cranberries.jpg (11610 bytes)

Aρκετά πλούσιο σε εμφανίσεις είναι το φετινό καλοκαίρι, αλλά και απαιτητικό όσον αφορά στις οικονομικές θυσίες που πρέπει να κάνουμε για συλλέξουμε το πλήθος εμπειριών από τις ζωντανές καταθέσεις των συγκροτημάτων που επισκέπτονται τη χώρα μας. Και οι Cranberries, από τους μπροστάρηδες της ιρλανδικής σκηνής στα 90s -παρότι οι εμμονές τους θα έλεγε κανείς ότι βρίσκονται μάλλον στα 80s και άντε να φτάνουν μέχρι τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας- κάθε άλλο παρά αμελητέο όνομα αποτελούν, για τους λίγους, έστω, που παρεβρέθησαν στο χώρο ανάμεσα σε κάποιες αποθήκες του Πειραιά. Οι συνθήκες του χώρου δεν ήταν ιδανικές (δεν πρόκειται για ένα χώρο που ενδείκνυται από πολλές απόψεις για συναυλιακές διοργανώσεις), η μουρμούρα για το ακριβό εισιτήριο στην παρέα με την οποία πήγα δεν έλειψε, και ο ήχος δεν ήταν και ο καλύτερος που έχουμε ακούσει (για να το πούμε ευγενικά). Πώς γίνεται όμως να περάσαμε όλοι -μα όλοι- τόσο όμορφα;

Η απάντηση ίσως και να μην υπάρχει αν αναλογιστούμε το ιδιότυπο της κριτικής μιας συναυλίας. Όσο και αν τα κριτήρια στην ακρόαση ενός δίσκου μπορεί να διαφέρουν και να είναι πολύ πιο σύνθετα, η συναυλία είναι μια πιο άμεση διαδικασία, είναι επικοινωνία, είναι διασκέδαση, διαφυγή και ενίοτε ψυχαγωγία, χωρίς όμως το τελευταίο να επηρεάζει αρνητικά τη διάθεσή μας όταν λείπει.

Όταν μάλιστα η επικοινωνία αυτή είναι φανερή στην ατμόσφαιρα, στο χαμόγελο της Dolores O'Riordan που γνωρίζει να επικοινωνεί με το κοινό κάνοντας ελάχιστες κινήσεις (δεν είχαμε κανενός είδους show), αλλά και να του δίνει αυτό που κυριολεκτικά θέλει με τα αλλεπάλληλα σπασίματα-κλισέ της φωνής της (για τα οποία είτε τη βαριέσαι, είτε τη λατρεύεις), αλλά και στην ενέργεια του κοινού, τότε μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο στόχος επετεύχθη.

Είτε στο punk vibe του Salvation, είτε στις καθαρά 80s - Johnny Marr εμμονές τους, με ξεσηκωτικά κομμάτια όπως το I Just Shot John Lennon, είτε στις modern rock, ανθεμικές πλέον στιγμές τους, όπως το Zombie και όλους τους έκτοτε κλώνους του, είτε σε πιο ευγενικές, ακουστικές pop μελωδίες που ξέκλεβαν χρόνο από την αξιοπρόσεκτη κιθαριστική δουλεια του Noel Hogan, με τα άφθονα hooks, για λίγο πιο αέρινα, γλυκά και ευφορικά διαλείμματα (που βέβαια δεν τους έλλειπε η περίσσεια κοφτερή χροιά π.χ. στο Linger), οι Cranberries έδωσαν αυτό που πραγματικά ήθελε το κοινό, ερμηνεύοντας σχεδόν τις καλύτερες στιγμές τους, χωρίς τα συνήθη κολλήματα (π.χ. ορισμένες μπάντες έχουν κόλλημα με το να ερμηνεύουν hits, λες και τα κομμάτια τα έγραψαν άλλοι κι όχι εκείνοι, ενώ άλλες έχουν ακριβώς το αντίθετο κόλλημα).

Ισορροπημένοι, από τα εύθραυστα κομμάτια του πολύ καλού ντεμπούτο album, "Everyone Else Is Doing It So Why Can't We?" ως τις απογοητευτικές στιγμές του "Bury The Hatchet" (αν και για να είμαστε ειλικρινείς κομμάτια όπως το Promises Που άνοιξε το set και το Animal Instict που ακούσαμε προς το τέλος, ξεχώρισαν οπωσδήποτε), έφυγαν αφήνοντάς μας με τις καλύτερες των εντυπωσεων. Με μια ανάμεικτη γεύση, αυτή της μελαγχολίας και των κλειστών ματιών της ελκυστικότατης Dolores O'Riordan στην ερμηνεία τους, αλλά και της εκτόνωσης και των κραυγών της γεμάτης ενέργεια μπάντας.

Ένα μεγάλο ερωτηματικό που πλανιόταν πριν την εκκίνηση του set τους ήταν οπωσδήποτε οι φωνητικές επιδόσεις-ακροβασίες της Dolores O'Riordan, που έχουμε συνηθίσει να ακούμε με τρεις και τέσσερις φωνητικές γραμμές στις στουντιακές εκτελέσεις. Μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι το συναίσθημα που έβγαζε χωρίς τα overdubs -έστω και αν ήταν έκδηλο ότι πλέον τα κόλπα της γίνονται μάλλον με μηχανιστικούς τρόπους- τη δικαίωσε. Μην φανταστείτε βέβαια ότι δεν υπήρχε βοήθεια από τον υπεύθυνο του ήχου, αλλά όπως και να ΄χει η Dolores απέδειξε ότι ως performer μπορεί να "φτιάξει" ένα κοινό κάνοντας ελάχιστα πράγματα πάνω στη σκηνή. Οπότε μπορούμε να πούμε ότι το στοίχημα σχεδόν το κέρδισε. Επειδή όμως το δισκογραφικό στοίχημα είναι μια άλλη και σαφώς πιο απαιτητική ιστορία, η ίδια, αλλά και η μπάντα της πρέπει να ξεπεράσουν τους εαυτούς τους, όσα έχουν κατακτήσει και κλείσει καλά σε ευδιάκριτες μανιέρες κατόπιν. Περιμένουμε τη φρεσκάδα από το νέο album που θα αρχίσει να ηχογραφείται από τον Αύγουστο όπως μας είπαν.

Spots

- Στο δεύτερο κομμάτι του encore, το Animal Instict, τα ηχεία μάλλον δεν άντεξαν και "παρέδωσαν ψυχή", κάτι που δεν πτόησε το κοινό το οποίο συνέχισε μόνο του το κομμάτι κάνοντας τη Dolores να ενθουσιαστεί, δίνοντας παράλληλα ένα εξαιρετικά φιλικό και μαγευτικό ίσως τόνο στην ατμόσφαιρα.

- Ο κόσμος ήταν σχετικά λίγος δυστυχώς, αλλά εκτιμήσεις είναι δύσκολο να κάνουμε. Με τα νούμερα σε χώρους -δυστυχώς- δεν τα πήγαινα ποτέ καλα. Μάλλον η απουσία του κόσμου οφείλεται στην πληθώρα των εκδηλώσεων των ημερών και στην ακριβή τιμή του εισιτηρίου. Ελπίζουμε σιγά σιγά το μήνυμα να ληφθεί, διότι σε λίγο θα αναγκαζόμεθα να δουλεύουμε για να παρακολουθούμε συναυλίες. Τουλάχιστον οι φίλοι μας οι σκυλάδες πληρώνουν πέντε και έξι χιλιάρικα έκαστος για να δουν τον σκυλολαϊκό αοιδό με τη συνοδεία μπουκαλιού, αλλά έχουν και το ποτό και την καρέκλα τους βρε αδερφέ. Πέρα από την πλάκα, βέβαια, έχω την εντύπωση ότι η συνεχής αύξηση των εισιτηρίων των συναυλιών θα έχει πολλαπλές επιπτώσεις και στην υπόλοιπη μουσική βιομηχανία και τη μουσική μας παιδεία γενικότερα. Ας ελπίσουμε ότι το μήνυμα θα ληφθεί εγκαίρως. Καλό μας -συναυλιακό- μήνα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured