Η πορεία του Μιχάλη Πούγουνα ξεκινάει από τη δεκαετία του '80, όταν με τους Flowers of Romance, υπήρξαν από αυτούς που έστησαν τον πρώτο πυρήνα του dark wave στην Ελλάδα. Έκτοτε, με συνέπεια και μεθοδικότητα, χτίζει τον δικό του καλλιτεχνικό κόσμο μέσα από τα μουσικά του project, τα βιβλία τα ντοκιμαντέρ, τα άρθρα και τις ραδιοφωνικές εκπομπές του. Δεν είναι τυχαίο που οι αναφορές για τη μουσική του, είναι πάμπολλες εκτός συνόρων, ενώ ταυτόχρονα, στο ραδιόφωνο φιλοξενεί διάφορες εξέχουσες μορφές της διεθνούς alternative και rock σκηνής. Ακολουθεί η κουβέντα μαζί του εφ' όλης της ύλης...

Πώς άρχισε η σχέση σας με τη μουσική;

Άκουγα από μικρός μουσική. Με μερικούς δίσκους έκλεινα τα μάτια μου και ταξίδευα. Για πρώτη φορά τραγούδησα μπροστά σε κόσμο κάπου στα 13 μου, με μια πενταμελή μπάντα στην οποία συμμετείχαν συμμαθητές μου. Παίξαμε 22 τραγούδια. Διασκευές. Ήταν 11 το πρωί και φέραμε ενισχυτές και τύμπανα για να παίξουμε σε ένα κατάστημα ηλεκτρονικών στην Καλλιθέα. Τραγουδούσα σε απόσταση ενάμιση μέτρου από 70 άτομα…

Ποιες είναι οι μουσικές και οι γενικότερα καλλιτεχνικές σας αναφορές;

Με το punk rock πίστεψα και πιστεύω ακόμα στo DIY ήθος. Σε αυτό που πρέσβευαν οι Crass. Στην αποτυχημένη ανατροπή που πρεσβεύει εκείνη η γενιά, που είναι λιγο-πολύ δική μου, αλλά δανείζομαι και κάποια πράγματα από προηγούμενες γενιές.

Κατά τη διάρκεια της ζωής μου, συμπλήρωσα ένα παζλ που με έκανε να αντλώ έμπνευση πριν το punk. Από την Beat Generation του Ginsberg, του Burroughs και του Kerouac, βρήκα στοιχεία μου στο Κουρδιστό Πορτοκάλι του Kubrick, στα βιβλία του Boris Vian, του Charles Bukowski, του E.A. Poe, του Κώστα Καρυωτάκη, του Tom Robbins, στον Nosferatu του F. W. Murnau και στον Γερμανικό Εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο, στο industrial, στην jazz…

Μιλήστε μου για την εποχή των Flowers of Romance, όχι τόσο σε επίπεδο μπάντας, αλλά σε γενικότερο τοπικό επίπεδο στην Ελλάδα.

Οι Flowers of Romance ξεκίνησαν σαν μια εφηβική ανάγκη που είχαμε να φωνάξουμε πως ο κόσμος δεν μας αρέσει όπως είναι. Την εποχή που δημιουργήθηκε το συγκρότημα, ξεκινούσε μαζί με εμάς μια γενιά ανθρώπων διαφορετικών από τις προηγούμενες.

Μια γενιά με μηχανόβιους που έκαναν κόντρες και οι μηχανές τους αντιπροσώπευαν φαλλικά σύμβολα, μια εποχή που ο Δήμος Καλλιθέας ήταν ο πρώτος που έβαλε κουτιά με σύριγγες στην Πλατεία Κύπρου για να μη μεταδίδεται το AIDS μεταξύ των χρηστών, που τότε ήταν πολλοί στην περιοχή, ένας κόσμος για τον οποίο η εμφάνιση έπαιζε μεγάλο ρόλο και μπορούσαν να σου επιτεθούν φραστικά ή να χειροδικήσουν απλοί καθημερινοί άνθρωποι, της διπλανής πόρτας, επειδή δεν τους άρεσε το ντύσιμό σου.

Ήταν επίσης μια εποχή που κινδύνευες από τους χούλιγκαν όλων των ομάδων, επειδή ήθελαν να σου κλέψουν το μπουφάν, να σου σκίσουν το αυτί για να σου πάρουν το σκουλαρίκι ή να σε τραβάει η αστυνομία στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων ακόμα και αν τους έδειχνες την ταυτότητά σου.

Μέσα σε όλα αυτά και έχοντας τα προβλήματα που έχουν όλοι οι έφηβοι, όταν τελείωναν οι ώρες τους σχολείου, έβρισκες άλλους συνομήλικους σου που άκουγαν την ίδια μουσική με εσένα και είτε έφτιαχνες συγκρότημα είτε ακολουθούσες κάποιο συγκρότημα. Ένιωθες ασφαλής ανάμεσά τους.

Οπότε κάποιοι, που δεν μπορούσαν να παίξουν μουσική,  έφτιαχναν ένα περιοδικό για να γράφουν για αυτήν, αναπαράγοντάς το αρχικά σε φωτοτυπίες και κάποιοι, πολύ λιγότεροι, έκαναν κάποια υποτιθέμενη δισκογραφική εταιρία για να κυκλοφορήσουν τα τραγούδια των φίλων τους. Στην αρχή με κασέτες και κατόπιν σε βινύλιο…

Όταν κάποιος κινηματογράφος έπαιζε κάποια ταινία «δικιά μας» όπως το Urgh! A Music War ή το Breaking Glass, έπεφτε σύρμα και πηγαίναμε όλοι μαζί να δούμε πώς ήταν στο εξωτερικό αυτοί που άκουγαν αυτά που ακούγαμε κι εμείς.

Το επίκεντρο της δράσης αρχικά ήταν η Πλάκα, μέχρι το 1983 αν θυμάμαι καλά, ενώ τα Σάββατα το πρωί πηγαίναμε στο Dragonfly να δούμε live βίντεο των Plasmatics, την White Riot Tour των Clash και το The Great Rock’n’Roll Swindle των Sex Pistols.

Μέσα απο όλα αυτά, δημιουργήθηκαν οι Flowers of Romance και εξελίχθηκαν, όπως αργότερα εξελίχθηκε το punk, σε post punk μπάντα, όσο οι περισσότεροι από τα παιδιά εκείνης της εποχής, που άκουγαν rock, ανακάλυπταν ακόμα το classic rock ή στην καλύτερη περίπτωση το garage.

Μετά, το συγκρότημα απλά μπήκε κάτω από την ταμπέλα του Gothic Rock, σε μια εποχή που πλέον η επαφή με το εξωτερικό είχε αποκατασταθεί με την αλληλογραφία, μιας και δεν υπήρχε internet και ξεκίνησαν τα ταξίδια για συναντήσεις με μουσικούς του ανάλογου ύφους.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν μετά από τρία άλμπουμ και αφού είχαμε συνεργαστεί με τον Wayne Hussey των Mission και των Sisters of Mercy, θεώρησα πλέον πως η μουσική που έκαναν οι Flowers of Romance ήταν ετεροχρονισμένη και πως με ενδιέφεραν άλλοι ήχοι, οπότε αποφάσισα να τους διαλύσω και στράφηκα σε ένα πιο σύγχρονο ύφος για να εξελιχθώ σαν μουσικός και παραγωγός.

Μιλήστε μας και για τους Nexus που ακολούθησαν αργότερα.

Οι Nexus, τους οποίους δημιούργησα μετά τους Flowers of Romance, ήταν ένα πείραμα σε ένα νέο μουσικό τοπίο, στο οποίο πάντρευα samplers και κομπιούτερ με ζωντανούς μουσικούς, ξεκινώντας με ένα industrial CD single που είχε τρία Ελληνόφωνα τραγούδια, το 1999. Ακολούθησε το πρώτο Ελληνόφωνο άλμπουμ που έκανα στην ζωή μου και με παραξένεψε που με άκουγα να τραγουδάω Ελληνικά.

Θεώρησα πως υπάρχουν άνθρωποι που τραγουδούν καλύτερα από εμένα σε αυτή την γλώσσα και σύντομα επέστρεψα στους Αγγλικούς στίχους, κυκλοφορώντας έτσι τρία ακόμα άλμπουμ μέχρι το 2005, που όπως και τα άλμπουμ των Flowers of Romance βρήκαν τον δρόμο τους προς το εξωτερικό.

Οι Nexus υπάρχουν σήμερα παράλληλα με τους New Zero God ως side project για να ηχογραφώ πράγματα που δεν χωράνε αλλού ή για να πειραματίζομαι ηχητικά.

Το 2022 τους επανενεργοποίησα κυκλοφορόντας το πέμπτο άλμπουμ των Nexus, με τίτλο Ninouki, στο οποίο συνεργάστηκα με τον Mark Gemini Thwaite, που έχει παίξει κιθάρα στους Ministry, Mission, Peter Murphy, Gary Numan και άλλους, έκανε παραγωγή ο John Fryer, ο οποίος μαζί με τον Ivo-Watts Rushell, τον ιδιοκτήτη της 4AD, είχε δημιουργήσει τους This Mortal Coil με μέλη των Dead Can Dance, των Cocteau Twins, των Magazine και των Modern English. Επίσης, ο Fryer έχει κάνει πάρα πολλές παραγωγές,  στους Cocteau Twins, στα τέσσερα πρώτα άλμπουμ των Depeche Mode, στο πρώτο άλμπουμ των Nine Inch Nails, στους Cradle of Filth κ.α.

Ακόμα στο Ninouki παίζουν και Έλληνες, φίλοι, μουσικοί όπως ο Γιάννης Ντρενογιάννης των Anti-Troppeau Council και των Yeah, ο Λούης των Stress παίζει τρομπέτα, ο Μιχάλης Γαλαίος των Έρεβος και των Lost Bodies, ο Μιχάλης Σεμερτζόγλου των New Zero God ενω κάνει και ήχο ο Steve Whitfield που εχει δουλέψει ως ηχολήπτης των Mission, των Cure, των Flowers of Romance και άλλων.

Η τελευταία, μέχρι σήμερα κυκλοφορία των Nexus είναι το Shrinking Man, ένα μινιμαλιστικό single του 2023 που υπάρχει και αυτό στο Bandcamp όπως όλες οι κυκλοφορίες του σχήματος.

Πλέον έχετε σχηματίσει τους New Zero God με τους οποίους κυκλοφορήσατε πρόσφατα το νέο σας άλμπουμ. Πώς κρατιέται ένα σχήμα για περίπου 20 χρόνια;

Πραγματικά, οι New Zero God θα γίνουν 20 ετών του χρόνου και θα έχουν βάλει στις δισκοθήκες των φίλων τους 5 στούντιο άλμπουμ πέρα από κάποια EP και σινγκλάκια. Αλλά φυσικά έχουν περάσει πολλοί μουσικοί από τις τάξεις του συγκροτήματος.

Σε μια Ελληνική οικονομία που αντιμετώπιζε προβλήματα και με το κοινό να πιέζεται με όλους τους τρόπους,  αυτό που βοήθησε πολύ να κρατηθεί το σχήμα ήταν η αγάπη των φίλων που βρίσκονταν κοντά μας αλλά και η ανταπόκριση που βρήκαμε στο εξωτερικό.

Κυκλοφορήσαμε δύο άλμπουμ με Αγγλική εταιρία, ένα μίνι άλμπουμ σε μορφή κασέτας με Αμερικάνικη εταιρία, τραγούδια μας βρέθηκαν σε αρκετές Βρετανικές και Αμερικάνικες συλλογές, μπήκαμε με το τραγούδι “Kiss the Witch” στα τσαρτ Αγγλικών περιοδικών, το τραγούδι μας “Second Chance” βρέθηκε για δύο μήνες στο #1 του Αμερικάνικου CD Baby και χάριν στο συγκρότημα με προσκάλεσαν να τραγουδήσω με Αγγλους και Αμερικάνους μουσικούς, μια διασκευή του “Everyone Says Hi” του David Bowie για την προώθηση της προσφοράς του Βρετανικού ιδρύματος κατά των εγκλημάτων μίσους, Sophie Lancaster Foundation…

Είναι ένα ολόκληρο ταξίδι, αυτό των New Zero God, που κρατάει τόσα χρόνια, πάντα στα πλαίσια του DIY ήθους με το οποίο ξεκίνησα να κάνω μουσική και πιστεύω πως στις κυκλοφορίες της μπάντας αποτυπώνονται όλα όσα έμαθα και με τα τρία συγκροτήματα.

 Το νέο άλμπουμ σας εμπεριέχει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Πώς γεννήθηκε η ιδέα του;

Το καινούργιο μας άλμπουμ έχει τίτλο Of Love and Death.

Ουσιαστικά πρόκειται για ένα άλμπουμ που περιγράφει, με κάπως κινηματογραφικό τρόπο, την εμπειρία μου από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας που με έστειλε στο νοσοκομείο και τα συναισθήματά που ένιωσα φτάνοντας πολύ κοντά στον θάνατο.

Είναι διαφορετικό από τα προηγούμενα 12 άλμπουμ που έχω κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα.

Είναι σκοτεινό, σαν ένα gothic-jazz έργο με beat ποίηση και να επισημάνω εδώ πως η περιγραφή αυτή δεν είναι δική μου, αλλά ενός έγκριτου Βρετανικού περιοδικού, οπότε την δανείζομαι γιατί πιστεύω πως το περιγράφει απόλυτα.

Όσο εκείνες τις μέρες, του 2023, ήμουν στο νοσοκομείο, σκεφτόμουν τρόπους για να διαφοροποιήσουν οι New Zero God τη σκηνική τους παρουσία και αυτό έγινε ένα όμορφο εγκεφαλικό παιχνίδι που κράτησε το μυαλό μου έξω από εκεί.

Μερικούς μήνες αφότου είχα επιστρέψει σπίτι μου, μια Ιταλική εταιρία ζήτησε να κυκλοφορήσει το επόμενο άλμπουμ μας αλλά εμείς δεν είχαμε υλικό για κάτι τέτοιο.

Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 2024 αρχίσαμε να ηχογραφούμε το Of Love and Death, το οποίο κυκλοφόρησε στις 14 Φεβρουαρίου του 2025.

Στο μεταξύ, διαφωνήσαμε με τους όρους της Ιταλικής εταιρίας και το κυκλοφορήσαμε μόνοι μας…

 Αν παρακολουθήσει κάποιος την πορεία σας, θα έλεγε ότι συγκαταλέγεστε στους πατέρες της goth, dark wave ή τέλος πάντως της σκοτεινής alternative σκηνής στην Ελλάδα. Τι λέτε για αυτό και πώς βλέπετε να εξελίσσεται αυτή η σκηνή με τα χρόνια;

Εγω απλά γράφω μουσική και στίχους που έχουν ένα συγκεκριμένο ύφος και δεν με ενοχλεί το να κατατάσσομαι στην σκοτεινή μουσική σκηνή. Από τη γενιά μου και έπειτα, υπήρξε στη χώρα μεγάλη προσφορά ροκ συγκροτημάτων, οπότε κάποιοι από εμάς ασχολήθηκαν με την αναβιωτική ψυχεδέλεια, κάποιοι συνέχισαν με το punk και εγω, ας είναι καλά οι Lords of the New Church, βρήκα αυτόν τον τρόπο και τον έκανα δικό μου.

Ήταν η φουρνιά εκείνη των ξένων συγκροτημάτων, όπως οι Bauhaus, οι Siouxsie and the Banshees, οι Southern Death Cult και οι Joy Division που γεννούσαν αυτόν τον ήχο.

Πριν από αυτούς δεν υπήρχε αυτού του είδους η ατμόσφαιρα στην μουσική. Και επηρέασε και εμένα, που ήμουν ήδη «ψημένος» για κάτι τέτοιο από τα βιβλία που διάβαζα. Και δεν ήμουν ο μόνος… Χάριν στο punk, όλα ήταν ανοιχτά για να κάνεις ό,τι θες με τον ήχο σου και προφανώς για να συγκαταλέγομαι στους «πατέρες» του είδους, ήμουν από τους πρώτους στη χώρα που το έκαναν.

Αυτή η σκοτεινή Ελληνική σκηνή έχει εξελιχθεί πάρα πολύ πλέον, έχει πάρα πολύ αξιόλογα μουσικά σχήματα που κάποια από αυτά παίζουν συχνά και έξω από τα Ελληνικά σύνορα όπως οι Incirrina, οι Selofan και άλλοι.

Το μέλλον φαίνεται να είναι καλό…

Μια εύλογη απορία που προκύπτει είναι αν ψάξατε τον δρόμο σας εκτός συνόρων.

Δεν το έψαξα να πάω να μείνω μόνιμα στο εξωτερικό κυρίως, διότι δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να κάνω κάτι τέτοιο.

Ως επισκέπτης και για δουλειές σχετικά με τη μουσική μου, πήγα τόσο στην Αγγλία, τη Γερμανία και την Ιταλία, για ηχογραφήσεις, εμφανίσεις και συμφωνίες.

Αν όμως πας μόνιμα στο εξωτερικό για να ξεκινήσεις να κάνεις μουσική από το μηδέν, θα πρέπει να κάνεις και κάποια δουλειά για να ζήσεις (εκτός αν η οικογένειά σου έχει την οικονομική επιφάνεια να σου δώσει λεφτά να κάνεις το κέφι σου χωρίς να δουλεύεις).

Επίσης, ακόμα και αν έχεις τον τρόπο να ψάξεις να βρεις μουσικούς, να έχεις τα λεφτά για να κάνεις πρόβες και να ηχογραφείς, να τρως, να μένεις κάπου, να βγαίνεις συνεχώς για να κάνεις δημόσιες σχέσεις και πάλι θα έχεις να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα του ότι δεν είσαι ντόπιος.

Έχεις δηλαδή να ανταγωνιστείς μουσικούς εκείνου του τόπου, οι οποίοι μπορεί να είναι γνωστοί με κάποιον από ένα μουσικό περιοδικό, μια δισκογραφική εταιρία ή έναν σταθμό επειδή ήταν συμμαθητές ή γείτονες ή συγγενείς. Οπότε, ποιον θα προτιμήσει αυτός;

Άσε που από την εμπειρία μου στην Αγγλία ξέρω πως αυτοί τρώγονται μεταξύ τους με τρομερό τρόπο, μέχρι που πλακώνονται στο ξύλο και ξεκατινιάζονται στα περιοδικά λόγω ανταγωνισμού. Που να πάει ένας ξεκάρφωτος Έλληνας με ένα συγκρότημα σαν το δικό μου; Έχουν δικά τους που εμείς ακουγόμαστε σαν αυτά. Τι να μας κάνουν; Να τους πάρουμε την μπουκιά από το στόμα;

Δεν αμφιβάλω πως αν είναι να κάνεις rock θα πρέπει να είσαι εκεί που συμβαίνει, όπως έγινε με τους Aphrodite’s Child ας πούμε, αλλά είναι πολλές οι δυσκολίες και ελάχιστες οι πιθανότητες εάν δεν έχεις budget, πλάτες και γνωριμίες… Και να είσαι και κάτι πάρα πολύ ιδιαίτερο που ανάλογό του να μην υπάρχει εκεί.

Προτίμησα να μείνω εδώ και να κάνω τη μουσική που αγαπώ, που είχα το σπίτι μου και ένα πιάτο φαϊ, παρά να πάρω το ρίσκο με τέτοιες πιθανότητες.

Δε μου βγήκε σε κακό.

Σήμερα έχω φίλους και γνωστούς, Άγγλους μουσικούς που ξεκίνησαν εκείνο το σκοτεινό κύμα στη Μεγάλη Βρετανία και αυτό οφείλεται μάλλον στο ότι η μουσική είναι κάτι που έκανα για χρόνια. Αν έμενα στην Αγγλία, σήμερα θα ήμουν κάτι άλλο και μάλλον δεν θα με ρωτούσες πράγματα για τη μουσική… Ίσως για πλυντήρια πιάτων…

Εκτός εάν είχα πάει, δεν είχα καμία τύχη και είχα επιστρέψει, χάνοντας χρήμα και χρόνο.

Ενώ έχετε σπουδάσει σκηνοθεσία, έχετε καταπιαστεί περισσότερο με τη μουσική. Γιατί αυτό;

Κάποια στιγμή, συνειδητοποίησα πως πατούσα σε δύο βάρκες που είχαν συγκεκριμένα προβλήματα στην Ελλάδα.

Όταν τελείωσα τη σχολή κινηματογράφου, τα σενάρια ήταν τρία: ή έπιανες δουλειά στην ΕΡΤ και γινόσουν δημόσιος υπάλληλος, πράγμα που δεν ήθελα και μάλιστα όταν ανέβηκε ο μπαμπάς Μητσοτάκης στην κυβέρνηση το 1989, έπιασε ακόμα και οπερατέρ της ΕΡΤ και επειδή θεώρησε πως είναι πολλοί οι δημόσιοι υπάλληλοι, έστειλε τους οπερατέρ στο υπουργείο παιδείας να παίρνουν τηλέφωνα στα σχολεία για να καταγράφουν αν υπήρχαν αρκετοί πίνακες, σπόγγοι και κιμωλίες (μιλάμε για μια χώρα που τουλάχιστον τότε, στον στρατό, η φωτοτυπία και η φωτογραφία θεωρούνταν το ίδιο πράγμα).

Ή έπιανες δουλειά σε κάποιο από τα κινηματογραφικά συνεργεία που ήταν του Αγγελόπουλου, του Περράκη, του Παντελή Βούλγαρη και δύο-τρία ακόμα… Άρα, πόσοι θα έβρισκαν δουλειά ή στην τελική, έβρισκες κάποιον τρόπο να γραφτείς στην Ένωση Ελλήνων Σκηνοθετών για να μπεις στο ταμείο ανεργίας.

Υπήρχαν φυσικά και οι ταινίες για τις βιντεοκασέτες αλλά δεν με ενδιέφερε…

Μέχρι σήμερα έχω κάνει μια ταινία μικρού μήκους με τίτλο Vlad the Demon που βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Πατρών το 2008 και δύο ντοκιμαντέρ με τίτλο Όταν η Καλλιθέα Πήγαινε Cinema που υπάρχουν στο YouTube.

Στην τελική, είχα επιλέξει να ζήσω μια ζωή που να μην είναι συνηθισμένη και η μουσική ήταν πολύ πιο απλή: παίζεις, το ευχαριστιέσαι χωρίς να φιλήσεις κατουρημένες ποδιές (εάν δεν είναι το στυλ σου). Βέβαια, είναι λίγες οι πιθανότητες να αναγνωριστεί ευρέως το όποιο ταλέντο σου εάν παίζεις rock (όπως και στον κινηματογράφο) αλλά τουλάχιστον γνωρίζεις κόσμο, κάνεις ταξίδια,σε κερνάνε και μπορείς να το επαναλάβεις σύντομα.

Έχετε γράψει και κάποια βιβλία. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον γραπτό λόγο;

Το 2018, μου πρότειναν από τις εκδόσεις Ars Nocturna να πάρω μέρος, με μια μικρή ιστορία, σε μια ανθολογία σχετικά με τους Cure, που είχε τίτλο Ο Κήπος των Κρεμασμένων.

Επειδή τους άρεσε η ιστορία, μου ζήτησαν να γράψω ολόκληρο βιβλίο και έγραψα τα μυθιστορήματα «Το Κλειδί της Εύας» και «Μαύρο Χιόνι».

Είναι συνέχεια το ένα του άλλου και τώρα γράψω την συνέχειά τους.

Το 2023 κυκλοφόρησε το βιβλίο μου Rock’n’Roll rules, ok? vol.1 από τις Εκδόσεις στο Περιθώριο και την επόμενη χρονιά, το Rock’n’Roll rules, ok? vol.2. Είναι δύο βιβλία με  ιστορίες γνωστών μουσικών και συγκροτημάτων, που έχουν να κάνουν με την επιρροή που άσκησε το rock’n’roll στη δυτική κοινωνία και την επιρροή που άσκησε η κοινωνία πάνω σε αυτό.

Πριν από αυτά, δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γράψω βιβλία. Τώρα βρίσκομαι στα περισσότερα βιβλιοπωλεία…

Πέρα από όλα αυτά, γράφετε άρθρα σε ελληνικό μέσο και κάνετε ραδιόφωνο σε σταθμούς του εξωτερικού, σωστά;

Γράφω τακτικά στο Tribe4mian, το μπλογκ που έχω, καθώς και στο Merlin’s Music Box αλλά άρθρα μου έχουν βγει και σε ξένα μουσικά περιοδικά, στην Αργεντινή, στο Βέλγιο αλλά και σε Ελληνικά μουσικά έντυπα.

Ξεκίνησα να κάνω την εκπομπή The Blackout Radio Show with Mike Pougounas το 2012 όταν ένας Αγγλικός διαδικτυακός σταθμός μου το ζήτησε. Το 2014 ξεκίνησε η συνεργασία μου και με τον KOWS 92,5 FM από την επαρχία Sonoma της Καλιφόρνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα με αυτόν τον σταθμό στα FM και μεταδίδεται διαδικτυακά και από δύο Αγγλικούς, έναν Ελληνικό (τον Mercury Radio) και έναν Κυπριακό.

Η εκπομπή είναι δίωρη, Αγγλόφωνη, ασχολείται κυρίως με νέες underground κυκλοφορίες και πολλές φορές φιλοξένησα καλεσμένους για συνεντεύξεις, όπως ο Kevin Haskins των Bauhaus, o Mark Burgess των Chameleons, ο Martin Bowes των Attrition, ο Peter Coyne των Godfathers, ο Chris Connelly των Ministry, ο Ian Dench των EMF, ο Jürgen Engler των Die Krupps, ο Ronny Moorings των Clan of Xymox, ο Damian O'Neill των Undertones, ο Brendan Perry των Dead Can Dance και πολλοί άλλοι…

Έχει χάσει την αξία του σήμερα το ραδιόφωνο ή μήπως δεν αξιοποιείται κατάλληλα η παγκοσμιότητα που προσφέρεται μέσω του διαδικτύου;

Όταν το πρόγραμμα ενός ραδιοφωνικού σταθμού είναι η playlist που του στέλνουν οι δισκογραφικές εταιρίες, τότε το ραδιόφωνο που κάποτε ακούγαμε για να πληροφορούμαστε σχετικά με την μουσική, δεν υπάρχει πια. Αυτόν τον ρόλο τον έχουν αναλάβει οι σταθμοί του διαδικτύου.

Το Ελληνικό ραδιόφωνο προτίμησε να ακολουθήσει τον δρόμο της προπαγάνδας που έχει η τηλεόραση μόνο που αντί για πολιτική προπαγάνδα, κάνει εμπορική προπαγάνδα. Αντί για το μήνυμα των πολιτικών, περνάει το μήνυμα των δισκογραφικών εταιριών.

Εμένα δεν με αφορά αυτό το ραδιόφωνο και δεν το ακούω. Οι ραδιοφωνικές εκπομπές που ακόμα ενημερώνουν τον ακροατή, μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού. Αυτό τον ρόλο τον έχουν αναλάβει πλέον οι διαδικτυακοί…

Ποια ιδιότητα σας εκφράζει περισσότερο;

Αυτή του μουσικού.

Τι σημαίνει καλλιτέχνης για σας;

Πιστεύω πως όλοι θα μπορούσαμε να ήμασταν καλλιτέχνες αλλά οι δυσκολίες της ζωής και οι επιλογές μας δεν το επέτρεψαν.

Καλλιτέχνης για εμένα είναι αυτός που εκφράζει, με κάποια μορφή τέχνης, αυτό που έχει μέσα του.

Δεν παίζει ρόλο αν αυτό αρέσει στους γύρω του ή όχι.

Μπορεί το θέαμα να μην είναι όμορφο. Τότε, μάλλον έτσι ήταν ο δαίμονας που είχε μέσα του και έτσι τον απεικονίζει…

Έχουν επικρατήσει διάφορα στερεότυπα για τον όρο «underground». Για σας τι σημαίνει;

Για εμένα underground είναι οι άνθρωποι που προτιμούν το περιθώριο από το κυρίως ρεύμα. Το γνωστό και ως mainstream.

Το underground δεν φοράει την μάσκα του καθωσπρεπισμού του συστήματος γιατί είναι έξω από το σύστημα.

Δεν το πιάνει το ραντάρ και δεν ονειρεύεται να γίνει mainstream.

Είναι «αλλιώς» και τις περισσότερες φορές, ανοίγει νέους ορίζοντες στα μυαλά κάποιων ανθρώπων και τους κάνει να σκεφτούν πέρα από τις νόρμες.

Δεν είναι κακό να σκέφτεσαι διαφορετικά αλλά πολλοί δεν θα σε κάνουν παρέα.

Είναι αυτοί που φροντίζεις να κάτσεις μακριά τους…

Πάντως, σε ολόκληρη την ιστορία, εκείνοι που πήγαν τον ανθρώπινο πολιτισμό ένα βήμα μπροστά, ήταν άνθρωποι που αποσπάστηκαν από το κοπάδι.

Αυτό είναι το underground για εμένα.

Τελικά το rock n’ roll αφορούσε πάντα μια όχι και τόσο μεγάλη μερίδα του κόσμου, ακόμη και στα καλύτερά του;

Θα απαντήσω αλλάζοντας την λέξη «αφορούσε» με την λέξη «ενδιέφερε» γιατί θεωρώ πως το rock’n’roll τους αφορά όλους αλλά στην Ελλάδα δεν τους ενδιέφερε όλους.

Στην Αγγλία και στην Αμερική, αυτή είναι η μουσική τους, το λαϊκό τους τραγούδι, το pop που λέμε (από το popular) οπότε εκεί τους αφορά και ενδιαφέρονται θέλοντας και μη.

Στο Αγγλικό ραδιόφωνο ο σχολιαστής λέει πρωινά αστεία και ειδησούλες ενώ από πίσω του ακούγονται σαν χαλί οι Supergrass, οι Metallica κλπ. Είναι το λαϊκό τους τραγούδι. Του λαού, του καθημερινού άνθρωπου. Και αυτό rock είναι mainstream σε εκείνη την χώρα.

Στην δική μας υπάρχει το ντόπιο είδος λαϊκής μουσικής, το οποίο άκουγε και ακούει το 95% του λαού. Κι αυτό είναι mainstream.

Ελληνικό λαϊκό τραγούδι εκφράζει αυτούς τους ανθρώπους, αυτό ακούνε.

Ο καθένας με ό,τι την βρίσκει και με ό,τι τον ενδιαφέρει…

Τι θέση έχει η τέχνη στις μέρες μας;

Χαίρομαι που θα το πω αλλά τα τελευταία χρόνια βλέπω πολλούς ανθρώπους στην χώρα μας να ασχολούνται με κάτι καλλιτεχνικό. Γενικά…

Αρκετοί γράφουν βιβλία και ίσως αυτό οφείλεται και στην απομόνωση του covid.

Άλλοι παίρνουν μέρος σε θεατρικές ομάδες ή κάνουν μουσική και χορό ή εικαστικά.

Από την άλλη, όλα αυτά, στις μέρες μας, δεν έχουν καμία απολύτως αξία για την κυβέρνηση.

Μπορεί και να μην έχουν καμιά αξία για την πλειοψηφία του κόσμου γιατί στην χώρα μας η τέχνη θεωρούνταν πάντα ψώνιο, την ίδια στιγμή που στην υπόλοιπη Ευρώπη, που γνώρισε τον Διαφωτισμό, θεωρείται γιατρικό για την ψυχή των ανθρώπων.

Τι ετοιμάζετε αυτήν την περίοδο;

Το Σάββατο 28 Ιουνίου θα εμφανιστούμε με τους New Zero God στο AN club, στα Εξάρχεια, στα πλαίσια του POLTERGEIST FESTIVAL ΙΙΙ στο οποίο θα λάβουν μέρος και τα συγκροτήματα Madebygrey, Tritocosmics και Jester Syndrome.

Τα τελευταία χρόνια τους New Zero God, πέρα από εμένα, αποτελούν ο ντράμερ Γιάννης Ψιμόπουλος, ο μπασίστας Μιχάλης Σεμερτζόγλου και ο κιθαρίστας Παναγιώτης Αρσένης.

Μετά από αυτή την εμφάνιση θα προστεθούν δύο ακόμα μέλη στην σύνθεση και τη νέα σεζόν, όντας sexteto πλέον, θα παρουσιάζουμε το άλμπουμ Of Love and Death σε θέατρα, ως παράσταση.

Όπως είπα και νωρίτερα, ήθελα να διαφοροποιήσω τον τρόπο της εμφάνισης του συγκροτήματος στην σκηνή και αυτός είναι ένας τρόπος…

Αυτές τις ημέρες σχεδιάζουμε με τον Σπύρο Κερκύρα να βάλουμε εμπρος ένα νέο ντοκιμαντερ για την Καλλιθέα, ενώ αν όλα πάνε καλά, έχουμε προγραμματίσει με τις Εκδόσεις στο Περιθώριο  να εκδοθεί το Rock’n’Roll rules, ok? vol.3  τον Μάρτιο του 2026.

Ευχαριστώ πάρα πολύ για αυτή την συνέντευξη!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured