Εύη Παπαγιάννη

Το για πολλούς next big thing της Γηραιάς Αλβιώνας φτιάχνει μουσική ήδη εδώ και δέκα χρόνια, κι ας τα μέλη του βρίσκονται ακόμη στο πρώτο μισό των 20s τους. Αγαπά τον ήλιο και τις υγιεινές συνήθειες, και χαρακτηρίζει την πατρίδα του, το Μάντσεστερ, κάπως ζοφερό. Το όνομα τους προφέρεται με «παχύ τζ», και αν δεν το γνωρίζεις ήδη, πιστεύουμε ακράδαντα πως, μετά την επίσκεψή τους στην Αθήνα, αυτό το Σάββατο 03 Φεβρουαρίου, θα το θυμάσαι οπωσδήποτε. Είναι οι Maruja, και με αφορμή την επικείμενη ζωντανή εμφάνισή τους στο Temple, μιλήσαμε μαζί τους για τη δημιουργία, την αισθητική, και την πραγματικότητά τους.

Συναντηθήκαμε online, λίγες ώρες πριν την (πολύ) πρωινή τους πτήση από το Μάντσεστερ για την Αθήνα. Στην άλλη γραμμή, ο σαξοφωνίστας Joe Caroll και ο κιθαρίστας/τραγουδιστής Harry Wilkinson. Η μπάντα αποτελείται, βέβαια, από τέσσερα μέλη, κι ολοκληρώνεται από τους Matthew Buonaccorsi στο μπάσο και Jacob Hayes στα ντραμς. Το όνομα τους προέκυψε χωρίς ιδιαίτερη σκέψη σε ένα ταξίδι στην Ισπανία. Η μουσική τους από την άλλη, μολονότι εξίσου αυθόρμητη καθότι αυτοσχεδιαστική στη βάση της, δεν στερείται σκέψης. Μέσα από ένα μείγμα jazz και κιθαριστικών επιρροών, αποτυπώνει όλα αυτά που απασχολούν το κουαρτέτο, αλλά κυρίως τον Harry Wilkinson, υπεύθυνο για τους κοινωνικά και πολιτικά ευαίσθητους στίχους τους. Συμφωνήσαμε να πούμε τα βασικά, ως μια αφορμή να συστηθούν στο ελληνικό κοινό που, κατά κύριο λόγο, τους έμαθε από στόμα σε στόμα. Καταλήξαμε να μιλάμε για πολλά, on και off the record, μεταξύ των οποίων και για την ελληνική σκηνή, τους MOb, τα μπριζολάκια του Τέλη και τον καιρό στην Αθήνα αυτό το ΣΚ. Τα σημαντικά, τα διαβάζετε παρακάτω. Μερικά τους υποσχέθηκα ότι θα τα κρατήσω μυστικά.

Πώς ξεκίνησε αυτό το project;

Η. W. : Αρχικά, ξεκίνησε πριν από δέκα χρόνια, από εμένα και τον μπασίστα Matthew Buonaccorsi. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, οι συνθέσεις της μπάντας άλλαξαν. Το τετραμελές σχήμα που βλέπετε σήμερα υπάρχει περίπου εδώ και πέντε χρόνια. Όταν ξεκινήσαμε να παίζουμε ήμασταν 15, 16 χρονών. Τα γούστα μας δεν είχαν διαμορφωθεί απόλυτα, ήμασταν ακόμη παιδιά. Πλέον έχουμε εξελιχθεί ως άνθρωποι, οι απόψεις μας έχουν εξελιχθεί και το ίδιο και η μουσική μας.

Στο βιογραφικό σας, όπως το διαβάζουμε στην ιστοσελίδα σας, αναφέρετε ότι «οι Maruja είναι μία υποβλητική δύναμη, που μεταφέρει τους ακροατές σε ένα κόσμο διαφορετικότητας και σκληρού ρεαλισμού». Θα έλεγε κανείς πως ο ρεαλισμός έχει από μόνος του μια σκληράδα. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν αυτή η διατύπωση σας κάνει, τελικά, πεσσιμιστές.

H.W. : Νομίζω ότι μας καθιστά ρεαλιστές. Αν κοιτάξεις τον κόσμο γύρω μας, βρισκόμαστε σε μια πολύ σκοτεινή κατάσταση. Εμείς απλά υποδεικνύουμε κάποια πράγματα, τα περιγράφουμε με ποιητικό τρόπο, αλλά όλα αυτά συμβαίνουν. Απλά τα φέρνουμε στο επίκεντρο μέσα από τη μουσική μας.

Η μουσική μας φτιάχνεται μέσα από τον αυτοσχεδιασμό. Υπάρχει πολύ συναίσθημα σε όλο αυτό, και μέσα από το ηχοτοπίο που δημιουργείται προκύπτει ένα θέμα ή επιλέγω να γράψω στίχους που ταιριάζουν με αυτό. Συχνά υπάρχει και πολλή επιθετικότητα ή ένα σχεδόν ανήσυχο συναίσθημα – βέβαια, νομίζω πως αυτό αντανακλά ακριβώς την κατάσταση το κόσμου, την τάση που υπάρχει στις περισσότερες χώρες, είτε το δεις πολιτικά, οικονομικά ή περιβαλλοντικά. Παντού υπάρχει ένταση. Κατά τη γνώμη μου, ως καλλιτέχνες, έχουμε λόγο για την κουλτούρα που συνεχώς μεταβάλλεται, και όσα αυτή περιλαμβάνει. Νομίζω πως αυτός είναι ο πραγματικός ρόλος του καλλιτέχνη, να φέρνει στο φως όλα αυτά τα πράγματα. Τελικά, για να σου απαντήσω, δεν νομίζω πως αυτή η στάση μας κάνει απαισιόδοξους. Μας κάνει απλά τους εαυτούς μας. Σχεδιάζουμε το πορτρέτο όσων βλέπουμε γύρω μας, στις ειδήσεις, στο δρόμο. Υπό αυτή την έννοια, περισσότερο αισιόδοξους μας κάνει. Παίρνουμε την θλίψη και την ανησυχία μας και την μετατρέπουμε σε κάτι θετικό, καλούμε τους ανθρώπους να χορέψουν,  να αναστοχαστούν ή να σκεφτούν κάτι καινούριο. Αυτή η μετατροπή, αν θέλεις, της ενέργειας, είναι σίγουρα κάτι αισιόδοξο.

Λέτε πως θέλετε να κάνετε τους ανθρώπους να χορεύουν. Είναι η μουσική σας, χορευτική μουσική;

J.C. : Σίγουρα υπάρχει ένας τρόπος να την χορέψει κανείς! Αυτό που συμβαίνει στα live μας είναι ότι, επειδή αλληλεπιδρούμε πολύ με το κοινό, αντιδρούν στη μουσική μας. Σίγουρα στα live μας υπάρχει μία διαδικασία κάθαρσης κι απελευθέρωσης.

H.W. : Συνήθως υπάρχει πολύ mosh pitting στις συναυλίες μας, ξέρεις, οι νεότεροι βρίσκονται μπροστά και παίζουν αγκωνιές, και οι μεγαλύτεροι είναι πίσω και απολαμβάνουν τη φάση.

Μιας και αναφερθήκατε στις ζωντανές σας εμφανίσεις, να σας πω πως, στον δικό μου κύκλο τουλάχιστον, κάπως έτσι μάθαμε για εσάς. Ένας Έλληνας που ζει στο Μάντσεστερ και έχει μία ραδιοφωνική εκπομπή σας είδε σε κάποιο live, μίλησε για αυτό στο show του, και μετά από στόμα σε στόμα και από τραγούδι σε τραγούδι φτάσαμε στο σημείο να ανυπομονούμε πραγματικά για τη συναυλία σας στη χώρα μας. Πώς είναι όμως τα πράγματα για εσάς πίσω στο σπίτι;

J.C. : Αρχικά είναι πολύ ενδιαφέρον που το λες αυτό. Στις συναυλίες που κάναμε στην Ευρώπη η αντίδραση του κόσμου ήταν πολύ πιο θερμή, το βλέπαμε στα μάτια του κοινού και συχνά μας έλεγαν πόσο τους συγκίνησε η μουσική μας. Στην Βρετανία η προθυμία των ανθρώπων να ανοιχτούν με αυτό τον τρόπο είναι μικρότερη. Μας αναζωγονεί να κάνουμε ευρωπαϊκές περιοδίες και να έχουμε αυτή την πραγματική συναισθηματική σύνδεση με τον κόσμο που ακούει τη μουσική μας. Μοιάζει σαν να λείπει η ειλικρίνεια των συναισθημάτων, σαν οι άνθρωποι εδώ να προσπαθούν να αποδείξουν ότι είναι cool. Επίσης, όταν επιστρέφουμε στο Μάντσεστερ, μετά από χρόνια κατά τα οποία παίζαμε μπροστά σε ελάχιστα άτομα, νιώθουμε πως πρέπει να αποδείξουμε όσα έχουμε καταφέρει.

H.W. : Συμφωνώ με τον Joe. Και μου κάνει εντύπωση αυτό που περιγράφεις για την Ελλάδα, γιατί εδώ δεν υπάρχει τόσο έντονη αίσθηση της κοινότητας. Η μουσική διακινείται περισσότερο μεταξύ φίλων.

Λέτε πως δεν υπάρχει αίσθηση κοινότητας.  Με αφορμή αυτό, θα ήθελα να σας ρωτήσω αν κατατάσσετε τον εαυτό σας κάτω από αυτή την ευρεία ομπρέλα του crank wave ή meta-post punk, αν μπορώ να το χαρακτηρίσω έτσι.

H.W. : Νομίζω πως ξεκινήσαμε να παίζουμε περίπου την ίδια περίοδο με τις μπάντες αυτού του είδους, οπότε μπορώ να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι μας βάζουν σε αυτή την κατηγορία – επειδή αυτό είναι που εξάγει το Ηνωμένο Βασίλειο αυτή τη στιγμή. Όμως δεν υπάρχει μόνο αυτό στη βρετανική μουσική, υπάρχει μία ακμάζουσα jazz σκηνή, για παράδειγμα, αλλά και rap σκηνή. Αλλά πράγματι η βρετανική μουσική είναι σε μία φανταστική περίοδο.

Όσον αφορά εμάς, θα έλεγα πως είμαστε μία από τις πολλές μπάντες που δημιουργούμε παρόμοια μεταξύ μας μουσική. Αλλά στην πραγματικότητα δεν μας αρέσει να μας περιγράφουν ως μία post-punk μπάντα, κυρίως γιατί ούτε εμείς ξέρουμε πώς να μας περιγράψουμε, για να είμαι ειλικρινής. Μας έχουν περιγράψει ως art rock, post rock, jazz infused post-rock…Για εμάς είναι πολύ δύσκολο να ορίσουμε τη μουσική μας. Επειδή έχουμε περάσει πολύ καιρό παίζοντας μαζί και αυτοσχεδιάζοντας, έχουμε φτιάξει κάτι που το νιώθουμε εντελώς δικό μας. Αγαπάμε όλα τα είδη μουσικής, την κλασσική και τη rap, την drum & bass και την pop. Και θα μπορούσαμε να γράψουμε οτιδήποτε, αν είχαμε κάτι να πούμε μέσα από αυτό. Επίσης, νομίζω πως τελικά όλες αυτές οι επιρροές μας βγαίνουν και στον ήχο μας.

Η αλήθεια είναι πως τις πρώτες φορές που άκουσα τη μουσική σας, νόμιζα πως υπήρχαν δύο μπάντες με το όνομα Maruja! Με τον καιρό όμως κατάφερα να βρω τις νοηματικές και αισθητικές συνδέσεις ανάμεσα στους πειραματισμούς σας. Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να διατηρήσετε μία σαφή καλλιτεχνική ταυτότητα;

H.W. : Νομίζω πως η μόνη προσέγγιση που λειτουργεί είναι να μένεις πιστός σε αυτό που κάνεις και σε αυτό που αισθάνεσαι. Εμείς, με το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, στην πραγματικότητα δεν έχουμε τον έλεγχο αυτού που κάνουμε. Είμαστε ανοιχτοί σε νέους ήχους. Μας αρέσει να αφήνουμε τη μουσική να μας οδηγεί. Αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργεί με εμάς, αλλά μάλλον έτσι θα έπρεπε να λειτουργεί η τέχνη γενικότερα.

Harry, είσαι υπεύθυνος για τους στίχους της μπάντας, κι όπως είπες γράφεις για αυτά που σε απασχολούν. Τι σε απασχολεί αυτή την περίοδο;

H.W. : Αυτή την περίοδο δουλεύουμε νέο υλικό. Τα περισσότερα θέματα αφορούν στην ψυχική υγεία και εμπειρίες που είχα εγώ ο ίδιος, αλλά και άτομα στο φιλικό και οικογενειακό μου περιβάλλον. Έχω εργαστεί στην ψυχική υγεία για μερικά χρόνια κι έχω δει πώς το ζήτημα επηρεάζει τους ανθρώπους. Συνολικά σαν μπάντα, μας έχει απασχολήσει πολύ αυτό το θέμα, εδώ και καιρό. Όσα έχουμε περάσει σε προσωπικό επίπεδο, τα περάσαμε και σαν μπάντα. Οπότε θα έλεγα πως θέλω να μιλήσω για τα ζητήματα ψυχικής υγείας μέσα από τους στίχους μου, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αυτή τη στιγμή.

Επίσης, όπως σου είπα και νωρίτερα, ως καλλιτέχνης θεωρώ ότι πρέπει να αποτυπώνεις (μέσω των στίχων ή μέσω των οργάνων) το zeitgeist της εποχής που ζούμε, ζούμε σε μια εποχή που γίνεται πόλεμος. Ζούμε σε ένα πολύ τρομακτικό κόσμο, παρά το ότι παράλληλα είμαστε στην χρυσή εποχή της γνώσης και της πληροφορίας. Οι άνθρωποι δεν ξέρουν που να ψάξουν για την αλήθεια, δεν ξέρουν ποιον μπορούν να εμπιστευτούν. Πιστεύω λοιπόν ότι είναι πιο σημαντικό από ποτέ για τον καλλιτέχνη να εκφράζει την αλήθεια. Αν οι άνθρωποι νιώθουν παγιδευμένοι, τότε η μουσική μπορεί να λειτουργήσει απευλευθερωτικά. Ίσως κάποιος να βρει έναν στίχο που τον συγκινεί ή να τον προκαλεί να σκεφτεί διαφορετικά. Ακόμη και αν κάποιος αισθάνεται θυμό, η μουσική μπορεί να λειτουργήσει ως έκφραση της επιθετικότητας του. Το σημαντικό είναι ότι θέλω οι στίχοι μου να αντικατοπτρίζουν μία αλήθεια που να επιτρέπει στο κοινό να συνδεθεί με την τέχνη και να βρει κάτι σε αυτή που να ενεργοποιεί ένα κομμάτι μέσα του.

Μου απαντάτε, κατά κάποιο τρόπο, και στο εάν η μουσική λειτουργεί θεραπευτικά και για εσάς τους ίδιους.

H.W. : Για εμένα σίγουρα. Γενικά θεωρώ πως είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μου και με βοηθά στην κατανόηση του και τη διατήρηση μιας ισορροπίας. Αλλά μου αρέσει επίσης να κάνω διαλογισμό, να γυμνάζομαι και να διαβάζω – αν και δεν είναι πάντα εύκολο να μείνεις πιστός στις καλές συνήθειες.

J.C. : Κι εγώ προσπαθώ να έχω κάποιες καλές συνήθειες, πέρα από τη μουσική. Για παράδειγμα να τρώω υγιεινά, να γυμνάζομαι, να περνάω χρόνο στη φύση, να κάθομαι στον ήλιο – όταν βγαίνει σε αυτή τη χώρα.

Αυτοί είναι, λοιπόν, οι εικοσάρηδες που φτιάχνουν punk στις μέρες μας!

H.W. : Ας είμαστε ειλικρινείς – πολλά έχουν αλλάξει, ας πούμε, τα τελευταία είκοσι χρόνια. Θεωρώ ότι δείχνει έλλειψη σεβασμού να ανεβαίνεις στη σκηνή μεθυσμένος ή έχοντας κάνει ναρκωτικά προηγουμένως, κάτι που κάποτε μπορεί να θεωρείτο cool.

Πάμε πίσω στο EP σας, Knockarea, που κυκλοφορήσατε το 2023. Είναι σκόπιμη η επιλογή των ασπρόμαυρων φωτογραφιών που πλαισιώνουν τη μουσική σας;

J.C. : Όλες οι φωτογραφίες που χρησιμοποιήσαμε για το artwork μετά το single Blindspot, τραβήχτηκαν από τον προπάππου μου. Πριν από μερικά χρόνια άρχισα να ενδιαφέρομαι περισσότερο για την ιρλανδική μου καταγωγή και την οικογενειακή μου ιστορία, και τότε ο παππούς μου μου έδειξε αυτή τη φωτογραφία όπου υπήρχαν δύο άνθρωποι πάνω σε δύο τηλεφωνικούς στύλους, και ο ένας έριχνε ένα κλειδί στον άλλο στον αέρα. Καθώς άρχισα να κοιτάζω εκείνες τις φωτογραφίες του προπάππου μου, είχαν μια ιδιαίτερη ενέργεια. Είναι τόσο φυσικές, γιατί οι άνθρωποι δεν γνώριζαν πραγματικά τι ήταν η φωτογραφία εκείνη την εποχή, κανείς δεν πόζαρε. Έχουν μια φυσική ειλικρίνεια που τις κάνει κατάλληλες για το εξώφυλλο ενός τραγουδιού, καθώς προσφέρουν περισσότερα επίπεδα ανάγνωσης από μια σύγχρονη φωτογραφία.

Το ασπρόμαυρο θέμα προέκυψε επειδή δεν υπήρχαν έγχρωμες φωτογραφίες τότε. Δεν θα άρχιζα να επεξεργάζομαι τις φωτογραφίες, κάνοντάς τις ροζ ή άλλο χρώμα. Ενώ θα προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε αυτό το θέμα, ανυπομονώ να δω τι θα κάνουμε όταν μου τελειώσουν αυτές οι φωτογραφίες! Έχουμε χτίσει ένα δίκτυο δημιουργών που επεκτείνεται, και ανυπομονούμε για το μέλλον του artwork μας για τη μουσική που θα ακολουθήσει.

Πέραν της νέας μουσικής που περιμένουμε από εσάς, έχετε βάλει άλλους στόχους για τη νέα χρονιά;

H.W. : Προσωπικά όχι, γιατί δεν κρατάω ποτέ τα new year’s resolutions. Αλλά σίγουρα έρχεται νέα μουσική. Δεν είμαστε σε θέση να πούμε αν πρόκειται για άλμπουμ ή EP, αλλά είμαστε πολύ ενθουσιασμένοι γιατί έχουμε πολλή μουσική που θα κυκλοφορήσει φέτος αλλά και πολλή μουσική που θα κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά.

J.C. : Θα είναι πολύ καλό!

Προς το παρόν, όμως, έρχεται η επικείμενη ζωντανή σας εμφάνιση στην Αθήνα. Τι να περιμένουμε από αυτό;

Η.W. : Ωμή, αδάμαστη ενέργεια. Μας αρέσει να παίζουμε τη μουσική μας όπως τη νιώθουμε. Θα ακούσετε τρελή μουσική και θα δείτε τρελές ενέργειες. Θα προσπαθήσουμε να φέρουμε μαζί μας και merch!

Σας ευχαριστούμε πολύ! Ελπίζουμε να περάσετε φανταστικά στην Αθήνα.

 

Οι Maruja εμφανίζονται στη σκηνή του Temple το Σάββατο 3 Φεβρουαρίου, με opening act τους Disco Triste. Περισσότερα εδώ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured