Public Enemy

Πριν από τριανταεπτά χρόνια —στις 28 Ιουνίου 1988— ο μουσικός και όχι μόνο κόσμος εξερράγη από μια ηχητική βόμβα μεγατόνων∙ μια βόμβα που εκτόξευσε μια ομάδα DJs με θητεία σε club και σε πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς του Long Island της Νέας Υόρκης. Η συλλογικότητα είχε ως επικεφαλής τους ράπερ Chuck D και Flavor Flav, καθώς και μια ομάδα παραγωγής που αυτοαποκαλούνταν Bomb Squad, δηλαδή τον Υπουργό Προπαγάνδας Professor Griff, που επεξεργαζόταν τα ηχητικά συνθήματα, τον DJ Terminator X που έλεγχε τα πικάπ σαν όπλα μαζικής καταστροφής και την ομάδα περιφρούρησης SW1 που προσωποποιούσαν την αναφορά του συγκροτήματος στον ριζοσπαστισμό των Black Panthers της δεκαετίας του '60.

Όλοι μαζί είχαν ήδη αφήσει το στίγμα τους με ένα εξίσου εκρηκτικό πρώτο άλμπουμ με τον τίτλο Yo! Bum Rush the Show (Μάρτιος 1987) στην Def Jam των παραγωγών Rick Rubin και Russel Simmons

Το ντεμπούτο τους άλμπουμ σύστησε στο κοινό το συγκρότημα ως μια ασυμβίβαστη δύναμη στην αναδυόμενη hip-hop σκηνή, με τραγούδια-δυναμίτες όπως το "You're Gonna Get Yours", με ένα επαναλαμβανόμενο κείμενο στο εξώφυλλο που ανέγραφε "THE GOVERNMENT'S RESPONSIBLE" και με το πλέον περίφημο λογότυπο των Public Enemy με τη σιλουέτα ενός μαύρου άνδρα στο στόχαστρο ενός τουφεκιού. Αλλά ακόμη και αυτή η τολμηρή εισαγωγή δεν θα μπορούσε να προετοιμάσει κανέναν για αυτό που θα ακολουθούσε.

Το δεύτερο άλμπουμ των Public Enemy, με τον τίτλο It Takes a Nation of Millions to Hold Us Back, ήταν ένα μαχητικό και δημιουργικό άλμα προς τα εμπρός όχι μόνο για το συγκρότημα, αλλά για ολόκληρο το καλλιτεχνικό κίνημα του hip-hop, οδηγώντας τη rap σε αχαρτογράφητα νέα μέρη, τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά. Ένα πολιτικό μανιφέστο προς τη μαύρη κοινότητα, το It Takes a Nation... κήρυττε την αυτοενδυνάμωση και τη Μαύρη Δύναμη (Black Power), ενώ παράλληλα στους στίχους επιτίθεται στα πάντα, από ραδιοφωνικούς σταθμούς που παίζουν με ασφάλεια τις επιτυχίες και τα προφανή ("Don't Believe The Hype") μέχρι τους εμπόρους «που πουλάνε ναρκωτικά στον αδελφό στην γωνία» ("Night of the Living Baseheads").  

Η ζωντάνια του άλμπουμ δεν προήλθε μόνο από τις εκήβολες ρίμες του Chuck D και τις σχεδόν θεατρικές (ή και καρτουνίστικες) υπερβολές του Flavor Flav, αλλά και από το εκπληκτικό στυλ της παραγωγής —από μια ομάδα που περιλάμβανε τους Hank & Keith Shocklee, Bill Stephney), Eric "Vietnam" Sadler, Rick Rubin και Carl Ryder — που προσπάθησε να μιμηθεί τις φουλ-ενεργητικές ζωντανές εμφανίσεις του συγκροτήματος: σπιντάτοι ρυθμοί, samples επί samples και μια πληθώρα φωνητικών ήχων από διάφορες ομιλίες και ηχογραφήσεις που ενσωματώθηκαν στα τραγούδια του δίσκου.

Είτε επρόκειτο για την ταχύτητα και το βρώμικο funk του "Bring the Noise", που αντλεί από το Gratitude των Earth, Wind & Fire, είτε για το παλλόμενο, γεμάτο κόρνο τζαζ σουίνγκ του "Night of the Living Baseheads" είτε για την δυσοίωνη, γεμάτη πιάνο ατμόσφαιρα ταινίας θρίλερ-φυλακών του "Black Steel in the Hour of Chaos", το It Takes a Nation... δεν ήταν μόνο ένα μανιφέστο: ήταν επίσης μια εμφατική διακήρυξη του τι θα μπορούσε να είναι η hip-hop, ανοίγοντας δρόμους αχαλίνωτης δημιουργικότητας και ακατέργαστου πάθους που προηγουμένως φαινόταν εκτός ορίων. Και είναι αυτός ο συνδυασμός έντασης και καινοτομίας που καθιστά το It Takes a Nation of Millions to Hold Us Back το καλύτερο rap άλμπουμ όλων των εποχών.

Σε συνέντευξή του στο Entertainment Weekly το 2023, με αφορμή τότε τη συμπλήρωση τριανταπέντε χρόνων από την κυκλοφορία του It Takes a Nation…, όταν ρωτήθηκε για τις μεγαλύτερες επιρροές τους όταν έγραφαν αυτόν τον δίσκο ο Chuck D οριοθέτησε ως εξής το κατακλυσμιαίο αυτό ηχητικό κολάζ:

«Ο Bob Marley, ο James Brown. Ο Bill Stephney λάτρευε τους Clash, και τα βάλαμε όλα στο μπλέντερ επειδή ξέραμε ότι το hip-hop ήταν η κορύφωση των δίσκων. Από τους Rolling Stones μέχρι τους O'Jays, υπήρχαν εικόνες, ήχοι, κομμάτια, ειδικά ζωντανά. Γι' αυτό με το It Takes a Nation of Millions... θέλαμε να πούμε ότι το hip-hop δεν συμβαίνει μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι πρώτες λέξεις που ακούτε προέρχονται από το Λονδίνο. Θέλαμε επίσης να ξέρετε ότι το hip-hop στην καλύτερη του μορφή είναι μια ζωντανή μουσική δημιουργία. Γι' αυτό κόψαμε αποσπάσματα από τη ζωντανή μας εμφάνιση στο Λονδίνο [...] Οι Νεοϋορκέζοι θα περηφανεύονται πάντα που υποτίθεται ότι είναι ένα βήμα μπροστά, αλλά είναι σαν να τους είπαμε: “Λοιπόν, όλοι εσείς είστε στην πραγματικότητα πίσω επειδή αυτό είναι το νέο κίνημα, και έχει δύναμη και ταχύτητα”».

Ο ίδιος συνεχίζει:

«[…] Το πρώτο μας άλμπουμ, Yo! Bum Rush the Show, ήταν το αποκορύφωμα πολλών διαφορετικών πραγμάτων, και στην πρώτη μας περιοδεία, συνειδητοποιήσαμε ότι ένα πράγμα που θα μας ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους είναι να ανεβάσουμε τις ταχύτητες πέντε ή δέκα χτύπους ανά λεπτό και να τον επιταχύνουμε τον ρυθμό. Όσον αφορά την εμφάνιση στη σκηνή, θα μπορούσαμε να γίνουμε αρκετά σωματικοί και να το διατηρήσουμε, οπότε γιατί όχι; Προερχόμασταν από αθλητικό υπόβαθρο και πιστεύαμε ότι πολλοί άνθρωποι που ήταν λάτρεις της μουσικής ή μουσικοί, ήταν κάπως αργοί στην κίνηση. Είπα, “Λοιπόν, ίσως το πλεονέκτημά μας είναι να μην τους αφήνουμε ποτέ να σε δουν να είσαι αργός, αδύναμος ή σε ένα τέμπο όπου απλώς παίζεις. Ας ανεβάσουμε την ένταση”». 

Το βιβλίο του Christopher R. Weingarten για το It Take A Nation..., που θα κυκλοφορήσει στη σειρά 33 1/3 των εκδόσεων Οξύ,  παρέχει μια συναρπαστική αφήγηση για το πώς οι Bomb Squad παρήγαγαν έναν τόσο μοναδικό δίσκο: μηχανική επεξεργασία, sampling, κατασκευή, αποδόμηση, ανακατασκευή. Χρησιμοποιώντας τεχνικές παραγωγής που δεν έχουν ακόμα αντιγραφεί ικανοποιητικά, οι Bomb Squad λεηλάτησαν και αναδιαμόρφωσαν τις δικές τους συνθέσεις για να δημιουργήσουν ξέφρενα κολάζ. Πειραματίστηκαν με τα σαμπλπ σε πραγματικό χρόνο, θυμίζοντας ροκ συγκρότημα που κλείνεται σε ένα γκαράζ και κάνει πρόβες με τις ώρες, αναζητώντας τον σωστό ήχο και τη σωστή ένταση. Ο Weingarten αντιμετωπίζει τα samples που χρησιμοποιούνται στο It Takes A Nation… ως μόρια ενός μεγαλύτερου συνόλου, κομμάτια μουσικής που διατηρούν τις δικές τους μυστικές ιστορίες και λαϊκές παραδόσεις. Καταδεικνύει έξοχα πώς το hip-hop, μακριά από το να είναι μια παράξενη αστική εκτροπή, ακολουθούσε με αγάπη τη γραμμή της καταγωγής του από τη σόουλ και το φανκ και, καθώς εξελισσόταν, δανειζόταν, έκοβε και αναδιατάσσονταν. Το βιβλίο δεν εξετάζει απλώς το magnum opus του hip-hop, αλλά και την ηχητική γενεαλογία του μουσικού κινήματος.

Ο Chuck D από τη μεριά του περιγράφει το "Rebel Without a Pause" σαν μια δυνατή, τσιριχτή σειρήνα, ένα κάλεσμα. «Ήταν ένα από εκείνα τα πράγματα που όταν το ηχογραφούσαμε ξέραμε ότι έπρεπε να είναι τέλειο. Γιατί χρειαζόμασταν ένα single που θα μπορούσε να ξεσηκώσει τους δρόμους. Έπρεπε να βρούμε κάτι που να ταίριαζε με αυτό που συνέβαινε μουσικά, αλλά με τη δική μας ταυτότητα. Και το «Rebel Without a Pause» ταίριαζε με αυτή την ένταση. Πήγα στο στούντιο για να ηχογραφήσω τα φωνητικά. Έμεινα στην τσίτα για δύο ολόκληρες μέρες επειδή ήμουν τόσο θυμωμένος, αλλά εμπνευσμένος από το "I Know You Got Soul" των Eric B και Rakim».

Περισσότερο από ένα απλό μουσικό άλμπουμ, το It Takes A Nation… είναι ένας πομπός που μεταδίδει με ακατάπαυστο ρυθμό κοινωνικοπολιτικά μηνύματα που έχουν ενσταλαχθεί στην πορεία του χρόνου. Στο χωνευτήρι της επεξεργασίας της συλλογιστικής του, ενυπάρχουν ο παναφρικανισμός του Marcus Garvey, οι προβοκατόρικες ρίμες του Muhammad Ali, ο εμπρηστικός λόγος του Malcolm X και του Έθνους του Ισλάμ, οι Μαύροι Πάνθηρες, η street-culture των playgrounds (τα περίφημα ανοιχτά γήπεδα μπάσκετ της Νέας Υόρκης όπου γεννήθηκε το hip-hop), το Do For Self, δηλαδή η γκέτο εκδοχή του Do It Yourself... Είναι ένα άλμπουμ που συμπυκνώνει – και φωνάζει δυνατά- την αυτογνωσία της αφροαμερικανικής κουλτούρας και ιστορίας.  

«Ξεκινήσαμε να δημιουργήσουμε το καλύτερο rap άλμπουμ όλων των εποχών», καταλήγει ο Chuck D. Θέλαμε να δημιουργήσουμε ένα What's Going On της hip-hop μουσικής. Αυτό που έκανε αυτό το άλμπουμ τόσο πρωτοφανές είναι ότι δεν θέλαμε απλώς να παραδώσουμε ένα άλμπουμ που να είναι απλό από την αρχή μέχρι το τέλος. Θέλαμε να δείξουμε κάτι διαφορετικό». 

Σε μια συνέντευξη στο περιοδικό Spin το 1988, ο Chuck D είχε δηλώσει: «Η rap είναι ο τηλεοπτικός σταθμός της μαύρης Αμερικής. Δίνει μια ολόκληρη προοπτική για το τι υπάρχει και τι είναι η ζωή των μαύρων. Και η ζωή των μαύρων δεν λαμβάνει το πλήρες φάσμα των πληροφοριών μέσω οτιδήποτε άλλου. [...] Το μόνο πράγμα που σας δίνει άμεσα στοιχεία για το πώς αισθάνονται οι μαύροι νέοι είναι ένας δίσκος rap. Είναι ο νούμερο ένα επικοινωνιακός παράγοντας, η δύναμη και η πηγή στην Αμερική αυτή τη στιγμή».

Παραφράζοντας τον Malcolm X, η μαχητικότητα των Public Enemy ήταν η από μέρους τους έκφραση ενός μέτρου «ειρήνης με κάθε κόστος» (by any means necessary). Μια ομάδα που αυτοαποκαλείται Δημόσιος Κίνδυνος και η οποία έχει στο λογότυπό της έναν νεαρό μαύρο στο κέντρο του στόχου ενός πυροβόλου όπλου, δεν μπορεί παρά να είναι μια διαρκής ζωντανή υπενθύμιση ότι στις ΗΠΑ οι Αφροαμερικανοί κρίνονται, διώκονται και δολοφονούνται απλώς και μόνο λόγω του χρώματος του δέρματός τους. Αυτό το ορόσημο, που κυκλοφόρησε πριν από περίπου τέσσερις δεκαετίες, ακούγεται βομβιστικά πιο επίκαιρο στην εποχή μετά το Black Lives Matter, στην εποχή της δεύτερης διακυβέρνησης της alt right του Τραμπ, και εν μέσω της νέας Εξέγερσης στην Καλιφόρνια κατά του ICE. Το It Takes a Nation of Millions to Hold Us Back παραμένει το διαχρονικά συνταρακτικό ντοκουμέντο μιας rap ομάδας που χρησιμοποιεί την τέχνη, την οργάνωση και τη μαύρη συνείδηση για να αντεπιτεθεί. Black Power!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured