Δεν την είδα ολόκληρη τη συναυλία. Μπαινόβγαινα. Έβλεπα πέντε λεπτά, έπειτα διάλειμμα, μετά λίγο Slayer στο mute όσο απαντούσα σε τηλέφωνα, και ξανά λίγο από Tool, Gojira, Μetallica μέχρι τον Ozzy που τον ανέβασαν μαζί με τον νυχτεριδένιο του θρόνο στη σκηνή και που έκανε το γνωστό "αγκαλιάστε με" στις πρώτες σειρές, λες και θα τις θυμάται αύριο. Παρακολούθηση σε δόσεις, όπως αρμόζει στην εποχή του scroll και του split screen.
Κι όμως, κάτι μέσα μου μουρμούριζε ότι έπρεπε να τις δω αυτές τις στιγμές. Όχι για το θέαμα, αλλά για το τέλος. Οι Black Sabbath στο Villa Park, για τελευταία φορά. 40.000 και βάλε ήταν εκεί χθες. Κι εγώ, ένας ακόμα πίσω από γυαλί, πίσω από pixels, πίσω από ό,τι σημαίνει «παρών» σήμερα.
Ό,τι πρόλαβα να δω, ήταν σαν να κοιτούσα κλεφτά από μια χαραμάδα. Ο Bill Ward ξανά πίσω στα τύμπανα, κι εκείνο το ιδιόρρυθμο, λασπωμένο και παραμορφωμένο από το video capture groove του να θυμίζει ότι κανένας άλλος δεν κατάφερε να παίξει τόσο ανθρώπινα στους Sabbath. Ο Iommi, σταθερός όπως πάντα, να κόβει riffs σαν να μην υπήρξε ποτέ άλλη κιθάρα στην ιστορία. Ο Geezer, υπόγειος, αεικίνητος, να αρθρώνει με το μπάσο του όλη τη σκοτεινή ποίηση της μπάντας. Και ο Ozzy… φυσικά, ο Ozzy είναι πάντα τo κάτι άλλο. Μισός καρτουνίστικος χαρακτήρας, μισός ερείπιο μεγαλείου, μισός ιερό τοτέμ. Τρεις μισοί που ποτέ δεν έφτιαξαν τελικά έναν ολόκληρο.
Η σκηνή περιστρεφόταν σαν τελετουργικό. Το πλήθος, πραγματικό και ψηφιακό, έμοιαζε έτοιμο να κλάψει (πολλά δάκρυα χύθηκαν μπροστά στις κάμερες), να γελάσει, να πει «ήμουν κι εγώ εκεί», ακόμη κι αν αυτό το "εκεί" ήταν ένας σύνδεσμος YouTube και ένα ακουστικό που έπαιζε μόνο στο ένα αυτί.
Ήταν και δεν ήταν ένα σόου για τις κάμερες. Σίγουρα το DVD ή μια ταινία που μπορεί να ακολουθήσουν θα είναι πιο καλαίσθητα ντοκουμέντα. Αλλά, ήταν μια λειτουργία για τους μυημένους. Αποσπασματική ή όχι, η αίσθηση έφτασε. Και άγγιξε. Οι Sabbath αποχώρησαν. Όχι σαν θρύλοι που χρειάζονται αποχαιρετισμούς. Σαν στοιχειά που, κουρασμένα, επιστρέφουν στο υπέδαφος από όπου βγήκαν.
Δεν τους αποχαιρέτησα όπως θα τους άξιζε, δηλαδή να βρίσκομαι εκεί χθες. Αλλά είδα αρκετά για να ξέρω πως δεν θα υπάρξει ξανά τέτοια μπάντα. Και ίσως αυτό να είναι το πιο "Black Sabbath" πράγμα απ’ όλα: να μην το ζεις όπως θα ‘θελες, αλλά να σου μένει για πάντα. Σκοτεινό, ατελές, θορυβώδες. Και πάνω απ' όλα, αληθινό.
Το πιο εντυπωσιακό, βέβαια, σε όλη αυτή τη χθεσινή φαντασμαγορία ήταν το γεγονός ότι πέρα από ένα farewell show, στήθηκε στο ιστορικό μουσικό γίγνεσθαι το τελευταίο ευαγγέλιο του metal. Ένα πυρακτωμένο all-star προσκύνημα, με ονόματα που κουβαλάνε ολόκληρες εποχές. Metallica, Guns N’ Roses, Slayer, Pantera, Tool, Alice in Chains, Mastodon, Gojira, Anthrax, Halestorm, Lamb of God και δεκάδες άλλοι, που δεν ήρθαν ως headliners, αλλά ως προσκυνητές. Μπροστά στον πατέρα, τη μητέρα και το άγιο πνεύμα του metal: τους Sabbath.
Άλλοι έπαιξαν δικά τους κομμάτια. Άλλοι, διασκευές Sabbath, σαν να κουβαλούσαν ιερά κειμήλια. Όλοι, όμως, ήξεραν ότι έπαιζαν σαν να βρίσκονταν στο τέλος ενός κόσμου.
Στο κέντρο της βραδιάς, ένα "supergroup" υπό τη διεύθυνση του Tom Morello (κιθαρίστας, ακτιβιστής, τελετάρχης του χάους) πλαισιωμένος από Billy Corgan, Steven Tyler, Ronnie Wood, Chad Smith, μέλη των Judas Priest, Faith No More, Red Hot Chili Peppers. Ένας στρατός από ήρωες που ενώθηκαν για ένα και μόνο πράγμα: να αποτίσουν τιμή.
Ναι, γιατί το "Back to the Beginning" πέρα από συμβολικός τίτλος, ήταν και μια διακήρυξη. Ήταν μια τελετή απονομής ευγνωμοσύνης σε ένα συγκρότημα που δεν έπαιξε απλώς metal, στην ουσία το επινόησε. Και η βραδιά… ήταν ό,τι έπρεπε: επιβλητική, δακρυσμένη, γεμάτη βαριά riffs, σιωπηλές ματιές και ουρλιαχτά κοινού που ήξερε ότι ζει κάτι ανεπανάληπτο. Ή μάλλον, κάτι αντικατάστατο.
Γιατί όλα ξεκίνησαν εδώ, πριν 75+ χρόνια, στις γειτονιές γύρω από το Villa Park. Αλλά, καλό είναι να κάνουμε μια μικρή στάση εδώ. Γιατί η αλήθεια είναι πως η σχέση των Black Sabbath με το Μπέρμιγχαμ δεν ήταν ποτέ τόσο ρομαντική όσο ήθελαν όλοι χθες να παρουσιάσουν. Ναι, είναι η πόλη που τους γέννησε. Ναι, η εργατική της βαρύτητα ενέπνευσε τα πρώτα riffs. Αλλά δεν είχαμε ποτέ δράματα τύπου Springsteen και New Jersey. Η μπάντα, ιδίως στα ένδοξα ‘70s, είχε τα μάτια της στραμμένα αλλού, και πιο συγκεκριμένα, στην Αμερική. Γιατί εκέι ήταν τα λεφτά, οι περιοδείες, η παράνοια, η θρησκεία του metal.
Υπάρχει μάλιστα fan site που καταγράφει κάθε γνωστό live τους. Και το συμπέρασμα είναι μάλλον αμείλικτο: υπήρξαν ολόκληρες περιοδείες στις οποίες το Μπέρμιγχαμ δεν συμπεριλήφθηκε ποτέ. Ο τόπος καταγωγής τους αντιμετωπιζόταν συχνά ως υποσημείωση. Ένα background σε συνεντεύξεις, ένα ανέκδοτο για το εργοστάσιο της μουσικής βιομηχανίας, και πάμε παρακάτω. Και ξέρετε ποια είναι η πικρή αλήθεια; Είναι πολύ πιθανό ότι περισσότεροι άνθρωποι στο Κλίβελαντ, στο Ντιτρόιτ ή στο Πίτσμπουργκ έχουν δει τους Sabbath live απ’ ό,τι οι ίδιοι οι Μπράμις. Κι όμως, αυτό δεν μειώνει τη συναισθηματική αξία του χθεσινού φινάλε στο Villa Park. Αντίθετα, την ενισχύει. Γιατί όταν επιστρέφεις κάπου που είχες ξεχάσει ή παραμελήσει, και το κάνεις για τελευταία φορά, τότε η επιστροφή γίνεται μια τελετή εξιλέωσης. Ένα «συγγνώμη» με τους ενισχυτές στο τέρμα.
Η μεγάλη διαφορά στις χθεσινές εμφανίσεις φάνηκε όταν ανέβηκαν οι μεγάλοι. Όχι οι «καλοί» ή οι «τεχνικά άρτιοι» - οι μεγάλοι. Αυτοί που γεμίζουν στάδια με ύφος. Με τα σταθερά βήματά τους στη σκηνή. Και μετά τους Slayer, που στα βίντεο τους άκουγα σαν κομπρεσέρ, όλο το πράγμα άρχισε να αλλάζει κλίμα.
Οι Guns N’ Roses άνοιξαν με το "Never Say Die" των Sabbath, έπαιξαν και το "Sabbath Bloody Sabbath", και προς το τέλος πέταξαν και δύο δικά τους έπη ("Paradise City" και "Welcome to the Jungle"). Και μετά... Metallica. Μπήκαν επιθετικά, με μια ανατριχιαστική εκδοχή του "Hole in the Sky" που σε έκανε να νοσταλγήσεις αυτά που έκαναν στα ‘80s. Σφιχτοί, σκοτεινοί, επικίνδυνοι, έμπειροι και πανίσχυροι, σαν να ήρθαν να υπενθυμίσουν ότι αυτοί κράτησαν το κάστρο όταν όλα γύρω απ' αυτό έγιναν hair metal και χαβαλές.
Και μετά τα ηχεία αρχίζουν παίζουν το "Ο Fortuna" από τα Κάρμινα Μπουράνα και ο Πρίγκηπας του Σκότους σηκώθηκε, μαζί με τον θρόνο του, από τον κάτω κόσμο. Έφτασε ο Ozzy στη σκηνή. Καθισμένος στον μαύρο θρόνο, ακίνητος, ένας βασιλιάς που δεν χρειάζεται να περπατήσει. Στο "Coming Home", η φωνή του πάλεψε. Κυριολεκτικά. Φάλτσαρε, ράγισε και κάποια στιγμή έμοιαζε να λυγίζει τελείως. Αλλά αντί να κρύψει την αδυναμία, την έδειξε. Και κάπου εκεί, όσο το κοινό τραγουδά για να τον στηρίξει, κάτι μετατοπίζεται. Δεν είναι απλώς τραγούδι. Είναι συλλογική μεταφορά ενός ανθρώπου στο σπίτι του. Και όταν ξεκινάει το Crazy Train, κάτι μέσα σου χαίρεται κι αρχίζει να ουρλιάζει. Εντάξει, δεν ήταν μια απλή επιστροφή, είναι αυτό το άγριο γέλιο του, που όσο κι αν μοιάζει πλαστικοποιημένο και λιώνει όσο ο Πρίγκηπας κουράζεται στη σκηνή, είναι ένα φινάλε που δεν θα κλείσει με πόνο, αλλά με παραμόρφωση και αθανασία.

Δεν ξέρω πού τελείωσε η συναυλία και πού άρχισε ο σεληνιασμός. Κάποια στιγμή, έστω και από την οθόνη, μπορούσες να αισθανθείς και να μυρίσεις έναν ιδρώτα που είχε ηλικία δεκαετιών. Οι Black Sabbath, όχι, δεν είχαν ανάγκη από μεγάλα λόγια. Έπαιξαν τέσσερα τραγούδια μόνο από τους πρώτους δύο δίσκους, γιατί εκεί είναι όλα είναι πρωτόγονα, ακατέργαστα, και προφητικά. Μας ξαναδιάβασαν, δηλαδή, τον μύθο από την αρχή. Ή, εντάξει, μας τον παρουσίασαν για τελευταία φορά πριν πέσουν μέσα στη μαύρη τρύπα που τους γέννησε, με το λογότυπο τους να φλέγεται στις οθόνες.
Κάθε τόσο, οι οθόνες έδειχναν τα τεχνητά δάχτυλα του Iommi να πιέζουν τις χορδές, αργά, βασανιστικά, σαν να μην θέλουν να ξεκολλήσουν από τη σάρκα. Ο Geezer, λιγομίλητος. Στο "Paranoid" άλλαξε μπάσο, έπαιξε με ένα στα χρώματα της Άστον Βίλα, και πάνω του γραμμένο το μότο της ομάδας σαν ξόρκι. Δεν ξέρω αν έπαιζε για τους θεούς του metal ή για τους νεκρούς της γειτονιάς. Μπορεί και για τα δύο. Γύρω τους, το σύμπαν: Metallica, Slayer, Guns N’ Roses, Anthrax, Tool, ολόκληρη η ανθρωπογεωγραφία του θορύβου να προσκυνά. Ένα κολάζ από riffs και κραυγές που μοιάζει περισσότερο με σπασμένη ανάμνηση παρά με φεστιβάλ. Κάτι από όλο αυτό θύμιζε επιτάφιο. Αλλά με σπασμένα τύμπανα, όχι κεριά.
Το πλήθος έκλαιγε. Μερικοί κοιτούσαν τις οθόνες περισσότερο από τη σκηνή. Άλλοι κοιτούσαν τον ουρανό, μήπως και βρουν κάποιο riff εκεί. Και στο τέλος, όταν όλα είχαν ειπωθεί και κανείς δεν μιλούσε πια, η σιωπή δεν ήταν απουσία ήχου. Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησες ότι ήσουν μέρος σε κάτι που δεν θα έπρεπε να συνεχιστεί. Όχι γιατί τέλειωσε. Αλλά γιατί έκλεισε ο κύκλος.
Οι Sabbath, χθες, δεν αποχαιρέτησαν. Απλώς επέστρεψαν εκεί απ’ όπου ήρθαν: Στο εργοστάσιο των Θεών.