The Voynich Code - Insomnia (2023)
Οι The Voynich Code είναι ένα τεχνικό deathcore συγκρότημα από την Πορτογαλία, που σχηματίστηκε το 2013. Ονομάστηκαν από το περίφημο αινιγματικό χειρόγραφο του 15ου αιώνα με όνομα Voynich Manuscript, και το ίδιο μυστήριο και πολυπλοκότητα που περιβάλλει το όνομά τους διαπνέει και τη μουσική τους. Το Insomnia, ο δεύτερός τους δίσκος κυκλοφόρησε το 2023 στον οποίο έχουν εμφανείς επιρροές από τεχνικό death metal, djent και symphonic στοιχεία. Ανοίγει με ένα σύντομο, εισαγωγικό κομμάτι για να μας βάλει στο κλίμα και την ατμόσφαιρα του δίσκου. Είναι λίγο industrial, λίγο dubstep και καταλήγει σε ένα ριφφο-breakdown που εξαπολύεται στο πρώτο "πραγματικό" track του δίσκου, το "Slaves To A Machine". Το πρώτο πλήρες κομμάτι του άλμπουμ ξεκινά με την ταχύτητα βασικό οδηγό, συνδυάζει τεχνικά riffs και επιθετικά βαθιά growling φωνητικά. Τεράστια εντύπωση μου έκαναν από την αρχή τα ποικίλα και φοβερά ποιοτικά leads μέσα στο δίσκο, και αυτό το κομμάτι δεν είναι εξαίρεση. Η δεύτερη κιθάρα απογειώνει το ρεφραίν, και τα συμφωνικά στοιχεία δένουν μαγικά. Ομοίως το "Flicker of Life" ξεχωρίζει για το τεχνικότατο drumming και τις φρενήρεις ταχύτητες, που όμως εκτονώνονται σε πιο μελωδικά ξεσπάσματα γεμάτα συναίσθημα. Γενικότερα μου αρέσει που οι The Voynich Code παίρνουν από το deathcore σαν είδος μόνο τα καλά του στοιχεία, namely τα σκόρπια breakdowns για να υπάρχει και λίγο groove ρε παιδί μου, και φυσικά τα φωνητικά τύπου Bozeman, δηλαδή βαθιά όσο η θέση των δοσίλογων σε γνωστό πηγάδι της Μεσσηνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι στιγμές ακριβώς πριν και κατά τη διάρκεια του breakdown στο "Homecoming". Όπως αυτό, έτσι και το instrumental ομότιτλο κομμάτι του δίσκου δίνει μεγάλη βάση στο συμφωνικό/synth και ατμοσφαιρικό στοιχείο. Αυτό που μου κάνει τεράστια εντύπωση όμως, κρίνοντας από το κόμπλεξ που βγάζω συνήθως είναι πως δεν αφαιρεί σε κανένα σημείο από το brutality. Ίσα ίσα που θα έλεγα πως αποτελεί αρωγός στο να γεμίζει ο ήχος σε ένα πιο ολοκληρωμένο, σχεδόν κινηματογραφικό sonicscape. Τα "Hell's Black Heart" και "The Art Of War" ξεκινούν αυτό το νοητικό δεύτερο μισό του δίσκου με αξιώσεις, με το πρώτο να ευθύνεται για το καλύτερο solo και κλείσιμο του δίσκου, και το δεύτερο να είναι σίγουρα το πιο αλλόκοτο/ασύνδετο και με τις περισσότερες αλλαγές κομμάτι. Ομοίως τα "A Dying Age" και "Α Letter To My Future Self" δίνουν το ιδανικό τέλος σε έναν από τους καλύτερους δίσκους του μοντέρνου tech death / deathcore. Συνοψίζοντας δηλαδή όλα όσα έκαναν τους The Voynich Code μοναδικούς. Απαράμιλλη τεχνική, ταχύτητα, μελωδίες και αφάνταστα catchy hooks και γκρούβες. Όσ@ σέβονται τους εαυτούς τους, την Πέμπτη θα στηθούν από νωρίς για να απολαύσουν μια από τις καλύτερες μπάντες της νέας γενιάς που με κάθε κυκλοφορία μοιάζουν να γράφουν ένα νέο κεφάλαιο στο δικό τους αποκρυφιστικό manual του σύγχρονου extreme metal.
Entheos - The Infinite Nothing (2016)
Οι Entheos είναι ένα αμερικανικό progressive/technical death metal συγκρότημα που σχηματίστηκε το 2015 στο Σάντα Κρουζ της Καλιφόρνια. Το συγκρότημα αποτελείται από πρώην μέλη των Animosity (το Animal έχει σοβαρό case για καλύτερο deathcore album ever, don't @ me), Animals as Leaders και The Faceless, με τον ντράμερ Navene Koperweis και τον μπασίστα Evan Brewer να ενώνουν τις δυνάμεις τους με τη φωνή της Chaney Crabb. Το ντεμπούτο άλμπουμ τους, The Infinite Nothing, κυκλοφόρησε την Πρωταπριλιά του 2016 μέσω της Artery Recordings, όμως είναι NO JOKE. Ούτε 10 χρόνια δεν πέρασαν και ήδη θεωρείται ένα από τα σύγχρονα μνημεία του τεχνικού death metal. To "Perpetual Miscalculations" συνδυάζει groovy riffs, ηλεκτρονικά στοιχεία και ένα χαρακτηριστικό bass slap από τον Brewer. Ας αναφερθούμε από την αρχή στον ελέφαντα στο δωμάτιο, ή μάλλον τον δαίμονα πίσω από το μικρόφωνο. Αν δεν το είχα δει, δεν θα μάντευα ποτέ μα ποτέ πως πίσω από αυτά τα τόσο βαθιά και ακραία φωνητικά κρύβεται μια γυναικεία μορφή εν ονόματι Chaney Crabb. Σε καμία περίπτωση δεν είναι dig προς τις γυναικείες φιγούρες στο μέταλ αυτό το σχόλιο φυσικά, καθαρά ακαδημαικό, μιας και δεν μου έχει συμβεί ξανά να μην το ΑΚΟΥΩ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ, ακόμα και αφού το είδα με τα μάτια μου. Εύγε για την τεχνική της κατάρτιση και το βάθος της φωνής της. Κάτι που ακόμα επίσης ποτέ κανείς δεν θα μάντευε είναι πως ο βασικός κιθαρίστας χρειάστηκε να αλλάξει τελευταία στιγμή λίγο πριν την ηχογράφιση του δίσκου. Ευτυχώς ο Malcolm Pugh, γνωστός από τους Inferi και A Loathing Requiem ήταν κάτι παραπάνω από ικανός για αυτή τη θέση, ειδικά κρίνοντας από το εκπληκτικό αποτέλεσμα στις κιθάρες. Στο θέμα μας ξανά. Το "New Light" ανοίγει με ένα industrial intro, σαν προσπάθεια απεγκλοβισμού από μια μηχανική φυλακή. Το κομμάτι.ξεχωρίζει για το πόσο ακραία headbangable και γρήγορο είναι, και φυσικά για το full jazz mode που μπαίνει το τέλος. Προφανώς και οι επηροές από Animals As Leaders δεν κρύβονται. Κάτι σαν τον βήχα, τον έρωτα και τη σκορδαλιά ένα πράγμα. Το ομότιτλο του δίσκου είναι και η επιτομή αυτού που έχει να προσφέρει. Δηλαδή τεχνικό ως εκεί που δεν πάει, γεμάτο εναλλαγές, ατμόσφαιρα και μελωδία όση πρέπει... και για κάποιο λόγο ένα ambient outro που είναι σαν να κόλλησες σε ασανσέρ και άβολα περιμένεις μαζί με τους υπόλοιπους μέχρι να πέσει το επόμενο κομμάτι. Όπως θα έχει γίνει ήδη αντιληπτό αυτά τα industrial περάσματα δεν είναι και η αγαπημένη φάση μου. Και είναι μπόλικα, ας μην κρυβόμαστε. Τα παραβλέπω πλήρως όμως στην τελική αξιολόγηση του δίσκου γιατί οι κιθάρες είναι τοσο μα τόσο καλές και κυρίως πολλές, που ακόμα και αυτά τα διαλείμματα εξυπηρετούν για την αποσυμφόρηση του συνόλου. To "Terminal Stages of Nostalgia" είναι σίγουρα το κομμάτι στο οποίο γυρίζω πίσω συχνότερα. Το mindfuck κάπου στη μέση δεν θα σταματήσει ποτέ να με ιντριγκάρει θεωρώ. Το "An Ever Expanding Human" είναι το πιο ιδιαίτερο κομμάτι στο δίσκο. Έχει μια ανεπαίσθητη χορευτικότητα καθ όλη τη διάρκεια και στη μέση γυρνάει σε 100% lounge jazz με πλήρη κατάργηση κάθε μέτρου και στεγανού. Τέτοια θέλω. Αυτό όμως που πραγματικά ξεχωρίζω στον δίσκο είναι το μπάσο. Ο Evan σε όλη τη διάρκεια του The Infinite Nothing δίνει ρεσιτάλ. Από το "New Light", μέχρι το "Mind/Alone" όπου ακούγεται σαν να τραβάει με το δάχτυλό του νεύρα του εγκεφάλου μου. Ίσως για αυτό το τελευταίο κομμάτι του δίσκου ονομάζεται "Neural Damage". ΤΙ ΜΑΣ ΚΡΥΒΟΥΝ;;!!
Ingested - Where Only Gods May Tread (2020)
Θυμάμαι στα μέσα των 2010s οι λίγοι (και καλοί) fans των Ingested έκαναν rave στο internet για την "πιο βαριά μπάντα στον κόσμο". Είχα βάλει να τους ακούσω με δεύτερες σκέψεις, κυρίως επειδή ρε παιδιά έχετε ακούσει Noothgrush και Dragged Into Sunlight; Τέλος πάντων μπορεί στην πρώτη μου γνωριμία με τους Βρετανούς να μην άκουσα την πιο βαριά μπάντα στο σύμπαν, άκουσα όμως 4 (τότε) τύπους που παίζουν μανιασμένο brutal death metal με λίγες deathcore πινελιές. Το 2020 ήταν μια χρονιά αποκαλυπτική. Πανδημία, καραντίνα, κανένα χαρτί τουαλέτας στο σούπερ μάρκετ… και κάπου εκεί, οι Ingested αποφάσισαν ότι είναι καιρός να βγάλουν το πιο ώριμο και σοβαρό τους άλμπουμ. Αν τους είχες αφήσει στο "Slamming Deathcore από το Μάντσεστερ", που από πολύ κόσμο εδώ θα ανακαλύψεις πως οι Ingested όχι μόνο μεγάλωσαν, αλλά αφού πήραν το πτυχίο στη βαρβαρότητα επέστρεψαν για να ολοκληρώσουν και ένα μάστερ στην ατμόσφαιρα. Το Where Only Gods May Tread είναι λοιπόν το τέκνο αυτής της εσωτερικής ολοκλήρωσης. Από τις πρώτες νότες του "Follow the Deceiver", γίνεται σαφές πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια προσεκτικά δομημένη και ηχητικά πλούσια δουλειά. Η παραγωγή είναι καθαρή αλλά καθόλου αποστειρωμένη, κάθε riff, κάθε blast και κάθε φωνητική γραμμή έχει το δικό της βάρος, κάτι που γενικά λείπει από τη μοντέρνα BDM σκηνή σε μεγάλο βαθμό. Δεν αφήνουν ούτε δευτερόλεπτο να πάει χαμένο, και ξεκινά με ένα breakdown σαν γροθιά στο στομάχι αρκετά δυνατή ώστε να προκαλέσει μόνιμη αναδιάρθρωση του εσωτερικού μου κόσμου. "No Half Measures" όπως λένε και οι ίδιοι στο επόμενο τους μηδενιστικό και βάρβαρο μανιφέστο. Τα καλύτερα φωνητικά στο δίσκο επίσης. To "The List" με όλους τους τρόπους είναι το βασικό single του δίσκου. Catchy όσο δεν πάει, riff και ρυθμός που πυρώνεται στο κεφάλι μου σαν σε μπούτι αλόγου, και στίχους που κάνουν name-drop τον τίτλο του δίσκου (Είναι παράξενο που πάντα πέφτω με αυτό το τρικ; Διάολε δουλέυει πάντα). Στον δίσκο βρίσκουμε μερικούς πολύ ενδιαφέροντες καλεσμένους. Στο "Another Breath" ο δίσκος αλλάζει δραματικά χρώμα. Με τη συμμετοχή του Kirk Windstein (Crowbar), οι Ingested εισάγουν sludge και doom στοιχεία που δεν είχαν ξαναδοκιμάσει σε τόσο έντονο βαθμό.Η φωνή του Windstein γνωρίζουμε τη βαρύτητα που φέρει, όμως εισάγει και έναν ανθρώπινο πόνο, ενώ η μελωδική προσέγγιση θυμίζει περισσότερο post-metal από brutal death. Στο "Black Pill" βρίσκουμε τον Matt Honeycutt των Kublai Khan TX πριν οι Khan γίνουν αυτό το φαινόμενο που είναι τώρα. Και εδώ λοιπόν φέρνουν μεγάλο μέρος του κομματιού στα μέτρα του καλεσμένου, βέβαια όταν η σκυτάλη αλλάζει χέρια κάποια στιγμή το beatdown γίνεται ταχύτητα, διπέταλα και blasts. Κάπου διάβασα πως το The Burden of Our Failures (feat. Vincent Bennett από τους The Acacia Strain) είναι σαν το λιγότερο έξυπνο ξαδερφάκι του "Leap Of The Faithless" (που spoilers, έρχεται λίγο μετά) και δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου. Σίγουρα είναι από τα λιγότερο memorable κομμάτια του δίσκου, με ένα feat που δεν καταλαβαίνω γιατί να γίνει σε αργό κομμάτι. Δεν πειράζει, σε οποιονδήποτε άλλο δίσκο θα ήταν πολύ δυνατό, απλά το στάνταρ έχει ανέβει. Το "Dead Seraphic Forms" είναι γρήγορο και αμείλικτο. Ένα παράδειγμα της δεξιοτεχνίας στα drums και τις κιθάρες σε ρυθμικό και lead επίπεδο alike. Στη μέση που το πράγμα γίνεται αργό για χάρη του stankface brutality έχουμε και το πιο υπέροχα σιχαμερό βαθύ growl στο δίσκο. Το "Forsaken In Desolation" είναι άλλο ένα από τα αγαπημένα μου στο δίσκο, κυρίως για το πόσο γκρουβάρει, το πόσο memorable είναι και τα πανέμορφα leads που στολίζουν το background στις γέφυρες και στο ρεφραίν του.Το "Leap Of The Faithless" λοιπόν, που κλείνει το δίσκο, είναι το πιο φιλόδοξο κομμάτι στον πιο φιλόδοξο Ingested δίσκο. Μέσα στα εννέα του λεπτά ακροβατεί ανάμεσα σε αργά/mid tempo riffs, μανιασμένα και γεμάτα πόνο και συναίσθημα φωνητικά, μελωδίες και ένα ατέλειωτο γκρουβάτο break στα τελευταία λεπτά. Είναι περίπου μια πρώτη εκδοχή αυτού που κάνουν οι τωρινοί Whitechapel και έχουν πάρει τον κόσμο by storm. Εκπληκτικό κομμάτι,με φοβερά catchy μελωδίες και σίγουρα το καλύτερο δυνατό curfew στον καλύτερό τους δίσκο. Είναι όμορφο να βλέπεις ένα είδος όπως το deathcore, που στη μεγάλη του πλειονότητα ξίνει τον πάτο, να έχει ΚΑΙ αυτή τη τόσο όμορφη/ποιοτική μεριά. Ένα άλμπουμ ορόσημο για το σύγχρονο extreme metal.
Born Of Osiris - The Discovery (2011)
Μετά από μια σειρά από EPs, με κυριότερο το ωμό και εκπληκτικά βάρβαρο The New Reign, και τον πρώτο τους δίσκο με τίτλο A Higher Place, το The Discovery των Born of Osiris έσκασε σαν τρίπλα από άλλο σύμπαν. Ήταν το σημείο που το συγκρότημα πέρασε από την απλή breakdownολογία με σκόρπια μπλιμπλίκια στην αστρική αρχιτεκτονική. Πλέον οι Born of Osiris είναι ένα από τα πιο επιδραστικά και αναγνωρίσιμα σχήματα του σύγχρονου progressive deathcore, και το The Discovery είναι ο δίσκος που φέρει την μεγαλύτερη ευθύνη για την έκρηξη στη δημοτικότητα τους. Σχηματίστηκαν το 2003 στο Σικάγο, αρχικά υπό το όνομα Diminished, μετέπειτα Your Heart Engraved, προτού καταλήξουν στην τελική επωνυμία τους , εμπνευσμένη από τον αιγυπτιακό μύθο του Όσιρι. Ιδιαίτερη προσέγγιση για μια μπάντα με τόσο φουτουριστική αισθητική να εμπνέεται από κάτι τόσο μακρινό. Λένε πως για να προβλέψεις το μέλλον πρέπει να συμβουλευτείς το παρελθόν όμως. Βέβαια αυτά τα λένε συνήθως οι πατριδοκρουσμένοι, μπορεί και να μην ισχύει, ας το προσπεράσουμε. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω καλύτερο introductory κομμάτι από το "Follow The Signs". Breakdown που προκαλεί σωματική βλάβη, μια αγκαλιά από synths να περικλύνουν τη βία, αδιανόητη σολάρα και επιτρέψτε μου να μου σηκώνεται η τρίχα κάθε φορά που ακούω το "We are the victims, but we are also the crime". Το intro του "Singularity" με το απαλό synthάκι του είναι βγαλμένο straight από κάποιο κελάρι του Aphex Twin. Όποιος πει Die Antwoord είναι απαίδευτος και είμαι διατεθειμένος να μαλώσω. Βέβαια για να λέμε τα σύκα σύκα παραπάνω μου θυμίζει beat από πρώιμο κομμάτι του Τάκη όσο ακόμα έλεγε τον εαυτό του Παιδί Θαύμα και Wesley για τους μύστες. Τέλος πάντων το υπόλοιπο είναι έπος, προχωράμε. To "Ascession" είναι άλλο ένα μεγάλο highlight του δίσκου. Στη σύντομη διάρκεια του είναι αρκετό για να μας κάνουν επίδειξη τεχνικής αρτιότητας και βιρτιουοζικού παιξίματος αλλά μέσα από το πρίσμα της Sumerian-era metalcore παράνοιας. Το "Recreate" είναι από τα πιο ιδιαίτερα κομμάτια του δίσκου. Ολόκληρο μοιάζει μια επιδειξη lead κιθάρας. Το outro του "Two Worlds of Design" και το "A Solution" δυστυχώς είναι ακριβώς ότι αντιπαθώ στο μοντέρνο metalcore. Αυτά είναι τα δεινά της επιδραστικότητας, όμως η αντιαίσθηση κρατάει μόνο τρία λεπτάκια τα οποία μπορώ να υπομείνω. Ειδικά όταν το αμέσως επόμενο είναι το "Shaping The Masterpiece". Ανοίγει με ένα από τα πιο βαριά σημεία του δίσκου, και χτίζεται ακριβώς με τον τρόπο που υπόσχεται ο βαρύγδουπος του τίτλος. Το σμήλευμα ενός αριστουργηματικού έπους. Μια από τις πιο ολοκληρωμένες τους δουλειές, με το συμφωνικό στοιχείο σε απόλυτη συνθετική αρμονία. Στο "Dissimulation" παίζουμε το σύστημα 0-0-0 ακροβατώντας σε ένα πολύ λεπτό djent σκοινί, απλά με μπλιμπλίκια από πίσω. Επίσης έχει το καλύτερο solo του δίσκου, με σεβαστή διαφορά από το δεύτερο, και αυτό τα λέει όλα, γιατί οι lead κιθάρες του McKinney είναι το μεγάλο ατού του Discovery. Ακόμα καλύτερο το απότομο κόψιμο για μια τελική μπρουταλιά πριν το φινάλε. Μου αρέσει αυτή η μίξη Meshuggah, Satriani και Nintendo 64. Το λες και party tune.
Το ιντερλούδιο "The Omniscient" θα μπορούσε άνετα να παίζει χαλί σε soft porn των 90ς, ή στο Emmanuelle In Space, το οποίο πληρεί αυτά τα κριτήρια, απλά ήθελα να το αναφέρω ξεχωριστά γιατί με δικάζει το γεγονός πως υπάρχει. Η βασική διαφορά σε αυτό το άλμπουμ είναι η προσθήκη του Lee McKinney (κιθάρα) σε πλήρη σύνθεση και η ενίσχυση του ρόλου των πλήκτρων μέσω του Joe Buras, που μάλλον πήρε σοβαρά το role-playing του ως cyber commander. Εδώ τα synths στο μεγαλύτερο μέρος δεν πιάνουν απλά χώρο, οδηγούν το πράγμα σε τελείως άλλη διάσταση. Το εξώφυλλο επίσης είναι σαν το 15ο επίπεδο από κάποιο evolutionary ascension μιμίδιο σαν από αυτά που έκαναν πάταγο μια δεκαετία πριν. Το "Last Straw" είναι πιθανότατα το αγαπημένο μου κομμάτι στο δίσκο. Είναι τεχνικό, είναι γρήγορο, τόσο όσο ανθεμικό και χορευτικό και πέρα για πέρα brutal. Από την άλλη το "Regenerate" είναι σίγουρα το μεγάλο single του δίσκου. Από τα πρώτα κομμάτια τους που άκουσα (αν όχι το πρώτο) και μου κόλλησαν αμέσως στο μυαλό και αγάπησα αυτή τη μπάντα. Τότε αυτός ο ήχος έμοιαζε ένα τεράστιο breakthrough, αν και πλέον οι κόπιες είναι πολλές που λέει και ο Ύπο. Τα καθαρά φωνητικά κάνουν για πρώτη φορά την εμφάνιση τους στο ρεφραίν, όμως για πολύ λίγο, τόσο όσο για να μην κράξω. Το "Behold" κλείνει τον δίσκο με την πιο μεγαλεπήβολη σύνθεση. Όλα σε αυτό το κομμάτι φωνάζουν "κοσμικό μεγαλείο". Συνολικά το "The Discovery" είναι ο δίσκος που ανέβασε τους Born of Osiris από μια καλή brutalcore μπάντα σε σημείο αναφοράς του σύγχρονου prog-deathcore.