Για τους φανατικούς και μη θαυμαστές του, ο Tom Waits είναι ο poet laureate του περιθωρίου, η φωνή των απόκληρων αυτού του κόσμου, ο βασιλιάς του πεζοδρομίου, ο μεγάλος εκκεντρικός, το νυχτερινό γεράκι των φτηνών diners των αμερικανικών highways (για να παραφράσω τον τίτλο του 3ου του δίσκου). O Waits έχει καταφέρει κάτι που έχουν κατορθώσει ελάχιστοι άλλοι καλλιτέχνες πριν και μετά απ’ αυτόν: όχι μόνο μπόρεσε να καθιερώσει και να μια ολότελα ξεχωριστή περσόνα για τον εαυτό του, αλλά δημιούργησε έναν ολόκληρο μικρόκοσμο, τόσο «ψεύτικο» αλλά και τόσο «αληθινό» συνάμα, μέσα στον οποίο τοποθέτησε ετούτη την περσόνα. Ο κόσμος του Waits είναι το noir Λος Άντζελες, που έχει ξεπηδήσει από τις νουβέλες του Ρέιμοντ Τσάντλερ και του Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ένα σκηνικό που αποτελείται από σκοτεινά μπαρ, όπου συχνάζουν οι παρίες του Αμερικανικού Ονείρου, αυτοί που έχουν το βλέμμα τους καρφωμένο στο ποτήρι τους και που συνεχώς ορκίζονται μάταια ότι «τούτο το ποτό θα’ ναι το τελευταίο». Είναι σαν ένα τσίρκο της νύχτας, σαν ένας θίασος που εμπεριέχει νάνους, ρακένδυτους ζητιάνους, πόρνες-βασίλισσας και τροτέζες της παρακμής,  σκληρούς πότες με πρησμένα μάγουλα, περιπλανώμενους πωλητές, παγωτατζήδες, ματάκηδες, φτωχοδιάβολους και μικροαπατεώνες, αξύριστους μπήτνικς, σκληροτράχηλους ναυτικούς που σκοτώνουν την ώρα τους μέχρις ότου να μπαρκάρουν ξανά… Είναι ένας κόσμος φτιαγμένος από όλα τα παράδοξα που συνθέτουν την ίδια την παρακμιακή γοητεία της Αμερικής.

Ο Waits, πρώτα απ’ όλα, ήταν και παραμένει ένας μεγάλος παραμυθάς. Είναι ο ορισμός αυτού που οι Αμερικανοί αποκαλούν storyteller. Ένας αφηγητής ελάχιστα προφανής και αληθοφανής, αλλά και τόσο πειστικός. Οι ιστορίες που αφηγείται στους στίχους του είναι τόσο εξωπραγματικές που καταντάνε πιστευτές. Δεν έχει σημασία αν οι ιστορίες αυτές συνέβησαν ή όχι στ’ αλήθεια –αν κι οι στίχοι του είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικοί. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Waits διαθέτει μια τέτοια πειθώ ως αφηγητής, κεντώντας και την τελευταία λεπτομέρεια, ώστε σε πείθει ότι θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια.  Οι ιστορίες αυτές μετουσιώθηκαν με τα χρόνια στους αστικούς μύθους που περιβάλουν τον Waits και τους οποίους ο ίδιος έντεχνα έχει συντηρήσει έως σήμερα. Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Jay Jacobs, που είναι μάλλον κι ο πιο έγκυρος βιογράφος του (Wild Years: The Music and Myth of Tom Waits, ECW Press, 2006), έχει εκφράσει την άποψη ότι ο Waits συντήρησε αυτούς τους μύθους για τον εαυτό του ως ασπίδα αυτοπροστασίας, επειδή ακριβώς είναι πολύ εσωστρεφής και διακριτικός ως άνθρωπος. Επειδή, παρά τη φήμη του, του αρέσει να περνάει απαρατήρητος μέσα στο πλήθος και, κυρίως, επειδή επιθυμεί να διατηρεί την (πραγματική) προσωπική ζωή του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

 

Η καρδιά του Σαββατόβραδου

Μια τέτοια ιστορία, ίσως η πιο απίστευτη απ’ όλες, είχε διηγηθεί ο ίδιος στο press kit που συνόδευε το πρώτο του album “Closing Time” (Asylum, 1973). Αν κάποιος θέλει να πιστέψει ετούτη τη διήγηση, ο Waits γεννήθηκε νύχτα μέσα σε ένα ταξί, έχοντας γένια τριών ημερών, κι η πρώτη του κουβέντα ήταν να πει στον ταξιτζή να τον οδηγήσει μέχρι τα μπαρ της Times Square για ένα «διπλό» στα γρήγορα. Ο μύθος του αιώνιου αλκοολικού είχε ήδη γεννηθεί…

Η πραγματικότητα, βεβαίως, είναι λίγο πιο πεζή. Ο Thomas Alan Waits γεννήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου του 1949 στην μικρή πόλη Γουίτιερ της Καλιφόρνια, κοντά στα σύνορα με το Μεξικό. Η μητέρα του ήταν νορβηγικής καταγωγής και ο πατέρας του είχε ιρλανδικές και σκοτσέζικες ρίζες. Ο πατέρας του ήταν επίσης ερασιτέχνης μουσικός, ο οποίος έπαιζε κιθάρα σε μια μαριάτσι μπάντα, και ήταν αυτός που πότισε τον μικρό τότε Tom με τις πρώτες του μουσικές ουσίες. Ο Waits χρόνια μετά θα δήλωνε ότι χάρη στον πατέρα του ερωτεύτηκε εξαρχής τις γλυκές μελωδίες των μεξικάνικων ραντσέρας… Γύρω στο 1965  εγκαταστάθηκε στο Σαν Ντιέγκο, και έπιασε δουλειά ως λαντζιέρης σε ένα τρισάθλιο diner ονόματι Napoleone’s,  το οποίο απαθανάτισε αργότερα στο The Heart Of Saturday Night (Asylum, 1974). Εκεί, όπως λέει ο ίδιος, άρχισε να γράφει του πρώτους του στίχους, παρατηρώντας του αλλόκοτους τύπους που σύχναζαν στο μαγαζί και τις γκροτέσκ καταστάσεις που βίωνε στην παρέα τους.

 

Λος Άντζελες εμπιστευτικό 

Μια από τις πιο διάσημες ατάκες του Waits είναι ότι «κοιμόταν σε όλη τη διάρκεια των 60s». Τι εννοεί ο ποιητής; Εννοεί ότι απλώς δεν τον αφορούσαν όσα συνέβαιναν στα 60s, παρότι ως Καλιφορνέζος βρισκόταν στο επίκεντρο της counterculture της εποχής εκείνης. Ο Waits εκούσια δεν βίωσε το Kαλοκαίρι της Aγάπης και το αντιπολεμικό κίνημα. Η αισθητική των χίπις του ήταν ξένη. Τα παραισθησιογόνα δεν τον έλκυαν, καθώς το αλκοόλ είχε ήδη γίνει το «ναρκωτικό» που προτιμούσε. Τα μακριά μαλλιά και τα παντελόνια-καμπάνες δεν του ταίριαζαν. Τα ψυχεδελικά χρώματα φάνταζαν ξένα στο δικό του ασπρόμαυρο σύμπαν. Όσο πιο πολύχρωμα γίνονταν τα 60s, τόσο περισσότερο ο Waits αναπολούσε τη noir ατμόσφαιρα των 40s, σαν ένας άλλος ντετέκτιβ Philip Marlow που περιφέρεται σε πίνακα του Edward Hopper, φορώντας μια φθαρμένη καμπαρντίνα και μια τσαλακωμένη τραγιάσκα και έχοντας χαλαρή τη γραβάτα του. Εκτός από το noir, οι beat συγγραφείς ήταν η άλλη σταθερή αναφορά του, από την εποχή που πρωτοδιάβασε τις περιπέτειες του Saul Paradise (Jack Kerouac) και του Dean Moriarty (Neal Cassady) «Στο Δρόμο» και άρχισε και ο ίδιος να περιπλανιέται στην αμερικανική ενδοχώρα με μια Oldsmobile του 55 –κάτι που επίσης απαθανάτισε στους στίχους του, τόσο στο “Ol’55” στο Closing Time) όσο και στο “Meddley: Jack & Neal/California, Here I Come” στο Foreign Affairs (Asylum,1977).

Η μουσική των 60s του ήταν επίσης ξένη. Η pop των Beatles, η ψυχεδέλεια του Φρίσκο και οι παραμορφωμένες κιθάρες του Hendrix δεν είχαν θέση στο jukebox του Waits. Ο ίδιος προτιμούσε απείρως το πιάνο του Ray Charles (η μεγαλύτερη πρώιμη επιρροή του) και του Mose Allison (στο ματαίχμιο ανάμεσα στο blues και στην jazz), τη φωνή του Sinatra (το “One For My Baby” είναι το αγαπημένο του τραγούδι), το αρχέγονο ακουστικό blues του Δέλτα του Μισσισσιπή (Son House, Charley Patton, Robert Johnson), τον συνκοπτόμενο ρυθμό του be bop και του rhythm‘n’blues, τους συνθέτες της χρυσής εποχής του Tin Pan Alley, τo American Songbook του Gershwin και του Cole Porter, την παράδοση του Kurt Vile και του γαλλικού vaudeville, και, βεβαίως, η μυθοπλασική/εικονοποιητική δύναμη του Dylan. Συγχρόνως, αισθάνθηκε εξαρχής ότι βρήκε δύο συντροφικές ψυχές, από τη μια στο κατακερματισμένο avant/blues του Cpt. Beefheart, από την άλλη στο πρόσωπο του Harry Partch (1901 – 1974), ήτοι του μεγαλύτερου εκκεντρικού από τους Αμερικανούς singer-songwriters του περασμένου αιώνα. Ο Partch από τη δεκαετία του 1930 και έως τον θάνατό του χρησιμοποιούσε αντικείμενα καθημερινής χρήσης ως αυτοσχέδια μουσικά όργανα, παράγοντας αυτούς τους «μικρούς παράξενους (weird) ήχους», κατά πώς λέει κι ο Waits, τέχνασμα που αξιοποίησε κι ο ίδιος, ειδικά στην περίοδο από το “Swordfistrombones” (Island, 1983) και έπειτα. Το τελευταίο αποτελεί σημείο-καμπής στην καριέρα του, ένα πολυμήχανο τέχνασμα όμοιο με Γκαμπί, όχι της βασίλισσας, αλλά του τρελού γελωτοποιού-παραμυθά που κάνει μαλλιά κουβάρια τη σκακιέρα.

Στο βιβλίο του για το Swordfistrombones  (εκδ. Οξύ, σειρά 33 1/3, 2022, μτφρ. Πάνος Τομαράς), ο συγγραφέας David Smay σημειώνει:

«Για να εισχωρήσει κανείς στο “Swordfistrombones” χρειάζεται να ξεχειλώσει την αλήθεια, να επινοήσει πράγματα, να αυτοσχεδιάσει, να πει ψέμματα και να καταφύγει σε εξεζητημένες μεταφορές. Ο Τομ ψεύδεται πολύ σεινηδητά [...] Ό,τι δεν μπορούμε να μάθουμε, είναι που κάνει το “Swordfistrombones” να λειτουργεί. Οι μεταφορές του Τομ καταπίνουν ολόκληρα τραγούδια, παραμορφώνουν τον αρνητικό χώρο ανάμεσα σε αυτά που λέγονται και σε αυτά που εννοούνται. Η ειρωνεία εδώ δεν είναι μια ψυχρή, αποστασιοποιημένη στάση, αλλά μια ευρύτερη στρατηγική, μια ταχυδακτυλουργία που αποκαλύπτει ένα πραγματικό μυστήριο [...] Αν πετούσες μια κροτίδα μέσα στο μπογιατισμένο στόμα ενός κλόουν από φάιμπεργκλας, αυτό θα έμοιαζε με το πώς ακούγεται ο Τομ Γουέιτς.Όμως αυτή είναι μόνο μία από τις φωνές του. Υπάρχει επίσης το φαλτσέτο που θυμίζει Prince, η χροιά του μεσ’ από τον τηλεβόα που μοιάζει να κάνει γαργάρες με ένα κοκτέιλ από γυαλί και ρετσίνι, η φωνή που μονολογεί εμπιστευτικά σαν μαφιόζος, ο βρυχηθμός του σε στυλ Beefheart και το στοχαστικό του ψυθίρισμα [...] Η γλώσσα του Τομ είναι αλληγορική, παιχνιδιάρικη και παραμυθένια. Έχει το χάρισμα να πλέκει μεταφορές από παιδικά τραγουδάκια, από τον τρόπο που μιλούν οι κράχτες του τσίρκου, από καθιερωμένες μπλουζ εκφράσεις και κομπιασμούς του Μισισιπή. Στο “Swordfistrombones” αντάλλαξε την εικονογραφία του Έντουαρντ Χόπερ με κάτι που θυμίζει περισσότερο τον Μπρίγκελ, αν ο Μπρίγκελ ήταν μέλος της Παγκόσμιας Ένωσης Ψυχίατρων».

 

Motel Tropicana

Έχοντας αυτές τις καταβολές, ο Waits εγκαταστάθηκε στις αρχές στο μοτέλ Tropicana, στην Σάντα Μόνικα του Λος Άντζελες, που ήταν τρόπον τινά το «Chateau Marmont των φτωχών» της εποχής εκείνης. Ζώντας για 9 δολάρια τη μέρα, σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο γεμάτο αποφάγια, άδεια μπουκάλια, πεταμένα ρούχα και ακατάστατες σημειώσεις, όπου «το χαλί ήταν μονίμως λεκιασμένο και επί 6 χρόνια δεν μου άλλαξαν ποτέ τα σεντόνια» (Barney Hoskins, Lowside of the Road: A Life of Tom Waits, Crown Editions, 2010). Το Tropicana ήταν το ιδεατό περιβάλλον για να χτίσει ο Waits τον μύθο του: τον μύθο του ποιητή του πεζοδρομίου, του hobo που ξεμυτάει από την πόρτα του μόνο τις μικρές ώρες της νύχτας, όταν σβήνουν τα φώτα, για να περιπλανηθεί αθέατος στα στέκια τις παρακμής και να αντλήσει υλικό για τα τραγούδια του. Σε ένα τέτοιο στέκι τον πρωτάκουσε το 1972 ο David Geffen, που τον υπέγραψε στην Asylum και προσπάθησε να τον επιβάλει ως το next big thing των Αμερικανών τραγουδοποιών, σε μια εποχή κατά την οποία οι solo singer song writers είχαν πέραση. Μόνο που τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά, καθώς ήταν προφανές ότι ο Waits δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να γίνει ένας δεύτερος Springsteen ή ένας δεύτερος Jackson Brown, ούτε καν ένας δεύτερος Randy Newman. Όχι, παραήταν εκκεντρικός και one of a kind γι’ αυτούς τους ρόλους.

Ο Waits, όχι μόνο δεν έγινε σταρ, αλλά την έβγαλε δύσκολα στο υπόλοιπο της δεκαετίας του 1970. Οι δίσκοι που ηχογράφησε για την Asylum (“Closing Time” 1973, “The Heart of Saturday Night” 1974, “Nighthawks At The Diner” 1975, “Small Change” 1976, “Foreign Affairs” 1977, “Blue Valentine” 1978, “Heartattack and Vine” 1980), παρά την αξία τους και τις καλές κριτικές, κινήθηκαν πολύ χαμηλά σε πωλήσεις. Ο Waits επιβίωνε οικονομικά περιοδεύοντας με εξοντωτικούς ρυθμούς απ΄άκρη σ΄άκρη των ΗΠΑ και δίνοντας αλλεπάλληλες εμφανίσεις στα πιο «τελειωμένα» μαγαζιά των αμερικανικών μεγαλουπόλεων και, επίσης, χάρη στα δικαιώματα που εισέπραττε αραιά και πού από τις διασκευές άλλων στα τραγούδια του. Ο Tim Buckley τραγούδησε το “Martha”, όπως και η Bette Midler, οι Eagles το “Ol’ 55”, ενώ κάμποσα δικά του διασκεύασαν η Bonnie Wright και οι δυο πιστοί του σύντροφοι στις «νύχτες της Τροπικάνα», ο Chuck E. Weiss και η Rickie Lee Jones. Ο Waits δηλώνει για εκείνα τα δύσκολα χρόνια: «Ήμουν άρρωστος σε ολόκληρη την περίοδο εκείνη… Οι τουρνέ είχαν αρχίσει να με φθείρουν. Ταξίδευα συνεχώς, έμενα σε ξενοδοχεία, έτρωγα κακής ποιότητας φαγητό, έπινα πολύ, υπερβολικά πολύ. Υπάρχει ένα ολόκληρο lifestyle που δεν μπορείς να αποφύγεις όταν ζεις σ’ αυτούς τους ρυθμούς». Χρακτηριστικό παράδειγμα της αμηχανίας που προκαλούσε τότε ο Waits στα «ορθόδοξα» rock ακροατήρια, αλλά και της αποξένωσής του στο εσωτερικό της μουσικης βιομηχανίας, αποτέλεσε η τουρνέ του 1973 ως support στον Frank Zappa: οι φανς του τελευταίου, που αδημονούσαν για τα περίτεχνα κιθαριστικά σόλο του μαέστρου, αποδοκίμαζαν τον Waits σε κάθε ευκαιρία.  

 

Σκυλιά της βροχής

Ο Waits ωστόσο κατόρθωσε να ξεφύγει. Πώς; Επανεφεύροντας τον ίδιο του τον εαυτό στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980.  Ξεφεύγοντας από την ίδια του τη μανιέρα… Ο ήχος του σκοτείνιασε, ηλεκτρίστηκε, ανανεώθηκε, εμπλουτίστηκε από πλήθος από στοιχεία (waltz, polka, rumba, tango, punk/blues, noise θόρυβοι, hip-hop) και τα τραγούδια του άρχισαν να μοιάζουν με καμβάδες του Jackson Pollock. Η φωνή του σκλήρυνε, νοτισμένη πια για τα καλά από τον καπνό και τη νικοτίνη. Ο παλιός crooner μεταμορφώθηκε σε ένα λαρύγγι που ακουγόταν σαν να έκανε γαργάρες με χαλίκια, σε έναν περίτρανα αντισυμβατικό ερμηνευτή, στην παράδοση των βρυχηθμών του Howlin Wolf και του Cpt Beefheart.

Η περίφημη πια τριλογία “Swordfistombones” (Island, 1983), “Rain Dogs” (Island,1985), “Franks Wild Years” (Island, 1986) αποθεώθηκε από τους κριτικούς και άγγιξε το ευρύτερο κοινό. Οι κινηματογραφικές του εμφανίσεις στις ταινίες του καλού του φίλου Francis Ford Coppola (“One From The Heart”, “Rumble Fish”, “Outsiders”, “Cotton Club” και αργότερα στο “Dracula”), και, φυσικά, στο “Down By Law” του Jim Jarmusch, έκαναν παγκόσμια αναγνωρίσιμη τη χαρακτηριστική φιγούρα του. Στο κινηματογραφικό πλατό του Coppola συνέβη και η σημαντικότερη εξέλιξη στην προσωπική του ζωή: η γνωριμία του με την επίσης συνθέτρια και στιχουργό Kathleen Brennan εξελίχθηκε σε έρωτα, γάμο και, κυρίως, σε μια σχέση που κρατάει ως σήμερα και η οποία –όπως παραδέχεται κι ο ίδιος– σταθεροποίησε τον άστατο μέχρι τότε τρόπο ζωής του. Με τη βοήθεια της Brennan, ο Waits καθάρισε από το ποτό. Επιπλέον, χωρίς να απαξιώνει ή να αποκηρύσσει το παρελθόν του (αυτό, δα, έλειπε), βρήκε την αυτοπεποίθηση ώστε να απομυθοποιήσει τον ίδιο τον μικρόκοσμο της αέναης παρακμής που ο ίδιος έπλασε και να αποδράσει από αυτόν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά βγήκε από το σκοτάδι στο ημίφως αλώβητος. Χωρίς να έχει πλέον να αποδείξει τίποτε σε κανέναν. Χωρίς να έχει ανάγκη από καμία μανιέρα. Όντας πλέον, όχι απλώς ο από βούληση περιθωριακός που προκαλεί το ενδιαφέρον με τις εκκεντρικότητές του, αλλά ένας ολοκληρωμένος και απρόβλεπτος καλλιτέχνης, πρόθυμος και ικανός να επιφέρει τρανταχτές καινοτομίες με τη μουσική του.

Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Μια αβανταδόρικη συνεργασία με τον δραματουργό/σκηνοθέτη Robert Wilson και με τον William Burroughs στο θεατρικό έργο “The Black Rider” (Island, 1991), που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Ένα υπέροχο ορχηστρικό σάουντρακ για το φιλμ “Night on Earth” (Island, 1992) του Jarmusch. Ένα βραβείο Grammy στην κατηγορία «καλύτερο εναλλακτικό ροκ άλμπουμ» με το σκληρό και πειραματικό “Bone Machine” (Island, 1992). Μια εκ νέου συνεργασία με τον Wilson, γράφοντας τη μουσική για τη θεατρική παράσταση “Alice” (ΑΝΤΙ, 1992), που κυκλοφόρησε σε δίσκο δέκα χρόνια μετά, πακέτο με το “Blood Money” (ΑΝΤΙ), το οποίο με τη σειρά του περιλαμβάνει τα κομμάτια που έγραψε για τη μουσικοθεατρική παράσταση “Woyzeck” (έργο του Georg Büchner)... Ενδιαμέσως, ηχογράφησε το πιο ρηξικέλευθο δίσκο της καριέρας του: το “Mule Variations” (ΑΝΤΙ, 1999), αυτό το χωρίς προηγούμενο χαρμάνι από «ξύλινα μπλουζ, απογυμνωμένα γκόσπελ και πρωτοποριακά όσο και θορυβώδη αρτίστικά τεχνάσματα, που λειώνουν μαζί σε ένα προκλητικό ηχητικό γλυπτό φτιαγμένο από σκουπίδια», όπως το χαρακτήρισε το περιοδικό Billboard. Εξίσου συναρπαστική και η συνέχεια: πρώτα με το “Real Gone” (ΑΝΤΙ, 2004) και κατόπιν με τα “Orphans: Brawlers, Bawlers & Bastards” (ANTI, 2006) και “Bad as Me” (ANTI, 2011), όπου απέδειξε έχει και πολιτικό λόγο, και πολύ εύγλωττο μάλιστα, να αντιτάξει απέναντι στο αμερικανικό νέο-συντηρητισμό.  Η αναγνώριση ήταν πλέον καθολική. Η επιτυχία δεν τον έφθειρε, κάθε άλλο. Όσο, δε,  μεγάλωνε η αναγνώρισή του, τόσο περισσότερο άρχισε να αποστασιοποιείται από το star system, διάγοντας έναν διακριτικό και ήσυχο βίο, με τη σύζυγο και τα παιδιά του στις εξοχές της Καλιφόρνια, από τον οποίο «εξέρχεται» στον κόσμο μόνο όταν έχει πραγματικά κάτι να πει. 

 

O λύκος αλυχτά στη σκηνή

Το “Glitter and Doom Live” (ΑΝΤΙ, 2009) αποτέλεσε το τρίτο live album στη 40χρονη καριέρα του Waits, καθώς είχαν προηγηθεί το “Nighthawks at the Diner” του 1975 και το “Big Time” (Island,1988).  

Το διπλό album ηχογραφήθηκε στη διάρκεια της ομότιτλης περιοδείας του στις ΗΠΑ και την Ευρώπη (2008), όπου, σημειώτεον, όλες οι ημερομηνίες ήταν sold out. Τα 17 κομμάτια ηχογραφήθηκαν σε 10 διαφορετικές πόλεις (Παρίσι, Μπέρμινχαμ, Τούλσα, Μιλάνο, Ατλάντα, Δουβλίνο κ.ά). Ο ίδιος ο Waits επιμελήθηκε το μοντάζ επί τούτω ώστε να δίνεται ηχητικά η άισθηση ότι οι ηχογραφήσεις προέρχονται από το ίδιο show.

Σε ό,τι αφορά το υλικό, είναι προφανές ότι ο Waits σκανάρει τις πιο πρόσφατες δουλειές του. Φιγουράρουν π.χ. τα "Get Behind the Mule" από το The Mule Variations,  τα "Trampled Rose", “Green Grass”, “Metropolitan Glide” και “Make It Rain” από το Real Gone ή το "Fannin Street" (του Leadbelly βεβαίως) από το Orphans: Brawlers, Bawlers & Bastards, τα "Lucky Day" και "I'll Shoot the Moon" (έστω και χωρίς τη συνδρομή του William Burroughs) από το Black Rider, το “Lucinda” επίσης από το Orphans… σε killer-medley με το “Ain’t Going Down to the Well”, τα “Dirt in the Ground”, “Going Down West” και “ Such a Scream” από το Bone Machine, το “The Part You Throw Away” απ’ το Blood Money κλπ. Σίγουρα όχι μια επιλογή τραγουδιών εν είδει “greatest hits”, και πάλι ενδεικτική της αντισυμβατικής διάθεσης του Waits. Από τις πιο «εμπορικές» δουλειές του εξάλλου μόνο το “Rain Dogs” εκπροσωπείται ελέω “Singapore”, ενώ… αποσιωπείται το Swordfistrobones.

Πέρα από το tracklisting καθαυτό, οι εκτελέσεις είναι σε σημεία απερίγραπτες. Ο Waits αντιμετωπίζει το live σαν μια διαδικασία αναδημιουργίας. Αποδομεί, για να μην πω κατακρεουργεί, τα ίδια του τα κομμάτια προκειμένου να τα επανασυναρμολογήσει από την αρχή. 

Σίγουρα δεν είναι ένα live για να τραγουδήσεις μαζί του τα ρεφρέν. Ακόμη κι αν γνωρίζεις απ’ έξω κι ανακατωτά το πρωτογενές υλικό, σε στιγμές είναι αμφίβολο αν θα πιάσεις με τη μία ποιο τραγούδι είναι πιο αν δεν τεντώσεις τα αυτιά με προσήλωση.

 Έχει βέβαια από πίσω του και μια μπάντα «έτοιμη για όλα»: ο ίδιος στα φωνητικά, την κιθάρα κα το πιάνο, ο υιός του Casey Waits στα τύμπανα και τα λοιπά κρουστά, και στο πλάι τους οι Omar Torres (κιθάρα, μαντολίνο), Vincent Henry (κιθάρα, αρμόνικα, σαξόφωνο), Sullivan Waits (κλαρινέτο, άλτο σαξόφωνο), Patrick Warren (πιάνο, όργανο, μέλοτρον) και Seth Ford Young (όρθιο μπάσο). 

Το λαρύγγι του Waits έχει αναντίρρητα φθαρεί από τον πανδαμάτορα χρόνο, όμως του πάει καλύτερα. Η φωνή του πάντα είχε γρέζι, όμως πλέον έχει αποκτήσει μια χροιά αγριωπή και υποχθόνια σαν να βγαίνει απ’ τον τάφο. Το θηρίο βρυχάται με τέτοιο τρόπο που θα τρόμαζε ακόμη και τον Screamin Jay Hawkins.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η deluxe edition έχει το πλεονέκτημα ότι περιλαμβάνει ως bonus το ανέκδοτο 35λεπτο "Tom's Tales": ουσιαστικά δεν πρόκειται για «κανονικό» τραγούδι, αλλά για μια αυτοσχεδιαστική αφήγηση με κωμικοτραγικούς διαλόγους σκαρωμένους επί τόπου από τον Waits, που εδώ δίνει μια performance εμπνευσμένη από το θέατρο του παραλόγου. Μέχρι κι ο Samuel Beckett, που ήταν ατσάλινα αυστηρός στην κριτική του, θα τον χειροκροτούσε. Αλλιώς, ανατρέχοντας στον Βάρδο, «όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή» για τον Waits.

 

«Είμαστε από την ύλη/που είναι φτιαγμένα τα όνειρα»

 Κι ο μύθος του αλκοολικού αλήτη με τα φθαρμένα ρούχα που γραφεί ιστορίες για τα πλάσματα της νύχτας; Αυτός υπάρχει ακόμη. Τον συντηρεί εν μέρει ο ίδιος, όποτε του κάνει κέφι, και άλλοτε τον διακωμωδεί, πάλι όποτε του κάνει κέφι. Ο Waits παραείναι αληθινός για να είναι τσαρλατάνος, παραείναι εξωπραγματικός για να είναι γήινος και καθημερινός και, προπάντων, παραείναι ώριμος για να πάρει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά. Στη διάρκεια μια διάλεξής του σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο το 2000, ιδού τι προέτρεψε τους ακροατές του να κάνουν στη ζωή τους: «Σκάστε το και γίνετε μέλη ενός τσίρκου. Κάντε ένα τατού, πηδήξτε πάνω σε ένα τρένο που κινείται. Φυτέψτε έναν κήπο και φυλάξτε τους πόρους. Παντρευτείτε, κάντε παιδιά, φορέστε καπέλο. Γίνετε καλοί στο μαστίγιο που είναι φτιαγμένο από δέρμα ταύρου. Μην πείτε ψέματα, μην εξαπατήσετε, μην κλέψετε. Όλοι πρέπει να φέρνουν φασόλια στο τραπέζι. Να είστε αφοσιωμένοι στην εξερεύνηση των ετερόκλητων πτυχών του εαυτού σας. Να θυμάστε, τα πραγματικά απαραίτητα είναι αόρατα στο μάτι. Η ποιότητα του χρόνου που μοιράζεστε με κάποιον υπερνικά την ποσότητα. Και μην ξεχνάτε, υπάρχουν πάντα πολλά που μπορεί να κάνει κανείς με ένα wah-wah πετάλι και μια ντουντούκα…». (Αθώος στα όνειρά του. Κείμενα, συνεντέξεις, στίχοι, Athens Voice/ΚΟΑΝ, 2008, μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς/Πάνος Τομαράς, εισαγωγή/επιμέλεια Μάκης Μηλάτος)

One of a kind.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured