Το θερμό χειροκρότημα που αντήχησε στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Λυρικής Σκηνής καθώς έπεφταν οι τίτλοι τέλους στους Απάχηδες Των Αθηνών, εμπεριείχε τον ειλικρινή ενθουσιασμό ενός ετερόκλητου κοινού (ειδήμονες, ξένοι προσκεκλημένοι, εγχώριοι δημοσιογράφοι, απλός κόσμος που ήρθε από περιέργεια), το οποίο δεν ήξερε τι να περιμένει από τη συγκεκριμένη προβολή και τη ζωντανή μουσική που θα τη συνόδευε.

Εν αρχή, πάντως, ήταν σίγουρα η μουσική στην όλη εμπειρία, αφού οι Απάχηδες Των Αθηνών πρωτοέζησαν ως οπερέτα, γραμμένη από τον Νίκο Χατζηαποστόλου σε λιμπρέτο Γιάννη Πρινέα. Ανέβηκαν τον Αύγουστο του 1921 στο θέατρο Αλάμπρα από τον θίασο του Φώτη Σαμαρτζή και χάλασαν κόσμο, σημειώνοντας εισπρακτικό ρεκόρ για τον ελληνικό Μεσοπόλεμο, με 600 παραστάσεις σε όλη τη χώρα και γύρω στα 400.000 εισιτήρια (η Αθήνα της εποχής, σημειώστε, είχε περίπου 300.000 κατοίκους). Αυτή ακριβώς η δημοφιλία ήταν που οδήγησε και στη μεταφορά τους στον κινηματογράφο το 1930 από τον Δημήτρη Γαζιάδη, με τον Πρινέα να επανέρχεται σε ρόλο σεναριογράφου –θα ακολουθούσε άλλη μία ταινία 20 χρόνια αργότερα (1950), με πρωταγωνιστές τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και την Άννα Καλουτά, σε σκηνοθεσία Ηλία Παρασκευά.

Αν και το 1930 η οικονομική κατάσταση είχε στενέψει ιδιαιτέρως (και) για τους Έλληνες, η ταινία του Γαζιάδη γνώρισε επιτυχία, γράφοντας μάλιστα και τη δική της ιστορία, καθώς υπήρξε η πρώτη εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή που συνοδευόταν από συγχρονισμένη ηχογράφηση της μουσικής και των τραγουδιών: το κοινό της εποχής, δηλαδή, παρακολουθούσε το βωβό φιλμ και άκουγε τα διάσημα άσματα που το συνόδευαν από γραμμόφωνο εγκατεστημένο μέσα στην αίθουσα προβολής –τρία μάλιστα από αυτά ήταν πρωτότυπες δημιουργίες, γραμμένα για τις ανάγκες της. Εντούτοις, η ταινία χάθηκε στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν· μέχρι που, απρόσμενα, ανακαλύφθηκε μια κόπια της στη Γαλλική Ταινιοθήκη (2016), η οποία και αποκαταστάθηκε χάρη σε δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχος και στη δουλειά ενός διεθνούς επιτελείου. Φορέας υλοποίησης ήταν βέβαια η Ταινιοθήκη της Ελλάδος (η οποία είναι πλέον και η κάτοχος της νέας κόπιας), με τα πρέποντα συγχαρητήρια να πηγαίνουν στην υπεύθυνη για το έργο Ηλέκτρα Βενάκη.

90 χρόνια μετά, για τους Αθηναίους του 2020, τον ρόλο εκείνου του γραμμοφώνου έπαιξαν αφενός η Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ σε διεύθυνση Αναστάσιου Συμεωνίδη, η οποία απέδωσε την ανασύσταση του πρωτότυπου soundtrack –όπως το επιμελήθηκε ο Γιάννης Τσελίκας– αφετέρου οι μονωδοί της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Χρήστος Κεχρής, Μιράντα Μακρυνιώτη και Άννα Στυλιανάκη, οι οποίοι ανέλαβαν να ερμηνεύσουν ζωντανά τα συνοδευτικά τραγούδια.

Το αποτέλεσμα ήταν πολύ επιτυχημένο, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ποτέ δεν θα είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς έφτιαξε το 1930 για την ταινία ο ίδιος ο Νίκος Χατζηαποστόλου, διευθύνοντας μια ορχήστρα με συνολικά 60 όργανα. Αναγκαστικά, η επιλογή έγειρε προς όσα γνωρίζουμε από πλάκες γραμμοφώνου 78 στροφών για τη μουσική της οπερέτας του 1921, ενώ ιδιαίτερα εύσημα ανήκουν στους Κεχρή, Μακρυνιώτη και Στυλιανάκη, καθώς έμειναν πιστοί στα τραγουδιστικά πρότυπα του Μεσοπολέμου, προτιμώντας τον λίγο «ξένο» στα αυτιά μας στόμφο και το στυλιζάρισμα εκείνων των καιρών, παρά μοντέρνες και πιο «οικείες» προσεγγίσεις. Περισσότερα θα μπορούμε να πούμε όταν εκδοθεί η σχετική ηχογράφηση, καθώς στη Λυρική Σκηνή μεγάλο μέρος της προσοχής μας αφοσιώθηκε τελικά στην ίδια την ταινία.

Κι αυτό, βέβαια, μόνο τυχαίο δεν είναι. Γιατί, αν και η υπόθεση οπερέτας και ταινίας διαφέρει έως και σημαντικά σε σημεία, ο Γαζιάδης πέτυχε πλήρως τον διακηρυγμένο του στόχο για ένα «εξευγενισμένο λαϊκό ρομάντζο». Το οποίο έχει μάλιστα αμιγώς αστικό χαρακτήρα, που το ξεχωρίζει από τα βουκολικά δράματα της εποχής, όπου συνήθως πρωταγωνιστεί η επαρχιακή ύπαιθρος και η φουστανέλα της Παλαιάς Ελλάδας.

Χάρη στο δίχως κενά σενάριο του Πρινέα, από το οποίο δεν λείπει η αίσθηση της κλιμάκωσης, ο σκηνοθέτης ξαναζωντανεύει μια εν πολλοίς άγνωστη στο σύγχρονο κοινό Αθήνα, όπου η Πλάκα δεν διαθέτει τίποτα το γκλάμουρ ή το τουριστικό –αντιθέτως, είναι βουτηγμένη στη μαύρη φτώχεια– και συνυπάρχει αφενός με ένα ζωηρό κέντρο, με σημαντική παρουσία αυτοκινήτων, αφετέρου με τις πνιγμένες στους κήπους επαύλεις των πλουσίων, με τα σχετικά πλάνα να τις προβάλλουν βέβαια στην υπερβολή τους, αφού βλέπουμε ουσιαστικά το θερινό ανάκτορο των παλιών μας βασιλιάδων στο Τατόι.

Φανερώνοντας μια ματιά με ιδιαίτερη συγκρότηση, ο φακός του Γαζιάδη αναδεικνύει τις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις του Μεσοπολέμου πότε κεντράροντας στα φθαρμένα παπούτσια της Τιτίκας, πότε στο θρόισμα των φυλλωσιών στην άνετη διώροφη κατοικία του Αθανάσιου Παραλή. Μάλιστα, η ταινία δεν αρκείται στον ρόλο του παρατηρητή, καθώς ξεγυμνώνει την κενότητα που συνοδεύει τα νεόπλουτα ήθη, ιδιαίτερα στη σκηνή όπου ο πολυεκατομμυριούχος επιθυμεί να εξοπλίσει με βιβλία τη γιγαντιαίων διαστάσεων βιβλιοθήκη του, αδυνατώντας ωστόσο να ονομάσει έναν, έστω, συγγραφέα της αρεσκείας του. Πολλά στην επιτυχία όλων αυτών των πλάνων οφείλονται βέβαια στη λαμπερή ποιότητα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας του Μιχάλη Γαζιάδη –αδελφού του σκηνοθέτη και συνιδρυτή της εταιρείας παραγωγής Dag Film– την οποία έχουμε θαυμάσει και στην Αστέρω του 1929.

Αποφασιστικής σημασίας ήταν πάντως και το επιλεγμένο cast, το οποίο έφερε στη μεγάλη οθόνη δημοφιλέστατους ερμηνευτές της Λυρικής Σκηνής του Μεσοπολέμου, ενισχύοντας έτσι ακόμα περισσότερο τους δεσμούς των κατά Γαζιάδη Απάχηδων Των Αθηνών με τη μουσική μήτρα απ' όπου ξεπήδησαν. Ο Λυκούργος Καλαποθάκης έχασε βέβαια (λόγω ασθενείας) μια ιστορική ευκαιρία να αποδώσει στο σινεμά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Πρίγκιπα» που πρώτος έπαιξε το 1921, όμως ο διάσημος στα χρόνια εκείνα τενόρος Πέτρος Επιτροπάκης που τελικά τον ενσάρκωσε αποδείχθηκε ιδανικός, διαθέτοντας όλη την απαιτούμενη ζεν πρεμιέ φινέτσα. Δίπλα του, η Μαίρη Σαγιάνου αποτυπώθηκε πράγματι ως «μία πραγματική απόλαυσις» ως Τιτίκα, όπως σχολίασε στην κριτική της για την Εσπερινή της εποχής η Ίρις Σκαραβαίου, δίνοντας και σε μας την ευκαιρία να θαυμάσουμε μία αδικοχαμένη Ελληνίδα σταρ –μόλις 2 χρόνια αργότερα, θα πέθαινε από τυφοειδή πυρετό, με πλήθος απλού κόσμου να τη συνοδεύει συντετριμμένος στην τελευταία της κατοικία.

Το βάθος βέβαια της ταινίας αποκαλύπτεται στους συνοδευτικούς, μικρότερους ρόλους, που είναι πραγματικά ένας κι ένας. Ο γνωστός τραγουδιστής εκείνων των καιρών Πέτρος Κυριακός απέδωσε και στην ταινία τον ρόλο του Καρκαλέτσου που έπαιζε επί χρόνια στο θεατρικό σανίδι, ενώ τον έτερο κολλητό του «Πρίγκιπα», τον Καρούμπα, ενσάρκωσε ωραία ο ίδιος ο λιμπρετίστας και σεναριογράφος, Γιάννης Πρινέας. Ο Γιώργος Χριστοφορίδης ως Αθανάσιος Παραλής αξιοποίησε τη θεατρική του παιδεία και την εμπειρία του από τους θιάσους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους οποίους ανδρώθηκε, ενώ πειστική στον ρόλο της κόρης του Βέρας Παραλή στάθηκε η αληθινή του κόρη, Στέλλα Χριστοφορίδη. Αλλά η πραγματική αποκάλυψη ήταν ο Νικόλαος Περδίκης, που έπαιξε με θαυμάσιες εκφράσεις προσώπου ή/και βλέμματα τον πανούργο γραμματέα Ζηνόβιο Κυριακό, ισορροπώντας άψογα μεταξύ κακομοιριάς και κακεντρέχειας.

Κερασάκι δε στην όλη τούρτα, ο μπόμπιρας με τη χαρακτηριστική φυσιογνωμία ο οποίος πείραζε τον Επιτροπάκη στα στενά της Πλάκας, αλλά και ο μουστακαλής που απολαμβάνει τα ρεβύθια του στην ταβέρνα Κληματαριά όντας «αληθινόν αριστούργημα ηθογραφίας», όπως σχολίασε ο αταυτοποίητος κριτικός της εφημερίδας Πατρίς που βρίσκεται πίσω από τα αρχικά Καπ. Σ. Έστω και ως περιφερειακές φιγούρες, μετρήθηκαν τελικά στους λόγους για τους οποίους έπεσε τόσο χειροκρότημα εν έτει 2020, για να κλείσουμε κάνοντας κύκλο με την αρχή του παρόντος κειμένου.

* οι πληροφορίες για την υποδοχή της ταινίας από τον Τύπο της εποχής αντλήθηκαν από το σχετικό κεφάλαιο στο έξοχο βιβλίο του Αργύρη Τσιάπου Οι Πρώτες Ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου (ιδιωτική έκδοση, Σέρρες 2015), το οποίο υπάρχει και στο ίντερνετ με τη μορφή blog. Όλα τα σχετικά με τους Απάχηδες των Αθηνών είναι λοιπόν προσβάσιμα εδώ.

{youtube}uFZJM0gb0ZA{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured