«Το Exile on Main St. ακούγεται σαν αυτό που πρέπει να είναι το ροκ εν ρολ: ένα μάτσο μουσικοί που παίζουν ένα μάτσο φοβερά τραγούδια, αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους· μια μουσική επικοινωνία, ήχοι που μπλέκονται, ταμπούρο που τρίζει όταν δεν παίζεται, ενισχυτές που βουίζουν, μπουκάλια που πέφτουν, πόδια που χορεύουν, στοιχειωμένες φωνές που μουρμουρίζουν στο μικρόφωνο και εκτός μικροφώνου, ιαχές, παροτρύνσεις, εκτελέσεις χωρίς δίχτυ ασφαλείας, χωρίς προσωπείο», σημειώνει ο συγγραφέας Bill Janovitz τραγουδιστής, κιθαρίστας και συνθέτης των συγκροτήματος Buffalo Tom. Το ευσύνοπτο βιβλίο του για τις ηχογραφήσεις του Exile συμπυκνώνει τα αναρίθμητα γνωστά ή απροσπέλαστα, εξακριβωμένα ή αμφισβητούμενα, αληθοφανή ή εξωφρενικά στοιχεία που περιβάλλουν τις ηχογραφήσεις ενός δίσκου που πενήντα δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του (12 Μαΐου 1972) ανήκει πλέον στη στρατόσφαιρα του Μύθου. Παραφράζοντας τον τίτλο της εμβληματικής ποιητικής συλλογής του Arthur Rimbaud, Μια εποχή στην Κόλαση με τους Rollin Stones, όπως σημειώνει στο ομώνυμο βιβλίο του ο δημοσιογράφος Robert Greenfield (Da Capo Press, 2006).
Αύγουστος, 1980: Ο Keith Richards είναι ξαπλωμένος σε έναν καναπέ στα γραφεία των Rolling Stones στο Chelsea, αντιμετωπίζοντας το μπαράζ ερωτήσεων των δημοσιογράφων. O Keith είναι ευγενικά ειλικρινής σχετικά με τις εσωτερικές σχέσεις των Stones και τον δικό του εθισμό στην ηρωίνη, απ’ όπου είχε πρόσφατα ανακάμψει. Όταν ένας δημοσιογράφος τον ρωτά ποιο είναι το αγαπημένο του άλμπουμ των Stones, η απάντησή του είναι άμεση: «Α! το Exile. Σίγουρα το Exile».
Το Exile on Main St., που ηχογραφήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του στο υπόγειο της Villa Nellcôte που είχε αποκτήσει με leasing ο Richards στη Γαλλική Ριβιέρα, απολαμβάνει σήμερα ένα μυθικό status: αναγνωρίζεται ως το σπουδαιότερο από όλα τα άλμπουμ της μαγικής διαδοχικής τετράδας των Stones (Beggars Banquet, Let It Bleed, Sticky Fingers), στέκοντας στην κορυφή της διαδρομής στην οποία κατευθύνθηκε η μπάντα από τότε που βγήκε από το ψυχεδελικό κύμα του Their Satanic Majesties Request του 1967. Είναι το απόλυτο απόσταγμα της αμερικανικής μουσικής κληρονομιάς που τους γοήτευσε πρωτογενώς για να σχηματιστούν, ένα ένδοξα πυκνό χωνευτήρι blues, country, gospel και πρωτόγονου rock ‘n’ roll.
Γράφει ο Bill Janovitz:
«Όταν το iPod μου παίζει ανάκατα μουσική περνάει από το “Ventilator Blues” των Stones στο “The Gloaming” των Radiohead, μετά στο “Yazoo Street Scandal” των Band (στην εκτέλεση που δεν συμπεριλήφθηκε στο αρχικό Music From Big Pink) και μετά στο "Dorothy Mac" του Howlin’ Wolf, όλα μου φαίνονται συναφή. Αυτά τα τραγούδια καλύπτουν έξι διαφορετικές δεκαετίες ποπ μουσικής και προέρχονται από τρεις διαφορετικές χώρες, αλλά είναι κατά βάση μπλουζ κομμάτια γραμμένα και παιγμένα από μάστορες […] Όπως είπε ο Μικ Τζάγκερ το 1972 σχετικά με την “ηλεκτρονική μουσική”: “Το πραγματικό πείραμα είναι το τι θέλεις να πεις. Μπορείς να εκφράσεις μια ακραία ή μια πειραματική ιδέα μέσα σε ένα αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο ή μπορείς να εκφράσεις μια εντελώς τετριμμένη, βαρετή, πολυχρησιμοποιημένη ιδέα μέσα σε ένα πειραματικό πλαίσιο” […] Αυτό που διαρκεί μετά από δεκαετίες είναι η μουσική στο εσωτερικό».
Το βιβλίο του Janovitz αφηγείται έναν από τους πιο συναρπαστικά ακόλαστους θρύλους του rock ‘n’ roll χάρη στις συχνά σοκαριστικές αφηγήσεις της περίπλοκης δημιουργίας του. Χρησιμοποιώντας συχνά θολές ή αντικρουόμενες αναμνήσεις, πολλοί έχουν προσπαθήσει να ξεδιαλύνουν μια ιστορία η οποία, αν συνέβαινε σήμερα, θα ήταν ειλικρινά απίστευτη. Αλλά, συνοψίζοντας όλα τα βιβλία, τις συνεντεύξεις και τα κινηματογραφικά πλάνα, μπορεί να εντοπιστεί μια πιο συγκεκριμένη αλυσίδα γεγονότων, που ξεκινά από τις ηχογραφήσεις του Let It Bleed του 1969.
The French Connection
Μετά την καταδικασμένη εκδίωξη/αποχώρηση του Brian Jones την άνοιξη του 1969, οι Stones ενέταξαν τον Mick Taylor με εντατικές συνεδρίες στα Olympic Studios του Λονδίνου, προβάροντας το ρεπερτόριό τους και κάνοντας νέες ηχογραφήσεις, όπως τα "Dancing In The Light", "I Ain't Signifying" και "Gimme A Little Drink". Καθ' όλη τη διάρκεια του 1970, οι Stones συνέχισαν να ηχογραφούν το Sticky Fingers και άλλα κομμάτια που θα εμφανίζονταν στο Exile, στα Olympic Studios και στο Stargroves∙ κάποια όμως country κομμάτια που είχε γράψει ο Jagger ηχογραφήθηκαν κοντά στο Newbury του Berkshire, χρησιμοποιώντας το πρόσφατα κατασκευασμένο Rolling Stones Mobile Studio.
Έτσι, αρκετά κομμάτια των Exile είχαν ήδη γραφτεί ή ακόμα και ηχογραφηθεί πριν οι Stones μετακομίσουν στη Νότια Γαλλία. Απλώς δεν είχαν ολοκληρώσει ακόμη την απαραίτητη διαδικασία του mixing. Αυτά περιλάμβαναν τα "Sweet Virginia", "Sweet Black Angel", "Stop Breaking Down", "Loving Cup", "Tumbling Dice" και "Shine A Light".
«Το θέμα με το Exile On Main St. είναι ότι δεν υπήρχε κάποιο γενικό σχέδιο», λέει ο Jagger. «Απλώς συσσωρεύσαμε υλικό, γνωρίζοντας ότι θα το χρησιμοποιούσαμε μια μέρα, οπότε απλώς ήρθαμε και ηχογραφήσαμε».
«Ήθελα απλώς να επαναφέρω τον ήχο των Stones στα βασικά», συμπληρώνει ο Keith.
Μετά από μια κρίσιμη συνάντηση τον Φεβρουάριο του 1970, οι Stones γνώριζαν ότι θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν το Ηνωμένο Βασίλειο ως συνέπεια της μεγαλύτερης επιχειρηματικής αναστάτωσης της καριέρας τους. Το συμβόλαιό τους με την Decca έληξε τον Δεκέμβριο του 1970 και, ταυτόχρονα, τερμάτισαν τη σχέση τους με τον μάνατζερ Allen Klein, η οποία είχε καταλήξει σε βασιλικό καβγά, όπου έλαβαν ελάχιστα από τα χρήματα που τους οφείλονταν μέχρι μια μεταγενέστερη δικαστική υπόθεση∙ λόγω προχειρότητας και αδιαφορίας, άθελά τους θα θυσίαζαν τον κατάλογό τους μέχρι το Let It Bleed.
Το μεγαλύτερο rock ‘n’ roll συγκρότημα στον κόσμο ήταν άφραγκο. Με τον Robert Lowenstein να προσπαθεί πλέον να συμμαζέψει το οικονομικό τους χάος, οι Stones ενημερώθηκαν ότι, για να ξεφύγουν από τους βρετανικούς φορολογικούς νόμους που απαιτούσαν το 93% των κερδών άνω των 15.000 λιρών ετησίως, θα αναγκάζονταν να ζήσουν στο εξωτερικό για δύο χρόνια, επιτρέποντάς τους να επισκέπτονται τη χώρα καταγωγής τους για όχι περισσότερο από 90 ημέρες το χρόνο. Καθώς η προθεσμία για τη μετεγκατάσταση ήταν πολύ σύντομη τον Απρίλιο του 1970, αποφάσισαν να φύγουν ένα χρόνο αργότερα, όταν θα ίδρυαν και τη δική τους δισκογραφική εταιρεία. Οι Stones ξεκίνησαν την περιοδεία τους Goodbye Britain τον Μάρτιο του 1971. Το Sticky Fingers είχε πλέον ολοκληρωθεί και έκλεισαν μια συμφωνία με την Atlantic Records για τη διανομή στις Η.Π.Α. της νέας τους δισκογραφικής εταιρείας, την οποία αποφάσισαν να ονομάσουν Rolling Stones Records.
Villa Nellcôte: The Basement Tapes
Η εξορία των Stones ξεκίνησε με τη μετακόμιση στις αντίστοιχες γαλλικές κατοικίες που τους βρήκε η ομάδα τους. Ο Bill Wyman έμεινε στο Vence, ο Charlie Watts αγόρασε ένα κάστρο στην Προβηγκία (το οποίο εξακολoύθησε να κατέχει ως τον θάνατό του) και ο Mick Taylor και η σύζυγός του Rose έμειναν στο Grasse. Η βοηθός των Stones, Jo Bergman, αρχικά πίστευε ότι μια εκτεταμένη έπαυλη ρωμαϊκού στιλ που ονομάζεται Villa Nellcôte θα ήταν ιδανική για τον Jagger, αλλά η μέλλουσα σύζυγός του, Bianca, θεώρησε ότι εκεί θα βρίσκονταν συνεχώς στο στόχαστρο των paparazzi, οπότε κατέφυγαν στο ξενοδοχείο Plaza Athenee στο Παρίσι και σε μια βίλα στο Biot.
Η παραθαλάσσια Villa Nellcôte στο Villefranche-sur-Mer, στην Κυανή Ακτή, αποτέλεσε το σκηνικό για ένα από τα πιο διαβόητα επεισόδια στη μακρά, γεμάτη γεγονότα ιστορία των Stones. Η έπαυλη ρωμαϊκού στιλ, στην οποία μπαίνει κανείς από πόρτες ύψους εννέα μέτρων και είναι στολισμένη με καθρέφτες, χτίστηκε από τον Ναύαρχο Αλεξάντερ Μπόρντες το 1899 (ο οποίος φέρεται να αυτοκτόνησε πηδώντας από την οροφή της). Περιτριγυρισμένη από εξωτικά τροπικά φυτά που έφερε πίσω από τα ταξίδια του Ναυάρχου, όπως κυπαρίσσια, φοίνικες, πεύκα και μπανανιές, η Νέλκοτ καυχιόταν για την εκπληκτική θέα στη Μεσόγειο και το λιμάνι, το οποίο κάποτε ήταν πειρατικός όρμος. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η βίλα επιτάχθηκε από τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις και λειτούργησε ως έδρα της Γκεστάπο. Λέγεται ότι στα υπόγειά της ήταν αποθηκευμένοι σε ειδικέ κρυψώνες τόνοι μορφίνης για την μαζική αυτοκτονία των ναζί σε περίπτωση κατάληψης της βάσης από τους Συμμάχους – ευτυχώς ο Keith μάλλον δεν πρόλαβε να τους ανακαλύψει.
Συνοδευόμενος από την κοπέλα του, Anitta Pallenberg, και τον 18 μηνών γιο τους, Marlon, ο Keith αρχικά προσαρμόστηκε καλά στον τρόπο ζωής της Ριβιέρας, πηγαίνοντας την οικογένειά του στην παραλία, στον ζωολογικό κήπο και αγοράζοντας ένα ταχύπλοο που ονόμασε…Mandrax (από το περίφημο φαρμακευτικό σκεύασμα που χρησιμοποιείται ως σπιντάκι από τους τοξικομανείς).
Το πρώτο από τα πολλά εμπόδια και τις αντιπερισπασμούς εμφανίστηκε όταν ο Jagger ανακοίνωσε ότι θα παντρευόταν στο Σεν Τροπέ στις 12 Μαΐου με την Νικαραγουανή ηθοποιό/μοντέλο Bianca Perez Morena de Macias, την οποία είχε γνωρίσει τον προηγούμενο Σεπτέμβριο σε ένα πάρτι. Παρόντες ήταν πολλοί διάσημοι, όπως ο Ringo Star, ο Paul McCartney, ο Eric Clapton, ο Steven Stills, οι Faces και ο Rod Stewart. Κουμπάρος ήταν ο Keith, ο οποίος όμως, όπως και η Anita, δεν πολυσυμπαθούσαν την Bianca και το έδειχναν ανοιχτά στη διάρκεια της γαμήλιας δεξίωσης, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Keith κοιμόταν μαστουρωμένος. Το ευτυχισμένο ζευγάρι στη συνέχεια πήγε για μήνα του μέλιτος.
Τότε ξεκίνησαν να λαμβάνουν χώρα ένα σωρό περιστατικά που έχουν αναπαραχθεί, επιβεβαιωθεί και διαψευστεί επανειλημμένα όλα αυτά τα χρόνια. Ένα μέρος της ακαταμάχητης γοητείας του Exile, πέρα από τα παντοδύναμα τραγούδια του αυτά καθαυτά, οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι η δημιουργία του βρίσκεται σε ένα Twilight Zone, σε μια φασματική περιοχή ανάμεσα στον κόσμο του μύθου και σ’ αυτόν της πραγματικότητας.
Αφού πέρασαν έναν άκαρπο μήνα αναζητώντας μια κατάλληλη τοποθεσία για να ηχογραφήσουν το νέο τους άλμπουμ, οι Stones συνειδητοποίησαν ότι η απάντηση τους κοίταζε κατάματα. Καλώς ή κακώς, θα προσπαθούσαν να ηχογραφήσουν στο βρώμικο, υγρό υπόγειο του Keith στη Villa Nellcôte. Το Mobile Studio έφτασε στις 7 Ιουνίου μετά από ένα τετραήμερο ταξίδι. Κατασκευασμένο με κόστος 65.000 λίρες, ήταν εξοπλισμένο με σύστημα talk-back και ασπρόμαυρη κάμερα για επικοινωνία μεταξύ στούντιο και συγκροτήματος.
Για τον παραγωγό Jimmy Miller και τον μηχανικό ήχου Andy Johns, αυτό σήμαινε πολύ τρέξιμο μεταξύ του Mobile και του κελαριού, το οποίο ήταν σε τρεις ορόφους, αποτελούμενο από μια σειρά από χωρισμένα δωμάτια και θαλάμους.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η βίλα έμοιαζε με ένα από τα δωμάτια των ξενοδοχείων στις περιοδείες τους, με διακοσμήσεις-συντρίμμια και συνεχή ροή πρόθυμων συμμετεχόντων για το πιο συναρπαστικό πάρτι στον πλανήτη. Παράξενες σκηνές, ανείπωτες υπερβολές και σκληρή πραγματικότητα θα σκοτείνιαζαν σταδιακά τα σύννεφα πάνω από τη Villa Nellcôte στη διάρκεις των ηχογραφήσεων της Τροπικής Νόσου (Tropical Disease), όπως αρχικά αποκαλούσαν το άλμπουμ. Η Anitta θυμάται ότι η μουσική ακουγόταν σε όλο το λιμάνι.
Όταν επέστρεψαν οι νεόνυμφοι, οι Stones περίμεναν να ηχογραφήσουν. Η Bianca είχε κρυφτεί στο Παρίσι, συχνά μαζί με τον Mick, ο οποίος μισούσε τη σκηνή και τις συνθήκες στη Villa Nellcôte, ειδικά το «αηδιαστικό υπόγειο του Keith». Υπήρξε άλλη μια καθυστέρηση όταν ο Keith είχε ένα ατύχημα ενώ έκανε καρτ, ξύνοντας άσχημα την πλάτη του. Αυτό απαιτούσε χρόνο για να συνέλθει και βαριά οπιοειδή για να μουδιάσει ο πόνος (άλλο που δεν ήθελε!). Κάπου εδώ έκαναν την εμφάνισή τους Κορσικανοί έμποροι ναρκωτικών από το κοντινό ορμητήριο της Μασσαλίας, προμηθεύοντας στο ζεύγος των Keith και Anitta γενναίες ποσότητες με καθαρή ροζ ηρωίνη από την Ταϊλάνδη. Ο μηχανικός Andy Johns, ο αχαλίνωτος session σαξοφωνίστας Bobby Keys (κολλητός του Keith και βίος και πολιτεία από μόνος του), ο Mick Taylor και ο παραγωγός Jimmy Miller ανέπτυξαν επίσης συνήθειες, θέτοντας έτσι τον τόνο για τη νωθρότητα που θα κυριαρχούσε τους επόμενους μήνες.
Oι Stones συνήθως δούλευαν από νωρίς το βράδυ μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες και μερικές φορές και πιο πέρα. Το υπόγειο ήταν ένας εφιάλτης σαν φούρνος, αλλά με μια τεταμένη ατμόσφαιρα που αύξανε την ένταση και την ανυπακοή που περιέβαλλε τις ηχογραφήσεις.
Ο ενισχυτής του Wyman ήταν παρκαρισμένος κάτω από τις σκάλες, οι Keys και Jim Price (πνευστά) έπαιζαν στο τέλος ενός υπόγειου διαδρόμου, τα φωνητικά συχνά κροτάλιζαν σε μια εγκαταλελειμμένη τουαλέτα με Jack Daniel's για λίπανση, ενώ η υγρασία των 48 βαθμών έκανε τις κιθάρες να ξεκουρδίζονται στη μέση του τραγουδιού. «Ακουγόταν σαν να γράφεις δίσκο υπό βομβαρδισμό», λέει ο Keith. Ή όπως το θέτει ο Bobby Keys, «Οι Stones έμοιαζαν με εξόριστους: εμείς ενάντια στον κόσμο – να πάτε να γαμηθείτε!»
Θεωρητικά, η ηχογράφηση των Stones για πρώτη φορά σε μια οικογενειακή κατάσταση προσαρμοσμένη στις καθημερινές συνήθειες του Richards, εξάλειψε το επαναλαμβανόμενο πρόβλημα της διαβόητης αργοπορίας του. Όμως, κάποια βράδια ανακοίνωνε «Θα βάλω τον Marlon για ύπνο» και μετά έλειπε για αρκετές ώρες, κάτι που στην πορεία έγινε ευφημισμός για την μοναχική του απόλαυση με την ροζ από την Ταϊλάνδη. Μπορούσε επίσης να περάσει αρκετές ώρες είτε αποκοιμισμένος είτε καθισμένος στην τουαλέτα με την κιθάρα του, ακονίζοντας ατελείωτα riff. Όλα αυτά εξαγρίωναν τον Jagger καθώς περίμενε τη μουσική για να γράψει στίχους. Ενώ, με τη σειρά του, ο Keith εξαγριωνόταν για τις απουσίας του Jagger λόγω κοσμικών υποχρεώσεων και επαναλάμβανε τον αφορισμό «Ο Mick γαμήθηκε ξανά στο Παρίσι».
Ο Bill Wyman μισούσε επίσης την αναμονή και περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο μακριά από το Nellcôte κάνοντας παραγωγή στο άλμπουμ του τραγουδοποιού John Walker, γεγονός που εξηγεί τον αριθμό των συντελεστών του μπάσου, το οποίο μοιράζονται ο Taylor, ο Richards ή ακόμα και ο βετεράνος του όρθιου μπάσου Bill Plummer.
Ο Charlie Watts, ο οποίος έμεινε στη Villa Nellcôte κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αντί να αντιμετωπίσει την εξάωρη διαδρομή με το αυτοκίνητο πίσω στο κάστρο του, είπε ότι απόλαυσε τις ηχογραφήσεις, αποδεχόμενος την αναμονή για τον Keithαρίστα και την επική διαδικασία εξέλιξης ορισμένων από τα τραγούδια. «Ο Keith είναι σαν τζαζίστας... Μεγάλο μέρος του Exile γράφτηκε με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο Keith […] Έχει πολύ χαλαρή σχέση με τον χρόνο, του αρέσει να γράφει ένα καλό κομμάτι, να το κρατάει και να το παίζει ξανά και ξανά για μεγάλο διάστημα».
Οι ηχογραφήσεις συνεχίστηκαν, μερικές φορές μόνο με έναν βασικό πυρήνα τους Keith, Taylor, Watts, Keys, Johns και Miller, ειδικά όταν ο Jagger πήγε διακοπές στο Δουβλίνο τον Αύγουστο. Μέχρι τότε, είχαν ενταχθεί ο Gram Parsons και η κοπέλα του Gretchen Burrell. Η «κοσμική αμερικανική μουσική» του Parsons, προάγγελου της americana, αποτέλεσε μεγάλη επιρροή σε κομμάτια όπως το "Sweet Virginia" και το "Torn And Frayed".
«Περνούσα μέρες στο πιάνο με τον Gram, ξέρεις, απλώς τραγουδώντας», θυμάται ο Richards. «Τραγουδούσα περισσότερο με τον Gram από ό,τι με τους Stones». «Κάναμε πολλές ηχογραφήσεις στην κουζίνα», προσθέτει ο Andy Johns. «Ο Gram ήταν εκεί σχεδόν όλη την ώρα. Ήταν ένας πολύ καλός, ευχάριστος, αληθινός τύπος».
Τελικά, θεωρήθηκε ότι ο Parsons έμπαινε στο πνεύμα της Villa Nellcôte με υπερβολικό... ενθουσιασμό και οι Stones αναγκάστηκαν να τον βάλουν σε αεροπλάνο και να τον στείλουν πίσω στο Λονδίνο, όπου θα ηχογραφούσε το πρώτο του σόλο άλμπουμ χωρίς τον Keith. Το δεύτερο, το Grievous Angel, θα κυκλοφορούσε μετά τον θάνατό του εξαιτίας υπερβολικής δόσης, την επόμενη χρονιά.
Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, το πάρτι μαινόταν αμείωτο, καθώς μέλη του συνεργείου των Stones ενώθηκαν με φίλους όπως ο "Stash" Klossowski και οι φωτογράφοι Michael Cooper και Dominique Tarlé, έμποροι ναρκωτικών (συμπεριλαμβανομένου του Jean De Breteuil, του οποίου η επόμενη στάση ήταν το Παρίσι, όπου έδωσε στον Jim Morrison τη μοιραία ένεση), διάφορα μέλη του διεθνούς τζετ σετ και ροκ σταρ, συμπεριλαμβανομένων των Eric Clapton και John Lennon (ο οποίος έκανε εμετό στις σκάλες αφού ανακάτεψε κόκκινο κρασί με μεθαδόνη). Ο φωτογράφος Dominique Tarlé έμεινε εκεί για έξι μήνες, τραβώντας πολλές φωτογραφίες που θα εμφανίζονταν στο λεύκωμα Genesis, The Making of Exile On Main Street και στο DVD Stones In Exile. Με 30 άτομα να κάθονται συχνά για δείπνο, η εβδομαδιαία δαπάνη του Keith για φαγητό, αλκοόλ και ναρκωτικά ήταν περίπου 6.000 λίρες.
Μέχρι τον Οκτώβριο, μια πιο σκοτεινή ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να επικρατεί. Εμφανίστηκαν «καουμπόηδες»- έμποροι ναρκωτικών που κατηγορήθηκαν ότι έκλεψαν εννέα από τις πιο αγαπημένες κιθάρες του Keith – επειδή τους χρωστούσε χρήματα από τα νταραβέρια. Στο κρεβάτι του τελευταίου και της Anitta άρπαξε ένα βράδυ φωτιά και τους βρήκαν το πρωί να κείτονται ακόμα αναίσθητοι ανάμεσα σε στάχτες. Ο επονομαζόμενος Fat Jack, ο ναρκομανής μάγειρας, ανατίναξε την κουζίνα της βίλας και προσπάθησε να εκβιάσει το ζευγάρι, ισχυριζόμενος ότι η Anitta σούταρε στην έφηβη κόρη του ηρωίνη. Ο Jagger γκρίνιαζε συνεχώς με την όλη κατάσταση και ως γνήσια πριμαντόνα διακήρυσσε ότι ήταν αδύνατο να τραγουδήσει σε αυτές τις συνθήκες. Εν τω μεταξύ, οι ένοικοι της βίλας είχαν επινοήσει μια διαδρομή διαφυγής από ένα παράθυρο στον επάνω όροφο και πάνω από το Mobile Studio σε περίπτωση που το σπίτι περικυκλωθεί, καθώς η γαλλική αστυνομία ήδη τους παρακολουθούσε.
Προτού όμως μπουκάρει η αστυνομία, εκεί που οι Stones τρόμαξαν πραγματικά ήταν όταν πληροφορήθηκαν από έναν μεσάζοντα ότι η μαφία της Κορσικής σχεδίαζε τη δική της επιδρομή στη βίλα Villa Nellcôte για να εισπράξει διά της βίας τα χρωστούμενα. Στις 29 Νοεμβρίου, ολόκληρη η συνοδεία των Stones αναχώρησε άρον άρον και μετακόμισε στο Λος Άντζελες. Το Nellcôte δέχτηκε τελικά έφοδο από την αστυνομία στις 14 Δεκεμβρίου. Οι Stones είχαν φύγει προ πολλού, αλλά μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών είχαν μείνει πίσω. Η δίκη δεν θα άρχιζε πριν από έναν ακόμη χρόνο, αλλά, εν τω μεταξύ, ο Keith έπρεπε να συνεχίσει να πληρώνει ενοίκιο. Τελικά, οι περισσότερες κατηγορίες αποσύρθηκαν. Οι Stones παρευρέθηκαν στην ακρόαση, εκτός από τον Keith, στον οποίο επιβλήθηκε πρόστιμο 500 φράγκων, ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή και απαγόρευση εισόδου στη Γαλλία για δύο χρόνια.
Sunset Sound, L.A: Rocks Off!
Οι ηχογραφήσεις στο Sunset Sound του Λος Άντζελες, οι οποίες διήρκεσαν μέχρι τον επόμενο Φεβρουάριο, έγιναν μια αποστολή να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ από ό,τι είχε δημιουργηθεί στο υγρό υπόγειο του Keith και κομμάτια σε διάφορα στάδια ολοκλήρωσης από τα Stargroves και Olympic Studios της Αγγλίας. «Δεν είχαμε σκοπό να κάνουμε ένα διπλό άλμπουμ, όλα ξεχύθηκαν», εξηγεί ο Keith.
Μετά την «φούσκα» των οπιοειδών του Nellcote, το Λος Άντζελες ήταν σαν να ξαναμπαίνεις στον πολιτισμό, με ένα στεγνό, ευάερο στούντιο και κανονικές εγκαταστάσεις εργασίας. Ο Andy Johns χειρίστηκε μεγάλο μέρος της μίξης, καθώς ο Jimmy Miller ήταν αρκετά εξαντλημένος από την εμπειρία του στο Nellcôte. Ο Keith ήταν πλέον βαθιά στη δίνη του εθισμού του, οπότε ο Jagger ανέλαβε τον έλεγχο και με απόλυτη αποφασιστικότητα τήρησε τις προθεσμίες, ξεκινώντας με την overdubbing των φωνητικών του.
Μεγάλο μέρος του χρόνου αφιερώθηκε στη μίξη, κάτι που αποτελούσε σημείο διαμάχης με τον Jagger για χρόνια, καθώς η φωνή του συχνά ενσωματώνονταν στο συνολικό ηχητικό τείχος (με ένα ασυνήθιστο αποτέλεσμα για πολλούς, το οποίο είναι ένα από τα δυνατά σημεία του άλμπουμ). Ο Keith δεν ήταν εκεί τις τελευταίες μέρες στο στούντιο, επιλέγοντας να εισαχθεί σε μια ελβετική κλινική αποτοξίνωσης μαζί με τον Marlon και την έγκυο Anita, σε μια προσπάθεια να γίνουν καλά για την επερχόμενη περιοδεία τον Ιούνιο.
Αφού απέκλεισαν το Tropical Disease, οι Stones αποφάσισαν να ονομάσουν το άλμπουμ Exile On Main St. Το «Exile» είναι προφανές, ενώ το «Main Street» αναφέρεται στον αυτοκινητόδρομο Βορρά-Νότου του Λος Άντζελες, ο οποίος κατασκευάστηκε ως κύρια αρτηρία όταν ήταν μια δυτική πόλη τον 19ο αιώνα. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, το κέντρο της Main Street ήταν ένα φυτώριο τύπου Times Square για μαστροπούς, ντίλερ και άσεμνους κινηματογράφους.
Αφού απέτυχε η προσπάθεια προσέγγισης του κορυφαίου φωτογράφου Man Ray, την εικαστική δημιουργία του εξωφύλλου ανέλαβε o Robert Frank, διάσημος για το φωτογραφικό βιβλίο The Americans (1958) και την ταινία Pull My Daisy (1959), με πρωταγωνιστές φυσιογνωμίες της Beat Generation, όπως οι Allen Ginsberg, Gregory Corso και Jack Kerouac. Ο Frank δημιούργησε ένα κουρελιασμένο, εκθαμβωτικό κολλάζ που ταίριαζε απόλυτα στους ήχους που υπήρχαν μέσα. Χρησιμοποιώντας φωτογραφίες από το βιβλίο του The Americans, συμπεριλαμβανομένου ενός τοίχου από ένα τατουατζίδικο στη Νέα Υόρκη, τράβηξε επίσης φωτογραφίες των Stones από πλάνα Super-8 που γύρισε στο Λος Άντζελες.
Στο Sunset Sound τα βασικά μέρη τραγουδιών όπως των "Rip This Joint", "Shake Your Hips", "Casino Boogie", "Happy", "Rocks Off", "Turd On The Run" και "Ventilator Blues" υποβλήθηκαν σε πολυάριθμα overdubs, συμπεριλαμβανομένων αυτών στο πιάνο και στα πλήκτρα, στα πρώτα και δεύτερα φωνητικά, καθώς και τα περισσότερα παιξίματα του Keith στην κιθάρα και το μπάσο. Οι νέες ηχογραφήσεις περιλάμβαναν τα "Torn And Frayed" και "Loving Cup", με τον Jagger να αναδεικνύει τον εαυτό του, ολοκληρώνοντας τα φωνητικά και φέρνοντας άλλους συντελεστές. Μια σειρά από session μουσικούς βοήθησαν τους Stones στις ηχογραφήσεις στο Λος Άντζελες, συμπεριλαμβανομένων των Nicky Hopkins και Ian 'Stu' Stewart στα πιάνα, Gram Parsons, Clydie King, Joe Green, Venetta Fields, Tamiya Lynn, Shirley Goodman, Dr. John, Kathi McDonald και Jess Kirkland στα φωνητικά. Ο τζαζίστας Bill Plummer πρόσθεσε όρθιο μπάσο στα "Rip This Joint" και "Turd On The Run", ο Al Perkins από τους Manassas έπαιξε pedal steel guitar στο "Torn And Frayed", ο Billy Preston συνέβαλε στα πλήκτρα στο "Shine A Light" και ο Richard Washington έπαιξε μαρίμπα στο "Sweet Black Angel". Ο πιστός Bobby Keys έπαιξε σαξόφωνο, με τον Jim Price στην τρομπέτα και το όργανο στο "Torn And Frayed", ενώ ο παραγωγός Jimmy Miller έπαιξε ντραμς και κρουστά όπου ήταν απαραίτητο.
Το "Tumbling Dice" ακούστηκε για πρώτη φορά με ένα ειδικά δημιουργημένο ψυχεδελικό μοντάζ στην εκπομπή Old Grey Whistle Test του BBC2, πριν κυκλοφορήσει ως το πρώτο single του άλμπουμ στις 21 Απριλίου, φτάνοντας στο νούμερο πέντε στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο επτά στις ΗΠΑ. Από το Exile προέκυψε μόνο άλλο ένα single: το "Happy In June", που κυκλοφόρησε μόνο στις ΗΠΑ, το οποίο έφτασε στο νούμερο 27.
Ο Bill Janovitz καταλήγει: «Το πρώιμο ροκ εν ρολ συχνά ήταν σκοτεινή, άσεμνη, ακατέργαστη, σέξι και λυπητερή μουσική. Ήταν εξορισμού επικίνδυνο, ήταν η μουσική των περιθωριακών, μια απειλή για το κατεστημένο. Στο Exile on Main St. οι Stones διατήρησαν ζωντανές αυτές τις εκφάνσεις του σε μια εποχή που η συγκεκριμένη μουσική διολίσθαινε στην αυτοπαρωδία, όταν είχε εμπορευματοποιηθεί, είχε παραφουσκώσει και είχε χάσει την πολιτιστική σημασία της. Ταυτόχρονα οι Stones αντλούσαν έμπνευση από άλλες ποικίλες μυθολογίες: από κοινά αποδεκτές έννοιες για την Αμερική, από την πολιτιστική επικαιρότητα, από την άλλη Αμερική, από τον μύθο της επαρχιακής, αγροτικής Αμερικής που εξύμνησαν ο Ντίλαν και οι Band, από τα ψαγμένα αλάνια των πόλεων και από τους κομπασμούς και το αγέρωχο στυλ των μουσικών μπλουζ του Σικάγο […] Το μπλουζ, τα γκόσπελ, η φολκ, η κάντρι, το ροκ εν ρολ, το ροκαμπίλι, η τζαζ της Νέας Ορλεάνης, η σόουλ του Μέμφις, το σκληρό ροκ, ακόμα και τα παλιότερα ποπ τραγούδια, βρήκαν όλα τη θέση τους στο άλμπουμ. Δεν πρόκειται απλώς για ένα συγκρότημα στο αποκορύφωμά του. Είναι το καλύτερο ροκ εν ρολ συγκρότημα του κόσμου στην πιο δυνατή στιγμή του».
Bill Janovitz, Rolling Stones - Exile on Main St.
ΟΞΥ, σειρά 33 1/3
μτφρ. Πάνος Τομαράς
σελ. 200
[Αγορά]