κριτική

Έχω ένα φίλο που επιμένει στον εξής κανόνα. Τις μεγαλύτερες μπαρούφες τις ακούμε από εκείνους που έχουμε σε μεγαλύτερη υπόληψη. Είτε πρόκειται για πρόσωπα του πολιτισμού είτε για πολιτικούς, όσοι έχουν μια διανύσει μια διαδρομή ως προβληματισμένοι στοχαστές, ενδεχομένως εξαιτίας ενός αφοριστικού αυθορμητισμού δίχως φρένα ή ορμώμενοι από μια παραληρηματικού τύπου φανφαροσύνη, πετούν διάφορες κοτσάνες ώστε να μην καταλήξουν αδιάφοροι. Δεν έχει νόημα η περιπτωσιολογία, όλοι μπορούμε να θυμηθούμε τέτοια παραδείγματα, κι είναι μάλλον εύλογη η προώθηση αυτού του σκεπτικού στο ότι ευτυχώς πολλοί εξ’ αυτών γλύτωσαν απ’ το να ξεφύγουν τελείως, διότι τους πρόλαβε το χώμα και δεν αναλώθηκαν στο πεδίο των socials.

Παρότι καταλαβαίνω την οπτική του, προφανώς και αυτή δε σκεπάζει τα συνολικά πεπραγμένα, γραφόμενα και λεγόμενα των προσώπων που έχει κατά νου. Αντιλαμβάνομαι το ότι είναι πρόχειρο κοσκινάκι η αναφορά σε περιπτώσεις όπως αυτή του Βασίλη Ραφαηλίδη εξαιτίας της παρουσίας του στα διάφορα τηλεοπτικά πάνελ, αλλά χάρη στο ίδιο πρόσωπο μπορεί να διαβάσει κανείς μια κοφτή και αιχμηρή διαπίστωση: «Είναι αφέλεια πρώτου βαθμού να πιστεύει κάνεις πως το Κέντρο είναι δυνατό να έχει κάποια έστω και μακρινή σχέση με κάποια έστω και δυσκαθόριστη Αριστερά. Το Κέντρο είναι μια μετριοπαθής Δεξιά, που συγκεντρώνει λαπάδες πάσης φύσεως» (Ιστορία (κωμικοτραγική) του νέου ελληνικού κράτους (1930-1974) (εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1993). Το ίδιο συμβαίνει και στα διάφορα εύστοχα που παραμένουν σε hard copy χάρη στις εκδόσεις Αιγόκερως, στις οποίες ανθολογήθηκαν μερικά από τα κινηματογραφικά κείμενα του. Στο Κινηματογραφικά Θέματα 6 (Έθνος 1988-89), στο κείμενο Η μικρή, καθημερινή τέχνη, ασχολείται με τον Σταύρο Τσιώλη και κάνει ένα διαχωρισμό μεταξύ Μεγάλης Τέχνης και μικρής Τέχνης, υποστηρίζοντας πως ο Τσιώλης είναι αληθινός δημιουργός διότι υπηρετεί συνειδητά τη δεύτερη, με συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Για να γίνει σαφής, θεωρεί πως η Μεγάλη Τέχνη κρύβει μέσα της ένα στοχαστή που προσπαθεί να δώσει στην τέχνη του μια διάσταση πέρα και πάνω από το αισθητικό γεγονός, ενώ η μικρή Τέχνη θα μπορούσε να ιδωθεί και ως τέχνη «τρέχουσας χρήσεως». Στα κινηματογραφικά παραδείγματα Μεγάλης Τέχνης, αναφέρεται στον Πολίτη Κέιν και τον Κανόνα του Παιχνιδιού, ενώ σε αυτές της μικρής, στις περιπτώσεις τον Τορνέ και Τσιώλη, για να γίνει κατανοητό πως δεν εστιάζει στο fast food κιτς εφήμερο, αλλά στο ειλικρινές και γνήσιο.

Νιώθω πως βρισκόμαστε στο εξής σημείο, ειδικότερα στην αποτίμηση της τρέχουσας δισκογραφικής παραγωγής. Σε μια σύγχυση του μικρού με το Μεγάλο. Κι ενώ μπορεί να έχουμε ξεφύγει από τον άκρατο σνομπισμό που έβλεπε το πρωτοποριακά και ποιοτικό μονάχα στο ερμητικό (κι ενίοτε στις οριακές καρικατούρες, ιδίως στην περίπτωση των εγχώριων αδικοχαμένων), εντούτοις το χάιδεμα της ανώδυνης και άνοστης λαϊκότητας αποτελεί στάση παραμορφωτική. Δεν αναφέρομαι σε όσους έχουν διαθέσεις κατήχησης, βαστούν υποδεκάμετρα, βιάζονται να ξεγράψουν τα μαζικά και εκκινούν από θέση μάχης. Αυτοί θα όφειλαν, κατ’ ελάχιστον, να ξεκινούν τις ακροάσεις τους με καλή προαίρεση, ανοιχτά αυτιά και μπόλικες προσδοκίες. Κι ότι γίνει. Από την άλλη, προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει με τα αλλεπάλληλα 5αρια σε δίσκους όπως το νέο Blood Orange, την έξαψη για το The Passionate Ones του Nourished By Time, το 93 στα 100 του metacritic για το Ego Death At A Bachelorette Party της Hayley Williams, κι αδυνατώ. Ψάχνω να βρω το ένζυμο που μου λείπει, Και αυτό είναι κάτι που όχι μόνο μου λείπει αλλά και με λυπεί.

Στο New Yorker, o Kelefa Sanneh έγραψε το άρθρο «Πώς η μουσικοκριτική έχασε την αιχμή της» , το οποίο ξεκινά ως εξής «Όταν μεγάλωνα, ένας κριτικός ήταν ένας σπαστικός, ένας γκρινιάρης, αυτός που θα χαλούσε το party. Έτσι τον είχα στο μυαλό μου. Οι αγαπημένοι μου χαρακτήρες στο “The Muppet Show” ήταν οι Statler και Waldorf, οι δύο γεροξεκούτηδες που κάθονταν σε ένα θεωρείο και έβγαζαν ακαριαίες ατάκες για ό,τι γινόταν στη σκηνή. (Μία απόλυτα λογική κριτική, από τον Statler: «Δεν θα με πείραζε αυτή η παράσταση αν απλώς ξεφορτώνονταν ένα πράγμα… εμένα!»)». Ο Sanneh πιάνει το περίφημο (και άστοχο) “What is this shit” του Greil Marcus για το Self Portrait του Bob Dylan, μιλά για τον Lester Bangs,  για τον Nick Hornby όταν άκουσε τους Blink 182 και καταλαβαίνοντας πόσο ανόητος ήταν ο δίσκος τους, απεφάνθη «Το δικό μου αντίτυπο του άλμπουμ ήρθε με τέσσερα αποκλειστικά bonus tracks, ένα από τα οποία λέγεται ‘Fuck a Dog’. Ποιος ξέρει; Ίσως ήμουν απλά τυχερός». 

Ο Sanneh υποστηρίζει πως το πανηγύρι των κακών κριτικών άρχισε από ένα σημείο κι έπειτα, σταδιακά να τελειώνει. Όπως αναφέρει, το 2018 το blog Data Colada εξέτασε το Metacritic, και διαπίστωσε ότι περισσότερα από τέσσερα στα πέντε άλμπουμ που κυκλοφόρησαν εκείνη τη χρονιά είχαν λάβει μέσο όρο τουλάχιστον εβδομήντα βαθμούς στους εκατό, που σημαίνει «καλά». Ακόμα και σήμερα, οι μουσικές κριτικές στο Metacritic είναι σχεδόν πάντα πράσινες (καλές), σε αντίθεση με τις κριτικές ταινιών, που πιο συχνά είναι κίτρινες (μέτριες) ή κόκκινες (κακές). Το Pitchfork, που κάποτε φημιζόταν για τις δηλητηριώδεις κριτικές του, έχει να βάλει 0,0 στα 10, από το 2007 (για το “This Is Next”, μια ακίνδυνη συλλογή indie-rock).  Οι μουσικοκριτικοί είναι πια καλοί, και παρόλο που υπάρχουν πολλοί που δεν αντέχουν πχ την Taylor Swift, κανένας τους δεν φαίνεται να καταγράφει τα πράγματα ως κριτικός. Όλοι σχεδόν συμφώνησαν ότι το πιο πρόσφατο άλμπουμ της, το The Tortured Poets Department, ήταν αρκετά καλό (Metacritic: 76). Ο συντάκτης αναφέρεται στο σκεπτικό του Jon Caramanica, μουσικοκριτικού στους New York Times, όπου έγραψε πρόσφατα ένα δοκίμιο με τίτλο «Η κριτική πρέπει να είναι μια γιορτή», στο οποίο ανακάλεσε τον καιρό που δίδασκε δημοσιογραφία σε μαθητές λυκείου και τους έβλεπε να δυσκολεύονται να γράψουν κάτι άσχημο για έναν καλλιτέχνη. «Ήταν σαν να ένιωθαν ότι η άρνηση να γράψουν γι’ αυτόν ήταν ήδη αρκετά δυνατή δήλωση», εξήγησε. «Από τότε, ειλικρινά, προσπαθώ να μιμηθώ αυτήν τη στάση όποτε μπορώ».

 

Κοινό και κριτική στην ίδια πλευρά της καθολικής καλοσύνης και αποδοχής, με τον Sanneh να αναρωτιέται «Αν οι κριτικοί περιορίζονται στο να συμφωνούν με τους θαυμαστές, τότε ποιος είναι ο ρόλος τους; Μήπως, χωρίς την πρόκληση και την αντιπαράθεση, η μουσικοκριτική κινδυνεύει να καταντήσει απλώς ένας θόρυβος επιβεβαίωσης;» Κλείνει το κείμενο του, με την εξής λεπτομέρεια που διαπίστωσε ανατρέχοντας στους γέρους του Muppet Show: «Aν και κατακεραύνωναν ανελέητα τους Muppets του καστ, ήταν πάντα προσεκτικοί στο να μην κριτικάρουν τους καλεσμένους αστέρες. Οι οποίοι ήταν και καλεσμένοι και σταρ, επομένως η αιτία μη προσβολής τους ήταν διττή. Αποδεικνύεται πως ακόμα και οι δύο φανταστικοί γκρινιάρηδες υπέκυπταν στη γοητεία της διασημότητας, ή ίσως όφειλαν να περιορίζονται για τις ανάγκες της παραγωγής που έπρεπε κάθε εβδομάδα να εξασφαλίζει πρωτοκλασάτα ονόματα.»

Αν έχετε φτάσει ως εδώ, ας επανέλθουμε στο διαχωρισμό μικρού και Μεγάλου, ενώνοντας τις κουκίδες των παραπάνω. Παρατηρούμε λοιπόν πως η κριτική εξελίσσεται ως content (ανάθεμα σε), ως επικοινωνιακή curator στρατηγική του εκάστοτε συντάκτη ώστε να βρίσκεται στην επιφάνεια (αυτός είθισται να πατά σε trends των subcultures αλλά και σε εκείνα της μαζικής αποδοχής), ως φακός θετικότητας και όχι ουσίας, με το 5/5 ως κανόνα. Από τη μια είναι ευτύχημα που τελειώσαμε με τις αυθεντίες που για χρόνια μας φόρτωναν ως παπατζήδες διάφορα αχρείαστα δισκογραφικά πονήματα (σε εποχές που δεν είχες τη δυνατότητα προακρόασης αυτών), ή μας έστειναν στον απόσπασμα των ενοχών για τις pop απολαύσεις μας, όμως αναρωτιέμαι μήπως η πραγματική αιχμή της κριτικής βρίσκεται πλέον στην απόφαση να μη γράψεις τίποτα, όταν δεν έχεις κάτι ουσιαστικό να πεις για εκείνα που στερούνται ενδιαφέροντος; Όπως έπρατταν κι οι μαθητές λυκείου που παρακολουθούσαν τον Caramanica. Από την άλλη, σε αυτή τη στάση, υπάρχει ο κίνδυνος της ελιτίστικης περιχαράκωσης, που σε θέτει εκτός της άσκησης του να αντιλαμβάνεσαι (ή έστω να προσπαθείς) του τι στο καλό συμβαίνει στην επικαιρότητα, μια εν τέλει αμαχητί παραίτηση που αφήνει το πεδίο της «κριτικής» σε κάθε καρυδιάς καρύδι που μπορεί να αναπτύσσει αφορισμούς, καρδούλες, hate comments και διθυράμβους, κάτω από τα posts των δημιουργών. Βέβαια, με την είσοδο σε αυτό το στρατόπεδο, αποφεύγεις τουλάχιστον να καβαλήσεις με το στανιό το κύμα ενασχόλησης με την κάθε Taylor Swift. Που δεν κάνει Μεγάλη Τέχνη, μα κι ούτε ειλικρινώς μικρή, ακριβώς γιατί αγωνίζεται να πλασαριστεί ως Μεγάλη.

Νιώθω πως καταλήγω αμφίσημος, αποφεύγοντας στρογγυλεμένα να σταθώ και να επιμείνω στις διακρίσεις που οφείλουν να απορρέουν από τις δισκοκριτικές, όμως με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ακόμη κι αν πιστεύω πως αυτή η κουβέντα γίνεται και ξαναγίνεται χωρίς κανένα ουσιαστικό πια λόγο, οι απορίες δε με αφήνουν ήσυχο. Στο κάτω-κάτω, πόσο χρόνο έχετε στη διάθεση σας για να τον σπαταλήσετε με την ακρόαση ενός ανούσιου δίσκου; Δε θα νιώσετε πως πήγε στράφι αυτή σας η δαπάνη, μόνο και μόνο γιατί επιλέξατε να ντιλάρετε με τις εκούσιες ή ακούσιες ψευδαισθήσεις εκείνου που σας το σέρβιρε ως «άχαστο»; Κοντολογίς, σας αρκεί το άμαθο άλλοθι της αυτιστικής θετικότητας ή έχετε καταλήξει στο «δεν πειράζει, δε βαριέσαι» που έλεγε και εκείνο το ρεφρενάκι του Χιώτη;

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured