Το συγκρότημα που θεωρήθηκε η επιτομή του ψυχεδελικού ήχου του San Francisco και, για πολλούς, θεμελίωσε και το heavy metal, καταφτάνει την Κυριακή στην Αθήνα, για μια εμφάνιση στο Κύτταρο. Με την ευκαιρία αυτή, ο Στυλιανός Τζιρίτας θυμάται πώς και γιατί έγραψαν ιστορία και ο Χάρης Συμβουλίδης κουβεντιάζει με τον Dickie Peterson μέσω… fax!

 

Μέρος Α΄: Η Δαγκάνα Της Παραμόρφωσης (Άραγε Κλείνει Ακόμα;)

Του Στυλιανού Τζιρίτα

Οι Blue Cheer διέγραψαν μια γεμάτη φλόγες σύντομη πορεία στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Οι ιστορίες που συνόδευαν το τρίο ήταν απίστευτες - και φυσικά υπεύθυνο γι’ αυτές ήταν το υπόγειων φημών στράτευμα κουτσομπόληδων. Για πολλά χρόνια π.χ. κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο Hendrix τους μισούσε (ή τουλάχιστον τους αντιπαθούσε…). Φήμη η οποία, βέβαια, είχε βάση, διότι σίγουρα οι τρεις Cheer είχαν αρπάξει πολλά στοιχεία παιξίματος και ήχους (αλλά όχι ριφφαρίσματα) από τον «Big Black». Αλλά αυτό δεν στοιχειοθετεί αντιπάθεια. Στην χειρότερη των περιπτώσεων να τους θεωρούσε ατάλαντους. Ακόμα και εκεί όμως δεν θα έκανε τόσο λάθος. Οι Blue Cheer δεν ήταν οι προικισμένοι συνθέτες του σκληρού blues (όπως π.χ. ήταν οι Steppenwolf του John Kay). Οι Blue Cheer έπαιζαν βάσει ενός ζωώδους ενστίκτου. Είναι κυριολεκτικό αυτό. Οι ανατροφοδοτήσεις ήχου (βλέπε feedback) κυριαρχούσαν στις συνθέσεις τους πέρα από το όριο του αναγκαίου και (προσοχή παρακαλώ σε αυτό το σημείο) σε μια εποχή που ο Jimi Hendrix το είχε μόλις αφομοιώσει (εκπληκτικά βέβαια) πάνω στα κουπλέ και ο Townshed των Who το έβαζε σαν κερασάκι της ανά κονσέρτο καταστροφής του εξοπλισμού του. Τους MC5 δεν τους βάζουμε στον λογαριασμό, διότι γι αυτούς το feedback ήταν αναγκαία επιλογή ambient λόγω της θορυβώδους πόλης (Detroit Rock City). Αντίθετα οι Blue Cheer πήραν αμπάριζα και βγήκαν σε μια φοιτητούπολη - βλέπε Βοστόνη, of Massachuttets (όπως υπέροχα είχαν τραγουδήσει και στείλει στο #1 οι Bee Gees ένα χρόνο νωρίτερα) - και έπιασαν τους πάντες στον ύπνο.

Οι συμφοιτητές των Blue Cheer έπαιζαν φολκίζουσες αυνανιστικές ραψωδίες και ελαφρώς (πολύ ελαφρώς) acid με γρουβιάρικες επιρροές από Stax και μαύρο rhythm & blues γενικότερα. Το τρίο όμως επέλεξε με αέρα τσογλάνικο να πειράξει λαμπάτους ενισχυτές στο 10, να χρησιμοποιήσει κλασικά κόλπα στο στούντιο (ήχος να πηγαινοέρχεται στο δεξί και αριστερό ηχείο, αλλάζοντας την ψυχοδυναμική και δημιουργώντας ψευδαίσθηση και χώρο για μαριχουάνα), αλλά και να υιοθετήσει όνομα που παρέπεμπε σε σκληροπυρηνικό παραισθησιογόνο, προσπαθώντας έτσι να κάνουν το κόλπο τους να λάβει μακροπρόθεσμη λογική. Όπως επίσης τόνους παραμόρφωσης και κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή: ελεύθερες χορδές στα ακόρντα. Το έκανε και ο Hendrix, αλλά εντάσσοντάς το μέσα στις τονικότητές του. Το έκαναν χρόνια αργότερα οι Sonic Youth, αλλά με τη λογική της αντιστιξίας, παρμένη πια από άλλα μανιφέστα μουσικής. Οι Blue Cheer το έκαναν με την πουτανιά που το κάνει ο rocker ο οποίος είναι τόσο πεπεισμένος ότι είναι το κέντρο του σύμπαντος και οι όρχεις του μπορούν να κουνήσουν γονείς, κορασίδες, κυβερνήσεις. Κάπως έτσι βγήκε αυτός ο μονόχνοτος κυματιστός ήχος που ακούμε στα δυο ιστορικά πρώτα τους album. Οι δυναμικές τους είναι επί μονίμου βάσεως τερματισμένες, η μπάντα ΔΕΝ χαλαρώνει - ακόμα και στα πεσίματα των ενορχηστρώσεων οι τένοντες πάνω από τις ταστιέρες είναι τσιτωμένοι - και τα drums είναι στην περίφημη στάση αναμονής (ρυθμική νεύρωση λίγο πριν ξαναμπούν σε καταρρέοντα 7/8).

 

Σαφέστατα οι Blue Cheer δεν έχτισαν μεγαλύτερο μνημείο από τη διασκευή τους στο κλασικό “Summertime Blues” του Eddie Cochran (#14 στις Ηνωμένες Πολιτείες σαν single) από τοn πρώτο τους δίσκο, το δυσεύρετο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 Vincebus Eruptum (#1 στις ΗΠΑ). Η ανεξαρτησία που διακήρυττε η πρωτότυπη σύνθεση πήρε μια νέα, ρέμπελη εκδοχή στα τέλη του 1968 και, εκτός του ήχου που παρήγαγε το τρίο (Dickie Peterson: μπάσο & φωνή, Randy Holden: κιθάρα, Paul Whaley: drums), ήταν τα σαρκαστικά και παραγεμισμένα με θράσος και με χροιά παράνοιας φωνητικά, τα οποία έδωσαν έναν αέρα απόλυτα ταιριαστό με τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της εποχής. Οι Cheer προσπάθησαν να επαναλάβουν το κόλπο με μια σχετικά έξυπνη διασκευή του “(I Can’t Get No) Satisfaction”, αλλά, όπως λέει και μια σοφή παροιμία, «δεν είναι κάθε μέρα του Αη-Γιαννιού». Ξεκίνησαν έτσι πρώτα οι αποχωρήσεις και το 1971, αφού έφτασαν και στον τρίτο δίσκο, το χαλαρό blues/acid rock του New! Improved! Blue Cheer, διέλυσαν. Τη δεκαετία του 1990 επανήλθαν με τον Peterson και τον Whaley και σάρωσαν αρκετά καλά κάποια venues - ειδικότερα στην Ευρώπη. Μετά, ο τελευταίος ξανάφυγε (όπως είχε κάνει και στα 1970s), και μόλις πριν 18 μήνες ξαναγύρισαν στις ατζέντες των διοργανωτών ανά την υφήλιο, με μόνο τον - έτσι κι αλλιώς αρχηγό - Peterson από την αυθεντική σύνθεση. Είναι η επί σειρά ετών άνθηση του stoner ήχου που τους επανέφερε στη σκηνή. Χαλαρή η επανασύνδεση κατά τη γνώμη μου, περισσότερο χαλαρή και από τον τίτλο τιμής που φέρουν επί δεκαετίες τώρα, ως «Οι προπάτορες του σκληρού ήχου». Κάτι που είναι ανακριβές, ακριβώς επειδή ΕΙΧΑΝ ΟΝΤΩΣ ΣΚΛΗΡΟ ΗΧΟ - και όχι ψήγματά του.

To Vincebus Eruprum, παιγμένο από καλό στερεοφωνικό (για να αναδειχθούν οι όμορφες ατσαλιές του), είναι από τα λίγα album τα οποία μπορούν να ενοχλήσουν ακόμα και σήμερα τους γείτονες και να κάνουν τους σκύλους της γειτονιάς να αλυχτούν. Ακούστε το “Summertime Blues” και αν δεν βρείτε τις καταφανείς καταβολές των Metallica του “One” αλλά και του St Anger μπορείτε να καταπιείτε το ένα και μοναδικό Blue Cheer που υπάρχει αυτή τη στιγμή στον κόσμο (στη - νόμιμη - συλλογή ναρκωτικών που διαθέτει η Γιαπωνέζα καλλιτέχνης Kazume Lipe) και να καταλάβετε το ολοκαύτωμα των ενισχυτών που γέννησε 20 χρόνια αργότερα το Right Now των Pussy Galore.

Μέρος Β΄: Q + A

Του Χάρη Συμβουλίδη

 

Πολλοί νεαρότεροι σε ηλικία σας γνωρίζουν χάρη στο Vincebus Eraptum, αλλά μόνο σε αυτό. Πόσο άνετα θα αισθανθούν κατά την αθηναϊκή σας εμφάνιση, εφόσον δεν γνωρίζουν την υπόλοιπη ιστορία σας;
«Ελπίζω ότι θα αισθανθούν εντάξει, γιατί παίζουμε πολλά από τα παλιά μας τραγούδια και μόνο μερικά από τα νεότερά μας. Τα κλασικά Blue Cheer τραγούδια βλέπεις κατέχουν περίοπτη θέση σε κάθε μας συναυλία».

Ήταν αλήθεια τα πρώιμα χρόνια σας τόσο άγρια, όσο υπονοεί το όνομα του συγκροτήματος;
«Ναι! Υπήρχαν πολλές γυναίκες, πολύ L.S.D. και χόρτο, πολλές μοτοσικλέτες και τόνοι από μουσική!»

Ο κλασικός σας ήχος χρωστά πολλά στα blues. Αλλά από πού αντλήσατε αυτή την επιρροή; Οφειλόταν στις μουσικές με τις οποίες μεγαλώσατε ή αντικατόπτριζε την αναβίωση των blues κατά τη δεκαετία του 1960;
«Τα blues υπήρχαν γύρω μας και παλιότερα, πριν την 1960s αναβίωση. Από μικρούς μας γοήτευαν οι ιστορίες των blues, όπως και των country τραγουδιών, και αυτό ήταν που μας τράβηξε αρχικά σε αυτά. Από εκεί και πέρα βέβαια, μεγάλη επίδραση είχε πάνω μας και το rock ‘n’ roll. Η αναβίωση των blues μάλλον βοήθησε στην αποδοχή του ήχου μας, που ήταν ουσιαστικά ένα αμάλγαμα από τις επιρροές μας».

Το reunion σας δημιούργησε αρκετό ενθουσιασμό σε όσους είχαν μάθει για τα κατορθώματά σας όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να σας δουν ζωντανά. Έχετε όμως περαιτέρω σχέδια πέρα από την παρούσα περιοδεία; Σκοπεύετε να παραμείνετε ενεργοί και δισκογραφικά;
«Ναι, σε όλους μας θα άρεσε κάτι τέτοιο. Για την ώρα είμαστε επικεντρωμένοι στην περιοδεία μας - αυτή είναι η μόνη μας προτεραιότητα. Το νέο album πάντως που βγάλαμε τον Αύγουστο στη Rainman, το What Doesn’t Kill You, ήταν κάτι που όλοι απολαύσαμε και θα θέλαμε έτσι να το ξανακάνουμε».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured