαυτό να ξετυλίξουν, ώστε να κερδίσουν την παρτίδα. Γι' αυτό και, πέραν κάποιων φανατικών στις πρώτες σειρές, οι πίσω σταμάτησαν γρήγορα να δίνουν προσοχή. Μόνο στο φινάλε κάτι σάλεψε επιτέλους, όταν όμως ήταν πια πολύ αργά. 

Plissken151_11.jpg

GIOUMOURTZINA (Tunnel stage)
του Χάρη Συμβουλίδη

Οι Θεσσαλονικείς με το μυστήριο όνομα (αποτελεί παράφραση του Gümülcine, έτσι λένε οι Τούρκοι την Κομοτηνή) κατέβηκαν στο Plisskën με αρκετό αέρα και μ' ένα κάποιο hype, οφειλόμενο κυρίως στο κομμάτι "Demis Roussos Is An Android". Και το δικαιολόγησαν ως έναν βαθμό αυτό το hype, χάρη κυρίως στο κέφι με το οποίο πότισαν το σετ τους, αλλά και στην άνεση που επέδειξαν στο ανακάτεμα διαφόρων ηλεκτρονικών, funk, disco, lo-fi επιρροών. Λείπουν ακόμα κάποια χιλιόμετρα εμπειρίας, όπως λείπει και μια πιο προσωπική ματιά στο όλο κολάζ ήχων που επιχειρούν, πάντως η εμφάνιση στο Tunnel πήγε πραγματικά μια χαρά. 

Plissken151_12.jpg

TONY ALLEN (Main stage)
του Βαγγέλη Πούλιου

Εντάξει, έβρισκες ένα κάποιο ενδιαφέρον, ειδικά αν έμπαινες στα πυκνά ρυθμικά μοτίβα και παρατηρούσες την εναλλαγή τους. Εκεί, η αυτού εξοχότητα του afrobeat –μαζί με τον μπασίστα του και τον (κατά διαστήματα) κρουστό του– τα πήγανε σχετικά καλά. Χρειάζεται όμως και μια μελωδία για να δέσει το πράγμα, κάτι που να ξεφεύγει από τον αυστηρό ρυθμοκεντρισμό. Αποτελεί άλλωστε διαπιστωμένη ανάγκη και από τον ίδιο τον Allen, από τη στιγμή που βάζει στην ορχήστρα του όργανα όπως τρομπέτα, σαξόφωνο και πλήκτρα. Σπανίως όμως αυτά είχαν κάτι ουσιαστικό να πούνε: τις περισσότερες φορές στριφογυρνούσαν γύρω από τον εαυτό τους. Αφήστε που εκείνος ο ήχος των πλήκτρων (ως επιλογή συχνότητας) ήταν απαράδεκτος… Έτσι, η εμφάνιση κύλησε μάλλον αδιάφορα. Δεν διέθετε κάποια φλόγα αυτό που παρακολουθήσαμε, δεν έθετε καμία πρόκληση, παρά μόνο παρέθετε στερεοτυπικά σχήματα. Έμοιαζε κάπως με μια προκάτ κατασκευή, δηλαδή. Λειτουργική ίσως, αλλά και χοντροκομμένη…

Plissken151_13.jpg

ICEAGE (Republic stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα

Δεν τους είχα δει τους Δανούς το '13 όταν είχαν έρθει στο An Club, αλλά είχα ακούσει τα καλύτερα για το σόου τους. Στο Plisskën, πάντως, μόνο ο Elias Bender Rønnenfelt (ο τραγουδιστής τους) κατάφερε να φέρει έμπροσθέν μας κάτι από τη θρυλούμενη δυναμικότητά τους. Σε πείσμα πάντως πολλών που τους λοιδορούσαν σε πηγαδάκια για την απόδοσή τους, νομίζω ότι έπεσαν απλώς σε λάθος ώρα. Ακόμα κι αν η όλη τους αισθητική πατάει στον Hugo Race της πρώτης περιόδου, έστω και με τις κιθάρες κατεβασμένες, αν πήγαινες μπροστά στο κάγκελο να τους παρακολουθήσεις, είχαν στιγμές στις οποίες ένιωθες την έντασή τους. Έπρεπε μάλλον να εμφανιστούν πιο αργά το βράδυ. 

Plissken151_14.jpg

BEARDYMAN (Main stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου

Πολυτάλαντος, ευρηματικός και περιπετειώδης τύπος αυτός ο Άγγλος, όπως μπορεί να διαπιστώσει και ο καθένας, βλέποντας απλά κάποια από τις εμφανίσεις του στο YouTube. Όσοι βέβαια βρέθηκαν στο Plisskën πριν τις 9, δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα τέτοιο, μιας και φρόντισε να πιστοποιήσει τη φήμη που τον ακολουθεί. Τουτέστιν, επίδειξη beatboxing skills, έμφυτου οτινανισμού αλλά κι ενός ενστίκτου που ξέρει τι να παίξει στο κοινό προκειμένου να το ξεσηκώσει. Μπασαδούρα λοιπόν από τα μεγάφωνα, drum 'n' bass περάσματα, dub πινελιές, καθώς και σύγχρονη UK bass σκηνή σε συνδυασμό με τον λαλίστατο χαρακτήρα του στο μικρόφωνο. Αποδείχθηκε χαρισματικός performer ο Beardyman, αλλά και ικανότατος χειριστής των πολλών σάμπλερ που απλώνονταν μπροστά του. Ο δε κόσμος μπήκε αβίαστα στη λογική του σόου του, χορεύοντας, φωνάζοντας, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά.

Plissken151_15.jpg

DALHOUS (Tunnel stage)
του Χάρη Συμβουλίδη

Κρυμμένοι στο ημίφως και αφήνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα πρασινωπά χρώματα του (διπλού) video wall και τον όσων πρόβαλλαν εκεί ως οπτικό συνοδευτικό της μουσικής τους, ο Marc Dall και ο Alex Ander παρέδωσαν ένα ρωμαλέο, προσεγμένο στην εντέλεια σετ. Το βρετανικό δίδυμο πόνταρε στη γνωστή αφαιρετική του electronica και έπαιξε επιλογές από τη μέχρι στιγμής δισκογραφία του, με έμφαση στη σκοτεινή ambient του περσινού Will To Be Well. Δεν είναι τυχαίοι, ούτε επιφανειακοί· από ένα σημείο όμως κι έπειτα είναι τόσο Orbital/Future Sound Of London αυτό που κάνουν, ώστε τους καθιστά ετερόφωτους. 

Plissken151_16.jpg

AUSTRA (Republic stage)
του Χάρη Συμβουλίδη

Αν έκλεινες τα μάτια και ακολουθούσες απλώς την όμορφη φωνή της Katie Stelmanis, όλα ήταν μια χαρά. Αλλά σε ένα φεστιβάλ, δεν γίνεται κάτι τέτοιο –τουλάχιστον όχι για πολύ. Κι έτσι αναγκαστικά παρατηρούσες και το πόσο άνευρη έβγαινε επί σκηνής αυτή η ρετρό synth pop με τις indie προσλαμβάνουσες που άνδρωσε δίσκους σαν το Olympia και το Feel It Break, αλλά και την αδυναμία των Austra να υπερασπιστούν το ό,τι κάνουν με μια σκηνική παρουσία της προκοπής. Το στούντιο πάει μάλλον πολύ περισσότερο στους Καναδούς, σε επίπεδο live μας βγήκαν «λίγοι». 

Plissken151_17.jpg

MUDHONEY (Main stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου 

Συστάσεις για τους θρύλους από το Σιάτλ σίγουρα δεν χρειάζονται για τους παλιούς, οι Mudhoney πιστοποίησαν πάντως ότι δεν παίζουν μονάχα για εκείνους. Δεν είναι καθόλου δεδομένο, δηλαδή, ότι η νεότερη γενιά που τους παρακολούθησε την Παρασκευή γνωρίζει για τα κατορθώματα και την ιστορία τους, σίγουρα όμως δεν παρέλειψε να το γλεντήσει με την ψυχή της, στο άκουσμα του αγνού, ατόφιου και απενοχοποιημένου κιθαριστικού ήχου που εξαπέλυσαν στην κεντρική σκηνή. Αυθεντικό rock 'n' roll συναίσθημα μπολιασμένο με πανκ φούρια κουβαλάνε μαζί τους οι Αμερικάνοι και δουλεύει εξίσου κεφάτα και απολαυστικά το 2015, όπως και στα τέλη των 1980s, όταν και πρωτοξεκινούσαν. Οι παραμορφώσεις έδιναν κι έπαιρναν, η rhythm section έστεκε αγέρωχη στα μετόπισθεν και –μέσα σε όλα αυτά– ο Mark Arm να διαβεβαιώνει στην πράξη πως είναι μια πραγματικά απολαυστική φιγούρα, μα κι ένας από τους πιο αυθεντικά ροκ χαρακτήρες που έχει βγάλει η Αμερική στις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Plissken151_18.jpg

MONONOME (Tunnel stage)
του Χάρη Συμβουλίδη

Την τέχνη του sampling ξετύλιξε ο Θεσσαλονικιός παραγωγός στα decks του Tunnel, δίνοντας έμφαση στο... hop, άλλοτε με το hip ως πρώτο συνθετικό, άλλοτε με το trip, μπολιάζοντας κατά περίσταση με διακριτικά jazzy στοιχεία. Ο αναλογικός του ήχος βγάζει αναντίρρητα ζεστασιά (κλισέ ρε γαμώτο, αλλά ισχύει) και είναι –ως κατασκευή– κάτι πολύ προσεγμένο. Ενώ όμως παρακολούθησα με ενδιαφέρον όσο τον είχα μπροστά μου, το σετ δεν εντυπώθηκε με bold στα όσα έμελλε να θυμόμουν από την πρώτη Plisskën μέρα. 

Plissken151_19.jpg

PHARMAKON (Aquarium stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα

Παρατήρησα το εξής την Παρασκευή στο Aquarium: οι δυσπιστούντες ως προς τη Φαρμακολύτρια ήταν τελικά εκείνοι που τη γούσταραν περισσότερο. Όσοι δηλαδή δεν δηλώνουν οπαδοί της ακραιφνούς συχνοτικότητας που επέδειξε στους δίσκους της κατά την τελευταία τριετία, βρήκαν το τελετουργικό live της Margaret Chardiet απόλυτα πειστικό. Θα συμφωνήσω για το εντυπωσιακό light show, θα διαφωνήσω όμως για τη μουσική ουσία, η οποία με έβαλε σε περίσκεψη –κάτι που δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τη μικρή διάρκεια του σετ, μιας και ξέραμε πως δεν θα ξεπερνούσε τη μισή ώρα. Κι αυτό γιατί στους δίσκους δεν ακούγαμε Cabaret Voltaire με επιχωμάτωση από Einstürzende Neubauten. Οι fans λοιπόν του καθαρά πειραματικού ήχου δεν γουστάραμε, σας το πιστοποιώ και από τις συζητήσεις που στήθηκαν μετά το πέρας της εμφάνισής της. 

Plissken151_20.jpg

RATKING (Republic stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου

Μπορεί να μην αποτελούσαν όνομα-κράχτη, όμως η εναλλακτική τους ματιά στο χιπ χοπ οικοδόμημα έχει αρχίσει κι αναπτύσσει δειλά-δειλά μια ακολουθία οπαδών για τους Νεοϋορκέζους. Οι τρεις πιτσιρικάδες εμφανίστηκαν αρχικά μπροστά σε ολιγομελές κοινό, το οποίο όμως όλο και πύκνωνε όσο περνούσε η ώρα· και κατάφεραν να πραγματοποιήσουν μία από τις πιο δυνατές εμφανίσεις της πρώτης Plisskën ημέρας. Σύγχρονα beats, πωρωμένες αλλά και πωρωτικές ρίμες, νεανική ενέργεια κι ένα digi-trash σκηνικό στο οπτικό μέρος, ήταν τα κύρια συστατικά του σόου τους. Τα οποία όχι μόνο λειτούργησαν και πέρασαν στον κόσμο, αλλά ώθησαν κι αρκετά άτομα να χορέψουν με την ψυχή τους στις μπροστινές σειρές, ρωτώντας μετά λεπτομέρειες για το ποιοι ήταν αυτοί οι περίεργοι τύποι που έβαλαν φωτιά στο Republic. Κλου της υπόθεσης, αφενός η μανία τους με τον Allen Iverson στα βίντεο, αφετέρου η μπλούζα του... Καραγκούνη που φορούσε ο παραγωγός τους!

Plissken151_21.jpg

HAPPA (Aquarium stage)
του Χάρη Συμβουλίδη

Τον λυπήθηκα πραγματικά τον 17χρονο Βρετανοϊρανό Samir Alikhanizadeh, γιατί έπεσε στο χειρότερο δυνατό τάιμινγκ, με αποτέλεσμα ελάχιστοι άνθρωποι ν' ακούσουν ένα από τα πλέον άρτια και ζωηρά ηλεκτρονικά σετ της πρώτης μέρας του φετινού Plisskën. Παρότι όρμησε στα decks του Aquarium ελάχιστα δευτερόλεπτα αφότου κατέβηκε η Pharmakon, παρότι ξεκίνησε δυνατά και επιστράτευσε και το video wall πίσω του με παλλόμενα γεωμετρικά σχήματα, το κοινό απλά άδειασε τον χώρο, με αποτέλεσμα να παραμείνουν μόλις 13 άτομα, μετρημένα. Λίγο μετά, βγήκαν και οι Savages στην κεντρική σκηνή, οπότε όλα τελείωσαν για τον Happa. Δεν ξέρω ποια μπορεί να ήταν τα συναισθήματα του πιτσιρικά, καθώς παρέμεινε ανέκφραστος εκεί στη θέση του, απορροφημένος από τα μηχανήματά του και «λουσμένος» στα σχήματα που συνόδευαν τη μουσική του. Ξέρω πάντως ότι φάνηκε άριστος επαγγελματίας, παίζοντας το δυναμικό του, οξυγώνιο techno λες και είχε εκατοντάδες άτομα να σείονται στους ρυθμούς του.

Plissken151_22.jpg

CAIRO LIBERATION FRONT (Tunnel stage)
του Στυλιανού Τζιρίτα

Εδώ συνέβη το εξής παράδοξο: το ολλανδικό ντουέτο ανακάτεψε (εύηχο) τζαμαϊκανό ragga με αραβικούς ήχους και μια χιπ χοπ ανεμελιά ανάκατη με επιθετικότητα. Ήχος απόλυτα ταιριαστός δηλαδή με το όνομά τους, αλλά και με την κολλημένη με ταινία σημαία της μπάντας ακριβώς πίσω τους. Το κοινό, όμως, εξέλαβε ό,τι άκουσε ως... τσιφτετέλι, με αποτέλεσμα ν' αρχίσει να κουνιέται αναλόγως! Δεν έδωσαν μάλιστα καμία σημασία στο ότι ο τραγουδιστής των Cairo Liberation Front κοίταξε παραξενεμένος και συνέχισαν να λικνίζονται λες και από τα ηχεία ακουγόταν το "Η Νύχτα Κατεβαίνει". Μπορεί το συγκεκριμένο σχήμα να έχει μορφοποιηθεί από την επικαιρικότητα της πολιτικής και κοινωνικής διάτρησης των τελευταίων χρόνων, πάντως τη σοβαρότητά τους την εξέλαβα ως δεδομένη, ακόμα κι αν περιβάλλεται από μια νευρωτική διάσταση. Σε αντίθεση με μεγάλο μέρος του κοινού στο Tunnel, που τους αντιμετώπισε ως κάτι σαν support του Νίκου Βέρτη. 

Plissken151_23.jpg

SAVAGES
του Βαγγέλη Πούλιου

Θα ήταν σχετικά στην αρχή του σετ: στις μπροστινές σειρές, ένας τύπος (Βρετανός, αν κρίνω από την προφορά) χειρονομούσε κατά της Jehnny Beth, κατεβάζοντας ένα χυδαίο, σεξιστικό υβρεολόγιο. Εκείνη τον αντιλαμβάνεται, αρχικά όμως τον αγνοεί. Τη δεύτερη φορά, ο τύπος εισπράττει (ευτυχώς) κάποιες απαντήσεις από το κοινό, ενώ του τα χώνει και η ίδια η Beth. Την τρίτη του απαντάει με τον καλύτερο τρόπο: «don’t let the fuckers get you down!» τραγουδούσε· και απευθυνόταν μεν σε όλους μας, αλλά –καρφώνοντας τον συγκεκριμένο κατευθείαν στα μάτια– έδωσε στη λέξη fuckers τον πλέον απτό και περιεκτικό ορισμό. Τον αφήσαμε κι εμείς στη μιζέρια του και ασχοληθήκαμε με τα σοβαρά.

Plissken151_24.jpg

Ζητήματα βεβαίως όπως αυτό της σεξουαλικότητας ή της έμφυλης ταυτότητας τα βάζουν οι ίδιες οι Savages. Δεν είναι τυχαία άλλωστε μια φωτογραφία που ανέβασαν στη σελίδα τους στο Facebook, στην οποία έχουν σβήσει το «all-female» από τον χαρακτηρισμό «all-female rock band» που τους απέδωσε κάποια εφημερίδα. Όχι γιατί βιολογικά δεν απηχεί στην αλήθεια, αλλά γιατί κανείς δεν θα χαρακτήριζε μια «τυπική» (δηλαδή ανδρική) μπάντα ως «all-male rock band». Είναι ένας χαρακτηρισμός που εξωτικοποιεί κάπως το ζήτημα και στρώνει τον δρόμο για να ειπωθεί (ή να εννοηθεί) εκείνη η λιγάκι γελοία φράση «για γυναίκες, καλά παίζουν». Οι Savages επιτίθενται λοιπόν στα έμφυλα στερεότυπα και αρνούνται έναν τέτοιον εξωτισμό, εκτός των άλλων γιατί δεν τον έχουν καμία απολύτως ανάγκη: Δεν παίζουν καλά «για γυναίκες»· παίζουν καλά, τελεία. 

Δίχως αυτή τη μαχητική διάσταση, νομίζω πως δεν θα μπορέσουμε να αποτιμήσουμε σωστά τη συναυλιακή τους παρουσία. Διότι, μ’ έναν τρόπο ανέβηκε κι εκείνη στο σανίδι, ενσωματωμένη στη μουσική, στον λόγο και στη σκηνική τους περσόνα· έγινε κι εκείνη δηλαδή καύσιμη ύλη για την εκρηκτική εμφάνιση την οποία παρακολουθήσαμε. 

Plissken151_25.jpg

Σημαντικό μερίδιο σ’ αυτό είχε και η υποδειγματική οικονομία των εντάσεων: οι Savages επέδειξαν εξαιρετικό αισθητήριο μεταξύ της περιττής και της αναγκαίας έντασης. Καθάριζαν έτσι τον χώρο για να αναδειχθούν οι θαυμάσιες δυναμικές της Gemma Thompson στην κιθάρα και της Fay Milton στα τύμπανα, όπως επίσης και για να αναδειχθεί η ραχοκοκαλιά, δηλαδή το στιβαρό μπάσο της Ayse Hassan. Έχτιζαν επίσης τις εντάσεις μεθοδικά (πιάνοντας ένα γκρουβ που διαπερνούσε το μεγαλύτερο μέρος της συναυλίας), δεν τις άφηναν όμως πάντοτε να ξεσπάσουν, κάνοντας έτσι τις φορές που όντως ξεσπούσαν, ακόμα πιο ισχυρές. Είχαν βεβαίως και την Jehnny Beth, η οποία σε μαγνήτιζε με το πάθος της και γενικώς με μια παρουσία που γέμιζε από μόνη της τη σκηνή. 

Plissken151_26.jpg

Σημειωτέον, ότι τις πετύχαμε και σε μια άκρως ενδιαφέρουσα φάση της πορείας τους, στα γραψίματα του δεύτερου δίσκου: εκεί δηλαδή όπου μια καλή μπάντα αρχίζει και αποκτά τους δικούς της σφυγμούς, ορίζει λίγο πιο καθαρά την ιδιοσυγκρασία της μέσα στο πλαίσιο των αναφορών που χρησιμοποιεί. Η μουσική τους έχει ακόμα εκείνη την έξαψη του εν εξελίξει, του μη παγιωμένου, κάτι που στα κατάλληλα χέρια μπορεί να γίνει σωστός δυναμίτης.

Plissken151_27.jpg

GONJASUFI (Republic stage)
του Χάρη Συμβουλίδη

Στη σκιά της καταιγιστικής παρουσίας των Savages, ο Gonjasufi θα έπρεπε να παρουσιάσει κάτι πραγματικά δυνατό για να μπορέσει να δηλώσει παρουσία στην κορύφωση του πρώτης μέρας στον Ελληνικό Κόσμο. Αντιθέτως, εκείνος (επ)έμεινε στη γνωστή του ρουτίνα, η οποία αναγνωρίζω πως έχει «πιάσει» σε μερίδα του εγχώριου κοινού –κατανοώ μάλιστα το γιατί και το βρίσκω και αρκετά δικαιολογημένο, μιας και στο διεθνές τερέν δεν βγαίνουν κάθε μέρα κομμάτια σαν το "Klowdz" (όσο οικείος κι αν είναι σε μας ο ήχος του). Το θέμα είναι πως, επί σκηνής, o Sumach Ecks βγαίνει σταθερά κατώτερος των προσδοκιών που δημιουργούν οι δίσκοι του. Και το να βλέπω εν έτει 2015 κάτι τόσο όμοιο με εκείνη τη χλιαρή του εμφάνιση το '11 στο Bios, ήταν παράγοντας που με ώθησε να την κάνω με ελαφρά από το Republic. 

Plissken151_28.jpg

LARRY TEE (Tunnel stage)
του Χάρη Συμβουλίδη

Σφηνωμένος ανάμεσα σε Savages και Horrors, αυτός ο άγνωστος στην Ελλάδα Αμερικανός DJ και παραγωγός με την εντυπωσιακή καριέρα στο remixing ήταν μάλλον από χέρι χαμένος όσον αφορούσε την προσέλευση στο σετ του. Όσοι πάντως πέρασαν μια βόλτα από το Tunnel, όχι μόνο έμειναν –για λίγο τουλάχιστον– αλλά φώναξαν και τους φίλους τους και χόρεψαν, παρασυρμένοι τόσο από τους ενεργητικούς του ρυθμούς, όσο και από την κινητική του περσόνα, που γινόταν θαρρείς ένα με τους κατά βάση house ήχους που έβγαιναν από τα decks. Σίγουρα μία από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του φετινού Plisskën, ευτυχώς κέρδισε κάποιον κόσμο παραπάνω απ' όσους έφυγαν απογοητευμένοι από τους Horrors αλλά είχαν τη διάθεση να συνεχίσουν. 

Plissken151_29.jpg

THE HORRORS (Main stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου  

Αν δεν ήταν οι (άτυποι) headliners της πρώτης μέρας του φετινού Plisskën, οι Horrors ήταν σίγουρα από τα σημαντικά ονόματα του line-up. Όμως η εμφάνισή τους δεν ανταποκρίθηκε στη φήμη τους ή στις προσδοκίες πολλών από όσους συγκεντρώθηκαν για να τους δουν. Λίγο η ώρα που εμφανίστηκαν στην κεντρική σκηνή –μετά από τη σαρωτική εμφάνιση των Savages κι ενώ είχε προηγηθεί ένα ενεργητικό σετ από τους Mudhoney– λίγο ο ήχος που δεν τους βοήθησε ιδιαίτερα, λίγο η επιλογή κάποιων πιο μελωδικών και «ήσυχων» στιγμών στην αρχή του σετ, δεν έπεισαν το κοινό. Κι έτσι άρχισαν σύντομα οι... αποχωρήσεις πληθυσμού. 

Η αλήθεια πάντως είναι πως οι Horrors δεν έπαιξαν άσχημα, απλά δεν ήταν η κατάλληλη μπάντα για τη δεδομένη στιγμή. Όταν πάντως αργότερα ρίξανε στην αρένα μερικές πιο γκαζωμένες στιγμές, όπως έγινε π.χ. με τα επιβλητικά πλήκτρα του “Scarlet Fields” ή με το “Endless Blue”, ο κόσμος φάνηκε να ανταποκρίνεται καλύτερα. Κατάφεραν έτσι οι Άγγλοι να διασκεδάσουν τις αρχικές εντυπώσεις, ικανοποιώντας (τελικά) κι εκείνους που είχαν πάει υποψιασμένοι για το τι θα ακούσουν.

Plissken151_30.jpg

EVIAN CHRIST (Aquarium stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου

Συνεργάτης του Kanye West στο Yeezus, ενώ έχει κάνει remixes και σε καλλιτέχνες όπως η Sia και ο Ben Frost. Ναι, ο Evian Christ είναι ένα από τα πλέον ανερχόμενα ονόματα στον παραγωγικό στίβο τα τελευταία χρόνια και στο stage του Aquarium έφερε αυτήν την cutting edge αισθητική του περί dance μουσικής. Το μενού της βραδιάς είχε επομένως βαρβάτα breaks και κοφτά, προηχογραφημένα φωνητικά, μια επιθετική αισθητική που δανειζόταν πολλά από τη σκοτεινή πλευρά του dubstep, καθώς και επαναλαμβανόμενα raps, τα οποία μπλέκανε μέσα σε μια πλημμύρα από σύνθια. Μέχρι και happy hardcore αναμνήσεις κατάφερε να εντάξει στο σετ ο 25χρονος παραγωγός, με τον κόσμο από κάτω (ο οποίος δεν ήταν και πολύς, παρεμπιπτόντως) να δίνει την έγκρισή του μέσω του κουνήματος των γοφών. Στο τέλος βέβαια, όταν ο ήχος σκοτείνιασε και τα beats γίνανε χαοτικά, δεν ήταν λίγοι όσοι επέλεξαν να αποχωρήσουν για άλλες, πιο προσβάσιμες ηχητικά σκηνές.

Plissken151_31.jpg

...AND YOU WILL KNOW US BY THE TRAIL OF DEAD (Republic stage)
του Χάρη Συμβουλίδη

Τους περίμενε κάμποσος κόσμος κι αυτό φάνηκε: όσο εξαντλημένοι κι αν ήταν όσοι είχαν έρθει από νωρίς στο φεστιβάλ, έκαναν ένα τελευταίο κουράγιο και γέμισαν το Republic για χατήρι των Τεξανών. Ο ήχος δυστυχώς δεν υπήρξε σύμμαχος της εμφάνισής τους, καθότι βγήκε «μπουκωμένος» ανά σημεία –κάτι που απογοήτευσε εκείνους που εστιάζουν σε τέτοια ζητήματα– για τον περισσότερο πάντως κόσμο το live ήταν μια χαρά, κυρίως γιατί οι ...And You Will Know Us By The Trail Of Dead ρόκαραν ανελέητα, όπως όλοι περίμεναν πως θα κάνουν. Υπερασπίστηκαν έτσι με πάθος και με πυγμή την κιθαριστική τους, alternative ιδιαιτερότητα, προσφέροντας ένα τραχύ, δεμένο σετ, που ξεσήκωσε ουκ ολίγα χειροκροτήματα χάρη στην πετυχημένη αλληλεπίδραση εξάχορδων επιθέσεων και μελωδικών φωνητικών. Μου άρεσε μάλιστα το ότι, ενώ διατήρησαν το prog στοιχείο που βρίσκεις στους δίσκους τους (και που προσωπικά με κάνει λίγο και χασμουριέμαι), το μετασχημάτισαν έτσι ώστε να υπηρετεί τον άμεσο ηλεκτρισμό τον οποίον εξέπεμπαν, μην αφήνοντάς το να «απλώσει», κάτι που ενδεχομένως θα κούραζε.  

Plissken151_32.jpg

SQUAREPUSHER (Main stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου

Οι απαιτήσεις ήταν ανεβασμένες, όχι μόνο λόγω της συνολικότερης πορείας του και του ειδικού βάρους που φέρει το όνομά του, αλλά κι επειδή τον είχαμε δει να κλέβει τις εντυπώσεις στο Synch Festival του '09. Όταν βέβαια βγαίνει στη σκηνή ντυμένος με στολή ξιφομάχου, κομπλέ με το προστατευτικό κράνος, τότε σίγουρα γίνεται μια καλή αρχή στον τομέα των εντυπώσεων! Δεν ήταν πάντως μόνο η οπτική πλευρά που έκανε τη διαφορά: ο Άγγλος μουσικός επέδειξε ένα ηχητικό σύνολο προσαρμοσμένο στις σύγχρονες τάσεις και απαιτήσεις, το οποίο σε τίποτα δεν έδειχνε κολλημένο στις ένδοξες IDM μέρες του παρελθόντος του. Οι ρυθμοί ήταν έντονοι, οι μελωδίες κοφτές, οι μπασογραμμές παραμορφωμένες. Ο γνώριμος βέβαια από τα παλιά drill 'n' bass χαρακτήρας δεν παρέλειψε να κάνει ένα πέρασμα από το σετ, όπως άλλωστε και η drum 'n' bass ρυθμολογία γενικότερα –όμως όλα περνάγανε μέσα από ένα ανανεωμένο φίλτρο. Όταν μάλιστα αποχωρίστηκε τη στολή και αποφάσισε να εκτελέσει ένα ακουστικό κομμάτι με το μπάσο του, έβγαλε και την ατμοσφαιρική του πλευρά, ενισχύοντας τη βεβαιότητά μας πως πρόκειται για έναν μουσικό-ελβετικό σουγιά.

Plissken151_33.jpg

BRODINSKI (Aquarium stage)
του Τάσου Μαγιόπουλου

Παρότι θα έβγαινε αργά, ο Γάλλος ήταν ένα από τα πιο αναμενόμενα acts του φετινού Plisskën για τους φίλους της electronica –έχει άλλωστε αποκτήσει κάμποση δόξα τελευταία, τόσο μέσω των παραγωγικών του credits, όσο και με τα φημισμένα του DJ sets. Αυτά τα τελευταία, ειδικότερα, συζητιούνται για την πολυσυλλεκτικότητα των ήχων, κάτι που επιβεβαιώθηκε και στο Aquarium, όπου τον ακούσαμε να κάνει μαεστρικά περάσματα από γαλλικό house, techno, tech house, ακόμα και trap. Κατάφερε έτσι να ξαναμαζέψει τον κόσμο που είχε «διώξει» με τις τελευταίες του επιλογές ο Evian Christ –κι όταν δε τελείωσαν την εμφάνισή τους οι Trail Of Dead στο Republic, το κοινό αυξήθηκε ακόμα περισσότερο, τουλάχιστον μέχρι να ξεκινήσει ο Squarepusher. Κάπου εκεί επέδειξε ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία στις μίξεις του, μιας και κινήθηκε από acid αναμνήσεις που έφεραν στο μυαλό πρώιμο Aphex Twin, μέχρι τη σύγχρονη bass σκηνή με την παρουσία rap φωνητικών. Αργότερα, όταν πια ο Squarepusher εγκατέλειψε το Main stage, το σύνολο όσων είχαν παραμείνει στον Ελληνικό Κόσμο κατευθύνθηκε στο Aquarium, δημιουργώντας μια διάχυτη χορευτική ατμόσφαιρα.

{youtube}YxMAmuZPGZM{/youtube} 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured