Φωτογραφίες: Χρήστος Δουκάκης

Στα πλαίσια της δεύτερης ελληνικής περιοδείας των αγαπητών στο εγχώριο κοινό Puressence (οι οποίοι έχουν στα σκαριά και νέο δίσκο, προγραμματισμένο να κυκλοφορήσει τον Απρίλη του 2011) βρεθήκαμε στην προτελευταία στάση τους στη χώρα μας, στο PassPort –τον νέο πολυχώρο στην καρδιά του Πειραιά– ώστε να τους απολαύσουμε ζωντανά. Τελικά όμως οι προθέσεις παρέμειναν προθέσεις, αφού η βραδιά δεν κύλησε όπως θα άρμοζε σε μία τέτοιου είδους συναυλία. Εξηγούμαι παρακάτω…

Η αρχική εντύπωση από την έλευση στο PassPort την περασμένη Πέμπτη ήταν αρκετά θετική: το χρονοδιάγραμμα έδειχνε να τηρείται με συνέπεια, μιας και οι πόρτες άνοιξαν για να υποδεχθούν το πολυάριθμο κοινό λίγα λεπτά πριν τις 21:00, ενώ και ο χώρος έδειχνε ικανός να φιλοξενήσει μια τέτοια συναυλία (όσο και μερίδα των συναυλιακών δρώμενων της πόλης), χάρη στην προσεγμένη αρχιτεκτονική του άποψη και την ιδανική του τοποθεσία στην καρδιά της Πλατείας Κοραή. Τη βραδιά άνοιξαν οι δικοί μας Μέντα, οι οποίοι, με την ευδιάθετη 25λεπτη εμφάνισή τους, προσπάθησαν να ζεστάνουν το κοινό τόσο με επιλογές από το πρόσφατο άλμπουμ τους Ποπ (“Κρύβεται Για Πάντα”, “Οι Χαρές”), όσο και με τη μεγάλη τους επιτυχία “Ινστρουμέντα”. Ακόμα όμως προσπαθώ ν’ ανακαλύψω τι κοινό μπορεί να έχει η ανέμελη ελληνόφωνη ποπ των συμπαθέστατων Μέντα με τις σκοτεινές μελοδραματικές φόρμες των Βρετανών Puressence. Να σημειώσω δε τον επιεικώς μέτριο ήχο, τον σχεδόν ανύπαρκτο εξαερισμό κι ένα μηχάνημα καπνού με ενοχλητική παρουσία, τοποθετημένο στα αριστερά της σκηνής. Τρία πράγματα τα οποία επηρέασαν την εμφάνιση και του δεύτερου support σχήματος της βραδιάς –των οποίων το όνομα δεν είμαι σίγουρος ότι είχε ανακοινωθεί πριν το live.

Ελληνόφωνοι και κινούμενοι σε κιθαριστικές pop/rock φόρμες, οι Lexicon Project έδωσαν μεν τον καλύτερό τους εαυτό επί σκηνής, εντούτοις η επιλογή των διασκευών “Ρίτα” (Ξύλινα Σπαθιά) και “Βιβλίο Των Ηρώων” (Παύλος Σιδηρόπουλος, με μπαστάρδεμα του ρεφρέν με το “Something In The Way” από Nirvana), περισσότερο αδίκησε, τελικά, την εμφάνισή τους, παρά την κολάκεψε. Αναρωτιέμαι, λοιπόν: ανάμεσα στα δεκάδες αγγλόφωνα σχήματα της χώρας, με τι κριτήριο επιλέχθηκαν δύο άξια μεν, μα εντελώς αταίριαστα ελληνόφωνα σχήματα ως support των Puressence; Και γιατί αυτό στη μόνη τους εμφάνιση στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, όταν στους υπόλοιπους σταθμούς της μίνι περιοδείας τους στην Ελλάδα τους πλαισίωσαν, ενδεικτικά, ονόματα όπως οι GAD., οι Sleeping Pillow, ή οι Pig In A Poke;

Με αυτά και με αυτά, είχαμε πάρει ήδη την πρώτη κρυάδα ώσπου να εμφανιστούν οι Puressence, ελάχιστα λεπτά μετά τις 23.00 –απέναντι σε ένα σχεδόν γεμάτο PassPort. Και οι φόβοι για τα χειρότερα δεν άργησαν να επαναληφθούν: γιατί ενώ ο James Mudriczki και η παρέα του ξεκίνησαν αποφασισμένοι και με όρεξη, παίζοντας τα λατρεμένα “Near Distance”, “I Suppose” και “It Doesn’t Matter Anymore”, ο ήχος και ο φωτισμός τούς πρόδωσαν. Ο πρώτος ήταν εκκωφαντικός, παραπέμποντας σε underground συναυλίες hardcore σχημάτων (όπου υπάρχουν άλλα ζητούμενα), ενώ ο δεύτερος θύμιζε εμφανίσεις σε εγχώριες πίστες και όχι κάτι ανάλογο των μυσταγωγικών τραγουδιών των Βρετανών, ενώ συχνά-πυκνά έδειχνε να τυφλώνει και τους ίδιους τους επί σκηνής πρωταγωνιστές. Και υπήρχε και το προαναφερθέν μηχάνημα καπνού, που δεν άφηνε τους ευρισκόμενους στις μπροστινές σειρές να αναπνεύσουν με ευκολία –τελικά παρενέβη ο ίδιος ο Mudriczki για να σταματήσει η αλόγιστη χρήση του.

Για την ιστορία, οι Puressence έπαιξαν για περίπου 80 λεπτά και όσο καλύτερα μπορούσαν κάτω από τις προαναφερθείσες συνθήκες, δείχνοντας σεβασμό στο όνομά τους και στην αγάπη που τους έχει το κοινό της χώρας μας. Τελείωσαν το κανονικό τους σετ με το “India”, ενώ στο δεύτερο encore ερμήνευσαν –για δεύτερη φορά– το “I Suppose”, με τον κόσμο να ανταποκρίνεται με τον θερμότερο τρόπο στα καλέσματά τους. Κόσμο που δεν δίστασε να πληρώσει 20-25 ευρώ σε μια δύσκολη οικονομικά περίοδο για τη χώρα και δικαιούταν ένα πιο προσεγμένο αποτέλεσμα, ως προς το στήσιμο της όλης εμφάνισης.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured