Εύη Χουρσανίδη

Την πρώτη φορά που είδα τον Άκη Πικριδά aka Aki Rei live -κάπου στο Θησείο-, έχοντας ακούσει μόλις ένα-δυο κομμάτια του στο YouTube, είχα γράψει για εκείνον «Κάποιοι άνθρωποι όταν ανεβαίνουν στη σκηνή μεταμορφώνονται και μια λαμπερή αύρα εμφανίζεται από το πουθενά και φωτίζει το περίγραμμά τους. Ο Aki Rei είναι ένας από αυτούς». Έκτοτε πέρασε καιρός, τον ξαναπέτυχα ως βασικό, πλέον, μέλος της live μπάντας των Youth Valley, μέχρι που πριν λίγες εβδομάδες πάτησα play στο debut EP του, Vain Poetry. Ήδη από την παρθενική ακρόαση αποφάσισα πως ήθελα να μάθω περισσότερα για το από πού μας ξεφύτρωσε αυτό το ταλέντο και ποια είναι η ιστορία του. Συναντηθήκαμε στην Κυψέλη, μια από τις τελευταίες ημέρες του Γενάρη. Η πρώτη ερώτηση που του έκανα -για να σπάσω τον πάγο- ήταν «Πόσα όργανα παίζεις;» -κι έπειτα τον άφησα αυθόρμητα, περιγραφικά, συνειρμικά, να πει όλα τα υπόλοιπα.

Ξεκίνησα ντραμς όταν ήμουν 7, μετά κιθάρα. Μετά ξεκίνησα να ψιλοτραγουδάω -αλλά πολύ χάλια!- ήμουν 15 χρονών και το εννοώ το χάλια, η φωνή δεν ακούγεται. Αλλά ήμουν σε ένα camping με φίλους και μου λένε «Μας έχει σπάσει τα ούμπαλα, σταμάτα να παίζεις συνέχεια κιθάρα, πες κάτι!» Βέβαια πιστεύω μού το είχε περάσει αυτό και ο μπαμπάς μου -που είναι μουσικός- ότι εμείς δεν τραγουδάμε, είμαστε μουσικοί, η μουσική είναι άλλο πράγμα! Αλλά ναι, ξεκίνησα να τραγουδάω λοιπόν, και μετά έκανα πιάνο και μετά μπάσο -επειδή ούτως ή άλλως έπαιζα κιθάρα και ντραμς, οπότε ήταν εύκολο για μένα. Γιατί είχα το "know how" της κιθάρας όσον αφορά την ταστιέρα, αλλά είχα και το "know how" των τυμπάνων, δηλαδή πώς μπορώ να συνοδεύω τα άλλα όργανα. Κι έπειτα, το πιάνο είναι ταυτόχρονα και μπάσο... Όλα τα όργανα είναι σαν κύκλος στ'αλήθεια. Σίγουρα είμαι καλύτερος στα ντραμς, αυτό είναι το όργανό μου, όταν παίζω ντραμς είμαι εγώ.

Ποιος είμαι εγώ. Είμαι μισός Αθήνα μισός Χαλκίδα, μέχρι τα 8 μου έμενα στην Αθήνα, στην Καλλιθέα, και μετά στη Χαλκίδα. Ο μπαμπάς μου είναι κιθαρίστας, session μουσικός, άρα εκείνος ήταν η πρώτη μου επιρροή. Ήταν ο ήρωάς μου αλλά και ο πρώτος μου δάσκαλος. Μου έκανε παιχνίδια, τύπου με έπαιρνε στα πόδια του και όταν έκανε παραγωγή εκείνος έβλεπα εγώ το Piano Roll και τα drum hits και μου έλεγε «Εδώ θέλει μια μπότα ή δύο μπότες;» Μου μάθαινε production δηλαδή. Αν τα παιδιά τώρα έχουν το κινητό, εγώ είχα το Cubase! Ή μου έλεγε: «Από αυτή την κιθάρα, θεωρείς ότι πρέπει να παίξουμε με την Gibson ή την Stratocaster; Και ποια είναι διαφορά;» ας πούμε. Και μου έλεγε ότι η Gibson είναι η πιο βαριά κιθάρα για blues, η άλλη είναι πιο funk και χωρίς να το αντιλαμβάνομαι μάθαινα πάρα πολλά πράγματα. Σίγουρα δεν ήθελε πάντως να με σπρώξει στη μουσική επαγγελματικά. Καλά και ούτε εγώ ήθελα να γίνω μουσικός. Ήθελα να σπουδάσω linguistics και αγγλική φιλολογία. Είχα μια πάρα πολύ καλή καθηγήτρια, η οποία είχε κάνει διατριβή στον Καζαντζάκη στα αγγλικά και μου διάβαζε Καζαντζάκη και είχα τρελαθεί με τη γλώσσα. Κι έλεγα θα κάνω εγώ αυτό, θα φύγω Οξφόρδη, κάτι θα κάνω. Αλλά εν τέλει αυτό δεν έγινε ποτέ...

Κατάλαβα ότι ήθελα να γίνω μουσικός στα 14 μου, όταν πέθανε ο δάσκαλός μου στα ντραμς, και κολλητός του πατέρα μου, ο Σπύρος Δόριζας. Ο Σπύρος ήταν Ελληνοαμερικανός (Σικάγο-Κεφαλονιά) και μου έμαθε όλο το gospel, όλη τη μαυρίλα, τα πάντα όλα. Ως Έλληνας στο Σικάγο δεν αντιμετώπισε ποτέ του ρατσισμό από τους μαύρους μουσικούς, του τύπου άμα είσαι λευκός Αμερικάνος δεν σε γουστάρουμε. Αν είσαι Έλληνας ή κάτι άλλο, τους φαίνεται πιο «τρόπικαλ». Οπότε είχε πολλούς Αφροαμερικανούς δασκάλους και έτσι έμαθα να γουστάρω τη μαύρη μουσική. Ε και έφυγε. Στα 41 του. Μέσα σ'ένα βράδυ. Mε συγκλόνισε ο θάνατός του, με κατέστρεψε.Ήταν η πρώτη φορά που βίωνα θάνατο, οπότε ήταν τεράστιο το σοκ. Σταμάτησα να παίζω μουσική για δύο χρόνια. Από Α’ Γυμνασίου μέχρι Γ’ Γυμνασίου απλά δεν γινόταν. Έπαιζα ντραμς και έκλαιγα.

Κάπου εκεί έμπλεξα με τα games, μπήκα σε αυτή τη φάση. To comfort zone του ημικαταθλιπτικού είναι το gaming. Γιατί εκεί μπορείς να τα ορίσεις όλα, ενώ στην πραγματική ζωή δεν έχεις τον έλεγχο. Στη Γ’ Γυμνασίου όμως γνώρισα τον Καλλίστρατο Δρακόπουλο -τώρα παίζει με τον Θηβαίο, τότε έπαιζε με τον Σαββόπουλο- που είναι και φοβερός multiinstrumentalist. Και λέω κάτσε ρε συ αυτός είναι ντράμερ και τραγουδάει και παίζει και κιθάρα. Και μου άρεσε πάρα πολύ. Είχε βγάλει ένα δίσκο που λέγεται Minimal και τα κάνει όλα με λουπιέρα. Πολύ ωραίες μελωδίες, σαν -ας πούμε- acoustic Foo Fighters. Σαν ο Grohl να είχε βγάλει όλο τον πρώτο δίσκο ακουστικό. Και εκεί ήταν η φάση που είπα «θα γίνω μουσικός». Και λέω θα το κάνω για τον Σπύρο γιατί ο Σπύρος ήθελε να γίνω μουσικός.

Οπότε στην Α' Λυκείου ξεκίνησα να γράφω τα πρώτα μου κομμάτια, το λεγόμενο cringe rock (γέλια). Χάλια, χάλια! Έχω κομμάτι -το είχα γράψει για μια κοπέλα- που λέγεται... "My Drug". Super cringe σου λέω, τα βλέπω λέω ω Χριστέ μου!

Εκείνη την εποχή δεν είχα καμία απολύτως επαφή με την ελληνική σκηνή. Εγώ άκουγα αυτό το neo soul κύμα που είχε σκάσει τότε, Tom Misch, Mac Ayres, αλλά και πιο indie φάση, εννοείται, Mac DeMarco, Eyedress. Και το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να παίζω, να είμαι καλός και να είμαι skillful. Ήθελα να τερματίσω όλα τα όργανα και να'μαι βιρτουόζος. Να τα φτιάχνω όλα μόνος μου. Καθόμουν με τις ώρες στο YouTube και έβλεπα πώς το έφτιαξε αυτός αυτό. Και συνειδητοποιούσα πως υπάρχει τρόπος να το κάνεις όλο μόνος σου, από το να προσπαθείς να πεις στον άλλο τι έχεις στο κεφάλι σου… Και έτσι είχα πάρει και την απόφαση μετά να κάνω και παραγωγή. Δεν ήθελα να είμαι τύπος που να λέω στον άλλον κάν'το λίγο πιο γλυκό εκεί -όχι, εγώ θέλω να ξέρω, να έχω ένα "know how" έτσι ώστε ακόμα κι αν δεν είμαι εγώ παραγωγός του δίσκου μου κι είμαι απλά σε ένα γκρουπ να ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει.

Υπάρχει ο pre-covid και ο post-covid Άκης. Δεν είχα actual πλάνο, απλά ήθελα να γίνω σούπερ ντράμερ. Χωρίς να ξέρω καν τι σημαίνει αυτό. Απλά ήρθα στην Αθήνα, έκανα παραγωγή στο SAE Institute. Και ταυτόχρονα πήγα και στο Φακανά Art Music School να μάθω Jazz Performance. Ε και δεν είχα ζωή. Πρωί, Φακανά, μαθήματα και μελέτη. Απόγευμα στη SAE και το βράδυ πήγαινα στο σπίτι και έκανα παραγωγές. Κι αυτό γινόταν για δύο χρόνια. Έφτιαχνα κάποιες μπάντες τύπου jazz fusion, έπαιζα στο Spiti Art Bar και τέτοια. Αλλά εντάξει, ήμουνα μικρός, δεν είχα actual plan, απλά πάντα πίστευα ότι κάτι θα κάνω. Δεν ήξερα ποτέ τι θα κάνω, αλλά ήξερα ότι κάτι θα κάνω. Και πίστευα πολύ στη δουλειά μου. Μετά έδωσα Πανελλήνιες και πέρασα στην Κέρκυρα, γιατί ήμουν σε φάση που ήθελα να εντρυφήσω φουλ στην τζαζ, είχα κολλήσει φουλ με John Coltrane, Art Blakey, Miles Davis, Chick Corea... Τον τελευταίο μάλιστα δεν τον πρόλαβα... Γιατί ήταν να έρθει Μάρτιο Ελλάδα, σκάει ο covid, μας κλείνουν και μετά την πανδημία πέθανε.

Σκάει λοιπόν ο covid. Πριν από αυτό είχα ξεκινήσει να ανεβάζω στο Instagram κάποια videos να τραγουδάω. Και πιο πολύ το έκανα, όχι γιατί ένιωθα αλήθεια σίγουρος. Το έκανα πιο πολύ για να μου φύγει όλο αυτό το stage fright, για την ακρίβεια το sing fright. Για να μπορώ να πω ότι είμαι και τραγουδιστής, ότι πια μπορώ να το κάνω. Αλλά δεν το πίστευα αλήθεια, Οπότε το ανέβαζα για να το δει ο κόσμος να δω πώς αντιδράει. Βέβαια τότε είχα σούπερ pop φωνή. Άκουγα Weeknd και τέτοια, ήμουν λες και είχα autotune. Ξέρεις, σκέφτομαι την φωνή σαν κιθάρα, σαν ένα έξτρα όργανο. Άμα θέλω να πατήσω την πεταλιέρα μου και να βάλω distortion, θα βάλω distortion. Αντίστοιχα, αν θέλω να έχει μια περίεργη χροιά η φωνή μου, θα έχει μια περίεργη χροιά γιατί κάπου μπορεί να με καίει το expression και όχι η ταυτότητα. Δεν είμαστε στα 60s που δεν σε βλέπω και πρέπει να φανταστώ και είναι σημαντικό να θυμάμαι τη φωνή σου. Είναι εντελώς διαφορετικό πλέον. Δηλαδή όλα πρέπει να δουλεύουν για την οικονομία του τραγουδιού. Αν πρέπει να τραγουδήσω «κάπως», θα τραγουδήσω «κάπως».

Οπότε πανδημία, γυρίζω Χαλκίδα, στο πατρικό, κλείνομαι στη σοφίτα μου. Κι ευτυχώς είχα και τον κολλητό μου, με τον οποίο χρόνια παίζαμε μαζί -παίζει μπάσο- και ήμασταν σε φάση «ρε φίλε τι θα κάνουμε;» Θυμάμαι του έβαζα ένα κομμάτι μου, και μετά έβαζα ένα κομμάτι στο Spotify και έλεγα «γιατί ακούγεται τόσο σκατά το δικό μου, τι γίνεται;» Γιατί παρόλο που είχα σπουδάσει παραγωγή, δε σημαίνει ότι ήξερα να κάνω παραγωγή. Συγκριτικά, ακούγονταν σαν Fisher Price τραγουδάκια τα δικά μου! Οπότε λέω θα κάνω remake όλα τα κομμάτια μου αρέσουν. Και θα προσπαθώ μέσα από αυτό να κάνω και λάθη και δοκιμές και κάπως έτσι να βρω τον ήχο μου. Θυμάμαι το πρώτο πράγμα που έπιασα ήταν το "Untitled" του D'Angelo, που μου άρεσαν πάρα πολύ τα ντραμς και τα φωνητικά του και έτσι το πηγαίναμε κάθε μέρα: Ότι σήμερα έχουμε στόχο να κάνουμε ένα remake και να γράψουμε ένα κομμάτι το οποίο να μοιάζει. Και εκεί γράφτηκαν αρκετά κομμάτια.

Tο πρώτο καλοκαίρι post covid έβγαλα ένα κομμάτι το οποίο ήταν super pop, αλλά ήθελα να το βγάλω, μόνος μου, Instagram φάση. Και μετά στη δεύτερη καραντίνα, πλέον έχω διαμορφώσει καλύτερα τα κομμάτια μου, έχω φτιάξει το Aki Rei σαν όνομα, σαν brand name, έχω κάνει το moodboard μου και λέω ΟΚ ποιος είναι ο Aki Rei... Tου αρέσει η Ιαπωνία... Ξέρεις, σκεφτόμουν απ την πρώτη στιγμή -φουλ delulu!- το merch μου. Ότι πώς θα ήθελα να είναι το Aki Rei γραμμένο και τι θα ήθελα να πρεσβεύει αυτό. Κι επειδή γουστάρω φουλ «Japanίλα» και anime κι αυτά, ήμουν σε φάση OK, το Aki σημαίνει και φθινόπωρο, στα ιαπωνικά, ωραία, μ'αρέσει. To Aki Rei είναι το alter ego μου, η extravaganza μορφή μου. Στην αρχή δηλαδή ήταν έτσι, αλλά τελικά εξελίσσεται όπως εξελίσσομαι κι εγώ. Πλέον ταυτίζομαι με τον Aki Rei. Στην αρχή ήταν πολύ πιο "wannabe" o Aki Rei, ήθελε να είναι φουλ "extra", loud, γιατί μάλλον ήθελα κι εγώ να μπορώ να έχω πιο πολλή αυτοπεποίθηση σαν Άκης. Το έβγαζα στο stage, ότι κοιτάξτε με, "Ι own you!". Πλέον, αν δεις, είμαι στη φάση θα παίξω στη μουσική μου, θα γουστάρουμε όλοι και θα σας κάνω να νιώσουμε όλοι ότι είμαστε το δωμάτιο μου. Δηλαδή αυτό θέλω να βγαίνει πλέον στα live. Δεν θέλω να βγαίνει κάποιος απρόσιτος υπερόπτης, who gives a fuck. Όλα τα στυλιστικά, κάτι γυαλιά, κάτι πουκάμισα, τα έκανα επίτηδες, για να τραβήξω την προσοχή. Γιατί δεν θα με ξεχάσεις αν φοράω πορτοκαλί γυαλιά. Δεν είμαι ο τύπος που μπορώ να κάνω influencing και να είμαι όλη μέρα στο Instagram, δεν το'χω, βαριέμαι απίστευτα. Το ξεκινάω, γουστάρω και μετά βαριέμαι. Έχω και σούπερ ΔΕΠΥ με αποτέλεσμα να χαώνομαι. Άμα είναι να ασχολείσαι μόνο με αυτό, ασχολείσαι μόνο με αυτό.

Ένα βράδυ λοιπόν που έψαχνα υποτροφίες για εξωτερικό, να φύγω, με παίρνει ένας φίλος μου τηλέφωνο μου λέει «Έλα ρε, έχω εδώ έναν φίλο από τη σχολή τον Άδωνι, ο οποίος σε είχε δει σε ένα λάιβ, και ο ξάδερφός του είναι ο Διγενής από τους Omnia, που έχουν φτιάξει τη Mellowsophy». Και εντάξει, εκείνη τη στιγμή ήταν τύπου ηλιαχτίδα -γιατί εγώ δεν είχα ιδέα τι συμβαίνει με τη σκηνή στην Αθήνα πριν από αυτό- εκείνη είναι η στιγμή που καταλαβαίνω ότι «What? Υπάρχουν κι άλλοι!» Γιατί ξέρεις, ήμουν εντελώς σε φάση «Πλατωνική σπηλιά» και δεν είχα ιδέα τι συμβαίνει. Οπότε εκεί καταλαβαίνω, Ε, και μετά βγήκε το "Red Cadillac". Αυτοί με έβαλαν στη φάση. Με βοήθησε πολύ επίσης ο Ζουμπούλης ο Ηλίας, τότε ήταν στο Nostos- και ο Αντώνης ο Κωνσταντάρας. Ήταν τα δύο άτομα που ήμουν σε φάση «γιατί με βοηθάτε τόσο πολύ;»

Οι προσωπικές σχέσεις είναι «αναγκαίο κακό». Δυστυχώς δεν γίνεται αλλιώς. Εγώ έτσι έκανα τα πρώτα δύο χρόνια. Πήγαινα παντού, χωρίς λόγο, για να γνωρίσω κόσμο κτλ. Πήγαινα παντού όμως, σε βαθμό μπορεί να ξαναπήγαινα επειδή έβλεπα story ότι υπάρχει κάποιος που θα ήθελα να γνωρίσω -και ήταν σε φάση oι σερβιτόροι «πάλι εδώ είσαι;» Αλλά έπρεπε να είμαι ο «πάλι εσύ» γιατί αν δεν είσαι ο «πάλι εσύ» δεν είσαι πουθενά.

Κάπως έτσι γνωρίστηκα και με τη Δάφνη (σ.σ. Δάφνη Λάζου, aka Daphne and the Fuzz), που μου έκανε και το "Blue Hawaii" το βιντεοκλίπ. Κι εκείνη την περίοδο τη βρίσκω ένα άκυρο βράδυ και μου λέει «Ρε συ ξεκίνησα να παίζω στους Youth Valley», πριν γίνει formed η μπάντα. Και εκεί είναι που γνώρισα τον Joseph (σ.σ. Joseph Powell, frontman των Youth Valley). Πάμε σε ένα live της VASSIŁINA και γινόμαστε αυτοκόλλητοι. Και στην αρχή, σκέψου, δεν ήμουν στη μπάντα. Και κάποια στιγμή του λέω «θες να μπω;» Μου λέει «θες;» Δηλαδή αλήθεια, δεν πλησιάσαμε ο ένας τον άλλο με σκοπό, ήμασταν στα αλήθεια φίλοι από την αρχή.

Τώρα όσον αφορά το EP... Για καιρό προσπαθούσα πάρα πολύ να τελειοποιήσω τη φωνή, είχα τρομερή ανασφάλεια, ένιωθα ότι δεν είμαι εκεί που θέλω να είμαι και γι'αυτό άργησε και ο δίσκος. Μου πήρε τρία χρόνια. Μπορεί να είχα βγάλει τα "Red Cadillac" και "Blue Hawaii" και ήταν υπέροχη η αίσθηση, αλλά σύντομα ξενέρωσα που όλοι νόμιζαν ότι είμαι "happy guy, happy vibes" και δεν είμαι έτσι, είμαι "Dark Lord", δεν είμαι αυτό. Απλά έτυχε να θέλω να βγάλω αυτά, γιατί ήθελα να νιώσω κι εγώ καλά όταν έβγαινα απ’την πανδημία.

Ένας έξτρα λόγος που δεν το είχα βγάλει αυτό το EP ήταν επίσης ότι ήταν πολύ επιτηδευμένο στην αρχή. Mετά τους Still Corners (σ.σ. Ο Aki Rei άνοιξε το live τους που πραγματοποιήθηκε στο Gagarin 205 τον Απρίλιο του 2022) σταμάτησα να παίζω γιατί ήμουν σε φάση που νόμιζα ότι θα πάω να γίνω... Harry Styles. Και λέω στοπ, δεν θα το κάψω γιατί θα κάνω μαλακίες. Οπότε εκεί ξεκίνησα να παίζω με Daphne and the Fuzz, με Jeff Maarawi, με Youth Valley. Και λέω θα κάνω όλες μου τις δοκιμές, θα δω ποιος είμαι αληθινά μέσα από άλλα projects, στα οποία δεν είμαι frontman, γιατί θα καώ. Οπότε πήρα πολύ χρόνο και το EP είναι αποτέλεσμα από όλα αυτά τα ακούσματα που πήρα. Δηλαδή αν παρατηρήσεις υπάρχει φουλ industrial σε κάποιες στιγμές, που είναι το industrial της Δάφνης. Υπάρχει bossa nova, που είναι του Jeff -όταν πηγαίναμε στο Saristra να παίξουμε, μου εξηγούσε για τον Antonio Jobim και μου μετέφραζε τα πορτογαλικά και μου έλεγε πράγματα (μου λείπει πάρα πολύ, τώρα μένει στο Σάο Πάολο.) Και έχει πολλή κιθαρίλα Youth Valley. Σ'αυτό το σημείο θέλω αφού μου δίνεται η ευκαιρία να ευχαριστήσω τον Joseph Powell που ήταν σε όλο το production δίπλα μου και με βοηθούσε να είμαι η πιο creative version of me, όπως και τον Bassill ismaname (σ.σ.: Βασίλης Νησόπουλος) που μίξαρε και έκανε master τον δισκο και με βοήθησε στο co production.

Όταν βγήκε δεν με απασχολούσε αν θα έχει επιτυχία ή όχι, έτσι το έβγαλα, πιο πολύ για να ηρεμήσω εγώ. Δεν το έβγαλα ως κάποιο μανιφέστο. Δεν πιστεύω καν ότι αυτό είναι το μανιφέστο μου. Πιστεύω ότι έχω καλύτερα κομμάτια, αλλά ήθελα να υπάρχει μια πρώτη δουλειά εκεί έξω που να μην ντρέπομαι να πω ότι είμαι αυτό. Γιατί με τα άλλα singles, δεν ήμουν και πολύ περήφανος με τη φάση μου, δεν είχα δείξει όλα μου τα skills.

Το εξώφυλλο του δίσκου, το artwork, εγώ το σκέφτηκα. Ξέρεις, ακούω τους ήχους με χρώματα. Οπότε όταν άκουγα τα κομμάτια -βασικά το "Vain Poetry"- που είναι και το ομώνυμο, έβλεπα αυτά τα χρώματα και στο κεφάλι μου έγιναν πλανήτες, και σκέφτηκα ότι αυτό χρωματικά είναι το universe του δίσκου.

Νομίζω το "Illusions" είναι το αγαπημένο μου γιατί είναι το πιο αληθινό. Παραισθήσεις. Όταν είσαι zoned out, είσαι πάρα πολύ κατεστραμμένος από πολλά χτυπήματα της ζωής, ξεκινάς να βλέπεις πράγματα. Όχι με ουσίες! Μόνος σου. Δηλαδή είσαι τόσο χάλια, που μπορεί να είχε πεθάνει η γάτα σου ή ένας άνθρωπος να έφυγε και να τον βλέπεις εκεί. Γενικά ο δίσκος παίζει πάρα πολύ με τον φόβο του θανάτου, πάρα πολύ... Δεν μπορώ καθόλου. Τρέχω. Αν ξεκινήσει η κουβέντα σε παρέα -υπαρξιακά και τέτοια- λέω εγώ πάω στο μπαλκόνι να καπνίσω, δεν θέλω, να είστε καλά.

Γιατί Ματαιόδοξη Ποίηση... Πιστεύω ότι η η δημιουργία γενικότερα, ακόμα και το να δημιουργήσεις ένα κουκλάκι, να κάνεις ένα παιδί, τα πάντα που έχουν να κάνουν με δημιουργία είναι προϊόν ματαιοδοξίας. Γι αυτό και τα τραγούδια εγώ τα βλέπω καμιά φορά σαν παιδιά που τα μεγαλώνεις. Έχεις δώσει σχήμα στα πάντα και την ώρα που τα βγάζεις, είναι σαν να πήγαν να σπουδάσουν και το σπίτι είναι άδειο. Ωραία και τώρα; (γέλια) Πάμε να κάνουμε κι άλλα παιδιά!

Ευχαριστούμε το Apoteka Cafe Bar για την φιλοξενία.

 

Το Vain Poetry του Aki Rei κυκλοφορεί από τη Mellowsophy Music.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured