Τάνια Σκραπαλιώρη

Ο Παντελής Θεοδωρίδης έχει γίνει ευρύτερα γνωστός στην εγχώρια ηλεκτρονική σκηνή μέσα από το σχήμα των Regressverbot –ναι, αυτούς που έβγαλαν πριν μερικά χρόνια το “Kids of December” και δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι ανήκουν στην Ελλάδα του 2016 και όχι στη Γερμανία του 1980. Έχει καταφέρει να συντηρεί μια άλλη επαγγελματική «κανονικότητα» με την αδιάλειπτη ανάγκη του για μουσική έκφραση, η οποία τελευταία, μετά την διόλου ευκαταφρόνητη επιτυχία των Regressverbot, τον έχει οδηγήσει σε έναν πιο «μοναχικό» δρόμο με το solo project Athens Computer Underground. Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε σε oldschool cd -φτάσαμε να το λέμε κι αυτό- το άλμπουμ του The Crying Came, που ηχεί στην πρώτη ακρόαση σαν το soundtrack μιας μοναχικής βόλτας εντός και εκτός πόλης, εντός και εκτός εαυτού και ήταν μια εξαιρετική αφορμή για μια ωραία κουβέντα για μπλιμπλίκια και άλλα τινά. Ιδού λοιπόν τις μας είπε ο Παντελής Θεοδωρίδης...

 ...για την «κανονική ζωή» που κάνει ασκώντας ένα άλλο καθημερινό επάγγελμα και για την «άλλη» με τη μουσική.

Η επαγγελματική «κανονικότητα» είναι στην πραγματικότητα μία διαρκής ρευστότητα και εναλλαγή ρόλων, τόπων και επαγγελμάτων. Οπότε το ερώτημα διαμορφώνεται στο αν δέχεσαι αυτήν την «κανονικότητα» χωρίς να γράφεις μουσική.

Όσο για τον τρόπο, εγώ τον βρίσκω μέσα από μία ρομαντική ανάγνωση της ίδιας της ιστορίας της ηλεκτρονικής σκηνής. Στην κουλτούρα της πρώιμης ηλεκτρονικής σκηνής είναι πολλά τα παραδείγματα ανθρώπων που φτιάχνουν μουσική συχνά στα κλεφτά, μυστικοπαθώς, ενώ στην κανονική τους ζωή μπορεί να είναι π.χ. νταλικέρηδες (drexciya) , ή experts στα βιολογικά όπλα (oppenheimer s analysis) ή κλέβουν ένα κατάστημα με συνθεσάιζερ, γράφουν ένα δίσκο και εξαφανίζονται (daily fauli). Μου θυμίζουν τους hackers, που αναδύονται την ίδια περίοδο στη φαντασία της hard sci-fi λογοτεχνίας. Η μουσική τους απευθύνεται σε μικρές κοινότητες «μυημένων» όπως και η ανταλλαγή πληροφοριών των χάκερς γίνεται μέσα από την κοινότητα της "computer underground". Η πρόταση είναι μάλλον στιγμιαίες φυγές από την πραγματικότητα παρά ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές όπως π.χ. στο punk. Όπως στα βιβλία του Gibson, που η βόλτα στο κυβερνοδιάστημα μπορεί να αποβεί μοιραία αν κρατήσει παραπάνω από το επιτρεπόμενο. Είναι στοιχείο αυτής της κουλτούρας, λοιπόν, ότι η μουσική είναι μια παράλληλη, εν πολλοίς, κρυφή δραστηριότητα και πρέπει να συμβιβαστείς με ένα πήγαινεπ-έλα ανάμεσα σε αυτήν και στην κανονικότητα. Ας μη ξεχνάμε ότι αναπτύσσεται την εποχή των γιάπηδων και του επιθετικού καπιταλισμού τον οποίον εδώ βιώνουμε εμείς τώρα.

Δεν υπήρξε ποτέ  κάποιο συγκεκριμένο χρονικό σημείο συνειδητοποίησης του ότι η μουσική θα είναι κάτι με το οποίο θα πορεύομαι στο εξής. Και μέσα μου η μουσική ήταν και παραμένει πάντα «underground”. Υπάρχει πάντα ένας δυισμός ανάμεσα στις απαιτήσεις της πραγματικής ζωής και στην ανάγκη μου για μουσική.

 

Για το “Kids of December” των Regressverbot που δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι έρχεται από εγχώριο σχήμα και για το πώς νιώθει όταν το ακούει στα μπαρ ως άγνωστος μεταξύ αγνώστων

Τα κομμάτια των Regressverbot γεννιούνταν ως έμμονες ιδέες στο κεφάλι, τις οποίες θέλαμε (νομίζω ήταν κοινό χαρακτηριστικό όλων μας αυτό) να ηχογραφήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται, ώστε να απαλλαχθούμε από αυτές. Όταν τελείωνε η ηχογράφηση είχα λοιπόν αίσθηση αυτής της δυναμικής. Μετά το κάθε κομμάτι αυτονομείται και βαθμιαία αναπτύσσεται η αίσθηση ότι δεν το έχεις γράψει εσύ αλλά κάποιος άλλος. Αντίστοιχα και η αντίδραση όταν το ακούω στα bars μπορεί να κυμαίνεται από το «ωραίο κομμάτι αυτό» στο «όχι πάλι αυτό».

 

Για το solo project του, Athens Computer Undergound, για το The Crying Came και για το ρόλο που έπαιξε η καραντίνα στη δημιουργία του δίσκου.

Όταν κατέβηκα από Θεσσαλονίκη Αθήνα ήταν πρακτικά δύσκολο να συνεχίσουμε να γράφουμε μουσική ως Regressverbot. Βρισκόμασταν και οι τρεις σε διαφορετικές πόλεις και δεν μας έβγαινε φυσικά. Παράλληλα, άρχισα σιγά σιγά να «χορταίνω» από τον ήχο και την κουλτούρα του synth wave και να μετατοπίζεται το ενδιαφέρον μου στην αμερικάνικη παράδοση των συνθεσάιζερ, Chicago house, Detroit techno και τα μεταγενέστερα βρετανικά είδη, drum 'n' bass, τη σκηνή της rephlex records... Άρχισα να γράφω, λοιπόν, σε ένα ύφος που έχει επιρροές από αυτά τα είδη. Αργότερα, αποφάσισα να αλλάξω και το όνομα και να αποκτήσει έτσι αυτό το εγχείρημα μία ανεξάρτητη υπόσταση.

To τι θα βρει ο ακροατής στο The Crying Came, θα το αφήσω στον ίδιο. Γίνεται, πάντως,  η προσπάθεια για μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, από το εξώφυλλο της φίλης μου της Διώνης μέχρι το περιεχόμενο της μουσικής, μεταξύ άλλων, για το soundtrack μιας βόλτας –ιδανικά με αμάξι των  90s. Γιατί και η επιλογή της Wonton Records να το κυκλοφορήσει σε cd κρύβει πίσω τη στρατηγική marketing ότι η πλειοψηφία έχει ακόμα αυτοκίνητα με cd player και θα το πάρει για να το ακούει στις βόλτες της.

Η καραντίνα έπαιξε το ρόλο της, ναι. Ειδικά στο κομμάτι “Cascade 171”,  μπορείς να ακούσεις και τους στίχους της Νένας Βενετσάνου: «Ζούμε άχαρες, μικρές ζωές / Ποια τα μάγια θα μας λύσει / Μες τα σπίτια ζούμε σιωπηλές / Ποια το φόβο θα νικήσει», ως ομολογία για αυτό.

 

Για τα μπλιμπλίκια, τα κομπιούτερ και τους αριθμούς

Τα «κομπιούτερ» τα αποφεύγω γιατί οι δυνατότητες που προσφέρουν για παραγωγή μουσικής σήμερα είναι άπειρες και φοβάμαι ότι αν αρχίσω να τα χρησιμοποιώ δεν θα ξαναβγώ από το σπίτι. Τα «μπλιμπλίκια» αντιθέτως έχουν περιορισμένες δυνατότητες και με βοηθούν να υπηρετώ το μότο “work fast and momentarily”. Επίσης, δίνουν την αίσθηση της live performance. Όταν ηχογραφείς τα «μπλιμπλίκια» κάνεις τα ίδια πράγματα που θα έκανες σε ένα live, έχεις την ίδια αδρεναλίνη. Απλώς δεν βρίσκεται κανένας εκεί να σε χειροκροτήσει. Ορισμένα δε από αυτά είναι φορείς συγκεκριμένων σημασιών, έχουν προσωπικότητα, όπως τα Roland SH-101 και TB-303. Eιδικά το τελευταίο, με την κοινωνική και μουσική ιστορία που φέρει, είναι αυτός ο άξεστος τύπος με τις λασπωμένες μπότες που εισβάλλει στη σύνθεση και τα ανατρέπει όλα. Αχαλίνωτο.

 

Για τις δυνατότητες εξωστρέφειας του «ελληνικού underground»

Δεν ξέρω γενικά για το “underground”. Σε κάποια είδη όπως το dark και το synthwave ο δρόμος ανοίχτηκε χάρη σε εγχώριες δισκογραφικές και άλλα εγχειρήματα που έριξαν φως σε αυτόν τον ήχο και τον μετέφεραν και στο εξωτερικό. Σε άλλα πιο «ηλεκτρονικά» υποείδη, που ο εκπρόσωπός τους στη χώρα είναι συνήθως ένας ή δύο, δεν υπάρχει και κάποιος «μεσάζοντας» να μεταφέρει την πληροφορία. Ο τρόπος είναι ίσως να προσεγγίσεις μόνος σου μέσα από το διαδίκτυο κάποια δισκογραφική εταιρία του εξωτερικού που ειδικεύεται σε αυτόν τον ήχο και συστήνει νέες τάσεις στο κοινό της. Ακούγεται το ίδιο άβολη διαδικασία με το να ψάχνεις κάποια υποτροφία για σπουδές σε ξένο πανεπιστήμιο.

 

Για το ρόλο των υπόλοιπων τεχνών στη ζωή και στη μουσική του

Ο τίτλος του δίσκου είναι αναφορά στην υπέροχη ταινία Τhe Crying Game. Με εμπνέουν πολύ όσοι δημιουργοί επιλέγουν να ακολουθήσουν αυστηρά τις συμβάσεις και τους κανόνες κάποιου pop υπο-είδους της τέχνης που υπηρετούν, προσπαθώντας να περάσουν διακριτικά τα στοιχεία της δικής τους προσωπικότητας μέσα από τις χαραμάδες. Μου φαίνεται πολύ κουλ αυτό το παιχνίδι και μου θυμίζει τους τζαζίστες που ανέπτυσσαν ακούραστα τα ίδια θέματα, τα jazz standards. Αυτήν την αίσθηση μου δίνει το The Crying Game, οι πρώιμες ταινίες του Almodóvar, ο Philip K. Dick και η επιστημονική φαντασία εν γένει.

 

Kαι για το τελευταίο πράγμα που θα έκανε αν ο κόσμος τελείωνε αύριο

Ο κόσμος θα τελειώσει ως γνωστόν όχι με έναν πάταγο αλλά με έναν λυγμό. Οπότε όλα τα πράγματα μπορείς να τα κάνεις και μεθαύριο.

 

To The Crying Came του project Athens Computer Undeground κυκλοφορεί από την WonTon Records.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured