Και να 'μαι, καθισμένος απέναντι από τον Δήμο Μούτση, στο γραφείο του, στο σπίτι του, με το μαγνητοφωνάκι ανοιχτό και τη συγκίνηση, την ανυπομονησία, τον θαυμασμό, το άγχος, το τρακ, την περιέργεια, τη λαχτάρα και την τύχη δίπλα μου. Γιατί το μέγεθος, η αύρα και η καλλιτεχνική του πορεία, προκαλούν ισχυρά συναισθήματα, αλλά και ίλιγγο, σε όποιον βρεθεί μαζί του. Στον αντίποδα όλων των προαναφερθέντων, αυτός ο σπουδαίος δημιουργός, αυτή η συγκλονιστική προσωπικότητα, καταφέρνει με μια πρωτοφανή απλότητα και ηρεμία να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα φιλόξενη, σαν βγαλμένη από ταινία, σαν σκηνή εξομολόγησης ή συνωμοσίας –σαν μια συνηθισμένη συνάντηση παλαιών γνώριμων, συνεργατών ή φίλων.

Στην κουβέντα μας, που διήρκεσε 3 ώρες και περισσότερο, επαναλήφθηκε μερικές μέρες αργότερα και ελπίζω να έχει και συνέχεια, είπαμε πολλά. Πολλά περισσότερα από όσα καταγράφονται στο κείμενο που ακολουθεί. Κι αν κάτι κρατάω από όλη αυτήν τη συνάντηση, εκτός του ενικού που μου προτάθηκε εξ αρχής (κι ας μην τον ακολούθησα), είναι ότι οι πραγματικά σπουδαίοι και μεγάλοι δημιουργοί είναι παντοτινά ελεύθεροι και ακομπλεξάριστοι. Ο Δήμος Μούτσης, ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες που γεννήθηκαν στη χώρα μας και ένας από τους πιο ξεχωριστούς τραγουδοποιούς στην ιστορία του τραγουδιού μας, διατήρησε τον μύθο του μέσα μου με χαρακτηριστική άνεση κι ευκολία. Κύριε Μούτση, respect, που λένε και όσοι πιτσιρικάδες σας ακούνε σήμερα –κι ας γράφτηκαν τα τραγούδια σας πολύ πριν γεννηθούν. Chapeau, που θα λέγαν οι παλαιότεροι. Κι ένα ευχαριστώ από καρδιάς...

Διαβάζω στο site σας ότι σε ηλικία 7 ετών θελήσατε να μάθετε μουσική και αναρωτιέμαι: εκείνη την εποχή οι δικοί σας δεν ήταν ενάντια σε μια τέτοια επιθυμία;

Η μητέρα μου, κυρίως, γιατί ο πατέρας μου είχε πεθάνει νωρίς.

Δεν ήταν δύσκολο να την πείσετε;

Αυτό ήταν κάτι το περίεργο: δεν ήταν δύσκολο να την πείσω. Δεν στάθηκε αντίθετη. Όλοι της λέγανε ότι αυτό ήταν μια τρέλα, γιατί ήμουνα και καλός μαθητής, όσο καλός δηλαδή μπορεί να είναι κάποιος στην ηλικία των 7 ετών, εντάξει. Είπε, θέλει να μάθει μουσική και θα τον πάω εκεί στο ωδείο να μάθει. Και μάλιστα βιολί, έτσι; Εγώ βέβαια δεν ήθελα βιολί. Προτιμούσα το βιολοντσέλο, αλλά δεν υπήρχε τόσο μικρό βιολοντσέλο. Ήμουνα και κοντούλης και θυμάμαι ότι μου δίνανε και ρούφαγα αυγά για την ανάπτυξη (γέλια). Όχι, λοιπόν. Με πήγε. Με πήρε από το χέρι και με πήγε. Μου είπε, βέβαια: δεν έχω να πληρώνω. Αν είναι να είσαι καλός και να καταφέρνεις ως πρώτος να μην πληρώνουμε, θα σε πάω. Γιατί αν είναι να μου πούνε για δίδακτρα και τέτοια... Δεν είχαμε μία. Ούτε σύνταξη είχαμε, ούτε τίποτα, ούτε εξοχικό που λένε (γέλια).

Κάνατε και θεωρητικές σπουδές μαζί με το βιολί;

Ξεκίνησα με ένα βιολάκι μισό. Άμα δεις μισό βιολί, νομίζεις ότι είναι παιχνίδι στο ψιλικατζίδικο. Δεν έκανα θεωρητικά στον Πειραιά. Στον Πειραϊκό Σύνδεσμο ξεκίνησα με την Ιουλία Ιατρίδη, η οποία είναι και μεταφράστρια του Λόρκα και άλλων Ισπανών. Θεωρητικά άρχισα αργότερα, στο Ωδείο Αθηνών.

Πήρατε και πτυχία θεωρητικών σπουδών (αρμονία, αντίστιξη κλπ.);

Όχι. Έκανα θεωρητικά χωριστά από το βιολί.

Παίξατε άλλα όργανα;

Όχι, για όνομα του Θεού.

Σας έχω δει να παίζετε κιθάρα...

Αυτά, πρακτικά και μόνο και πολύ αργότερα. Και τι κιθάρα; Απλά τα οκτώ, τα εφτά ακόρντα, για να συνοδεύω τα τραγούδια μου. Όχι να σολάρω, με τίποτα. Κι όταν άρχισα να παίζω κιθάρα, ήδη δεν έπαιζα καθόλου βιολί.

DimosMoutsis_2.jpg

Όταν γράφατε τα πρώτα σας τραγούδια, γράφατε και τις εισαγωγές των μπουζουκιών; Τις ερωτοαπαντήσεις και την τεχνοτροπία όλη αυτή των μπουζουκιών, πώς τη γνωρίζατε;

Κοίτα, τώρα με ρωτάς ενορχηστρωτικά πράγματα. Ούτε καν. Αυτά που ρωτάς, για έναν άνθρωπο που έχει σπουδάσει μουσική, είναι σα να ρωτάς έναν μαθηματικό πως κάνει σούμα σε ένα μπακαλόχαρτο. Είναι τόσο απλά, δηλαδή.

Ήμουνα βέβαιος ότι κάτι τέτοιο θα μου απαντούσατε...

Είναι πάρα πολύ απλά πράγματα. Δεν χρειάζεται να σου πω περισσότερα.

Διάβασα σε μια άλλη συνέντευξή σας, ότι τα χρήματα που πήρατε την πρώτη φορά που εμφανιστήκατε στη σκηνή σαν τραγουδιστής, δεν τα είχατε πάρει ποτέ σαν δημιουργός...

Τα είχα πάρει, αλλά δεν τα είχα πάρει τόσο εύκολα. Τα είχα πάρει και πολύ περισσότερα, αλλά όχι τόσο στιγμιαία και εύκολα.

Τι σχέση είναι αυτή, του τραγουδιστή με τον δημιουργό; Είναι μια σχέση αγάπης και μίσους;

Όχι, καθόλου. Μίσους όχι. Αγάπης, αν είναι φίλος, ναι. Μίσους καταντάει καμιά φορά, αλλά για άλλους λόγους (γέλια). Όχι για οικονομικούς λόγους. Αυτό το γνωρίζεις από την αρχή: ο τραγουδιστής βγαίνει κάθε βράδυ, τραγουδάει και πληρώνεται γι' αυτό. Ο δημιουργός, από την άλλη, πηγαίνει στην Α.Ε.Π.Ι. κάθε εξάμηνο και πληρώνεται από εκεί. Έτσι είναι η δουλειά του καθενός, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της. Βέβαια, είναι άδικη, αλλά αυτή είναι. Και του χειρουργού η δουλειά με του παθολόγου, έχει μια διαφορά. Ο χειρουργός πληρώνεται μια κι έξω, ενώ ο παθολόγος κάθε τόσο.

Όντως, όμως, αυτό που είπα ισχύει: όταν τελείωσε εκείνη η παράσταση και πήγα να με πληρώσει ο επιχειρηματίας στο Καφεθέατρο –και είχα πει δικά μου τραγούδια, έτσι; Όχι κάποιου άλλου– μετά από μιάμιση ώρα που τραγούδησα, κάτι που έκανα πολύ συχνά, αλλά με φίλους μου, όχι επαγγελματικά, θυμάμαι ότι τον ρώτησα τι είναι αυτά. Και εκείνος μου απάντησε ότι ήταν τα λεφτά, η αμοιβή μου. Ζαλίστηκα, γιατί έπιασα τον φάκελο και ήτανε παχύς. Ήταν μπόλικα τα χρήματα. Ρε Κώστα, του λέω, πας καλά; Και μου απαντάει εκείνος: Δήμο, σωστός είμαι, μη με αμφισβητείς, είμαι καθαρός, έντιμος απέναντί σου. Νόμιζε ότι του παραπονιόμουν. Εμένα, πάλι, μου φάνηκε παράταιρο όλο αυτό. Έκανα ώρες να το συνειδητοποιήσω. Είχα πάρει αυτά τα λεφτά μέσα σε μιάμιση ώρα. Και τότε μου γύρισε ανάποδα. Γιατί είχα γράψει πάρα πολλά και σπουδαία τραγούδια με τα οποία είχαν πλουτίσει άλλοι άνθρωποι. Όλο αυτό το σκηνικό μού θύμισε εκείνο το παλιό ανέκδοτο με την ξανθιά πόρνη που αυτοκτόνησε όταν έμαθε ότι οι άλλες πόρνες πληρωνόντουσαν! (γέλια). Αυτό.

{youtube}LcQnIBFL--0{/youtube}

Είπατε νωρίτερα, και θα συμφωνήσω μαζί σας, ότι μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970 είχατε γράψει πολλά και σπουδαία τραγούδια, μεγάλες επιτυχίες σε μια συγκεκριμένη μουσική φόρμα, το καθαρό λαϊκό τραγούδι. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είχατε βρει τη «συνταγή της επιτυχίας»...

Και με τον Άγιο Φεβρουάριο έδωσα και μια διαφορετική φόρμα. Άλλαξα το τραγούδι. Άλλαξα τη συνταγή. Αυτήν την τάση, αυτόν τον ήχο, τον ακολούθησε έπειτα κόσμος και κοσμάκης. Το λαϊκό έγινε πιο «μπητλέικο», αν με καταλαβαίνεις, πιο φίνο.

Κι όμως, παρόλα αυτά, το 1981 με το Φράγμα κάνετε στροφή, ακολουθώντας μια εντελώς διαφορετική πορεία...

Ο Κώστας (Τριπολίτης) ευθύνεται γι' αυτό.

Το φαντάζομαι, ωστόσο και μετά το Φράγμα και τη συνεργασία σας, συνεχίσατε και μόνος σας στον νέο αυτόν «τρόπο».  Χωρίς εκείνον. Η ερώτηση μου, λοιπόν, είναι η εξής: μετά από τόσα χρόνια στο λαϊκό τραγούδι, περάσατε στη μπαλάντα και αυτή τη στιγμή και οι δύο αυτές εκδοχές σας είναι εξίσου σημαντικές στη συνείδηση του ακροατηρίου, όντας ταυτοχρόνως τόσο διαφορετικές. Πώς το κάνατε κάτι τέτοιο; Πώς μπορέσατε δηλαδή και περάσατε από το ένα είδος στο άλλο, με τόση επιτυχία; Πού κρύβονταν αυτές οι μουσικές; Τι ευθύνεται για τη μεταστροφή;

Θα σου πω, αφού πρώτα επισημάνω ότι αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Μετά το Δρομολόγιο, που ήταν ο τελευταίος μου λαϊκός δίσκος με τον Γκάτσο –και για τον οποίον πήρα και αρκετά χρήματα– είχα αποφασίσει να σταματήσω. Δεν με πήγαινε πουθενά όλο αυτό. Σκεφτόμουν ότι δεν μπορούσα και πάλι να κάνω την "Ελευσίνα". Βρίσκεται λοιπόν η Μούσχουρη την κατάλληλη στιγμή. Ήθελα να φτιάξω ένα σπίτι για να έχω κάτι να εκποιήσω σε μια ώρα ανάγκης. Κάνω τη Μούσχουρη, λοιπόν. Δεν «πήγε». Δεν πούλησε. Παρότι είχε μέσα αυτό το τραγούδι, τον "Ταξιδιώτη», που ήταν πολύ ωραίο. Ούτε 5.000 δίσκους δεν πούλησε. Έτσι, δεν ανακοίνωσα τίποτα, αλλά είπα με τον εαυτό μου: μέχρι εδώ ήταν. Και τόσα που είχα κάνει, καλά ήταν. Θα συνέχιζα ως ενορχηστρωτής. Το είχα αποφασίσει.

Και ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι και εμφανίζεται ο Τριπολίτης. Τον είχε στείλει ο Γιώργος Μακράκης. Και με παρακινεί λοιπόν να κάνουμε μια δουλειά μαζί. Αρχίζει να μου λέει κάτι λογάκια από το Φράγμα. Εγώ, πάλι, τότε καψούρης με μια "Ερηνούλα". Του λέω για ένα στιχάκι: «θα σου πάρω βιολιά και ένα ντέφι γλυκό να σου παίζει, Ερηνούλα μου». Συνεχίζει: «οι συγκρούσεις καταλήξαν σε αφασία κι αν σου πω το χρονικό αυτής της συμπλοκής θα είναι σαν απάνω σε ξυράφι ακροβασία». Παθιασμένος, να χτυπιέται. Παίρνω την κιθάρα –πρώτη φορά πήρα κιθάρα στο χέρι για να γράψω τραγούδι. Αρχίζω να παίζω μελωδία και τραγουδάω. Πρώτη φορά που τραγουδάω ο ίδιος. Είχα πει τον "Ταξιδιώτη" μόνο έως τότε. Εκείνος να με παροτρύνει, λέγοντας ταυτόχρονα τα επόμενα λόγια. Και έτσι, το τελειώνουμε όλο. Συνεχίζουμε στο επόμενο με τον ίδιο τρόπο. Τελειώνουμε δύο τραγούδια μέσα σε 20 λεπτά.

Πηγαίνω στο πιάνο. Φτιάχνουμε το "Δε Λες Κουβέντα". Τσακωνόμαστε, βριζόμαστε, διαφωνούμε, συμφωνούμε, τα βρίσκουμε, ξανατσακωνόμαστε, τα βρίσκουμε και πάλι. Μέσα σε 3 ώρες, είχαμε φτιάξει τον δίσκο. Τα λαϊκά τραγούδια γράφτηκαν τάκα-τάκα. Μέχρι να νυχτώσει είχαμε πιει τέσσερα μπουκαλάκια κονιάκ (τρία εκείνος –ένα εγώ, πρώτη φορά στη ζωή μου, γιατί δεν έπινα πριν από εκείνη την συνάντηση), από αυτά τα μικρά που δίνουν στις κηδείες.

{youtube}2K3cZAuJfiI{/youtube}

Και μετά; Πώς φτάνουμε στην κυκλοφορία του δίσκου; Πώς επιλέξατε τους ερμηνευτές; Πώς αποφασίσατε να τραγουδήσετε κι ο ίδιος;

Είχα κάνει τον Ταξιδιώτη με τη Μούσχουρη, όπως σου είπα, και είχα απαλλακτικό από όλες τις εταιρείες. Σκεφτόμασταν λοιπόν πού να πάμε να κάνουμε αυτόν τον δίσκο. Και λέει ο Κώστας: στον Πατσιφά! Μόνο αυτός κάνει τέτοιες «τρέλες». Και ποιος θα πει τα τραγούδια; Επιμένει, πάλι, ο Κώστας: εσύ! Εγώ ρε; Ναι, εσύ! Πάμε στον Πατσιφά. Συμφωνεί κι εκείνος. Και τα λαϊκά; Θα βάλουμε –λέει– μια λαϊκή τραγουδίστρια. Και πετιέται ξανά ο Κώστας και λέει: τη Μπέλλου! Μου έρχεται και μένα και λέω: ναι, αυτήν! Τη φωνάζουμε λοιπόν κι έτσι έγινε το Φράγμα. Έτσι, «μπήκα στον χορό». Για να συνεχίσω μετά μόνος μου με το Ενέχυρο.

Η φόρμα, πια, είχε αλλάξει...

Ναι. Στη συνέχεια άρχισα να βάζω και στίχους εγώ.

Πώς θα χαρακτηρίζατε όλα αυτά τα τραγούδια που ακολούθησαν το Φράγμα; Αναφέρομαι στα τραγούδια των δίσκων Να!, Ενέχυρο, Για Πούλημα Λοιπόν. Είναι πολιτικά τραγούδια;

Απόλυτα. Με έναν δικό μου τρόπο, βέβαια. Όχι μπροσούρες. Και κυρίως όχι «κουλτουριάρικ», καθόλου διδακτικά. Αν έμαθα κάτι από τους ανθρώπους με τους οποίους μορφώθηκα –τον Γκάτσο, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, με τους οποίους συναντήθηκα στη διαδρομή μου και έκανα παρέα– είναι ότι το χειρότερο πράγμα στην τέχνη είναι το διδακτικό ύφος. Αυτό είναι το «κουλτουριάρικο»: «και συ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό». Αυτό είναι το διδακτικό. Στην τέχνη το δίδαγμα βγαίνει από την ουσία και όχι από την παρότρυνση: «μην κάνεις αυτό, κάνε αυτό», σαν κατηχητικό.

Θα σου πω κάτι που είναι σημαντικό. Είχα τελειώσει το Να! και στο "Όνειρο" μου είχε μείνει ένα σημείο που με έκανε για 6 μήνες να πηγαίνω στο στούντιο και να λέω στους μουσικούς: «παιδιά δεν θα γράψουμε ούτε σήμερα». Είχα φτάσει στο τελευταίο πεντάστιχο που έλεγε: «είκοσι αιώνες σκοτεινοί έφταναν στο τέλος τους πια τώρα κι από έναν κόσμο σ’ άλλονε τελικά εμείς περνάμε ώρα την ώρα». Και μου είχε κολλήσει στο μυαλό το εξής: κάτσε ρε μεγάλε, ποιος είσαι εσύ τώρα; Τι κάνεις; Μανιφέστο; Τι φιλοσοφίες είναι αυτές; Δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια; Τι να κάνω; Πώς να το φτιάξω; Να με πιέζουν οι μουσικοί να γράψουμε, αλλά εγώ ανένδοτος. Ποιος είμαι εγώ να κάνω τέτοιον στίχο; Ώσπου, ένα πρωί σηκώνομαι, μόνο που δεν πήδησα από το κρεβάτι ή από το παράθυρο: «είκοσι αιώνες σκοτεινοί έφταναν στο τέλος τους πια τώρα κι από έναν κόσμο σ’ άλλονε τελικά εμείς περνάμε –ΛΕΕΙ– ώρα την ώρα». Λέει! Όχι εγώ.

Και έτσι ηρέμησα. Πάω στο στούντιο, το γράφουμε. Οι μουσικοί ούτε που καταλάβανε διαφορά. Όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι, με πήρε τηλέφωνο πρώτος ο Γκάτσος και ο Σαχτούρης: Δήμο «την έκανες», αυτό το «λέει» εκεί στον στίχο είναι όλο το τραγούδι.

Προσπαθήσατε, δηλαδή, και καταφέρατε να αποφύγετε τον διδακτισμό...

Ναι. Πολιτικά τραγούδια χωρίς δίδαγμα. Ό,τι σου μένει, δηλαδή.

Με άλλα λόγια, να αφήνει το τραγούδι τα συμπεράσματα στον ακροατή, στον προσλαμβάνοντα...

Ακριβώς. Θυμάμαι ο Παπαγεωργόπουλος μού είχε πει ότι, επί Χούντας, το βράδυ που τους κλείνανε μέσα, τραγουδάγανε το "Αύριο Πάλι". Ερωτικό τραγούδι το "Αύριο Πάλι". Εκείνοι όμως το τραγουδάγανε το βράδυ που τους κλείνανε μέσα στα κελιά.

Η χρήση του τραγουδιού επαφίεται στον χρήστη...

Μπράβο. Να το. Άμα έχει ποιότητα το τραγούδι, θα σε συγκινήσει.

{youtube}MR1bUL6cAjo{/youtube}

Άλλη ερώτηση, λέει ο στίχος του "Γουώκμαν": «σιωπηλή μουσική - ηχηρή μοναξιά - παράξενη εποχή». Είναι, ίσως, ένα από τα πρώτα τραγούδια που μιλάνε για τον αναχωρητισμό, όχι όμως απροκάλυπτα. Αυτή τη στιγμή, σε όποια πόλη του κόσμου και να βρεθεί κανείς, βλέπει ανθρώπους-αναχωρητές στον δρόμο, στο μετρό, στο γυμναστήριο, με τα ακουστικά στα αυτιά. Η ερώτησή μου, λοιπόν, είναι ποια ήταν τα ερεθίσματα που, πριν από 30 χρόνια (σ.σ. το "Γουώκμαν" κυκλοφόρησε το 1983) σας ώθησαν να γράψετε αυτό το τραγούδι, που περιγράφει ακριβώς τη σημερινή εποχή. Δεν προσπαθώ να χαρακτηρίσω προφητικό το "Γουώκμαν", προφητικά χαρακτηρίζονται τα τραγούδια εκ των υστέρων. Προσπαθώ όμως να καταλάβω πώς το γράψατε, με ποιες αφετηρίες και ποια ερεθίσματα...

Κοίτα, ο πνευματικός άνθρωπος –χωρίς να θέλω πω ότι είμαι ένας τέτοιος απαραιτήτως– δεν χαρακτηρίζει την εποχή του. Είναι η εποχή του. Και η πραγματική εποχή δεν αποκαλύπτεται όταν πια «μυρίσει», αλλά όταν αρχίσει, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι κάτι ευδιάκριτο. Όλα μου τα τραγούδια είναι έτσι. Και για αυτό και τα λένε διαχρονικά και για αυτό ποτέ μου δεν τα χάρηκα. Έρχονται δηλαδή σήμερα νεαρά παιδιά και μου επισημαίνουν αυτά τα τραγούδια. Μου λένε: «κύριε Δήμο, αυτό το "Γουώκμαν" μας τα λέει όλα». Και στο λέει ένα παιδί 17 χρονών, που δεν είχε γεννηθεί καν όταν το έγραφα. Τι να ευχαριστηθώ λοιπόν από αυτό; Αν περίμενα να φάω, θα είχα πεθάνει.

Και δεν έχω και τι να τους απαντήσω. Γιατί εγώ τότε το «έβλεπα» όλο αυτό. Καταρχήν, τότε είχε πρωτοβγεί το γουώκμαν σαν συσκευή. Το μαραφέτι αυτό. Για να καταλάβεις, εγώ τότε «έβλεπα» το σήμα του Johnny Walker και τον φανταζόμουν με τα ακουστικά στα αυτιά. Δεν τα είχε τότε, φυσικά, αλλά έτσι το είχα «συλλάβει» εγώ. Στο λέω «σχηματικά» για να καταλάβεις τι εννοώ όταν λέω ότι το «έβλεπα». Υπήρχε αυτό το πράγμα. Καταρχήν, στο Φράγμα, για το εξώφυλλο, κάτσαμε με τον γραφίστα και του έδινα οδηγίες: να είναι ένας μέσα από το τζάμι και ένας απέξω, να κάθεται έτσι ο ένας και έτσι ο άλλος, να περπατάει ο ένας προς τον άλλο κι ενώ είναι να κουτουλήσουν μεταξύ τους, να απέχουνε χιλιόμετρα. Ο Τριπολίτης δε, είχε γράψει το ίδιο τραγούδι ήδη: «ένα φράγμα υπάρχει μεταξύ μας στην επικοινωνία». Το είχε γράψει. Ίσως να μην σου απάντησα, αλλά δεν έχω και κάτι συγκεκριμένο να σου απαντήσω για αυτό το θέμα. 

Καταλαβαίνω...

Να σου πω κάτι; Δεν ξέρεις κανείς πώς γράφει, στην πραγματικότητα. Ο Ρεμπώ έλεγε: «γιατί εγώ ΕΙΝΑΙ ένας άλλος». Γιατί το να γράφεις, είναι ένα δημιούργημα. Είναι σαν το big bang. Δεν ξέρεις πριν τι υπήρχε. Να, έτσι όπως καθόμαστε τώρα εδώ, θα μπορούσα να γράψω ένα μοτιβάκι ή μια φράση για ένα τραγούδι. Πριν τη γράψω, δεν υπήρχε. Επομένως, δεν ξέρω πώς γράφω. Αυτά που έλεγε κάποτε ο Λαζόπουλος, ότι ξερνάει και μετά γράφει, αυτά είναι μαλακίες. Κανείς δεν ξέρει πώς γράφει. Πώς έγραφα λοιπόν τότε; Μήπως ξέρω και τώρα; Αν και, τώρα, δεν γράφω. Κι εγώ απορώ. Ξέρεις πόσες φορές έχω αναρωτηθεί και ο ίδιος; Πώς ήμουνα όταν το έγραφα; Τι σκεφτόμουνα; Δηλαδή, με θαυμάζω –που λένε– αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ πως ήμουνα εκείνη τη στιγμή.

Μα, έχω την εντύπωση ότι ο δημιουργός είναι ένας δίαυλος, ένας ενδιάμεσος ενεργειακός σταθμός. Ίσως...
 
Ναι, έτσι. Δεν ξέρεις. Εκεί που κάθεσαι, έρχεται. Ένα δέκατο πριν, δεν υπήρχε. Την ικανοποίηση, δηλαδή, δεν την έχεις. Γιατί βρίσκεσαι ξαφνικά προ του γεγονότος.

Πόσο σημαντική είναι κατά τη γνώμη σας η σύμπλευση του τρόπου ζωής ενός δημιουργού με τον τρόπο ζωής του;

Δεν νομίζω ότι έχει σχέση. Μπορεί να είναι μαλάκας, μπορεί να είναι καλόγερος, μπορεί να είναι bon viveur, μπορεί να είναι ό,τι θέλει και να είναι καλός, κακός, μέτριος ή σπουδαίος δημιουργός. Δεν νομίζω ότι παίζει ρόλο. Βέβαια, εδώ στην Ελλάδα, επειδή είναι μικρός ο χώρος, αυτό παίρνει μια μεγαλύτερη βαρύτητα. Έτσι, καλό είναι οι αντιφάσεις που υπάρχουν να μην γίνονται επιδεικτικά. Ξέρουμε πολλούς που βρίζουν γιατί δεν τους ανοίχθηκε μια πόρτα και όταν τελικά αυτή η πόρτα ανοίξει λένε «ζήτω». Εδώ, στην Ελλάδα λοιπόν, έχει μεγαλύτερη σημασία αυτή η σχέση. Στο εξωτερικό δεν μετράει καθόλου.

Είναι μεγαλύτερες οι αγορές του εξωτερικού, μεγαλύτεροι οι πληθυσμοί και χάνεται όλο αυτό;

Ναι, ακριβώς. Και δεν δίνει σημασία και κανένας. Εδώ είναι διαφορετικά. Λες, για παράδειγμα: σκατά η Νέα Δημοκρατία –γιατί σε έχει «απέξω». Μόλις σου ανοίξει την πόρτα, λες: έλα μωρέ, καλοί είναι οι άνθρωποι (γέλια). Τα έχουμε ζήσει και αυτά. Εκείνο που μετράει για έναν καλλιτέχνη είναι η δουλειά που παράγει, πόσο καλό κάνει αυτή η δουλειά και πόσο σπουδαίο κάνει τον ίδιο.

DimosMoutsis_3.jpg

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το Facebook, τα χειρίζεστε ο ίδιος;

Ναι. Το προφίλ μου και τη σελίδα μου. Πρόσφατα έκανα και ένα κείμενο που διαβάστηκε πολύ, δεν ξέρω αν το είδες, το «Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα».

Ναι, το είδα.
 
Γράφω καλά, μερικές φορές, νομίζω.

Πάντοτε. Και κυρίως γράφετε ελεύθερα, χωρίς καθωσπρεπεισμούς ή «κρατήματα»...

Έχω έναν τρόπο, ναι.

Διάβασα και το πρόσφατο σχόλιό σας για μια συνέντευξη που έδωσε ο Λεωνίδας Καβάκος. Αλλά, πείτε μου, πιστεύετε ότι σας βοηθάει η ανεξαρτησία και η απόσταση που έχετε από τον στενό καλλιτεχνικό κύκλο;

Βέβαια.

Μεταξύ των τραγουδιστών με τους οποίους συνεργαστήκατε, ποιος ήταν εκείνος που σας έχει μείνει περισσότερο στο μυαλό;

Ο Μπιθικώτσης, βέβαια. Δεν τον πρόλαβα στις μεγάλες του δόξες. Στη δύση του τον πρόλαβα, αλλά θυμάμαι ότι, όταν είπε το "Αύριο Πάλι", ήμουνα δίπλα του στο μικρόφωνο. Και το τραγούδησε με «ψεύτικη» φωνή. Όχι με την κανονική που έβγαζε. Και τρόμαξα που τον άκουγα έτσι. Μάλιστα, πήγα να τον σταματήσω, αλλά μου χτύπησε έτσι το χέρι, σα να ήθελε να μου πει να σταματήσω για να μην του χαλάσω την ηχογράφηση. Και μετά πήγαμε μέσα στην κονσόλα για να ακούσουμε και άκουσα εκείνη τη φωνή του και τρελάθηκα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Αυτόν θυμάμαι αυτή τη στιγμή.

Οι άλλοι με τους οποίους συνεργάστηκα, ο Μητσιάς ας πούμε, πολύ καλός τραγουδιστής, πρωτοτραγούδησε μαζί μου. Κι η Δήμητρα η Γαλάνη κι η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, εγώ τις έβγαλα. Και την Πέτρη τη Σαλπέα στον Άγιο Φεβρουάριο με τον Δημήτρη Μητροπάνο αργότερα. Και τον Γιώργο Νταλάρα, παρόλο που δεν έχω συνεργαστεί μαζί του, τον θεωρώ σπουδαίο και τελείως διαφορετικό σαν εκτελεστή. Αυτό νομίζω οφείλεται στην πολύ καλή μουσική του κατάρτιση και στο ότι παίζει εκπληκτικά και μπουζούκι και κιθάρα, δύο όργανα που τον βοηθάνε να τραγουδάει αρμονικά τα τραγούδια του. Όμως τι τα θες! Ο Μπιθικώτσης ήταν το φαινόμενο. Ήταν το κάτι άλλο. Ήταν ανατριχίλα!

{youtube}BSyhg4XZybE{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured