Δεν είδα τους Suede τότε (τότε που χρονολογικά έπρεπε) και δεν είδα τους Pulp έναν μήνα πριν (οπότε οι αναλογικές συγκρίσεις περιττεύουν). Είδα τον Brett Anderson μόνο του πριν τρία χρόνια και θυμάμαι να κάθομαι σε έναν καναπέ στο Polis, πάνω σε ένα χυμένο τζιν λεμόνι, χωρίς ιδιαίτερη κατανόηση για την ύστερη –υπέρ το δεόν υποτονική– φάση του τραγουδιστή των Suede. Τότε, η σόλο πολιτική του Άγγλου μετρ της νεανικής αφθαρσίας πρόσταζε διαθέσεις πιο χαμηλόφωνες σε σύγκριση με την εποχή που έφτιαχνε μόδα και εξευρωπαϊσμένους ύμνους για ευρεία κατανάλωση. Την εποχή δηλαδή όταν οι  Suede ήταν το εγκυρότερο δομικό χαρτί της brit-pop, έδιναν ανάσες αναβίωσης στον ασθμαίνοντα εθνοπατέρα Morrissey και η χαμηλότονη πλευρά του Anderson εξωτερικευόταν κυρίως μέσα από b-sides, στην πλάτη ευκολοφόρετων και διαχρονικών επιτυχιών. Κι αυτό είναι το καλό με την διαχρονικότητα: μετατρέπει τις επίφοβες greatest-hits συναυλίες σε απόλυτο θέαμα.

Suede_2_Matisse

Οι Matisse ήταν εκείνοι με τον επικουρικό ρόλο της βραδιάς. Στο μικρόφωνο αυτήν τη φορά δεν βρισκόταν πια ο λαοφίλητος Άλεξ Καββαδίας, αλλά ο Άρης Σιαφάς –ο αρχικός δηλαδή τραγουδιστής τους, μετά την επανάκαμψή του στο συγκρότημα. Μαζί με τον Σιαφά ήταν σαν να γύρισε και η παλιά πλευρά των Matisse, η πλευρά εκείνη η οποία αγαπήθηκε κάποτε ως indie και μισήθηκε λίγο μετά γιατί θεωρήθηκε «ανεπίτρεπτο» να μεταφέρεις το indie σου σε ευρύτερα ακροατήρια. Σταθερό χαρακτηριστικό και στις δύο εποχές των Matisse παραμένει ο επαγγελματισμός, τον οποίο και επέδειξαν ξανά στο Entertainment Stage, ερμηνεύοντας κλασικά κομμάτια τύπου “5 Seconds of Love” αλλά και καινούργια, επισημαίνοντας ότι είναι ένα από τα αξιοπρεπέστερα ελληνικά συγκροτήματα των τελευταίων χρόνων.

Διαλέγοντας τους Sex Pistols για ηχητικό χαλί ανόδου στην σκηνή, οι Suede θέλησαν μάλλον να υπενθυμίσουν ότι μπορεί να επέλεξαν να στοκάρουν πρότυπα Smiths στη δική τους μουσική, αλλά, πέρα από εκείνους, η χώρα τους έχει προσφέρει και κατακλυσμιαίο πανκ στην ανθρωπότητα. Sex Pistols κάτω λοιπόν, Suede επάνω και δεν νομίζω ότι πέρα από την απουσία του Bernard Butler υπήρχε τίποτε άλλο που να υποδήλωνε ότι έχει περάσει μέρα πάνω από τον Brett Anderson και τη μπάντα του. Χωρίς χαιρετούρες και συστάσεις και με το σετλιστ να προχωρά κυριολεκτικά απνευστί, έδιναν την εντύπωση ότι σε ένα μισάωρο θα έχουν κάνει πλήρη αναδρομή και στους τρεις πρώτους δίσκους τους και θα έχουν φύγει χωρίς να πουν καληνύχτα, όπως μπήκαν χωρίς καλησπέρα. Το μισάωρο έγινε μιαμισάωρο, ο Anderson βούταγε στις μπροστινές σειρές του κοινού σε κάθε ευκαιρία και το outro κάθε τραγουδιού ήταν το intro του επόμενου.

Suede_5
 
Μπήκαν με τους “Drowners” και απευθείας οι επιζήσαντες μετέφηβοι της δεκαετίας του 1990 έμπλεξαν τις βότκες τους με τους διψασμένους νεαρούληδες της πρώτης γραμμής, οι οποίοι προσπαθούσαν να βουτήξουν ό,τι έχει απομείνει γι' αυτούς από τις δεκαετίες που η θεσμική πλευρά της μουσικής ιστορίας ακόμη γραφόταν. Η δυσπιστία περί επανασυνδέσεων πήρε πόδι πριν ακόμα πέσει το “Animal Nitrate”, δίνοντας μάλλον τη θέση της σε υγιή εντυπωσιασμό, που αφορούσε αφενός στη διαφανή ανάγκη του Anderson να αγγίξει περασμένα μεγαλεία και αφετέρου στον όγκο που μπορεί να προσθέσει μια ζωντανή εμφάνιση σε ένα δισκογραφικό υλικό το οποίο ώρες-ώρες ακούγεται χλιαρό. Κλειστός όσο η φήμη του, ο Anderson δεν έκανε παζάρια στο πόσα μπορεί να δώσει επί σκηνής, επιδεικνύοντας την ελαστικότητα κινήσεων και την εκφραστικότητα που τον καθιέρωσε, διατηρώντας την περσόνα του απόμακρη και αναλλοίωτη, εξωπραγματικά νεανική και ερωτεύσιμη τώρα, όσο και τότε.

Διαδοχικά ακούστηκαν όλα τα εκ των ουκ άνευ τραγούδια των Suede, τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο ώστε να φέρνουν τα πάνω-κάτω στις διαθέσεις, αναμειγνύοντας τις εντάσεις των “To The Birds”, “Everything Will Flow” και “Wild Ones” με τις πιο δυνατές των “Can't Get Enough”, “Metal Mickey” και “New Generation”. Έφεραν έτσι τα πάνω-κάτω στις διαθέσεις, αλλά και στις απόψεις όσων στέκονταν απέναντι σε συναυλίες «αναμνηστικού» τύπου όπως αυτή, μην αφήνοντας περιθώρια για κακοχαρακτηρισμούς με την ποιότητα μιας εμφάνισης η οποία δεν χώλαινε πουθενά.

Suede_3

Με λίγα λόγια, οι Suede ήρθαν για να αποδείξουν ότι «το ποδήλατο δεν ξεχνιέται» (το ίδιο έκανε και ο Jarvis στη Μαλακάσα, λένε), ότι τα μεγάλα τραγούδια δεν παλιώνουν ποτέ και ότι δεν είναι καθόλου επιλήψιμο να ξαναφτιάχνεις από τις στάχτες κάτι που μπορεί να μην είναι καίριο πια, αλλά εξακολουθεί να έχει λόγο ύπαρξης. Το οποίο, επίσης, εξοβελίζει εκ των πραγμάτων από τη μνήμη μέτριες συναυλίες που δίνονται από φρεσκότερα σχήματα –η καμπάνα χτυπάει για τους Interpol. Όσο για το Entertainment Stage, αναδεικνύεται και πάλι σε έναν από τους πιο ανθρώπινους και βολικούς χώρους συναυλιών στην Αθήνα.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured