Πάντσο Βίγια: ζωοκλέφτης, ληστής τραπεζών και «χενεράλ» της «Μεγάλης Μεξικανικής Επανάστασης». Α, και κάτι ακόμη. Ο μοναδικός άνθρωπος που κατάφερε να εισβάλλει και να καταλάβει αμερικανικό έδαφος στην έως τώρα ιστορία του κράτους των Η.Π.Α. Πρόσφατα εκδόθηκε η απόλυτη βιογραφία του, διά χειρός Πάκο Ιγνάσιο Ταΐμπο ΙΙ. Ευκαιρία να κλείσουν κάποιοι παλιοί λογαριασμοί. Εκατό χρόνια από τη δολοφονία του.

pancho-villa-biography

Στο κλαρί

Ο Βίγια, όπως γράφει κι ο παλιόφιλος ο Πάκο, ήταν ένας άνθρωπος με ισχυρή θέληση αλλά κι ένας αντιφατικός χαρακτήρας. Αγνός επαναστάτης και αδίστακτος bandito. Γενναιόδωρος με τους αδύναμους και σκληρός με τους ισχυρούς. Ήρωας για τον λαό και εγκληματίας για τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ένας ρέμπελος, όχι «χωρίς αιτία», αλλά χωρίς να διαθέτει την παραμικρή «επαναστατική παιδεία», ούτε καν στοιχειώδη μόρφωση. Ένας χαρισματικός ηγέτης, που όμως δεν επιζητούσε την εξουσία. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του καβάλα στο άλογό του κι όμως παντρεύτηκε 26 φορές.

Η θέση του Βίγια στο πάνθεον των μεγάλων επαναστατών αυτού του κόσμου είναι υποβαθμισμένη σε σχέση με άλλους. Τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά. Από την πρώτη για ευνόητους λόγους. Από τη δεύτερη επειδή ο Βίγια ήταν ατομικιστής και ανεξέλεγκτος, επειδή ήταν μοναχικός λύκος. Επειδή ήταν ροκ-εν-ρολ…    

Ο Φρανσίσκο «Πάντσο» Βίγια γεννήθηκε ως Ντοροτέο Αράνγκο Αράμπουλα, στις 5 Ιουνίου του 1877, σε ένα χωριό κοντά στην πόλη Σαν Χουάν ντελ Ρίο της πολιτείας Ντουράνγκο. Οι γονείς του ήταν πάμφτωχοι ακτήμονες αγρότες, όπως κι η συντριπτική πλειοψηφία του μεξικανικού πληθυσμού. Ο μικρός Πάντσο έμαθε λίγα γράμματα στην τοπική εκκλησία και όταν μεγάλωσε κάπως εγκαταστάθηκε στην πόλη Τσιουάουα  όπου δούλευε ως σκαφτιάς στα ορυχεία. Εκεί του έφεραν κάποτε τα άσχημα νέα ότι πίσω στο χωριό κάποιος γαιοκτήμονας κακοποίησε σεξουαλικά τη μικρή αδελφή του. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο μόλις 16χρονος τότε Πάντσο επέστρεψε αμέσως στη γενέτειρά του και καθάρισε στη στιγμή τον hijo de puta που έβλαψε την αδελφή του. Ύστερα κατέφυγε στα βουνά προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη και βγήκε στο κλαρί. Έγινε ληστής. «Ντεσπεράντο». Cut! Ξεχάστε την ηρωποιημένη και ρομαντική version των ντεσπεράντος που δείχνουν τα αμερικανικά γουέστερν. Εδώ είναι Μέχικο. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σκληρή, όπως μαρτυρά κι η ίδια η ετοιμολογία της λέξης. «Ντεσπεράντος» στα ισπανικά σημαίνει οι «απελπισμένοι». Υπονοεί τους χιλιάδες «πεόνες» που αναγκάστηκαν να γίνουν ληστές ακριβώς επειδή ήταν απελπισμένοι, επειδή δεν είχαν άλλη επιλογή για να επιβιώσουν. Ένας από αυτούς ήταν κι ο Βίγια. Στην αρχή έκανε μικροπράγματα. Διέπρεψε απλώς ως κλεφτοκοτάς και αλογοκλέφτης. Σύντομα όμως μάζεψε γύρω του κάμποσα ακόμη «απελπισμένα» καθάρματα και άρχισε να χτυπάει τράπεζες ή ακόμη και να επιχειρεί επιδρομές σε ολόκληρες πόλεις. Η παρέα του Βίγια έγινε η πιο τρομερή συμμορία που εμφανίστηκε ποτέ στις βόρειες πολιτείες του Μεξικού. Αυτή ακριβώς η συμμορία ήταν που εξελίχθηκε, λίγα χρόνια μετά, στη División del Norte, τη θρυλική Μεραρχία του Βορρά…

Μέχικο μπλουζ

Στις 24 Αυγούστου του 1821 το Μεξικό έκοψε τους πολιτικούς δεσμούς του με την Ισπανία και ανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητη δημοκρατία. Δημοκρατία μόνο κατ’ όνομα, καθώς στην πραγματικότητα η χώρα κυβερνιόταν από «καουντίγιος» και από μια χούφτα πλούσιους γαιοκτήμονες, που καταπίεζαν τον λαό. Απέναντι σ’ αυτό το καθεστώς επαναστάτησε ένας φιλελεύθερος (με την κυριολεκτική έννοια του όρου και ουχί με τη σημερινή της«νέας δεξιάς») νομικός και πολιτικός ονόματι Μπενίτο Χουάρες, ο οποίος το 1854 διακήρυξε το λεγόμενο «Σχέδιο της Αγιάλα», που προέβλεπε συνταγματική και αγροτική μεταρρύθμιση υπέρ του λαού. Το 1861 κατάφερε να συντρίψει τους αντιδραστικούς και, αφού μπήκε θριαμβευτής στην Πόλη του Μεξικού, προκήρυξε ελεύθερες εκλογές, στις οποίες και εξελέγη πρόεδρος της δημοκρατίας. Η διακυβέρνηση του υπήρξε στ’ αλήθεια δημοκρατική και φιλολαϊκή, όμως μετά τον θάνατό του τα πράγματα άρχισαν πάλι να στραβώνουν. Το 1877 εκλέγεται πρόεδρος της δημοκρατίας ο Πορφίριο Ντίας που εκμεταλλεύεται τις εξουσίες του για να εγκαθιδρύσει μια από τις πιο μακροχρόνιες και σκληρές δικτατορίες που βίωσε ποτέ η Λατινική Αμερική. Μιλάμε για κανονική φεουδαρχία του Μεσαίωνα. Στο επονομαζόμενο «Πορφιριάτο», οι τσιφλικάδες και (βεβαίως-βεβαίως) ο Κλήρος κατέχουν ολόκληρη τη γη, εκατομμύρια στρέμματα κοινοτικών γαιών που αρπάχθηκαν με το έτσι θέλω από τους  «Ίντιος». Στα λατιφούντια, τα τεράστια αγροκτήματα που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο ενός και μόνο τσιφλικά, οι πεόνες δουλεύουν υπό απάνθρωπες συνθήκες, με αμοιβή ένα κομμάτι ψωμί. Οι φαμίλιες τους πεθαίνουν από την πείνα. Επιπλέον, οι τσιφλικάδες συμπεριφέρονται σαν απόλυτοι μονάρχες, με δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους υπηκόους τους. Οι ιδιωτικοί στρατοί τους βασανίζουν, δολοφονούν, βιάζουν κατά βούληση, με την ανοχή του κράτους και της Εκκλησίας, χωρίς να λογοδοτούν σε κανέναν. Οι «ρουράλες», οι χωροφύλακες δηλαδή της υπαίθρου, κλείνουν τα μάτια και υποτίθεται ότι διασφαλίζουν την τάξη στις αγροτικές περιοχές, σκοτώνοντας και φυλακίζοντας αδιάκριτα ληστές και αντιπάλους του καθεστώτος….

Ο κόμπος όμως έφτασε στο χτένι κάποια στιγμή, ακόμη και για τα δεδομένα ενός υπανάπτυκτου κράτους, όπως ήταν τότε το αγροτικό Μεξικό. Το 1910, ένας άλλος φιλελεύθερος πολιτικός και βιομήχανος, ο Φρανσίσκο Μαδέρο, γίνεται ο μπροστάρης ενός αστικού δημοκρατικού κινήματος, που στρέφεται εναντίον του καθεστώτος του Πορφίριο Ντίας. Ο Μαδέρο εκπονεί με τη σειρά του το λεγόμενο «Σχέδιο του Σαν Λουίς Ποτοσί», που προβλέπει τη θέσπιση νέου δημοκρατικού Συντάγματος και αγροτική μεταρρύθμιση. Οι διακηρύξεις του εμπνέουν και προσελκύουν στις τάξεις του δημοκράτες αστούς και στρατιωτικούς, όπως τον  Βενουστιάνο Καράνσα, τον Άλβαρο Ομπρεγόν και τον Πάμπλο Γκονσάλες, αλλά και έναν διαβόητο πλέον παράνομο: τον Πάντσο Βίγια, ο οποίος αν και αγράμματος, κατανοεί αυθόρμητα το δημοκρατικό ιδεώδες. Είναι η επίσημη έναρξη της Μεξικανικής Επανάστασης. Για την ακρίβεια, της πρώτης από τις τέσσερις διαδοχικές επαναστάσεις, μέσα στην ίδια επανάσταση, που θα συγκλονίσουν το Μεξικό ανάμεσα στο 1910 και στο 1920. Παράλληλα, ο μεξικανικός Νότος παίρνει φωτιά. Ένας πάμφτωχος αγρότης ονόματι Εμιλιάνο Ζαπάτα ξεσηκώνει τις μάζες. Σχεδόν άοπλοι, με τις ματσέτες στα χέρια, τσακίζουν την αντίσταση των τσιφλικάδων και των χωροφυλάκων. Εφαρμόζεται μια ριζοσπαστική αγροτική και κοινωνική μεταρρύθμιση, αφαιρώντας τη γη από τους μεγαλογαιοκτήμονες και μοιράζοντάς την στους πεόνες. Εγκαθιδρύονται λαϊκά συμβούλια που διοικούν την «Κομούνα της Μορέλος». Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι Ζαπατικοί τάσσονται υπέρ του κινήματος του Μαδέρο. 

Η Μεραρχία του Βορρά

Η ληστρική συμμορία του Βίγια είχε ήδη μετασχηματιστεί σε έναν μικρό οργανωμένο στρατό την εποχή της έναρξης της Μεξικανικής Επανάστασης. Όταν ξέσπασε το κίνημα, οι δυνάμεις του πλήθυναν, καθώς εντάσσονταν σ’ αυτές εκατοντάδες αγρότες που προτιμούσαν να πολεμήσουν κάτω από έναν «δικό τους» παρά υπό τις διαταγές των αστών αξιωματικών του επίσημου στρατού των Συνταγματικών. Η Μεραρχία του Βορρά πήρε την ονομασία της από τις περιοχές όπου έδρασε, με έδρα την Τσιουάουα, το απόρθητο προπύργιο του στρατηγού –πλέον– Βίγια.

Γρήγορα ο στρατός του Βίγια αποδεικνύεται το ισχυρότερο όπλο του κινήματος του Μαδέρο. Ο ίδιος ο Βίγια με τη σειρά του αποδεικνύεται σε μια στρατιωτική ιδιοφυΐα, που εκμεταλλεύεται δύο κυρίως πράγματα για να γράψει το έπος της Μεραρχίας του Βορρά. Πρώτον, το φοβερό και αήττητο ιππικό του, που εν πολλοίς εξακολουθεί να δρα… σαν συμμορία. Hit & Run! Κυριολεκτικά χτυπά και φεύγει, πριν προλάβει να ανασυνταχθεί ο αντίπαλος τακτικός στρατός, που είναι καλύτερα εξοπλισμένος. Δεύτερον, κάμποσα χρόνια πριν ο Τρότσκι χρησιμοποιήσει τα εξοπλισμένα τρένα του Κόκκινου Στρατού για να συντρίψει τους «Λευκοφρουρούς» στην Εξωτερική Μογγολία, ο Βίγια έχει την οξυδέρκεια να αντιληφθεί ότι οι εξοπλισμένες σιδηροδρομικές άμαξες μπορούν να αποτελέσουν μια τρομερή κινούμενη πολεμική μηχανή, ειδικά σε μια αχανή χώρα σαν το Μεξικό. Το ιππικό και τα τρένα της Μεραρχίας του Βορρά όπου περνούν σκορπούν τον όλεθρο στους φασίστες και το 1911 κερδίζουν την πιο αποφασιστική μάχη του πολέμου στη Σιουδάδ Χουάρες. Ύστερα απ’ αυτό, η κυβέρνηση του Μαδέρο εγκαθίσταται στην Πόλη του Μεξικού και αποκαθιστά τη δημοκρατία.

pancho-villa-3

Non passaran

Είπαμε όμως, εδώ είναι Μέχικο. Στην κυβέρνηση του Μαδέρο έχουν εισχωρήσει και συντηρητικές δυνάμεις, που καιροφυλακτούν για να ανακτήσουν την εξουσία. Το 1913, ο στρατηγός Βικτοριάνο Ουέρτα, έχοντας τη στήριξη του Χένρι Λέιν Γουίλσον, πρεσβευτή των ΗΠΑ (καλώς τα, τα παιδιά), κάνει πραξικόπημα, δολοφονεί τον Μαδέρο και αυτοανακηρύσσεται πρόεδρος της δημοκρατίας. Νέα επανάσταση, αυτή τη φορά κατά του Ουέρτα. Οι αγροτικοί στρατοί του Βίγια και του Ζαπάτα στον Βορρά και στον Νότο αντίστοιχα, και στο κέντρο και στα Δυτικά οι αστικές δυνάμεις του Καράνσα και του Ομπρεγόν. Ο Καράνσα εκλέγεται ανώτατος στρατιωτικός διοικητής όλων των επαναστατικών δυνάμεων, ο Ομπρεγόν υπαρχηγός του, όμως και πάλι ο Βίγια και ο Ζαπάτα είναι που βγάζουν το φίδι από την τρύπα. Οι Ζαπατικοί κυριαρχούν ολοκληρωτικά στην «Κομμούνα της Μορέλος» στον Νότο, όπου οι συντηρητικοί δεν τολμούν καν να πατήσουν το πόδι τους, και παράλληλα αρχίζουν να εφορμούν προς την Πόλη του Μεξικού. Ταυτόχρονα, η Μεραρχία του Βορρά ξεκινά μια σαρωτική επέλαση προς την πρωτεύουσα, καταστρέφοντας ολοκληρωτικά τις αντίπαλες δυνάμεις, σε μια σειρά από ιστορικές μάχες, κερδισμένες χάρη στη στρατιωτική ευφυΐα του Βίγια: Σιουδάδ Χουάρες (ξανά, 1913), Τιέρα Μπλάνκα (1913), Τσιουάουα (1913), Τορεόν και Γκόμες Παλάσιο (1914), Σαλτίγιο (1915). Ο δρόμος για την Πόλη του Μεξικού είναι ορθάνοιχτος…

Βρώμικος πόλεμος

…Όμως υπάρχει ένα πρόβλημα. Ο Καράνσα κι ο Ομπρεγόν, που είχαν λουφάξει στο Βερακρούς όσο μαίνονταν οι μάχες, καταφέρνουν να μπουν πρώτοι στην πρωτεύουσα. Σκόπιμα αναθέτουν εκτός τόπου και χρόνου αποστολές στον Βίγια προκειμένου να τον καθυστερήσουν. Δεν επιθυμούν να εισέλθει ο στρατός του Βίγια στην πρωτεύουσα, το κέντρο της πολιτικής εξουσίας. Ο Βίγια αντιλαμβάνεται τα σχέδια τους και τους διαολοστέλνει. Ξαναπαίρνει τον δρόμο για την Πόλη του Μεξικού και τότε ο Καράνσα, ως ανώτερός του, τον κατηγορεί για «προδοσία». Τρίτη επανάσταση! Αυτή τη φορά ο Βίγια κι ο Ζαπάτα κόντρα στον Καράνσα και τον Ομπρεγόν.

Η αιτία γι’ αυτό τον νέο διχασμό είναι απλή. Ο Καράνσα κι ο Ομπρεγόν ήταν μεν δημοκράτες, πλην όμως μετριοπαθείς. Σκοπός τους ήταν να εγκαθιδρύσουν ένα καθεστώς αστικού τύπου, στο οποίο η εύπορη αστική τάξη, συντριπτική μειοψηφία στο Μεξικό σε σύγκριση με τα εκατομμύρια των αγροτών, θα αντικαθιστούσε απλώς τους παλαιούς γαιοκτήμονες-φεουδάρχες. Για να το πω στα ίσια, ήταν μεν δημοκράτες, αλλά δεξιοί. Δεν επιθυμούσαν στ’ αλήθεια τη δίκαιη αναδιανομή της γης, που ήταν και το βασικό αίτημα της Μεξικανικής Επανάστασης. Και, κυρίως, τους τρόμαζε η «σοσιαλιστική προοπτική» της Επανάστασης. Διακήρυτταν μια γενική και αόριστη «αγροτική μεταρρύθμιση», την οποία δεν σκόπευαν να πραγματοποιήσουν ποτέ, όπερ και εγένετο. Χρησιμοποιούσαν τον επαναστατικό στρατό, που αποτελείτο κυρίως από αγρότες, κατά τρόπον ώστε να εξυπηρετήσει τα δικά τους συμφέροντα. Απέναντι σ’ αυτό επαναστάτησαν ο Βίγια κι ο Ζαπάτα.

«Ετούτο το ράντσο είναι πολύ μεγάλο για μας»

Ο Βίγια κι ο Ζαπάτα βεβαίως δεν ήταν σοσιαλιστές, θα ήταν αφελής και ανιστόρητος αν ισχυριζόταν κανείς κάτι τέτοιο, μολονότι ο κολεκτιβισμός της «Κομμούνας της Μορέλος» των Ζαπατικών δεν απέχει και πολύ από την πρότυπη σοσιαλιστική κοινωνία.  Ο Βίγια κι ο Ζαπάτα ήταν απλοί κι αγράμματοι άνθρωποι, που πήραν τα όπλα αυθόρμητα, μην μπορώντας πια να αντέξουν την τεράστια κοινωνική αδικία απέναντι στην αγροτιά. Ήθελαν να αλλάξουν το σύστημα, όμως δεν ήξεραν το πώς, αφότου κέρδισαν τις μάχες. Αυτό αποτέλεσε ίσως και τη μεγαλύτερη «αδυναμία» τους. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν διέθεταν πολιτικό πρόγραμμα, σε αντίθεση με τους αστούς αντιπάλους τους. Ο Αργεντινός συγγραφέας Αδόλφο Τζίλι, στο εξαιρετικό βιβλίο του «Η Μεξικανική Επανάσταση 1910-1920» (εκδόσεις Κουκίδα), συνδέει την «αδυναμία» τους αυτή με τις ίδιες τις πολιτικοκοινωνικές παραμέτρους που επικρατούσαν στο Μεξικό εκείνη την περίοδο:  από την αγροτική κοινωνία του Μεξικού και κατά συνέπεια και από την Επανάσταση απουσίαζε αυτό που ονομάστηκε «τρίτη τάξη των πόλεων» στη Γαλλική Επανάσταση και «προλεταριάτο» στη Ρωσική.

«Στην πραγματικότητα, η εξουσία ήταν κενή. Διότι δεν αρκεί να τη χάσει η ολιγαρχία και η αστική τάξη να μην έχει δυνάμεις να τη διατηρήσει: κάποιος πρέπει να την πάρει….Το προλεταριάτο, ως ανεξάρτητη πολιτική δύναμη, απουσίαζε. Υπήρχαν προλετάριοι, κυρίως μεταλλωρύχοι και σιδηροδρομικοί στο στρατό του Βίγια· όμως ως άτομα, όχι ως ταξική δύναμη ή τάση…Όμως καμία τάση, ούτε καν μεμονωμένοι ηγέτες, δεν εκπροσωπούσαν ούτε αναλάμβαναν μια πολιτική θέση στο όνομα της προλεταριακής τάξης».

Αυτό φάνηκε περίτρανα όταν ο Βίγια κι ο  Ζαπάτα άγγιξαν την εξουσία, αλλά δεν την κράτησαν για πάρτη τους….

Τον Νοέμβριο του 1914, με τους Ζαπατικούς και τη Μεραρχία του Βορρά προ των πυλών, οι δυνάμεις του Καράνσα και του Ομπρεγόν εγκαταλείπουν άρον άρον την Πόλη του Μεξικού. Στις 24 Νοεμβρίου ο Ζαπάτα μπαίνει στην πόλη, για να ακολουθήσει τις 3 Δεκεμβρίου ο Βίγια. Την επόμενη μέρα οι δύο ηγέτες συναντιούνται για πρώτη και τελευταία φορά στο Προεδρικό Μέγαρο. Ο σωζώμενος διάλογός τους από αυτή την ιστορική συνάντηση αποκαλύπτει τα αγνά τους κίνητρα αλλά και την αδυναμία τους να διαχειριστούν την εξουσία:
 
Βίγια: Εγώ δεν έχω ανάγκη από δημόσιες θέσεις, γιατί δεν ξέρω να τις κουμαντάρω. Για να δούμε πού είναι αυτοί οι άνθρωποι. Μόνο να τους πούμε να μην μας δίνουν έννοιες.
Ζαπάτα:…Γι’ αυτό και εγώ προειδοποιώ όλους τους φίλους μας να είναι πολύ προσεκτικοί, αλλιώς, θα πέσει ματσέτα (γέλια)…Κι εγώ το λέω για μένα: έτσι και κάτσω σ’ ετούτη την καρέκλα (την προεδρική), πάει, έπεσα.
Βίγια: Ετούτο το ράντσο είναι πολύ μεγάλο για μας· είναι καλύτερα εκεί έξω. Μόλις τα κανονίσουμε εδώ, έφυγα για το Βορρά…. 
 
Ο Ζαπάτα κι ο Βίγια παραδίδουν την εξουσία σε μια προσωρινή κυβέρνηση, τη λεγόμενη Συνέλευση, αποτελούμενη από «γραμματιζούμενους», κι ύστερα φεύγουν για το τσαρδί τους. Κι όταν λείπει ο γάτος…Με την απουσία οργανωμένης αντίπαλης τάσης, η μικροαστική τάση κερδίζει έδαφος στη Συνέλευση και η τελευταία, χωρίς πολλά-πολλά, ξαναδίνει την εξουσία στον Καράνσα και στον Ομπρεγόν, που επιστρέφουν στην πρωτεύουσα. Λίγο αργότερα η κυβέρνηση του Καράνσα αναγνωρίζεται από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Γούντροου Γουίλσον, γεγονός που θα έχει αντίκτυπο στα μελλούμενα…

Ανθρωποκυνηγητό

Ο Καράνσα και ο Ομπρεγόν συγκροτούν τακτικό στρατό και εξαπολύουν ένα αμείλικτο ανθρωποκυνηγητό με στόχο την εξόντωση του Βίγια και του Ζαπάτα. Στον Νότο οι Ζαπατικοί κρατάνε γερά, παρά τη σφιχτή πολιορκία και την τρομοκρατία που ασκεί στον τοπικό –άμαχο– πληθυσμό ο στρατηγός Πάμπλο Γκονσάλες. Στον Βορρά, είναι ο ίδιος ο στρατηγός Άλβαρο Ομπρεγόν αυτός που ηγείται της καταδίωξης του Βίγια. Ο τελευταίος επιλέγει τον δρόμο της κατά μέτωπο σύγκρουσης. Φευ! Η  άλλοτε ανίκητη Μεραρχία του Βορρά ηττάται από τον Ομπρεγόν στις δύο κρίσιμες μάχες της Σελάγια και σε αυτή της Άγουα Πριέτα, το 1915. Έφταιξαν τα καπρίτσια της τύχης, τα στρατηγικά λάθη του ίδιου του Βίγια, αλλά κι ένας πιο «ύπουλος» παράγοντας. Σύμφωνα με κάποιες αξιόπιστες πηγές, στις δύο μάχες της Σελάγια, που έκλειναν αρχικά υπέρ του Βίγια, η Μεραρχία του Βορρά προδώθηκε από τα σκάρτα πυρομαχικά της. Ο Βίγια αγόραζε όπλα από τους Γιάνκηδες, δίνοντάς τους σε αντάλλαγμα τα ζώα που έκλεβε μπαίνοντας κρυφά σε…αμερικανικό έδαφος. Συμπωματικά ή όχι, ο αμερικανικής κατασκευής οπλισμός της Μεραρχίας του Βορρά παρουσίασε για πρώτη φορά προβλήματα μετά την αναγνώριση της κυβέρνησης του Καράνσα από τον πρόεδρο Γουίλσον….

Μετά τις τρεις διαδοχικές ήττες, ο Βίγια και τα υπολείμματα του στρατού του καταφεύγουν στο άντρο τους, στην Τσιουάουα, όπου δεν μπορούσαν να τους καταδιώξουν οι κυβερνητικοί. Αφού περιθωριοποίησαν την απειλή του Βίγια, ο Καράνσα και ο Ομπρεγόν, με όργανό τους τον Γκονσάλες, ρίχνουν όλες τους τις δυνάμεις στον Νότο. Οι Ζαπατικοί, παρ’ όλο τον αγώνα τους, έχουν φτάσει στα όριά τους. Αντιστέκονται επί χρόνια με τα ψέματα, χωρίς επαρκή οπλισμό, φάρμακα και αποθέματα τροφής. Η εγκληματική τρομοκρατία που ασκεί ο στρατηγός Γκονσάλες στους αμάχους αγρότες της Μορέλος αναγκάζει τον Εμιλιάνο Ζαπάτα να έλθει σε διαπραγματεύσεις, για χάρη του λαού του. Αφού εξασφαλίζει εγγυήσεις για την ασφάλειά του, ορίζεται συνάντηση. Όμως, όπως γράφει κι ο Αδόλφο Τζίλι, «στις 10 Απριλίου του 1919, όταν ο Ζαπάτα μπήκε με τη φρουρά του στην Τσιναμέκα, τον υποδέχθηκε στον περίβολο του λατιφουντίου μια ομοβροντία τουφεκιών». Η ευγενέστερη μορφή της Μεξικανικής Επανάστασης και το σύμβολο της εξέγερσης στον Νότο πεθαίνει επί τόπου. Μαζί του, παρά τους όποιους πυρήνες αντίστασης, όσο άντεξαν, πέθανε κι η «Κομμούνα της Μορέλος»…

pancho-villa-2

Ροκ-εν-ρολ

Στον Βορρά, ολόκληρος ο τακτικός στρατός έχει βγει στο κατόπι του Βίγια. Κι αυτός εξακολουθεί να τους χορεύει στους ρυθμούς του “You Can’t Catch Me” του Chuck Berry. Ο Βίγια βρίσκεται στο στοιχείο του. You can’t teach old dogs new tricks. Ξαναγίνεται ληστής και ντεσπεράντο, πραγματικός όμως ντεσπεράντο, και όχι «τσάμπα μάγκας». Όπου περνάει, τρομοκρατεί τους νέους ιδιοκτήτες της γης, που αντικατέστησαν τους τσιφλικάδες και τα κρατικά τσιράκια τους, και προστατεύει τους φτωχούς και τους ακτήμονες. Παράλληλα, εκδικείται με λύσσα τη ρουφιανιά που (πιστεύει ότι) του έκαναν οι Η.Π.Α., κάνοντας επιδρομές πέρα από τα βόρεια σύνορα. Σε μία από αυτές γράφει ιστορία: στις 9 Μαρτίου του 1916, ο Βίγια εισβάλει στο έδαφος των ΗΠΑ, καταλαμβάνει προσωρινά και λεηλατεί την πόλη Κολάμπους του Νιου Μέξικο. Τελικά τον αποκρούουν και ο Βίγια αποχωρεί, με βαριές απώλειες, ωστόσο ότι γράφεται δεν ξεγράφεται. Η μοναδική εισβολή σε αμερικανικό έδαφος στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι Αμερικανοί, με την έγκριση της μεξικανικής κυβέρνησης, στέλνουν δύναμη 6.000 αντρών, με επικεφαλής τον στρατηγό Τζορτζ Πέρσινγκ (μελλοντικό ανώτατο στρατιωτικό διοικητή των αμερικανικών δυνάμεων στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο), για να καταδιώξει και να συλλάβει των Βίγια στο Μεξικό. Pobres gringos! Locos! O Βίγια ξέρει τα βουνά καλύτερα και από κογιότ και γίνεται άφαντος. Οι Αμερικανοί επιστρέφουν με την ουρά στα σκέλια πίσω από τα δικά τους σύνορα και ο κυβερνητικός στρατός του Μεξικού έχει εγκαταλείψει αποθαρρυμένος την καταδίωξη. Ο Βίγια τους δείχνει το μεσαίο δάχτυλο. Puta madre.

Ο Βίγια δεν επιδεικνύει μόνο τη μαγκιά του στον ανταρτοπόλεμο. Παίζει συγχρόνως σκάκι με τους αντιπάλους του και τους νικά κατά κράτος στην τακτική. Ξέρει ότι η αμερικανική επέλαση σε μεξικανικό έδαφος θα δυσαρεστήσει τους εθνικιστές αστούς που στήριζαν την κυβέρνηση του Καράνσα, που στο μεταξύ έχει αποδειχθεί το ίδιο αυταρχική με τις προηγούμενες. Όπως και συμβαίνει. Ο στρατηγός Άλβαρο Ομπρεγόν, υπαρχηγός του Καράνσα και διαόλου κάλτσα, καλεί τους δημοκράτες σε εξέγερση κατά του «τυραννικού καθεστώτος». Τέταρτη επανάσταση και τελευταία. Στο πλευρό του Ομπρεγόν τίθενται πρώην Ζαπατικοί και παλιοί σύντροφοι του Βίγια, μόνο και μόνο «για να φύγει το κακό».

Οι δυνάμεις του Καράνσα ηττώνται στα γρήγορα, ο ίδιος δολοφονείται από την προσωπική του φρουρά, κι ο Ομπρεγόν αναλαμβάνει νέος πρόεδρος, εγκαθιδρύοντας ένα λίγο πιο φιλελεύθερο καθεστώς. Πρώτο του μέλημα είναι να έλθει σε συμβιβαστική λύση με τον Βίγια, που κουρασμένος πια θέλει να αποσυρθεί. Ρέκβιεμ μετά τιμής! Ο Βίγια συμφωνεί να αποσυρθεί με τον βαθμό (και τον ισόβιο μισθό) του στρατηγού στο αγρόκτημά του στο Κανουτίγιο, κοντά στην Τσιουάουα, διατηρώντας μια μόνιμη προσωπική φρουρά 50 οπλισμένων αντρών, που επίσης πληρώνονται από το κράτος. Εξασφαλίζει επίσης αμνηστία για όλους τους άντρες του, οι οποίοι είτε αποστρατεύονται λαμβάνοντας σύνταξη ανάλογη του βαθμού που είχαν στη Μεραρχία του Βορρά είτε εντάσσονται στον τακτικό στρατό διατηρώντας τον βαθμό τους.

Στις 20 Ιουλίου του 1923, στη διαδρομή από το Κανουτίγιο προς την Περάλ, το αυτοκίνητο που μεταφέρει τον Βίγια και τους πέντε «ντοράδος» του πέφτει σε ενέδρα και γαζώνεται από τις σφαίρες. Ο στρατηγός είναι νεκρός. Τη δολοφονία του σχεδίασε πιθανότατα, με την ανοχή του Ομπρεγόν, ο υπουργός Άμυνας Ελίας Κάγιες, προσωπικός εχθρός του Βίγια από την εποχή του εμφυλίου, μελλοντικός πρόεδρος της δημοκρατίας και ιδρυτής του Επαναστατικού Θεσμικού Κόμματος –η παράταξη που μονοπώλησε τη πολιτική εξουσία στο Μεξικό κατά τον 20ό αιώνα. Οι δολοφόνοι του Βίγια δεν είχαν καλύτερη τύχη. Ο Ομπρεγόν δολοφονήθηκε με τη σειρά του το 1928, ενώ ο Κάγιες ανετράπη βίαια. Πίσσα στα κόκαλά τους. Viva la Revolution! Viva Villa ! 
 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured