Τον Ιούνιο του 1975, ένας 29χρονος σκηνοθέτης θα έβλεπε την ταινία του με τίτλο Jaws να παίζεται σε 409 διάσπαρτες αίθουσες στις ΗΠΑ. Ένα μήνα μετά, οι αίθουσες θα γίνονταν 700 και τον Αύγουστο 950. Είναι η χρονιά που ο πόλεμος του Βιετνάμ έχει τελειώσει ταπεινωτικά για τους Αμερικάνους, είναι το έτος που ο Gerald Ford είναι πρόεδρος μιας και έχει ήδη διαδεχθεί τον Nixon ελέω Watergate. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, δυο άσημοι τύποι θα ίδρυαν μια εταιρεία με το όνομα Microsoft, μερικούς μήνες αργότερα το NBC θα πρόβαλλε το Saturday Night χωρίς το Live στον τίτλο του, ενόσω η οικονομική ύφεση, ο υψηλός πληθωρισμός κι η ανεργία θα απλωνόταν από πολιτεία σε πολιτεία.
Το 1975 είναι η χρονιά που το ανεξάρτητο μουσικό label Curtom, το όποιο φτιάχτηκε επτά χρόνια πριν από τους Curtis Mayfield και Eddie Thomas (μέχρις ότου ο δεύτερος αντικατασταθεί από τον Marv Stuart), ντιλάρει και συμφωνεί για τα της διανομής με την Warner. Στα οπισθόφυλλα, φαίνεται ξεκάθαρα: “Curtom Records Inc. 5915 N.Lincoln Ave., Chicago Illinois 60659, distributed by Warner Bros. Records Inc.” Σε ένα από αυτά, πέραν των τυπικών στοιχείων, μπορούσες να διαβάσεις σε μια μικρή γραμματοσειρά τους στίχους των εξής τραγουδιών: “Billy Jack”, “When Seasons Change”, “So In Love”, Jesus”, “Blue Monday People”, “Hard Times”, “Love To The People”. Το εξώφυλλο ήταν βασισμένο στη διάσημη φωτογραφία του 1937 της Margaret Bourke-White για λογαριασμό του περιοδικού Life, γνωστής ως At the Time of the Louisville Flood. Η Bourke-White κάλυπτε τις συνέπειες της πλημμύρας του ποταμού Οχάιο, η οποία είχε αφήσει το εβδομήντα τοις εκατό της πόλης του Λούισβιλ κάτω από το νερό. Στη φωτογραφίας της απεικονίζονται Αφροαμερικανοί που περιμένουν στην ουρά για βοήθεια από τον Ερυθρό Σταυρό, με φόντο μια διαφημιστική πινακίδα του Εθνικού Συνδέσμου Κατασκευαστών, η οποία γράφει: “World's Highest Standard of Living: There's No Way Like the American Way”.
There’s no place like America today ήταν η ειρωνική αντιστροφή του Curtis Mayfield, και νομίζω πως τα παραπάνω πραγματολογικά στοιχεία είναι ενδεικτικά για τα της εκφώνησης ενός δίσκου, δυσανάλογα υποτιμημένου, παραγνωρισμένου στο μετα-Super Fly δισκογραφικό βίο του δημιουργού του. Στο τυπικά έβδομο solo lp του μετά την εποχή των Impressions, επιστρέφεις τελικά εν συνόλω, με την ίδια ζέση που αρμόζει στην τριπλέτα Curtis-Roots-Super Fly. Δεν είναι τυχαίο πως την ίδια «επετειακή» έγνοια είχε κι ο David Bennun, αρχικά το 1995, κι έπειτα 10 χρόνια πριν για λογαριασμό του Quietus. Διότι αυτή η διαρκής διαπίστωση μπορεί μεν να ξεκινά από το εξωφυλλικό χάσμα ανάμεσα στο «αμερικανικό όνειρο» και την πραγματικότητα του δρόμου, μα διαπερνά τα εσωτερικά ερωτήματα του Mayfield, κατά το What’s Going On ευαγγέλιο. Χωρίς διδακτισμό.
Σύμφωνα με το γιο του, ο δίσκος γράφτηκε κατά τη διάρκεια δύο καταθλιπτικών εβδομάδων. Ένα concept LP για το οποίο το Mojo είχε γράψει πως παρότι μοιάζει τόσο διαποτισμένο από τις προσωπικές ήττες και την ευάλωτη κατάσταση του δημιουργού του, ίσως να είναι και το πιο γεμάτο αυτοπεποίθηση, καθώς ηχεί ως απόλυτα σίγουρο για το στιχουργικό του μήνυμα και τη συγκρατημένη, αργά αναδυόμενη δύναμή του. “Don't get me wrong, the man is gone, but it's a wonder he lived this long” κι ο Billy Jack είναι νεκρός. Ήταν μαύρος -και άρα νεκρός- λίγο πριν ηχήσουν οι καμπάνες του "When Seasons Change" και το φαλσέτο του Curtis ακολουθήσει τη νεκρική πομπή που περιδιαβαίνει τις γειτονιές και τις εποχές. Μα κόντρα στον έξω κόσμο, η αφοσίωση κι η αγάπη του θα είναι πάντα παρούσες ("So In Love"), το ίδιο κι η θρησκευτική παραβολή ("Jesus") ως προσδιορισμένο αποκούμπι για τους "Blue Monday People".
Για να θυμηθώ και να παραφράσω τον Chester Himes, το Χάρλεμ δε θα ήταν αυτό που υπήρξε, αν η μαύρη ανθρωπότητα δεν έμοιαζε με μια ταραγμένη θάλασσα. Κι αντίστοιχα, η soul και το R&B δε θα μπορούσαν να πηγάσουν πέρα από αυτά τα ταραγμένα κύματα - που άλλοτε έπρεπε να δαμάσουν κι άλλοτε να συμπαρασύρουν τη λευκή πραγματικότητα, κινώντας τους δείκτες του ρολογιού της λογικής λίγο πιο γοργά. Ο Curtis Mayfield ήταν ξεβρασμένος απ’ αυτά τα νερά. Ενώ οι ρυθμοί του σου γλυκαίνουν την ψυχή, η φωνή του σου σφίγγει το νου.
O Greil Marcus είχε κάποτε παραλλάξει τον τίτλο του δίσκου για να περιγράψει την Αμερική εκείνης της εποχής: "I wish there was no place like America today". Τι λέτε; Έχει νόημα να πλατιάσουμε ασκόπως με εύκολες παρομοιώσεις και διαπιστώσεις που εξυπακούονται, για το επίκαιρο της παράφρασης, για το διαχρονικό της επανάληψης; Ή μήπως αρκεί να ξανακούσουμε το στίχο "Havin’ Hard Times-in this crazy town / Havin’ Hard Times- there’s no love to be found";