Το ότι μερικές μπάντες χρειάστηκαν μόνο μία και μοναδική πλήρη κυκλοφορία για να αφήσουν ανεξίτηλο σημάδι, μοιάζει απόλυτα ταιριαστό με το ταραχώδες DNA του είδους. Ένα είδος που γεννήθηκε βίαια, εξελίχθηκε καταιγιστικά, και μέσα σε λίγα χρόνια ηχογραφήθηκαν δεκάδες κλασικά albums που όρισαν το πλαίσιο για πάντα. Oι Φινλανδοί Demilich με το αλλόκοτο, σχεδόν εξωγήινο Nespithe. Oι Σουηδοί Gorement με το μελαγχολικό και υποτιμημένο The Ending Quest. Kαι τέλος οι συμπατριώτες τους Carnage με το Dark Recollections, έναν ακρογωνιαίο λίθο της σουηδικής σκηνής.

Carnage - Dark Recollections (1990)

Όταν ακούω για «one-and-done» άλμπουμ στο death metal, το πρώτο άλμπουμ που μου έρχεται στο μυαλό είναι το Dark Recollections των Carnage. Παρά το γεγονός ότι οι Carnage υπήρξαν ενεργοί για ελάχιστο χρονικό διάστημα, το όνομά τους χαράχτηκε ανεξίτηλα στην ιστορία του death metal, όχι μόνο για τη μουσική που περιέχει ο δίσκος, αλλά και για το ιδιαίτερο πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε. Με ένα cast το οποίο αποτελείται από all-stars του Σουηδικού death metal, με την πλειονότητα των Dismember (Matti Kärki στα φωνητικά, David Blomqvist στη lead κιθάρα και τον Fred Estby στα τύμπανα) με τον Michael Amott, τότε των Carcass και αργότερα ιδρυτής των Arch Enemy σε κιθάρα και μπάσο. Για τα φωνητικά είχε κάνει recruit τον Johan Liiva, ο οποίος αργότερα χάρισε και τα φωνητικά του στους 3 δίσκους των Arch Enemy που ακούγονται. Sorry, not sorry. Believe it or not, o βαψομαλλιάς κάποτε έπαιζε death metal riffs. Kαι τι riffs... Ας μείνουμε στο θέμα μας όμως. Το Dark Recollections είναι το πιο καθαρό και αποδομημένο δείγμα ατόφιου σουηδικού death metal που μπορείς να βρεις. Το ομώνυμο εναρκτήριο στήνει το απόλυτο σκηνικό καταστροφής. HM-2, HM-2 και λίγο ακόμα HM-2 σε περίπτωση που κάποιος δεν το πήρε γραμμή ακόμα. Χτίζει πάνω στην πρώιμη ακόμα D-beat και grindcore σκηνή αλλά οι δομές και η γκρούβα θρυμματίζουν τα πάντα στο πέρασμά τους. To "Torn Apart" οι μύστες το γνωρίζουν ΚΑΙ από το Pieces EP των Dismember, και είναι όσο καταστροφικό όσο προϊδεάζει ο τίτλος. Σε καμία περίπτωση δεν σε προϊδεάζει για τα καλαματιανά (όσο το έγραφα αυτό ήταν πανηγυροσεζόν, τώρα που το κάνω edit ίσως έχασα το timing) που θα χορέψεις με τις κιθάρες. Το "Infestation of Evil" ανοίγει με ένα riff σαν βρώμικη πρωίμη εκδοχή του "Override the Overture" και κάπου στη μέση έχει τα πιο ζωφυρά και βαθιά κακιασμένα φωνητικά που έχω ακούσει στο death metal. Η δεύτερη πλευρά του δίσκου συνεχίζει εξίσου αδυσσώπητα με τα "Deranged For Blood" και "Self Dissection" να παίρνουν ό,τι σκαλπ βρουν στο διάβα τους και το "Malignant Epitaph" να είναι η γκρούβα η ίδια. Το "Death Evocation" που πρακτικά κλείνει και τον δίσκο είναι άλλο ένα κομμάτι που μετέπειτα έκανε την εμφάνισή του στη δισκογραφία των Dismember κόβοντας μονάχα ένα κενό στη μέση για ξεκάρφωμα. Ευτυχώς όμως δεν κόπηκε αυτή η αδιανόητη riffάρα στη μέση, και το εξίσου τρομερό solo. Δεν υπάρχει κομμάτι στο δίσκο που να μην μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί "κλασσικός" old school death metal ύμνος. Ακόμα και το outro έχει να υποβόσκει ένα εκπληκτικό μακρόσυρτο riff. Κάτι που καθιστά πολύ κρίμα το γεγονός πως το το Dark Recollections ήταν μονάχα ένα ripple in time. Δεν ήταν προϊόν μακρόπνοου σχεδιασμού ή δόμησης μακροχρόνιας καριέρας. Στην πραγματικότητα, η μπάντα είχε ήδη αρχίσει να διαλύεται πριν καν κυκλοφορήσει ο δίσκος, ο οποίος τελικά βγήκε αρχικά ως μέρος του split με τους Cadaver, και μερικές εβδομάδες αργότερα και ως full length. Πολλά από τα κομμάτια ήταν επαναηχογραφήσεις υλικού που είχε γραφτεί από τους Dismember στα demo τους, κάτι που εξηγεί γιατί η μουσική ακούγεται τόσο ώριμη και δεμένη. Αυτή η διάλυση ήταν που έδωσε στον δίσκο αυτή τη μυθική διάσταση. Έμεινε λοιπόν στον χρόνο ως μια μοναδική, συγκυριακή έκρηξη δημιουργικότητας που δεν επαναλήφθηκε ποτέ.

Demilich – Nespithe (1993)

Αν υπάρχει ένας δίσκος που μπορεί να χαρακτηριστεί «απόκοσμος» μέσα στο death metal, τότε αυτός είναι το Nespithe. Οι Φινλανδοί Demilich, κυκλοφόρησαν το 1993 έναν δίσκο που ακόμη και σήμερα ακούγεται αλλόκοτος, δύσκολος αλλά διάολε είναι και συγχρόνως αδιανόητα θελκτικός. Είναι ένα παράδοξο. Βέβαια, η Φινλανδική σκηνή ποτέ δεν κοιτούσε και δεν ακολουθούσε την περπατημένη στο death metal. Ως αποτέλεσμα βλέπουμε μπάντες με τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις όπως Demigod, Sentenced, Adramelech, Funebre και τους αγαπημένους μου Rippikoulou με τελείως διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος που δεν μοιάζουν με σχεδόν τίποτα άλλο. Οι Demilich λοιπόν, η μπάντα που έδωσε ίσως την πιο διαστρευλωμένη εκδοχή. Kαθοδηγούμενοι από τον μπροστάρη frontman/κιθαρίστα και βασικό συνθέτη Antti Boman, πήραν την φόρμα του ακραίου ήχου και την άφησαν παντελώς αγνώριστη. Η μπάντα σχηματίστηκε το 1990 στο Kuopio της Φινλανδίας από τονnBoman, μαζί με τον κιθαρίστα Aki Hytonen, τον μπασίστα Janne Sivonen και τον ντράμερ Mikael Aaltonen. Η σύνθεση όμως άλλαξε πριν τις ηχογραφήσεις του δίσκου, με τον Sivonen να αντικαθίσταται από τον Tuomo Luukkonen και τον Aaltonen από τον Riku Ruokola. Το Nespithe αποτελείται από έντεκα κομμάτια με κάποιους από τους πιο παράξενους τίτλους που έχουν τυπωθεί σε booklet. Από το εναρκτήριο “When the Sun Drank the Weight of Water” μέχρι το “Erecshyrinol” το οποίο δεν σημαίνει απολύτως τίποτα, και φυσικά το tongue-twister "The Planet That Once Used to Absorb Flesh in Order to Achieve Divinity and Immortality (Suffocated to the Flesh That It Desired...)" παραμένει σαν ταξίδι σε κάτι το εντελώς uncanny. Βέβαια οφείλω να ομολογήσω πως το "Inherited Bowel Levitation - Reduced Without Any Effort" είναι ο πιο όμορφος και εκλεπτισμένος τρόπος να πεις «με πήγε milko-τυρόπιτα». Στο 1:35 έχει και το καλύτερο riff στο σύμπαν, οπότε του συχγωρείται κάθε ατόπημα κατά την ονοματοδοσία. Μια καλή πάσα για να περάσω στα της μουσικής. Το πρώτο πράγμα που ακούει κανείς στο Nespithe είναι τα riffs, αρχικά το ΠΟΣΑ ΠΟΛΛΑ ΕΙΝΑΙ, και στην συνέχεια το γεγονός πως αρνούνται την παραδοσιακή λογική. Riffs σε ταχύτητες σαν έλικες που γυρνούν, ανορθόδοξες κλίμακες, ρυθμοί που μοιάζουν να παραπατούν αλλά τελικά κουμπώνουν σαν μηχανισμός ακριβείας με μια λογική που παραπέμπει περισσότερο σε fractals παρά σε heavy metal κλίμακες και ένα μπάσο που ακούγεται σαν γουργουρητό από το στομάχι κάποιου θαλάσσιου κτήνους. Αντίστοιχα φυσικά και τα structures των κομματιών δεν υπακούουν σε καμία παραδοσιακή δομή. Το πιο κοντινό παράδειγμα σε κάτι πιο φυσιολογικό θα ήταν "The Putrefying Road..." μέχρι που και αυτό ξετυλίγεται σε κάτι το εξωπραγματικό. Δεν υπάρχει μοτίβο verse/chorus και τα κομμάτια συχνά μοιάζουν με λαβυρίνθους που διαρκώς αλλάζουν μορφή. Το “When the Sun Drank the Weight of Water” ανοίγει τον δίσκο με μια επίδειξη δύναμης και τεχνικής στα drums και καταιγιστικά απανωτά riffs και παράδοξες αλλαγές ρυθμού, βάζοντας με από την πρώτη στιγμή στο κλίμα για το τι έρχεται. Κι ύστερα είναι η φωνή του Boman: ένας υπόκωφος, απύθμενος γρύλλος που δεν μοιάζει με ανθρώπινη φωνή αλλά με ηχητικό απόηχο από κάποιο αρχέγονο κτήνος με νότες που κατέβηκαν κυριολεκτικά σε subharmonic registers. Ο ίδιος παραδέχτηκε αργότερα ότι ηχογραφούσε με ειδική τεχνική, χωρίς pitch-shifting, απλώς πιέζοντας τις φωνητικές χορδές στο έπακρο, φτιάχνοντας έτσι αυτό το εμβληματικό “βαθύ” αποτέλεσμα. Είναι μια φωνή που μοιάζει περισσότερο με βάτραχο παρά με άνθρωπο και δύσκολα μπορεί να αναπαραχθεί από άλλους, και που έδωσε στους Demilich μια από τις πιο ιδιόμορφες ταυτότητες στην ιστορία του είδους. Φυσικά όλα αυτά συντελούν σε μία αίσθηση πως αυτό που ακούς δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο. Είναι σαν να ακούς μουσική γραμμένη από κάποιον που δεν αντιλαμβάνεται τη δυτική μουσική αρμονία όπως την ξέρουμε, όμως με κάποιον εξίσου ανεξήγητο τρόπο όσο και τα κομμάτια, είναι εκπληκτικό και εθιστικό. Σήμερα, το Nespithe θεωρείται ακρογωνιαίος λίθος για το avant-garde death metal ή το πιο dissonant/technical παρακλάδι του ακραίου ήχου. Τότε όμως αυτά τα είδη είτε δεν υπήρχαν καν, είτε βρίσκονταν ακόμα σε jamming room επίπεδο. Μπάντες όπως οι Gorguts, ι θεοί του progressive death metal που ακόμα όμως τότε έπαιζαν πιο old school πράγματα, οι Ulcerate ή ακόμη και πιο σύγχρονες οντότητες σαν τους Artificial Brain αναφέρονται ξεκάθαρα στην αισθητική που άνοιξαν οι Demilich. Όσο περνούσαν τα χρόνια, και όσο το death metal εξελισσόταν σε πιο τεχνικές και πειραματικές κατευθύνσεις, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε ότι οι Demilich είχαν προηγηθεί δεκαετίες ολόκληρες από την εποχή τους. Δυστυχώς επόμενος δίσκος δεν κυκλοφόρησε ποτέ παρά τις επανενώσεις κατά καιρούς. Μόνο κάποιες ηχογραφήσεις παλιών demo που χάθηκαν στη σωρό. Δεν παραπονιέμαι γιατί μας έδωσαν τα απόλυτα έπη "Emptiness of Vanishing" και "Vanishing of Emptiness". Taking every small victory που λέει ο σοφός λαός. 

Gorement – The Ending Quest (1994)

Οι Gorement ανήκαν στη δεύτερη γενιά της σουηδικής σκηνής, όμως δυστυχώς δεν είχαν το drive ή τις συνθήκες να καθιερωθούν. Το 1994 κυκλοφορούν τον μοναδικό τους δίσκο, και όποιος τον ακούει σήμερα αναρωτιέται πώς γίνεται να μην θεωρείται κλασικό δίπλα σε Entombed, Dismember και Carnage μιας που έχουν την τιμητική τους σήμερα. Αν το Nespithe είναι το παράλογο, τότε το The Ending Quest είναι η θλίψη προσωποποιημένη. Αντί για την κλασική βρωμιά που είχαν οι κυκλοφορίες της Sunlight, οι Gorement παρέδωσαν έναν δίσκο βαθιά ατμοσφαιρικό με έντονες doom επιρροές, γεμάτο μελαγχολία, απώλεια και μοιρολατρία. Φυσικά σε γενικές γραμμές κινούνται γύρω από έναν OSDM πυρήνα, και η πλειοψηφία της μελωδικότητας και της ατμόσφαιρας τους δεν έρχεται από τεχνάσματα αλλά καθαρά από τον τρόπο με τον οποίο κελαϊδούν τα όργανά τους. Ίσως μέρος της εμπορικής αποτυχίας που είχε στην αρχική του κυκλοφορία ο δίσκος να βαραίνει και το γεγονός πως κυκλοφόρησε από μια σχετικά άσημη δισκογραφική εταιρία. Η Crypta Records παρέμεινε ενεργή από το 1992 μέχρι το 1994 με μοναδικές αξιοσημείωτες κυκλοφορίες αυτήν και τους δύο δίσκους των Chemical Breath (άλλη μια μπάντα που εξαφανίστηκε, μήπως υπάρχει μοτίβο εδώ;). Η παραγωγή βέβαια κρατάει τον τραχύ ήχο της Sunlight, αλλά με περισσότερη ατμόσφαιρα, και επιτρέπει στα riffs να σε πνίγουν με θλίψη όσο σε χτυπούν με ωμή βία. Ακούγοντας ξανά το The Ending Quest, συνειδητοποιώ, πέρα από το πόσο αδιανόητα μου αρέσει, το πόσο περισσότερο έχω ακούσει το πρώτο μισό από το δεύτερο... και τό πόσο λάθος έκανα. Φυσικά το "My Ending Quest" και το "Vale of Tears" παραμένουν όσο εκπληκτικά τα θυμόμουν, όμως αυτές οι τελευταίες ακροάσεις μπορώ να πω πως συντάρραξαν συθέμμελα την ιεραρχία. Το "Human Relic" είναι το πιο ατόφιο και καταστροφικό death metal κομμάτι στον δίσκο και ακολουθείται από την σχεδόν εξίσου σαρωτική επίθεση του "The Memorial", στο οποίο όμως πειραματίζονται και με δυσρυθμίες και περίπλοκες δομές, πέρα από το πατροπαράδοτο death doom τους. Bonus points φυσικά για τις αδιανόητες μπασογραμμές. Στο ίδιο ακριβώς κλίμα και το "Obsiquies of Mankind" που σε συνδιασμό με το καταιγιστικό "Darkness of the Dead" και το μαγικό κλείσιμο του "Into Shadows" έχουν γίνει η αγαπημένη μου στιγμή στον δίσκο. Από την άλλη το "The Lost Breed" είναι το πιο πεμπτουσιακό death/doom κομμάτι στο δίσκο, με τις μοναδικές εκρήξεις να έρχονται στη μορφή Bolt-throwerικής γκρούβας. Κομμάτια όπως το “Vale of Tears” το "Sea of Silence" ή το “Silent Hymn (For the Dead)” γεμίζουν από εκείνη την καταθλιπτική, σχεδόν gothic διάθεση που αργότερα θα γινόταν ολόκληρη σχολή (Skepticism, Swallow the Sun, κλπ.). Αν ήθελα να γίνω προβοκάτορας θα έλεγα πως κάνουν αυτό που θα ήθελαν να παίζουν οι Paradise Lost στους πρώτους δίσκους, όμως δεν το θέλω και την πνίγω αυτήν την σκέψη. Αποκορύφωμα το "Into Shadows"... ένα κομμάτι τόσο μαγικά μελαγχολικό με την μελωδία και τα συμφωνικά στοιχεία να δένουν με την ωμότητα και την τραχιά παραγωγή με έναν τρόπο που δεν ήξερα πως είναι ανθρωπίνως δυνατό. 1000 χρόνια να προσπαθούν αυτό το πράγμα δεν μπορεί να γίνει replicate, και είναι το τέλειο κλείσιμο για ένα τέτοιο μνημείο του σκανδιναβικού death metal.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured