Extreme

Το καλοκαίρι τελείωσε. Αν ακούσω έστω και μισό αστειάκι του τύπου «32-33-34 Αυγούστου» και λοιπές σάχλες, είμαι διατεθειμένος να κάνω δημόσια cosplay τον Per Yngve Ohlin για διαμαρτυρία. Στο θέμα μας όμως! Τι καλύτερο λοιπόν, από το να γιορτάσουμε το τέλος του καύσωνα (ελπίζω) με μία τριάδα δίσκων από τον μήνα που μας πέρασε. Τρεις δίσκοι, τρεις τελείως διαφορετικές εκφάνσεις του ακραίου ήχου. 

Panopticon - Songs Of Hiraeth

Ο Austin Lunn, ο βασικός πυρήνας και mainman πίσω από το atmospheric folk black μεγαθήριο των Panopticon επιστρέφει με ένα δισκογραφικό δίπτυχο: την ίδια μέρα κυκλοφόρησαν το folk άλμπουμ Laurentian Blue και το Songs of Hiraeth, μια συλλογή συνθέσεων που γράφτηκαν την περίοδο 2009–2011 και «χάθηκαν στον σωρό». Ερχόμαστε λοιπόν στο 2025, και πλέον ξαναδουλεμένες με σύγχρονη παραγωγή ουσιαστικά, ένα θεματικό/ηχητικό «παράρτημα» στην εποχή του On the Subject of Mortality. Η επιλογή να διαχωριστούν εκ νέου αυτές οι δύο όψεις (folk/black) είναι συνειδητή: όπως σημειώθηκε και σε σύγχρονες παρουσιάσεις, φέτος ο Lunn απογυμνώνει και παρουσιάζει ξεχωριστά τα συστατικά του ήχου του.Το ίδιο το Songs of Hiraeth φέρει στο εξώφυλλο φωτογραφίες της Bekah Lunn από τοπία στη δυτική Νορβηγία. Η λέξη «hiraeth» είναι ουαλική και σημαίνει νοσταλγία/πόνος για έναν τόπο ή χρόνο που δεν επιστρέφει. Αυτό γίνεται και εδώ το κεντρικό συναισθηματικό κλειδί. Με τους σπόρους των κομματιών να έρχονται από μια «νεαρή» δημιουργική φάση, ο Lunn τα αναβαθμίζει ηχητικά ώστε να «στέκονται» σήμερα, χωρίς να χάσουν τον ακατέργαστο παλμό εκείνης της περιόδου. Έτσι από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο του “The Road to Bergen”, στήνεται ένα σκηνικό τόσο συγκεκριμένο που σχεδόν μυρίζεις το χιόνι. Η αφήγηση, ο δρόμος προς το Μπέργκεν, το ψυχρό μπλε της νύχτας, η εκτόνωση και η θαλπωρή της φωτιάς, έρχεται με λυρική κυριολεξία στα συνοδευτικά κείμενα του Bandcamp.  Μουσικά και ηχητικά η προσέγγιση εδώ είναι ακόμα πολύ ωμή, αρκετά demo, όμως είναι το μοναδικό κομμάτι στον δίσκο που συμβαίνει αυτό. Η ροή ισορροπεί ανάμεσα σε post-rock και μελαγχολικό βρώμικο folk, χωρίς όμως ιδιαίτερη ορμή και με εκείνες τις κιθαριστικές «λωρίδες» που ο Lunn χρησιμοποιεί για να μετακινεί το κάδρο στο τοπιογραφικό. Είναι ίσως το συνδετικό κομμάτι μεταξύ των δύο δίσκων, καθώς όλο το υπόλοιπο είναι πάρα πολύ διαφορετικό. Το “From Bergen to Jotunheimen” συνεχίζει με τη γεωγραφία ως βιωματική δεικτικότητα: χιονισμένοι δρόμοι, δάση, ποτάμια. Αυτό το τρίπτυχο φύση/μνήμη/αποκοπή όμως αυτή τη φορά γεμίζει με καταιγιστικές black metal κιθάρες και πιο επιθετικές συνθέσεις, οι οποίες συνεχίζουν και στο επόμενο 50λεπτο του δίσκου στο μεγαλύτερο μέρος του. Το “The White Mountain View” είναι, ίσως, το πιο τολμηρό κατασκευαστικά. Μια ονειρώδης αιώρηση που μπορεί να περάσει στην ίδια σύνθεση από ομιχλώδη dream-pop σε καταστροφική έξαρση. Έτσι, πατώντας ακριβώς πάνω σε αυτήν την έξαρση σκάει σαν κεραυνός εν αιθρία το “Haunted America II” αμέσως μετά, το πιο βαρύ κομμάτι στον δίσκο, όπου σε 9 περίπου λεπτά περνάει από όλο το φάσμα του black metal, με τα πιο ακραία riffs, από tremolo σε τελείως κοφτά, blasts ολούθε.

Εκεί που το original "Haunted America" μέσα από το split με τους Lake Of Blood ήταν αφηγητικό neo-folk με sample από διάλεξη περί αποικιοκρατίας και εκδιωγμού των αυτόχθονων πληθυσμών, το "II" το φέρνει τα samples στην μοντέρνα Αμερικανική ιστορία ντυμένο με ένα πολύ βιαιότερο πλαίσιο. Η πολιτική ταυτότητα των Panopticon είναι άρρηκτα δεμένη με τη μουσική, και ο νέος δίσκος δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο Lunn, έχει χτίσει όλα αυτά τα χρόνια μια ξεκάθαρη αντιφασιστική, αντικαπιταλιστική και οικολογική κατεύθυνση. Έτσι και σε αυτόν τον δίσκο, όπου η έννοια του «hiraeth» αποτυπώνει το βαθύ αίσθημα νοσταλγίας για μια πατρίδα που ίσως δεν υπήρξε ποτέ. Η αγάπη για τη φύση και η σύνδεση με την τοπική παράδοση δεν παρουσιάζονται μόνο ως neverland και ρομαντική απόδραση, αλλά ως μια ύστερη πράξη αντίστασης απέναντι σε έναν κόσμο που διαλύει τις ρίζες, καταστρέφει τα οικοσυστήματα και εμπορευματοποιεί κάθε πτυχή της ύπαρξης. Το να κρατήσεις ζωντανή τη μνήμη, το συναίσθημα, και την αλληλεγγύη απέναντι σε κοινωνικές δυνάμεις που θέλουν να τα εξαλείψουν. Η νορβηγική τοπογραφία των Μπέργκεν και Γιότουνχαϊμεν δεν είναι «τουριστική πινελιά». Είναι ψυχικοί δείκτες. Όταν επιστρέφουμε στην αμερικανική ενδοχώρα το συναίσθημα μετουσιώνεται: η πατρίδα είναι αυτή που πάντα σε προδίδει. Το hiraeth παύει να αφορά μόνο ένα συγκεκριμένο μέρος και γίνεται οριζόντιο, ασύνορο. Στο “The End is Growing Near” ο ρυθμός γίνεται ευθύς και καλπαστικός. Είναι το πιο αρχετυπικό black metal κομμάτι στο δίσκο, και ομολογώ πως είναι αρκετά refreshing από μια τέτοια μπάντα να γυρνάει στις ρίζες του ιδιώματος και να δείχνει πως γίνεται. Το συντομότερο κομμάτι του δίσκου λειτουργεί ως άρθρωση δομής πριν από το δεύτερο μεγάλο συναισθηματικό δίδυμο, “A Letter” και “The Eulogy”. Το πρώτο μοιάζει με μία από εκείνες τις επιστολές που γράφονται για να μη σταλούν ποτέ. Θλιμμένο, μελαγχολικό και γεμάτο πόνο με τις κιθάρες να υφαίνουν ένα μακάβριο τέλος και τα φωνητικά να ακούγονται σαν πλάνταγμα και κόμποι στο λαιμό. Αντίστοιχα το "The Eulogy" ή σκέτο "Eulogy" όπως κυκλοφορεί σε άλλες εκδόσεις συνεχίζει αυτό το dreamy ηχοτοπίο, όμως κλείνει τον δίσκο με την πιο βίαιη και καταστροφική επίγευση. Ακριβώς όπως αρμόζει.  Τοποθετημένο μέσα στη δισκογραφία τους, το Songs of Hiraeth θυμίζει πόσο πολυσχιδείς υπήρξαν οι Panopticon από νωρίς: εκεί όπου το Kentucky ανέπτυσσε κοινωνικοπολιτικό ορίζοντα και δίσκοι όπως το Roads to the North ή το …And Again Into the Light δούλευαν την προσωπική μυθολογία, εδώ έχουμε το «χαμένο» ενδιάμεσο: κομμάτια που η γραφή τους κουβαλά την ορμή της πρώτης δεκαετίας, αλλά τώρα αποτυπώνονται με την εμπειρία του σήμερα. Επιτελικά, η ταυτόχρονη κυκλοφορία με το Laurentian Blue λειτουργεί σαν διάφανη δήλωση προθέσεων.


Catharsis - Hope Against Hope

Είναι σπάνια η στιγμή που μια μπάντα επιστρέφει μετά από δύο δεκαετίες σιωπής και, αντί να κοιτάζει πίσω, μοιάζει να κοιτάζει μπροστά, αλλά αυτό είναι ακριβώς που κάνουν οι Catharsis με το Hope Against Hope. Εκεί όπου άλλα reunion projects συχνά αποτυγχάνουν στην εκκίνησή τους, οι θρύλοι του hardcore από το Chapel Hill πετυχαίνουν το ακατόρθωτο. Η μπάντα που έβγαλε το Samsara (1997) και το Passion (1999), επέστρεψε χωρίς καμία ειδοποίηση με έναν δίσκο αποκάλυψη. Οι Catharsis και εδώ παραμένουν ως κολλεκτίβα, παρά ως μπάντα με την αυστηρή έννοια. Η Gosia από τους αγαπημένους Sorrow και Mind Pollution αναλαμβάνει το μικρόφωνο και τα δεύτερα φωνητικά στο "Power", όπως επίσης και στο "Gone to Croatan", μαζί με την guest εμφάνιση του Zach, του εμβληματικού βιολιού στο Storm Heaven των Requiem, της έτερης μπάντας του Brian. Βρίσκουμε επίσης guest φωνητικά από συναδέλφους σε μπάντες όπως Point Of No Return, Vittna και Scarecrow, σε ένα CrimethInc. gallore. Κατά τα άλλα βρίσκουμε την ίδια σύνθεση από τα 90s. Brian D. (φωνητικά/κιθάρα), Alexei Rodriguez (drums), Matt Miller (κιθάρα/μπάσο), Ernie Hayes (μπάσο) και ο Jimmy Chang που είχε φύγει το 1995 και πλέον είναι πάλι εδώ. Οι εμπειρίες που κουβάλησαν μαζί τους είναι ένας ολάκερος κοινωνικός χάρτης: δύο δεκαετίες διαλύσεων, αγώνων, επανενώσεων. Το Hope Against Hope δεν είναι όμως απλά μια υπόκλιση στο παρελθόν των Catharsis. Έχει λόγο ύπαρξης, και κυρίως έχει φωνή και πράγματα να πει. Από την πρώτη νότα του “Nocturne” και τα πρώτα ουρλιαχτά «The darkness before the dawn, it just goes on and on» η σκηνή έχει στηθεί για τον πιο σκοτεινό και μακάβριο δίσκο των Catharsis ως τώρα. To "Power" συνεχίζει σε έναν μαγευτικά ανθεμικό ύμνο, με τα ουρλιαχτά αλλά και καθαρά φωνητικά της Gosia να δένουν με τα βαθιά growls του Brian, με τις ιαχές τους πάνω στο tempo σαν κάλεσμα να βγούμε στους δρόμους και να πάρουμε πίσω την δύναμη που μας αφαιρείται καθημερινά. Το χτίσιμο και η έκρηξη στο τέλος είναι από τις πιο καθηλωτικές και ανατριχιαστικές στιγμές στο δίσκο. Έχω ρίγος και μόνο που γράφω αυτές τις γραμμές. 

Το "Gone To Croatan" είναι αρκετά πιο μελαγχολικό και αυτό αντανακλάται και από τους στίχους και από το αργό πένθιμο ρυθμό, με το βιολί να προσθέτει τόνους βάθους στον θρήνο.Το "Eremocene" στα μάτια μου είναι το πιο δυνατό single του δίσκου αυτό καθ' αυτό. Δεν μοιάζει με ένα τραγούδι βέβαια. Ξεκινάει αργά και μελαγχολικά και κάπου στη μέση γυρνάει 180 σε έναν χορό από riffs και hardcore πανδαιμόνιο και κλείνει με απεγνωσμένα ουρλιαχτά μέχρι η φράση «Carry on, οver the bones of the dead» να πυρωθεί στο μυαλό του καθένα. Το "Embers" από την άλλη μοιάζει περισσότερο σαν όχημα μετάδοσης και έντασης των συναισθημάτων παρά σαν αυτούσιο κομμάτι. Λειτουργεί άψογα σαν εκτεταμμένο ιντερλούδιο, χωρίς φυσικά να λείπουν και οι δυνατές στιγμές μέσα του. Χάνεται και δίνει τη θέση του σε ένα ακόμα τεράστιο anthem που ακούει στο όνομα "We Live". Το πιο επαναστατικό και "θετικό" κομμάτι στο δίσκο, σαν έκκληση για αλλαγή και ένα καλύτερο αύριο. Ο στίχος «But like a seed in the dirt, like a root in the earth. I am alive in my grave», κάθε φορά που προκαλεί την ίδια ανατριχίλα. Στο ίδιο κλίμα το Hope Against Hope τελειώνει με το "Last Words" και με το καταστροφικό κλείσιμο που αρμόζει στον καλύτερο hardcore δίσκο της δεκαετίας... και ως τώρα δίσκο της χρονιάς. Είναι σαφές, δυνατό, ανθρωποκεντρικό. Το Hope Against Hope δεν ξεχνά την ιστορία, αλλά την μετασχηματίζει. Οι ίδιοι λένε «We still believe in hardcore as a force for change, a component of an ecosystem of movements for liberation. As our society slides deeper into tyranny, it only becomes more important to pursue a vision of another way of living. We have not outgrown the idealism of our youth.» Όχι αναπολήσεις. Μεταμόρφωση. Και το hardcore τους είναι ίσως καλύτερο από ποτέ: αποφασιστικό, συγκροτημένο, συναισθηματικό. Όπως πάλι λένε οι ίδιοι, δεν χρειάζονται άλλο κόσμο. « if the world we deserve to live in does not exist, then our clumsy efforts to bring it into being are the closest thing to it that we will ever experience» και αυτό είναι το πιο ισχυρό αντίσωμα απέναντι σε κάθε μορφή σκότους. Δεν περίμενα με τίποτα ότι 26 χρόνια μετά την τελευταία full length κυκλοφορία της, μια μπάντα θα μπορούσε ποτέ να βγάλει έναν δίσκο που ακούγεται τόσο επίκαιρος, τόσο ειλικρινής, τόσο εσωτερικός και κοιτάει στα μάτια όλους τους προηγούμενους και σε σημεία γιατί όχι; τους υπερβαίνει! Για μένα, έναν άνθρωπο που έχει κάνει τους His Hero Is Gone και τους Tragedy εικόνισμα και τους προσκυνώ ευλαβικά πριν πέσω για ύπνο, αυτός ο νέος ήχος των Catharsis μιλάει απευθείας στην καρδιά μου. Απογυμνώθηκαν από τις γύρω επιρροές τους και έβγαλαν έναν δίσκο μνημείο της hardcore κοινότητας.


Defacement - Doomed

Οι Defacement είναι ένα extreme metal σχήμα από την Ολλανδία που αν κάτι έχει κάνει καλά αυτά τα λίγα χρόνια της ύπαρξης του, είναι να συνθλίβει τα όρια. Με έντονα πειραματικά στοιχεία,  χαοτικές συνθέσεις, ατμοσφαιρικά ξεσπάσματα και φιλοσοφικό υπόβαθρο, έχουν ήδη ξεχωρίσει στη σύγχρονη underground σκηνή, ως μια από τις πιο βίαιες και ακραίες μπάντες στο death metal με μια συνεχή προσπάθεια να κάνουν one-up τους εαυτούς τους με κάθε επόμενη κυκλοφορία. Το Doomed είναι ο πιο πρόσφατος και πιο ώριμος απόγονος αυτής της προσπάθειας. Δεν πρόκειται πια μόνο για ωμές επιθέσεις, αλλά για έναν δίσκο που ξέρει πότε να επιβραδύνει, πότε να περιπλέξει ένα riff με θορυβώδη ambient στρώματα και πότε να αφήσει ένα σιωπηλό διάστημα να κάνει το ίδιο βάρος με ένα blast beat. Αυτή η απόφαση να μετρήσουν τον ήχο τους είναι που κάνει το Doomed πιο «ολοκληρωμένο» σε σχέση με τους προκατόχους του. Μοιάζει να είναι μια ιδεατή κατάδυση σε μια ραγισμένη ψυχή. Η αποδόμηση έρχεται μέσα από 8 κομμάτια-κεφάλαια ενός ψυχολογικού τόμου. Το Doomed είναι ένα album που αρνείται την απλοϊκή βία. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι αυτή η ηχητική ωριμότητα δεν προέκυψε από το πουθενά. Μετά το Duality η μπάντα είχε μια σειρά κυκλοφοριών και πειραματισμών. Στο ίδιο οικοσύστημα δημιουργίας αξίζει να σημειωθεί και το παράπλευρο έργο του Khalil. O βασικός συνθέτης των Defacement κυκλοφόρησε φέτος ένα ambient project με τίτλο Where’s and Why’s. Αργότερα μέσα στο καλοκαίρι ακούσαμε και δύο ακόμα ambient EPs με το moniker KHALIL & MIKA με τίτλους Debris και RUINS. Αυτό δεν είναι ασήμαντο. Η εμπλοκή σε ambient/εξερευνητικές φόρμες εξηγεί πολλά όσον αφορά την αισθητική μετατόπιση που βλέπουμε στο Doomed : την προσοχή στην υφή, την υπομονή στο χτίσιμο του χώρου, το βάθος πεδίου και την αφήγηση μέσα από αραιώσεις και επαναλήψεις. Στο αφιέρωμά μου για την μπάντα στα πλαίσια της συναυλίας τους στην Αθήνα πέρυσι είχα αναφερθεί στην κλίση της μπάντας προς μια σκληρή αλλά σύνθετη καταστροφή. Το Doomed ναι μεν επιβεβαιώνει όσα είχα επισημάνει, παραμένουν δηλαδή εξίσου «facemelting και scalp-removing» αλλά τα φέρνουν σε ένα επίπεδο πιο συνεκτικό και πιο συνειδητά και ποικίλα δομημένο.Το εναρκτήριο "Mournful" λειτουργεί σαν ένα ambient / spoken-word ολιγόλεπτο intro που στήνει αμέσως την ένταση και κυρίως... το μέγεθος. Όπως και στο εξώφυλλο, το οποίο είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που έχουμε συνηθίσει από τις προηγούμενες κυκλοφορίες όπου κυριαρχούσε η ωμότητα, τα μεγέθη μοιάζουν να μεγαλώνουν κατά πολύ, και να χάνονται από το προσωποκεντρικό. Αντιθέτως εδώ έχουμε μια τεράστια, σκοτεινή βουνοπλαγιά, σαν έναν αχανή και πανύψηλο Γολγοθά, με τον άνθρωπο να μοιάζει μικροσκοπικό μπροστά στο σκοτάδι που απλώνεται εμπρός του. Είτε αυτό είναι η ίδια η ύπαρξη, είτε ο εσωτερικός του κόσμος. Το "Portrait" είναι η πρώτη ουσιαστική σύνθεση στο Doomed, και η βία κυριαρχεί από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Το "Unexplainable" είναι η πιο εκτενής σύνθεση στον δίσκο, και μοιάζει πολύ στοχευμένο με την μεγάλη του διάρκεια να επιτρέπει μια βαθύτερη εξερεύνηση ήχων. Επαναλαμβανόμενα riffs συναντούν ambient noises και διάσπαρτες blackened στιγμές. Είναι ίσως το πιο φιλόδοξο κομμάτι στην δισκογραφία τους και ένα από τα πλέον αγαπημένα μου (θα το ακούσετε πολλές φορές αυτό). Πολύ θα ήθελα το "Unrecognized" να είναι κάτι τελείως άκυρο με τα υπόλοιπα ώστε να βοηθήσει το narrative για να γράψω έναν ενδιαφέρον παραλληλισμό, αλλά δυστυχώς δεν μου έκαναν την χάρη. Χαίρομαι όμως, γιατί μετά θα τους έκραζα για κλισεδιές. You never win. Τουλάχιστον το τραγούδι σπέρνει. 

Το "Forlorn" είναι άλλο ένα ημισυμφωνικό ιντερλούδιο στα ίδια μέτρα με το "Mournful". Ακούγονται σαν ένα eerie λευκό πέπλο που τυλίγει το χάος του πριν και του μετά, όμως αισθάνομαι να με πνίγουν ακόμα περισσότερο παρά να μου δίνουν ανάσες. Και φτάνουμε στο "Worthless" . Ήταν το πρώτο single που κυκλοφόρησε και μια από τις πιο έντονες αυτούσιες στιγμές του δίσκου. Το "Worthless" λοιπόν είναι ένα καινούριο κομμάτι Defacement. Αυτό ακριβώς είναι. Αυτό που περίμενα δηλαδή να ακούσω βάζοντας τον νέο δίσκο. Εδώ, τα dissonant riffs εκρήγνυνται με βιαιότητα, χωρίς να διατηρούν καμία φόρμα, μόνο χάος. Μετά την εισαγωγή σε blastbeats και επιθετικές κραυγές, η σύνθεση μεταπηδά σε πιο ατμοσφαιρικές, υπνωτικές εναλλαγές. Τα έχει πραγματικά όλα. Δυσρυθμίες, κοφτά riffs λες και βγήκαν από demented nu-μεταλάδες, χάος, καταστροφή, ατμόσφαιρα και ένα εκπληκτικό solo για κερασάκι στην τούρτα. Πάρε και ένα breakdown με χαοτικές κιθάρες από πίσω στο κλείσιμο και έφυγες για βρούβες. Και όλα αυτά σε ένα πολύ compact πακετάκι των 7 λεπτών. Το καλύτερο single τους; Πιθανότατα. Το "Clouding" είναι η τελευταία από τις 3 ομιχλώδεις παύσεις, η οποία δίνει τη θέση της στο μεγαλειώδες κλείσιμο και το "Absent". Δεν ξέρω πως μέσα σε ούτε ένα χρόνο, επιστρέφεις με κάτι τόσο συγκροτημένο και μεστό. Δεν θα ήταν υπερβολή αν χαρακτήριζα ήδη το Doomed ως τον αγαπημένο μου δίσκο των Defacement, όμως κρατάω τα μεγαλύτερα λόγια αφού το αφήσω να ωριμάσει αρκετά μέσα μου. Εδώ καλά καλά δεν έχω προλάβει να συνειδητοοποιήσω το μέγεθος του Duality και την ζημιά που μου προκάλεσε. Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτή η πολυπολιτισμική παρέα από την Ουτρέχτη είναι αν όχι το μέλλον, τότε πολύ σημαντικοί πυλώνες για την ανύψωση του ακραίου ήχου μελλοντικά. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured