Υπάρχουν φορές που, πηγαίνοντας να παρακολουθήσεις ένα live ή μια μουσική παράσταση, έχεις προαίσθημα για μια ευκαιρία εισόδου σε έναν θαυμαστό καινούριο κόσμο, η οποία μένει ενεργή μόνο για ένα βράδυ: εκείνο το βράδυ που θα δεις τους κατοίκους του ζωντανά, στην όποια σκηνή, ν' αφηγούνται την ιστορία του. Και η βραδιά που θα δεις και θ’ ακούσεις τους Xylouris White –για πρώτη ίσως φορά– είναι αδιαμφισβήτητα μια τέτοια.

Μπορεί να έχεις διαβάσει το παραμύθι αυτού του φανταστικού ντουέτου, στο οποίο ένας ροκάς από το Νιού Τζέρσι συναντάει στη Μελβούρνη έναν λαουτιέρη από τ' Ανώγεια (μέλος της πιο διάσημης μουσικής οικογένειας της Κρήτης) και αποφασίζουν να ενώσουν τις δημιουργικές τους μοίρες. Μπορεί να έχεις ακούσει τους δίσκους τους, το Goats π.χ. του 2014, που τράβηξε με το καλημέρα το βλέμμα του Nick Cave ή το Black Peak του 2016, το οποίο απέσπασε με χαρακτηριστική άνεση διθυράμβους από πλέον έγκριτα (μουσικά και μη) έντυπα όπως το Mojo και η βρετανική εφημερίδα The Guardian. Όμως η φορά που θα τους δεις live, θα σου μείνει πραγματικά αξέχαστη.

Ήταν ένα ιδιαίτερο live αυτό για τους Xylouris White, στην κεντρική αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» το βράδυ της Πέμπτης, μιας και θα παρουσίαζαν τη νέα τους δουλειά The Sisypheansίσως τον πιο σημειολογικά ιδιαίτερο δίσκο της μέχρι τώρα κοινής τους πορείας. Κεντημένος ψιλοβελονιά από έξω προς τα μέσα, αφηγείται τον αρχαίο ελληνικό μύθο του Σίσυφου μέσα από το ιδιόμορφο roadtrip ενός σύγχρονου «σισυφικού» διδύμου, από τις κορφές της Κρήτης μέχρι τα ξενοδοχεία και τα καφέ της Αυστραλίας.

Στο πρώτο μισό της βραδιάς, οι Xylouris White παρουσίασαν το concept album τους ως έχει, νικώντας με τη δύναμή του τη μιζέρια της καθημερινότητας. Αναπαρήγαγαν δηλαδή μια ατμόσφαιρα που ενσωμάτωνε τον ακροατή χωρίς πολλά-πολλά, μεταφέροντάς τον σε μια απάτητη κορφή, όπου σφυρίζει ο αέρας, ακούγεται από μακριά ένας χανιώτης κι ένας άνθρωπος στον ορίζοντα δοκιμάζει να βολέψει έναν βράχο στους ώμους του.

Τραγούδια όπως το "Tree Song" (το εναρκτήριο της βραδιάς) αναδεικνύουν αφοπλιστικά και στο έπακρο την αφηγηματική δεινότητα και τα εκφραστικά μέσα του Γιώργου Ξυλούρη, καθώς συνοδεύεται από τα επικά, αργά κρουστά του Jim White –δεν θα φανταζόσουν ποτέ ότι θα μπορούσες ν’ ακούσεις έτσι παιγμένη την παραλογή της φουντωτής νεραντζούλας. Από την άλλη, περίπου από το "The Black Sea" και μετά, αντιλαμβανόσουν τις πλήρεις διαστάσεις του σαρωτικού ιδιώματος που έχουν επινοήσει οι δύο φίλοι.

Με την τελευταία νότα από τον δικό τους μύθο του Σίσυφου, ο Ξυλούρης και ο White θα παίξουν όρθιοι, σε ένα παραλήρημα δεξιοτεχνίας, τραγούδια από το Black Peak και το Mother (2018), ενώ θα κλείσουν μέσα σ’ ενός λεπτού σιγή, με μερικά outsider μέτρα από τον Ερωτόκριτο.

Στην έξοδο από τον Παρνασσό, οι Xylouris White υπογράφουν δίσκους και αλλάζουν χειραψίες μ’ ένα κοινό ενθουσιασμένο και κατευχαριστημένο. Σε μια αποστροφή του White, ο οποίος ψάχνει μέσα στον συνωστισμό του φουαγιέ τον φίλο του τον «Yiorgis» για να υπογράψει πάνω σ’ ένα αντίτυπο του The Sisypheans, η ευκαιρία αυτής της βραδιάς συμπυκνώνεται στην εικόνα ενός Αυστραλού που μοιάζει πιο Κρητικός και από τους Κρητικούς κι ενός Κρητικού που κατάφερε να μεταφράσει τη φυσική μουσική της πατρίδας του σε παγκόσμια ροκ διάλεκτο. Σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.

{youtube}mKE_WPpPPsg{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured