Η συναυλία έχει τελειώσει, κι εγώ στέκομαι έξω απ’ το Gagarin και τα λέω με φίλους. Ο περισσότερος κόσμος έχει βγει απ’ το κλαμπ και σειρά έχει η μπάντα. Ένα ταξί βρίσκεται στη γωνία και περιμένει να παραλάβει τους τέσσερις Νεοϋορκέζους και να τους πάει όπου είναι να τους πάει. Μπροστά ο Richard Lloyd, πίσω του ο ιδιαίτερα ψηλός Fred Smith, ακολουθεί ο Billy Ficca με το γνωστό μαλλί – αφάνα και πολλές άσπρες τρίχες και τελευταίος ο Tom Verlaine, ψηλός κι αυτός και με περίεργη οδοντοστοιχία. Περνούν ακριβώς δίπλα μου κι εγώ στέκομαι σαστισμένος, μην ξέροντας τι να κάνω, να τους μιλήσω ή να σεβαστώ την κούρασή τους και να τους αφήσω να πάνε να ξεκουραστούν; Το δίλημμα μεγαλώνει ακόμη περισσότερο όταν αφού γεμίσει το ταξί, πίσω στο πεζοδρόμιο μένει ο Verlaine μαζί με κάποιον ακόμη, προφανώς τον tour manager τους. Να πάω να ζητήσω αυτόγραφο, να ρίξω κι ένα προσκύνημα με την ευκαιρία ή να τον προσπεράσω απλώς και να μείνω με τις αναμνήσεις μιας ακόμη συγκλονιστικής βραδιάς που μου χάρισε; Αυτόγραφο δεν μπορούσα να ζητήσω, στυλό δεν είχα και από χαρτί, μονάχα ένα περιοδικό που μοιραζόταν δωρεάν στην έξοδο. Να του πω ότι έπαιξαν φανταστικά κι ότι μπάντες σαν τη δική του δεν υπήρχαν πολλές επάνω στον πλανήτη; Πόσες φορές θα το έχει ακούσει αυτό από τα μέσα της δεκαετίας του ’70; Γύρω στις 18000, οπότε μία παραπάνω δεν θα του έκανε την παραμικρή εντύπωση. Να του κάνω ένα μικρό παράπονο που δεν έπαιξαν το “Torn Curtain”; Σίγουρα θα μου πει όπως και ο Lloyd στο τηλέφωνο «Συγνώμη, δεν το ξέραμε, δεν μας το είπες νωρίτερα!» με μπόλικη ειρωνεία. Να μιλήσουμε για ποίηση; Δεν έχω την παραμικρή ιδέα! Τι άλλο; Πώς του φάνηκε το Αθηναϊκό κοινό; «Θαυμάσιο» θα μου πει, όπως λένε όλοι, κι όπως ίσως όλα τα ακροατήρια που συναντάνε, εκστασιάζεται με όσα κομμάτια γνωρίζει από το “Marquee Moon”, άντε και με το “Call Mr Lee” και το “Little Johnny Jewel”, και στα υπόλοιπα κάθεται λιγάκι πιο ήσυχα και απολαμβάνει τη βιρτουοζιτέ των μουσικών επάνω στη σκηνή, τη θαυμαστή τους χημεία σαν μπάντα που δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο δεμένη, όπου οι δύο κιθαρίστες παίζουν αυτά ακριβώς που οφείλουν και τίποτε παραπάνω, που παίρνουν σειρά για να σολάρουν και κανείς δεν δυσανασχετεί όταν το κάνουν γιατί τα σόλο τους δεν είναι επιδείξεις δεξιοτεχνίας μα αναπόσπαστα κομμάτια μιας ροκ ιστορίας έτσι όπως αυτή ξεπηδάει από τα τραγούδια τους, κι όπου ο μπασίστας είναι ένας ακλόνητος βράχος και ο ντράμερ ο πιο ουσιαστικός κι ευφάνταστος περκασιονίστας που έχουμε δει ποτέ (σσ. Την τελευταία λέξη μπορείτε να την αντικαταστήσετε και με το ever, το οποίο για ανεξήγητους λόγους γνωρίζει μεγάλη πέραση στη χώρα μας).

Τι να του πω λοιπόν, ότι ορισμένα απ’ τα κομμάτια τους θα είναι για πάντα αξεπέραστα για μένα; Ότι το “Marquee Moon” μου ακούγεται ακόμη φρέσκο, μετά από τόσα χρόνια; Ότι όσο κι αν έκαναν μια «εικονική» κοιλιά με τα άγνωστά τους κομμάτια, ήταν απ’ τα καλύτερα συγκροτήματα που έχω δει στη ζωή μου (κι έχω δει εκατοντάδες, πιστέψτε με!); Ο Tom Verlaine τα ξέρει όλα αυτά, και το καταλάβαινα από το βλέμμα του, γεμάτο έτσι όπως ήταν από εμπειρίες και τη σοφία του ανθρώπου που όλη του τη ζωή την έχει περάσει επάνω από την κιθάρα του και τα βιβλία του (αυτό το τελευταίο το υποθέτω, αλλά έτσι δεν θα θέλαμε να είναι;). Τον προσπέρασα λοιπόν πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητό μου, και είμαστε και οι δύο ευχαριστημένοι!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured