Ο Baxter Dury είναι ξεχωριστός. Αν και φέρει ένα σημαντικό όνομα, περιπλανιέται εδώ και δυόμισι δεκαετίες ανέμελα στο περιθώριο του καλλιτεχνικού τοπίου, διεγείροντας όσους είναι αρκετά περίεργοι ώστε να παρακολουθήσουν την εκκεντρική μουσική του.
Η κληρονομιά άλλοτε είναι ευλογία και άλλοτε βαρίδι. Ο πατέρας του, ο θρυλικός Ian Dury (1942-2000), ήταν ένας αυθεντικός, μεγάλος cockney ποιητής του προφορικού λόγου, που οι στίχοι του μπορούν να περιγραφούν ως «κατ' ουσίαν αγγλικοί», όχι όμως στο πνεύμα των συντηρητικών συγγραφέων και φιλοσόφων. Ο ίδιος εξάλλου θεωρούσε τον εαυτό του σοσιαλιστή και διεθνιστή. Ήταν το πολιτιστικό προϊόν της Βρετανίας, αλλά η Βρετανία, και ιδιαίτερα το Λονδίνο, ήταν τότε, στα χρόνια του punk, πολιτισμικό χωνευτήρι.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, ο γιος του Ian, ο 54χρονος πια Baxter Dury συνεχίζει με τον δικό του τρόπο την οικογενειακή παράδοση. Δημιουργεί μουσική με σαρκαστική χροιά, γράφοντας ιστορίες για ιδιόρρυθμους και άσωτους χαρακτήρες που περιφέρονται στο Λονδίνο τη νύχτα. Παρά την πνευματική τους συγγένεια με τo punk, μουσικά το συγκρότημα του πατέρα του, οι Blockheads, επηρεάστηκαν εξίσου από την jazz-funk και τη reggae. Με παρόμοιο τρόπο ο Baxter Dury έχει επινοήσει το δικό στυλ: εκπληκτικές μπασογραμμές α λα Chic κανοναρχούν τον σύγχρονο disco-funk ήχο του, φτιάχνοντας τη νυχτερινή ατμόσφαιρα στην οποία τοποθετεί τις αφηγήσεις του από την καθημερινή ζωή.
Ως μικρό αγόρι, ο Baxter Dury εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του κλασικό άλμπουμ New Boots and Panties!! των Ian Dury & the Blockheads (Stiff, 1977). Έφυγε από το σχολείο σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών.
Αυτόνομος δημιουργός
Δισκογραφικά ξεκίνησε την καριέρα του το 2002: το EP Oscar Brown ανακηρύχθηκε "Δίσκος της Εβδομάδας" στο NME. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ Len Parrot's Memorial Lift. Έκτοτε κάθε επόμενο βήμα ήταν καλύτερο από το προηγούμενο, όπως το Floor Show (2005) με το υπέροχο single "Cocaine Man".
Το 2014 υπέγραψε νέο συμβόλαιο δισκογραφίας με την θυγατρική της PIAS, Le Label, και κυκλοφόρησε ένα νέο άλμπουμ με τίτλο It's a Pleasure. Τον Αύγουστο του 2017, ο Dury υπέγραψε με την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία Heavenly Recordings. Η υπογραφή γιορτάστηκε με μια ειδική συναυλία στο 100 Club του Λονδίνου. Τον ίδιο μήνα ο Dury παρουσίασε το πέμπτο του άλμπουμ Prince of Tears, με την κυκλοφορία του single "Miami", μαζί με ένα βίντεο σε παραγωγή του Roger Sargent, που έγινε σουξέ. Ο Jarvis Cocker έκανε λίγο αγνότερα ρεμίξ στο "Miami", ενώ το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου και το "Listen" γνώρισαν επίσης επιτυχία.
Ενώ, κατά ειρωνικό τρόπο, ο πατέρας του δεν σημείωσε μεγάλη επιτυχία στη Γαλλία, ο Baxter έκανε την εμφάνισή του και αναδύθηκε, σχεδόν σαν μια εν μία νυκτί αίσθηση με το άλμπουμ It's A Pleasure (2014). Ένας περίεργος cockney αγγελιοφόρος μόλις είχε εμφανιστεί από το πουθενά για να εξερευνήσει ηχοτόπια σε στυλ Gainsbourg, κάτι που απεικονίστηκε διακριτικά σε κομμάτια όπως το "Happy Soup". Ο Baxter άγγιξε βαθιά τις ευαισθησίες του γαλλικού κοινού, με αποτέλεσμα να καταστεί εκεί ένα είδος εθνικού ήρωα. Πλέον η Γαλλία θεωρείται δεύτερο σπίτι του.

Το 2020, κυκλοφόρησε το The Night Chancers, το οποίο είναι ομολογουμένως το καλύτερο άλμπουμ του μέχρι στιγμής. Ο Dury, έχοντας πλέον αποκτήσει μεγάλη αυτοπεποίθηση, ακούγεται σέξι, αστείος και ευαίσθητος, και χωρίς να χάσει το προσωπικό του punk attitude, γράφει εθιστικά και μελαγχολικά τραγούδια όπως το μεγάλο highlight του άλμπουμ "I'm Not Your Dog".
Είναι μάλλον κάπως πρόωρο (και ίσως αγχωτικό) να δημοσιεύει κάποιος τα απομνημονεύματά του προν καλά καλά κλείσει τα 50 του χρόνια. Ο Baxter Dury το έπραξε, με την έκδοση του βιβλίου Chaise Longue του 2021 (βλ. παρακάτω).
Δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 2023 κυκλοφόρησε το έβδομο άλμπουμ του με τον τίτλο I Thought I Was Better Than You. Με επιρροές από Frank Ocean και Tyler the Creator (σύμφωνα με τον ίδιο τον Dury) πρόκειται για ένα ακόμη σετ τραγουδιών γεμάτα με την καρδιά και την ψυχή αυτού του ξεχωριστού μουσικού. «Αυτές είναι ίσως οι μόνες μου ιδιότητες. Ειλικρίνεια και μια δόση μελωδίας».
Chaise Longue: A memoir
Το στυλ γραφής του συγγραφέα Baxter Dury δεν διαφέρει πολύ από τη σύνθεση τραγουδιών του: μια στεγνή και ειρωνική ματιά στις παράλληλες πτυχές της πραγματικότητας που σε φτιάχνουν ή σε καταστρέφουν. Οι πρώτες του αναμνήσεις από το σχολείο Chiswick ακούγονται σαν στίχοι από ακυκλοφόρητο κομμάτι, σχεδόν μπορείς να τον ακούσεις να μιλάει για τον δάσκαλο με «ένα τρομακτικό μουστάκι και μια επίμονη έκφραση περιφρόνησης», και τον φίλο του Patrick «το απόλυτο παθολογικό παιδί», αν και έξω από τα νερά του όταν τον πηγαίνουν σπίτι για να συναντήσουν τον πατέρα του Baxter.
Όπως αναφέρεται, ο Baxter Dury γεννήθηκε σε ένα φτωχό αλλά καλλιτεχνικό σπίτι. Η μητέρα του, Betty, τον γέννησε στον επάνω όροφο ενός διώροφου σπιτιού στο Μπάκιγχαμσαϊρ, ενώ ο πατέρας του έκανε πρόβες στον κάτω όροφο. Η μητέρα του έπαιρνε επίδομα και μεγαλώνοντας μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στο σπίτι της και στο σπίτι του πατέρα του, έναν πύργο στο Βόξχολ.
Ως έφηβος πήγε να ζήσει με έναν ηλικιωμένο άντρα, ο οποίος τον έβαλε στη φροντίδα μιας «νταντάς» που έφερε το παρατσούκλι The Sulphate Strangler. Πήγε σχολείο στο Chiswick Comprehensive, μπήκε σε μπελάδες, τον έδιωξαν, κατέληξε στο King Alfred School στο Hampstead, αλλά το άφησε στα 15 του. Μετά από χρόνια περιπλάνησης και αλητείας, κατάφερε να ξεκινήσει τη δική του μουσική καριέρα και, από τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο του σόλο άλμπουμ το 2002, επανεφευρίσκει τον εαυτό του για ένα νέο δίσκο κάθε λίγα χρόνια, χτίζοντας σιγά σιγά την αναγνώριση, βρίσκοντας κάποια σταθερότητα στο Chiswick, όπου έζησε αρχικά με τον έφηβο γιο του Kosmo (που σήμερα είναι 23 ετών).
Η μητέρα του Baxter, η Betty, είναι εξίσου σημαντικό μέρος της ιστορίας με τον διαβόητο Ian. Οι δυο τους σπούδασαν καλές τέχνες, με τη δημιουργικότητά τους αργότερα να εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους μέσω της ζωγραφικής, της μουσικής και της υποκριτικής. Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν το γεγονός ότι μεγαλώνοντας ο Baxter ακολούθησε παρόμοια μονοπάτια. Αυτό που είναι πιο εκπληκτικό είναι ότι κατάφερε να ξεπεράσει τις ατελείωτες δυσκολίες και περιπέτειες στην πορεία του σώος και αβλαβής για να διηγηθεί την ιστορία. Ενώ δεν υπάρχει ρομαντισμός στην αφήγησή του, καταφέρνει να αναδημιουργήσει και να θυμηθεί αυτό που μοιάζει με μια ξεχασμένη εποχή, όπου τα παιδιά ήταν σε μεγάλο βαθμό αφημένα στην τύχη τους και με κάποιο τρόπο ανέπτυσσαν ένα φυσικό ένστικτο επιβίωσης. Οι αναμνήσεις τρεμοπαίζουν στο πέρασμα του χρόνου, το περιεχόμενό τους κατά καιρούς είναι ξεκαρδιστικό και συγκινητικό, παρόμοια με τη μουσική του, που έχει τη δύναμη να σε κάνει να γελάς ή να κλαις. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια, τα απομνημονεύματά του κάνουν το ίδιο, συνθέτοντας ένα πολύ γοητευτικό κοινωνικό ντοκιμαντέρ.
Allbarone
Το όγδοο στούντιο άλμπουμ του Dury με τον τίτλο Allbarone βρίσκει τον τραγουδοποιό να επιστρέφει με το πιο συναρπαστικό άλμπουμ του εδώ και σχεδόν μια δεκαετία.
Μετά την σημαδιακή εμφάνισή του στο φεστιβάλ του Glastonbury (2024), ο Dury γνώρισε τον καταξιωμένο παραγωγό και τραγουδοποιό Paul Epworth, ο οποίος έχει εργαστεί στο παρελθόν σε άλμπουμ όπως το Silent Alarm των Bloc Party, το A Certain Trigger των Maxïmo Park, και σε μερικά τραγούδια από το 21 της Adelle.
Οι δυο τους συμφώνησαν να συναντηθούν ξανά στο Epworth's North London Church Studio, αφού ο Dury ολοκλήρωσε την περιοδεία του τελευταίου του δίσκου, συνθέτοντας μαζί εννέα κομμάτια για αυτό που φαίνεται να είναι η πιο μελωδικά άμεση, φουτουριστική συλλογή τραγουδιών του εξαιρετικά αναγνωρισμένου Άγγλου τραγουδοποιού.
Συνολικά, στοιχειοθετείται μια από τοις πιο ολοκληρωμένες δουλειές του Dury, καθώς τα ο electro-punk δυναμισμός και ο μποέμικος σκοτεινός ρομαντισμός αλληλοσυμπληρώνονται μουσικά σε κομμάτια που φέρουν παράξενους τίτλους όπως "Kubla Khan", "Alpha Dog", "Hapsburg", "Mocking Jay", "Return of the Sharp Heads" – και τα οποία αφηγούνται εξίσου παράξενες ιστορίες καθημερινής τρέλας.
Ο Dury έχει υπάρξει συχνά ένα φαινόμενο που καθορίζει τη διάθεση. Έχει την σκοτεινή καρδιά που είναι απαραίτητη για να φέρει πιο βαθιά κομμάτια, όπως το ομώνυμο του δίσκου. Είναι επίσης αρκετά σαρδόνιος ώστε να μεταχειρίζεται τέλεια το όπλο της ειρωνείας σε κομμάτια όπως το "Schadenfreude" (με τη συμμετοχή της (JGrrey).
To ομώνυμο κομμάτι που είναι και το πρώτο single αποκαλύπτει έναν πλούσιο νέο ήχο που προβάλλει την κλασική, τραχιά και ευρηματική τραγουδοποιία του Dury σε μια εκλεπτυσμένη παραγωγή που περιβάλλεται από ηλεκτρονικές επιρροές των αρχών της δεκαετίας του 2000, χωρίς να χάνει ποτέ εκείνη την τραχιά στιχουργική οξύτητα για την οποία είναι γνωστός: μια παρωδία μια προφανούς επιτυχίας σε κλαμπ της Ιμπίθα, που σε συνεπαίρνει σε μια δημοφιλή αλυσίδα wine bar. Ο Dury το περιγράφει ως «ρομαντισμό... Είμαι αρκετά εξομολογητικός κατά κάποιο τρόπο, αλλά το κάνω αρκετά αφηρημένο ώστε να μην είναι αυτολογοκρισία».
Σχετικά με την στιχουργική κατεύθυνση του άλμπουμ, ο Dury προσθέτει: «Είναι πολύ περιγραφικό. Επιλέγει διαφορετικούς χαρακτήρες και τους φωτογραφίζει, όποιοι κι αν είναι, ίσως κάποιον τύπο με μουστάκι και μοκασίνια χωρίς κάλτσες στο Shoreditch ή έναν χοντρό γέρο γκάνγκστερ από το Chiswick που κυριαρχεί σε μια πραγματικά άνετη μεσοαστική γειτονιά του Λονδίνου».
Ο πατέρας του αν μη τι άλλο ήξερε να σκιαγραφεί αξέχαστους χαρακτήρες.