Μπαίνει στη Ριβιέρα. Είναι η ημέρα της ονομαστικής του γιορτής, αλλά δεν τα πάει καλά με αυτά, οπότε δεν τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι ευχές. Φοράει ένα λευκό t-shirt που γράφει Pop Kid -είναι σίγουρα ένα τέτοιο.

Είναι ο Ηλίας Φραγκούλης και το σινεμά είναι η ζωή του. Βλέπει ταινίες από όταν θυμάται τον εαυτό του, είναι κριτικός κινηματογράφου, καταπιάνεται με την έβδομη τέχνη με διάφορους τρόπους, μεταξύ των οποίων και διοργανώνοντας τις προβολές του Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι, που φέτος αποκτά και τον υπότιτλο Σαν Παλιό Σινεμά, προκειμένου να δείξει στη μεγάλη οθόνη ταινίες που αγαπάει. Είναι πολλά περισσότερα από τον τύπο που κάποιοι (λίγοι) εξακολουθούν να σταματούν στο δρόμο ως «τον περίεργο από το Mad TV που σατίριζε ο Μητσικώστας».

Λέει πως δεν τα πάει καθόλου καλά με το να αποστηθίζει πράγματα, ωστόσο η μνήμη του στις ταινίες είναι κάτι παραπάνω από καλή (προφανώς). Επιμένει πως είναι «αγγούρι» στη φωτογράφηση, αλλά τα πάει καλύτερα από ό,τι νομίζει. Ο λόγος του είναι όσο χειμαρρώδης αναμένεται, από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή. Παρ’ όλα αυτά, έχει μια πολύ ελαφρά συστολή για λίγο όταν σου μιλάει -έπρεπε να περάσει κάποια ώρα στην κουβέντα μας για να αρχίσει να κοιτάει περισσότερο στα μάτια και να μην «λοκάρει» το βλέμμα του σε διάφορα σημεία του χώρου.

Όταν το μαγνητοφωνάκι κλείνει, νιώθει ελαφρώς ανακουφισμένος που δεν του έκανα «βλακείες ερωτήσεις», όπως λέει. «Αγχώνεται» λίγο για την απομαγνητοφώνηση που με περιμένει. Του λέω πως δεν χρειάζεται.

 

Πολλές φορές προσπαθώ να σκεφτώ ποια ήταν η πρώτη ταινία που έχω δει, αλλά είναι αδύνατον να θυμηθώ. Mάλλον ήταν κάποια animation μικρού μήκους. Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται να βλέπω στην μεγάλη οθόνη είναι animation των Looney Tunes που παζόντουσαν πολλά ολιγόλεπτα ταινιάκια μαζί, στην αρχή, πριν από κανονικές προβολές.

Όταν ήμασταν πολύ μικρά παιδιά, μας έπαιρνε και ο ύπνος στο σινεμά, δεν αντέχαμε. Έχω την εντύπωση, πάντως, πως η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που είδα ήταν η Κλεοπάτρα, αλλά είμαι σίγουρος ότι κοιμήθηκα.

Θυμάμαι, επίσης, έντονα την Γέφυρα του Ποταμού Κβάι και την Μονομαχία στον Κόκκινο Ήλιο. Στο δεύτερο, σε μια σκηνή, η Ursula Andress μένει γυμνόστηθη. Βλέποντας το στήθος της, αισθάνθηκα ένα είδος ντροπής, γιατί δεν ήξερα αν έπρεπε να το βλέπω αυτό. Μιλάμε και για εποχές που το «Ακατάλληλο» είχε σημασία στο σινεμά, δεν σε άφηναν να μπεις. Αλλά σε ένα σινεμά στου Αγίους Αποστόλους που ήταν το εξοχικό μας έμπαινες και έβλεπες ό,τι ήθελες. 

Από τότε, σχεδόν, είχα καταλάβει ότι το σινεμά είναι η ζωή μου. Ο πατέρας μου ερχόταν από τη δουλειά το μεσημέρι, φέρνοντας πάντα την εφημερίδα. Τα Νέα, τότε, τη Δευτέρα που έβγαιναν οι ταινίες, έβαζαν πολύ μεγάλες καταχωρήσεις και μου είχαν τραβήξει την προσοχή. Μου άρεσε ο κινηματογράφος, το θέαμα, η ψυχαγωγία.

Στη Νέα Σμύρνη που μεγάλωσα είχαμε τρία χειμερινά σινεμά. Πράγμα πολύ καλό για μένα που ως μικρό παιδί μπορούσα να πάω μόνο με το γονιό συνοδεία στο σινεμά.

‘Εβλεπα συνέχεια ταινίες. Είχα φτάσει σε ένα σημείο στο δημοτικό να αγοράζω το Αθηνόραμα, έκανε 5 δραχμές. Έβλεπα το πρόγραμμα, διάλεγα τι θα δω και άρπαζα τον μπαμπά να πάμε να το δούμε. Οι γονείς μου ήταν ελαστικοί σε αυτό, άλλα παιδιά δεν τα άφηναν να πάνε σινεμά. Πολλά ζήλευαν στο σχολείο και με ρωτούσαν για τις ταινίες και τους αφηγούμουν σχεδόν όλη την υπόθεση.

Στην εφηβεία πήγαινα στο βίντεο κλαμπ με σακούλες και έπαιρνα ταινίες που δεν έχω δει και έβλεπα 3 με 6 ταινίες την ημέρα.

Δεν ήμουν καλός μαθητής. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω κάτι αν δεν μου άρεσε. Διάβαζα πολλά εξωσχολικά βιβλία, εφημερίδες, ξένο τύπο, πράγματα που δεν ήταν για την ηλικία μου, όπως έλεγε η φιλόλογος.

Πολλοί στο σχολείο μου έλεγαν ότι μάλλον θα γίνω σκηνοθέτης. Δεν με ενδιέφερε ποτέ. Δεν ήθελα να κάτσω πίσω από την κάμερα, ήμουν μπροστά από την κάμερα, έβλεπα.

Παράλληλα, μου άρεσε πολύ το γράψιμο. Η επιθυμία μου ήταν να γίνω δημοσιογράφος.

Δεν πήγα σε σχολή κινηματογράφου. Δεν με ενδιέφερε να μου διδάξει κάποιος θεωρία κινηματογράφου. Το να βλέπεις πολύ σινεμά και να διαβάζεις γι’ αυτό, είναι το ίδιο πράγμα πάνω κάτω. Μην ξεχνάμε ότι και ο Tarantino από ένα βίντεο κλαμπ ξεκίνησε.

 

Δεν σκέφτηκα ποτέ να ασχοληθώ με κάτι άλλο. Δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσα να κάνω. Το μόνο που περνάει από το μυαλό μου σαν εναλλακτική θα ήταν κάποια μορφή ψυχανάλυσης και ψυχολογίας -ακόμη κι αν πολλές από τις ταινίες που αγαπάω κανιβαλίζουν εντελώς την ψυχανάλυση. Άλλη επιλογή θα ήταν η γραφιστική, μου άρεσε πάντα πολύ το σχέδιο.

Μπορεί να ερχόντουσαν και να μου έλεγαν ότι κάτι είναι αριστούργημα και να μην συμφωνούσα, γιατί ήταν πολύ προσωπικοί οι λόγοι που το πίστευα αυτό. Αυτό νομίζω είναι και που με διαφοροποιεί με την υπόλοιπη κριτική στην Ελλάδα. Μερικές φορές, θεωρώ ότι ανοίγομαι σαν προσωπικότητα μέσα από κάποια κείμενα. Αν προσφέρεται η ταινία, δεν έχω κάποιον ανασταλτικό παράγοντα.

Θέλω να γράφω προσωπικά. Είναι μια υπέρβαση του υποκειμενικού, κατά έναν τρόπο. Πολλοί λένε ότι η κριτική είναι ένα υποκειμενικό πράγμα και εν μέρει είναι. Δεν μπορεί να είναι αντικειμενικός κάποιος κρίνοντας ένα έργο τέχνης.

Ναι, είναι εύκολο για τον κριτικό να ξεφύγει από τις προσωπικές του εμμονές. Άλλωστε, υπάρχει και μια υπερβατική διάσταση σε όλα αυτά τα πράγματα.  Δεν έχω ζήσει όλα όσα βλέπω στον κινηματογράφο, οπότε, ξεφεύγω και από μένα. Δεν είναι το εγώ μου μπροστά από την οθόνη.

Η αγαπημένη μου ταινία είναι ο Σιωπηλός Μάρτυρας του Alfred Hitchcock. Ταινία άγριας ψυχανάλυσης. Φέρνει τον θεατή στην υποκειμενική θέση. Και ο James Stewart παρατηρεί κι αυτός τις «μικρές οθόνες» των απέναντι διαμερισμάτων. Δεν μοιάζει η ζωή μου με του James Stewart, ούτε έχω ανακαλύψει ένα έγκλημα στο απέναντι διαμέρισμα, αλλά σίγουρα, είμαι κι εγώ ένας ηδονοβλεψίας. Όλοι όταν βλέπουμε σινεμά γινόμαστε ηδονοβλεψίες κι αυτό, πολλές φορές, το μεταφέρουμε και στις ζωές μας. 

Ανέκαθεν, στην καριέρα και τη ζωή μου είχα χεσμένο το τι θα πουν για μένα. Είναι ως και συγκινητικό να δέχεσαι θετικά σχόλια, είναι ένα είδος επιβράβευσης, αλλά δεν νοιάστηκα ποτέ για το αν θα μου επιτεθεί η διανομή επειδή θάβω τις ταινίες τους ή αν θα έρθει ένας θεατής και θα μου πει ότι είμαι σκληρός. Ο καθένας κάνει τη δουλειά του κι αυτή είναι η δική μου. Είμαι αυστηρός γιατί έχω ένα πολύ αυστηρό μέτρο σύγκρισης.

Όταν κάνω κριτική σκέφτομαι τις αντίστοιχες ταινίες του είδους αλλά και τι έχει κάνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Έρχονται και μου λένε, μα πως έβαλες χαμηλή βαθμολογία σε μια ταινία του Haneke και έβαλες 4 αστεράκια σε ένα Fast & Furious… Εκτός του ότι είναι ηλίθιοι και δεν καταλαβαίνουν τι τους γίνεται, η πιο συνηθισμένη μου απάντηση είναι ότι «άλλο μπανάνα και άλλο αγγούρι». Μπορεί να ακούγεται γελοίο, αλλά είναι εξίσου γελοίο να συγκρίνεις δύο τέτοια πράγματα μεταξύ τους.

Σε αυτό, φταίνε τα αστεράκια. Δεν σημαίνει από μόνο του κάτι το αστεράκι, αν δεν διαβάσεις το κείμενο, δεν θα καταλάβεις τίποτα.  Δεν έχει σημασία ότι μια επανέκδοση έχει παντου πεντάρια. Δεν πρέπει να έχει. Ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης είναι ο Hitchcock, την προηγούμενη εβδομάδα έβαλα τέσσερα αστεράκια στο Κυνήγι του Κλέφτη, θα μπορούσα να βάλω και λίγο λιγότερο.

 

Με την τηλεόραση, έγινα περσόνα. Δυστυχώς. Όταν μου ζητήθηκε να πάω στην εκπομπή στο Mad TV, αρχικά ήταν για να έχω μόνο την επιμέλεια. Αλλά δεν βρίσκαμε άνθρωπο να μπορεί να διαβάσει τα κείμενα. Έψαχνα δημοσιογράφο, όχι μοντέλο. Πήγα μια μέρα ως καλεσμένος στην εκπομπή του Γεωργαντά και τους άρεσε το πως έβγαινα μπροστά στον φακό.

Μπήκα να κάνω ένα δοκιμαστικό και μου είπαν, Ηλία, πρέπει να το κάνεις εσύ. Ήμουν τόσο ηλίθιος, που πίστευα ότι μπορώ να το κάνω χωρίς autoque. Πήγα την πρώτη φορά, ο εαυτός μου, τα φώτα και η κάμερα. Το διαλύσαμε σε 15 λεπτά. Πήγα την επόμενη εβδομάδα με κείμενα και τους γάμησα. Κάναμε γύρισμα 3 ώρες για 25 λεπτά εκπομπή.

Μου πήρε καιρός να το συνηθίσω. Όσο περισσότερη άνεση αποκτούσα, τόσο ξανοιγόμουν. Άρχισα να κάνω πιο ακραία πράγματα. Τα openings που κάναμε κάθε εβδομάδα ήταν φαρσικά. Είχα παριστάνει τον κρεμασμένο για να μιλήσω για το O Δήμιος του Σαιν Πιερ του Patrice Leconte, στο κάδρο φαινόνοτουσαν μόνο τα πόδια μου και έκανα σπασμούς σαν να πνίγομαι. Για το Fight Club, είχα ζητήσει από την μακιγιέζ να με βάψει σαν να έχω φάει πολύ ξύλο. Κυκλοφορούσα έτσι στο κανάλι για λίγη ώρα για να δω αν είναι πειστικό. Για το Μη Αναστρέψιμος του Gaspar Noé, όλη η εκπομπή πήγαινε ανάποδα όπως η ταινία. Είχα ελευθερία στο Mad, γι’ αυτό έμενα. 

Κάτι κέρδισα και κάτι έχασα από αυτή την εκπομπή. Κέρδισα -που για μένα δεν έχει αξία- την αναγνωρισιμότητα. Έχασα, όμως, το όνομά μου. Έγινα «ο τύπος από το Mad». Αν ήθελα να γίνω media celebrity και να παριστάνω τον καραγκιόζη από εδώ και από εκεί, μπορούσα να το κάνω, αλλά δεν ήθελα, δεν είχα κανένα σκοπό.

Για κάποιους, έγινα ανθρωποδιώχτης. Τρόμαζαν λίγο με το ύφος και την αυστηρότητα. Έφτασα να συστήνομαι σε ανθρώπους και είχαν στο μυαλό τους την τηλεοπτική μου εικόνα. Μου έλεγαν, μετά από λίγο, δεν είσαι καθόλου αυτό που έχουμε καταλάβει από την τηλεόραση. Τους έλεγα ότι είμαι και αυτό, αλλά, μοιραία, όταν σε συνηθίζει ο κόσμος σε κάτι, γίνεται και αυτό ένας ρόλος.

Συνήθως, αυτοί που με έχουν κάνει να νιώσω πιο άβολα σε συνέντευξη, είναι ηθοποιοί. Συχνά, δεν έχουν και τι να πουν, το κάνουν απλά γιατί το απαιτεί το συμβόλαιό τους. Δεν θα ήθελα να ξαναδώ ποτέ την Keira Knightley, απίστευτα αντιπαθής. Το ίδιο και ο John Cusack. Ήθελα να γρονθοκοπήσω τον Jack Black, είναι τελείως γελοίος.

Με εκνεύρισε απίστευτα ο Tim Robbins -και πρέπει να ήταν και μαστουρωμένος. Κάνει πολύ εντύπωση όταν το λέω και σε φίλους μου αυτό. Ήμουν στις Κάννες, πήγα να κάτσω και το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν, «Πώς ξυπνάτε πρωί πρωί και βλέπετε ταινίες; Κανονικά θα έπρεπε να σας φέρνουν πουτάνες και να σας δίνουν ναρκωτικά».

Κάποια στιγμή δημιούργησα το site του FreeCinema που μου έδωσε μεγάλη ευτυχία στη ζωή μου. Κυρίως, γιατί μου επέτρεψε μετά από τόσα χρόνια να έχω απόλυτη ελευθερία στο τι γράφω. Στο παρελθόν, πολλές φορές μου έχουν λογοκρίνει κείμενα, έχω σφαχτεί, με έχουν διώξει από έντυπα, μου έχουν απαγορεύσει να πηγαίνω σε δημοσιογραφικές προβολές, μέχρι και στα δικαστήρια έχω κοντέψει να φτάσω. Γι’ αυτό το είπα και FreeCinema -πέρα από την αναφορά στο βρετανικό Free Cinema.   

Όποιος θέλει, διαβάζει. Δεν είμαι προϊόν που θα πουληθεί σε διαφημιστική. Επίσης, κάτι πολύ βασικό. Απέκτησα ξανά το όνομά μου με το site.

Τα social media με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ γιατί με 0 budget έκανα το site γνωστό. Κατά κάποιον τρόπο, δεν ξέρω αν θα υπήρχε το site χωρίς τα social.

Δεν είναι κακά τα social, κακό είναι το Instagram από μία άποψη. Είναι κάτι που σκοτώνει τις λέξεις. Με είχε πανικοβάλει αυτό όταν ξεκίνησε. Επίσης, το κακό στα social είναι το πως ελέγχεται η διαφήμιση.

Είμαι πολύ ενεργός στην προσωπική μου σελίδα στο Facebook, αλλά ναι, υπάρχουν μέρες που δεν ποστάρω τίποτα. Είμαι άνθρωπος που με ενδιαφέρουν τα πράγματα που συμβαίνουν στην κοινωνία. Έτσι, με ενδιαφέρει σε αυτό το κομμάτι να υπάρχω στα social, αλλά δεν με ενδιαφέρει να μοιράζομαι την προσωπική μου ζωή.

Έχω φιλτράρει τους συνεργάτες μου στο site. Όταν οι γνώμες μας διαφέρουν πολύ, έχουμε φτιάξει το Controversy. To απόλυτο τρολάρισμα αυτού του πράγματος, ήταν όταν έγραψα για το Holy Motors του Leos Carax εγώ ο ίδιος και τις δύο κριτικές.

Για την κριτική χρειάζεται τεράστια γνώση κινηματογράφου. Είχα βρεθεί με κάποια νέα παιδιά, γνωστούς μου, βλέπαμε μια ταινία με κόντρες αυτοκινήτων και ο πρωταγωνιστής φορούσε ένα κόκκινο μπουφανάκι. Και λέω οκ, τον Επαναστάτη Χωρίς Αιτία προσπαθούμε να δούμε τώρα και μου λέει ένα παιδί, τι είναι αυτό; Έτσι, δεν μπορεί κάποιος να γίνει κριτικός κινηματογράφου, όσες ταινίες και να βλέπει σήμερα.

Θέλει πολλή προσπάθεια για να γίνει αυτό σήμερα και δεν είναι επικερδές. Τείνει να γίνεται ένα είδος χόμπι. Άλλωστε, πολλά παιδιά που ασχολούνται με κριτική σε πολλά sites, έχουν άλλη ιδιότητα. Κι εγώ κυρίως από side jobs βγαίνω. Και το Ξαφνικά Φέτος Το Καλοκαίρι το πλήρωνα από την τσέπη μου τα πρώτα επτά χρόνια.

Η ρετρολαγνεία της εποχής μένει κυρίως σε μια εικόνα, σαν να είναι μια αφίσα απλά κάτι. Δεν έχει τίποτα από πίσω, δεν κοιτάει πραγματικά το παρελθόν. Είναι κάπως σαν την αφίσα της Rita Hayworth στο Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ. Ο πολύς κόσμος βλέπει την αφίσα της Rita Hayworth, εγώ βλέπω την τρύπα πίσω από την αφίσα και θέλω να τους πάω εκεί μέσα.

Υπάρχουν ηθοποιοί, σταρς, σύμβολα που για πολύ κόσμο, υπάρχουν μόνο σαν μια εικόνα που μπορούν να γίνουν ένα τατουάζ, ένα ποστάκι στα social ή ένα like. Μπορεί να θαυμάσουν μια εικόνα της Marilyn Monroe ή της Brigitte Bardot και να μην ξέρουν καν το όνομά τους. Δεν ασχολούνται βαθύτερα και είναι λίγο στενάχωρο αυτό. Γιατί υπάρχει το ίντερνετ που σου δίνει άπειρη πληροφορία. Αυτή η γενιά, θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο να έρθει να παρακολουθήσει κάτι σαν το Σαν Παλιό Σινεμά. Θεωρώ ότι θέλει σταδιακή δουλειά.

       

Φέτος είναι η ένατη χρονιά του Ξαφνικά Φέτος Το Καλοκαίρι. Την πρώτη χρονιά ξεκίνησε τυχαία, όντως ξαφνικά. Έκανε μια γνωστή μου πρόγραμμα στη Δεξαμενή και ήταν η περίοδος που είχα ξεκινήσει το site. Και μου λέει, «Ρε ‘συ, θες να κάνουμε κάτι μαζί; Έχω μια κενή εβδομάδα στο πρόγραμμα». Ήθελαν κάτι θεματικό ή παλιό. Και επειδή ήταν καλοκαίρι, σκέφτηκα να γίνει κάτι με ταινίες που διαδραματίζονται σε διακοπές ή καλοκαιρινούς μήνες. 

Μου άρεσε η εμπειρία, γιατί είναι πολύ διαφορετικό να κάθεσαι μπροστά σε ένα ταμείο κινηματογράφου, να βλέπεις τον κόσμο, να ακούς ερωτήσεις, να σου μιλάνε. Μετά βρήκα το Άνεσις αλλά έκλεισε. Ήξερα την Πέγκυ Ρίγγα, οπότε, ήρθα στη Ριβιέρα. Έχουμε ταιριάξει, γιατί το αγαπώ πάρα πολύ αυτό το σινεμά.

Δεν ξέρω αν βλέπουμε σινεμά γιατί αγαπάμε τα κλισέ. Ο θεατής σίγουρα αρέσκεται στο ετοιματζίδικο. Είναι και το ψέμα του κινηματογράφου, από μία άποψη. Το ζητάμε το happy end στο τέλος, είναι κάτι που πολλές φορές δεν βρίσκουμε στη ζωή μας. Ερχόμαστε στο σινεμά για να δούμε πράγματα που ξεφεύγουν από τον εαυτό μας. Κάποτε το είπαν ένα είδος φυγής.

Ο κινηματογράφος μυθοπλασίας είναι κάτι που έχουμε ανάγκη στη ζωή μας. Πολλές φορές πήγαινα και έβλεπα ταινίες που με προβλημάτιζαν με έναν περίεργο τρόπο σύγκρισης, γιατί έβαζα τον εαυτό μου σε παρόμοια βιώματα και θεωρούσα ότι κάποια πράγματα που έχω ζήσει, ήταν πολύ πιο έντονα. Πολλές φορές σχεδόν αδικούσα την ταινία. 

Αν για την υπόλοιπη ζωή μου μπορούσα να βλέπω μόνο μια ταινία, αυτή θα ήταν μία από τις τρεις αγαπημένες μου: Ο Σιωπηλός Μάρτυρας, το Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου (που τo έχω δει περισσότερες φορές από το Σιωπηλό Μάρτυρα) ή το Πορτρέτο της Τζένι.

Η ταινία που έχω δει περισσότερες φορές στο σινεμά είναι Ο Πύργος της Κολάσεως.

Δεν θα ήθελα να είμαι κάποιος κινηματογραφικός ήρωας. Όταν ήμουν μικρότερος, πάντως, είχα ταυτιστεί πολύ με τον Woody Allen και τον χαρακτήρα του στις ταινίες.

Αν έπρεπε, όμως, να πω ότι έχω ένα πρότυπο κινηματογραφικού ήρωα, ο πρώτος που έρχεται στο μυαλό μου είναι ο Ferris Bueller. Μου ταιριάζει, κατά βάθος, είναι αναρχία. Για το πλαίσιο στο οποίο ανήκει. Ο Ferris Bueller μπορεί να έχει και μεγαλύτερη σημασία από τον ήρωα στο Κουρδιστό Πορτοκάλι του Kubrick.

Το μεγαλύτερο μάθημα που μου έχει δώσει όλο αυτό, ε; Με έχει μάθει να αναγνωρίζω χαρακτήρες και έτσι να προσπαθώ να ξεχωρίζω τους ανθρώπους που γνωρίζω στην πραγματική ζωή. Όχι για να τους ταυτίσω με τους κινηματογραφικούς ήρωες, αλλά για να τους καταλάβω, όπως έχω καταλάβει αυτούς που βλέπω στην οθόνη. Γιατί αυτούς που έχω δει στην οθόνη τόσες πολλές φορές, τους έχω νιώσει.

Τελικά, ναι, βλέπουμε σινεμά πρώτα από όλα για να ξεφύγουμε από τη ζωή. Δεύτερον, θα ήθελα να μας κάνει και να σκεφτόμαστε. Αλλά πριν από τη σκέψη, έρχεται η διασκέδαση και η ψυχαγωγία.     

 

Ο Ηλίας Φραγκούλης θα σας περιμένει από 23 έως 29 Ιουλίου στη Ριβιέρα με το Ξαφνικά Φέτος Το Καλοκαίρι #9: Σαν Παλιό Σινεμά.

Κατά τ’ άλλα, τον διαβάζετε στο freecinema.gr.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured