Το τελευταίο, προ κορωνοϊού, καλοκαίρι με “έφτασα” στα άκρα, με περί τα 21 συνεχόμενα dj sets σε bars και clubs του Αιγαίου, του Ιονίου και του Αργοσαρωνικού μέσα σε διάστημα 24 ημερών. Σε κάποιο σημείο λύγισα και δεν ήταν μόνο η σωματική κούραση. Τα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μου, το καθημερινό party life style, όλοι οι άνθρωποι από νησί σε νησί που δεν ξέρεις πραγματικά, αλλά χαίρονται που σε γνωρίζουν και ανυπομονούν να πάρουν την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου ως ανθρώπου και ως dj, την ίδια στιγμή που εσύ αντί να τους χαμογελάσεις και να κοινωνικοποιηθείς, θέλεις να επιστρέψεις στο ξενοδοχείο και να καθίσεις με το νερό στο ντουζ να τρέχει. Ασφαλώς και δεν ήταν ή δεν είναι πάντοτε έτσι. Αλλά το να κερδίζεις πέντε “γερά” μηνιάτικα υπαλλήλων γραφείου μέσα σε 20 μέρες ενώ παράλληλα είσαι “ο dj από χτες το βράδυ” που όλοι θέλουν να κεράσουν μια μπίρα και να αράξουν μαζί του το επόμενο απόγευμα στην παραλία, είναι, μοιραία, ένα cool πακέτο έρχεται και με το ανάλογο τίμημα. Το τίμημα της μίνι κατάθλιψης, της άγονης αναζήτησης στιγμών ηρεμίας, του περιορισμένου χρόνου ταβανοθεραπείας και τις ερωτήσεις - αδιέξοδα του τύπου, "είναι αυτή η ζωή και το επάγγελμα που θέλω να έχω;"

Και αν αυτό συνέβη σε έναν μικρομεσαίου μεγέθους dj λίγο πριν τα 40 του, μπορείτε να φανταστείτε τα μεγέθη πίεσης σε ονόματα θρύλους της μουσικής βιομηχανίας, από τον Ian Curtis και τον Kurt Cobain μέχρι τον Mac Miller και τον Lil Peep. Είτε πρόκειται για προσωπικούς δαίμονες, είτε για εξαρτήσεις που κρατάνε χρόνια και συνήθως κουβάλουν μαζί τους την κατάθλιψη, το σημαντικό θέμα της ψυχικής υγείας για τους μουσικούς -όπως ακριβώς και για τον υπόλοιπο κόσμο- ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια μετατρέπεται από “ταμπού”, σε δημόσιο ζήτημα συζήτησης και βοήθειας σε όσους το έχουν ανάγκη.

Από τους οργανισμούς σε Αγγλία  και Αμερική που υποστηρίζουν χιλιάδες μουσικών κατά τα διαστήματα περιοδειών ή εξάρτησης, μέχρι τα εκατοντάδες άρθρα και τις φωνές που ενώνονται ετησίως προκειμένου να μεγαλώσουν την ενημέρωση γύρω από ένα πρόβλημα που έχει κοστίσει στη μουσική βιομηχανία ζωές σπουδαίων ταλέντων. Άλλωστε, η πλειοψηφία του περίφημου “club κάτω των 27” ήταν καλλιτέχνες που το  “έχασαν” πριν καταφέρουν να ξεπεράσουν την αδυναμία τους. Αλλά και όσοι πέρασαν το “καταραμένο” νούμερο αλλά δεν κατάφεραν να “πατήσουν” γερά στα πόδια τους, θα μπορούσαν άνετα να συνεχίσουν να προσφέρουν στη μουσική και στη σύγχρονη ποπ κουλτούρα, και το γράφω με τον ευρεία του όρου έννοια γιατί δίπλα στα ονόματα των Chris Cornell, Chester Bennington (Linkin Park) και Dj AM ,μεταξύ άλλων, στο μυαλό έρχεται συνέχεια και η περίπτωση του Anthony Bourdain.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι η μουσική βίωσε και βιώνει τα ζητήματα ψυχικής υγείας the hard way, κυρίως λόγω του (α)διέξοδου που βρίσκουν οι μουσικοί στα ναρκωτικά. Δύο από τους μπροστάρηδες της θρυλικής γενιάς του 1968 -1969, υπήρξαν από τους πρώτους. Ο Brian Wilson μετά βίας κατάφερε να τελειώσει το “Smile”  των Beach Boys πριν διαγνωστεί με σχιζοφρενική διαταραχή ενώ την ίδια εποχή ο Syd Barrett άφηνε τους Pink Floyd για όλους τους δήθεν λάθος λόγους, πέραν της προφανέστατης αδυναμίας του να διαχειριστεί τη διπολικότητα του και το μακροβούτι στις ψυχοτρόπες ουσίες. Αυτό που θα άφηνε πίσω σαν “αύρα” ασφαλώς και είναι το ανυπέρβλητο Dark Side Of The Moon, αλλά σε δημιουργικό επίπεδο, οι μόνες δραστηριότητες που μπορούσαν μέχρι το 2006 να τον κρατήσουν στην ζωή ήταν η ζωγραφική και η κηπουρική. 

cyhcegcw8aaxgtu

Ο τρίτος της γενιάς του 1969, είναι ο Roky Errickson των 13th Floor Elevators. Εκείνη ακριβώς τη χρόνια, προκειμένου να αποφύγει την φυλακή για κατοχή (μόλις 1 τσιγάρου) μαριχουάνας, δήλωσε στην αστυνομία τρελός. Η διαμονή του στο Rusk State Hospital έφερε τη σχιζοφρένεια και έκτοτε αυτά που πέρασε το σώμα και η κυρίως η ψυχή του, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο λιγότερο δημιουργικό αλλά συνετό κοινωνικό βίο που ακολούθησε.

Στα 70s - 80s και ειδικά στα 90s που η μουσική έπιασε νέες κορυφές στη μαζική της απήχηση και επίδραση, το φαινόμενο κάθε άλλο παρά περιορίστηκε. Ο Sid Vicious ξεκάθαρα δεν είχε "σώας τα φρένας" καθόλη την τρελή κούρσα του με τους Sex Pistols αλλά και τον παράφορο ερωτά του με τη Nancy Spungen, ενώ στις αρχες των 80s η παράνοια του punk παρέδωσε σκυτάλη στα σκοτάδια και την κατάθλιψη του post punk των Joy Division, με τον Ian Curtis να γίνεται η πρώτη μοιραία περσόνα που “πλήρωσε”, με τη ζωή του, τα ακραία πολιτικά φαινόμενα και τα “ταμπού” της αγγλικής κοινωνίας. Απο την άλλη, η Poly Strene των X-Ray Spex που έδρασαν στα βρετανικά punk 70s έζησε με τη διπολική διαταραχή μια ολόκληρη ζωή και καταπολέμησε τις όποιες ατυχίες είχε στη ζωή της (ατύχημα με πυροσβεστικό όχημα και καρκίνο του μαστού) με αξιοσημείωτο ζήλο για ζωή, όντας καλλιτεχνικά δημιουργική σχεδόν μέχρι το τέλος.

3543

Στον μουσικό αντίποδα, η μελαγχολική φολκ πήρε ζωή από αυτήν που άφησε πίσω ο βαριά καταθλιπτικός και με χρόνιο πρόβλημα αϋπνίας, Nick Drake. Το overdose αντικαταθλιπτικών φαρμάκων του στέρησε την ζωή το 1974 και σχεδόν αμέσως μετά την είδηση του θανάτου του, ο κόσμος ξεκίνησε να συνειδητοποιεί το μεγαλείο της φωνής και του ταλέντου του. Επιπλέον, με τη μουσική του Nick Drake μεγάλωσαν δύο εξίσου τραγικές φιγούρες της φολκ εναλλακτικής τραγουδοποιίας.  Ο σπουδαίος Daniel Johnston για τον οποίο σχεδόν τα “πάντα όλα” έχουν καταγραφεί στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ The Devil and Daniel Johnston και ο “καλός” Elliot Smith που ο συνδιασμός διαταραχής ελλειμματικής προσοχής, κατάθλιψης και ναρκωτικών, τον οδήγησε στην αυτοκτονία τον Οκτώβρη του 2003, πάνω που ο ήχος του είχε αρχίσει να κερδίζει χιλιάδες ακροατών ανά τον κόσμο.   

Για το στίγμα που άφησε η ψυχική υγεία στους ροκ ήρωες των 90s οι περισσότερες ιστορίες είναι πάνω - κάτω γνωστές. Στον φάκελο “θάνατος Kurt Cobain”, που θα μπορούσαν κυριολεκτικά να γραφτούν μια χιλιάδα λέξεις ακόμα, αρκεί η άποψη που οι μελετητές της εναλλακτικής κουλτούρας στα 90s έχουν κατά καιρούς εκφράσει. Ότι δηλαδή ο Kurt Cobain και η διπολική διαταραχή του ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος για την έκρηξη του alt rock ήχου, καθώς ακόμη και ο ίδιος γνωρίζε ότι είναι μέρος της μοιραίας εξίσωσης που θα έφερνε το προφανές αποτέλεσμα, το indie να γίνει το νέο mainstream. Σαν ένα κλισέ σενάριο που απλά έπρεπε να ξαναγραφτεί καλά στην κάμερα, ο Cobain ήξερε ότι δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο (και πιο επικερδές) για το MTV από έναν ήρωα - επαναστάτη που αμφισβητεί την ύπαρξη του συστήματος, την ίδια στιγμή που αποθεώνεται από αυτό και του πασάρεται η ψευδαίσθηση ότι μπορεί να το αλλάξει. Και το πιο πιθανό είναι ότι το 1994 τελείωσαν όλα μέσα του γιατί απλά συνηδειτοποίησε τη ματαιότητα του να προσπαθεί να καινοτομήσει σε μία κουλτούρα, αυτήν της ροκ, όπου το μόνο που της επιτρέπεται και επιτυγχάνει είναι να μιμείται το στιλ από τα υποείδη που είχαν ήδη “πεθάνει”.  Όλο αυτό το “δήθεν” μιας μουσικής που στηριζόταν σε αξίες του παρελθόντος αλλά έπρεπε να είναι πακεταρισμένη σε καινούρια συσκευασία ώστε να πουλάει εκατομμύρια, έγινε μέρος από το τρένο θολών σκέψεων που όπλισαν, τελικά,  την καραμπίνα.

kc-copy

Και ασφαλώς δεν ήταν ο μόνος σε αυτό. Στο ίδιο έργο θεατές, την ίδια δεκαετία, ήταν η Dolores O’Riordan των Cranberries και ο Chris Cornell που αμφότεροι τερμάτισαν τη ζωή τους, ευτυχώς αρκετά χρόνια μετά το peak της καριέρας τους, με τα φαινόμενα ,ωστόσο, της διπολικής διαταραχής (O’Riordan) και της κατάθλιψης (Cornell) να παίζουν, και εδώ, καθοριστικό ρόλο.

Βέβαια, έχει περάσει πάνω από μία δεκαετία που οι δύο τελευταίοι, όπως και άλλες ροκ μορφές (βλ. Chester Bennington, Anthony Bourdain, Dj AM) μίλουσαν άλλοτε ανοιχτά και άλλοτε με γρίφους για το θέμα της ψυχικής υγείας και το πόσο δύσκολο είναι να διατηρήσει κανείς την ισσοροπία του, όταν ο τρόπος ζωής, οι ρυθμοί του επαγγέλματος και οι “συνήθειες” του δεν κυλούν σε “χαλαρούς” ρυθμούς. Άλλωστε αυτή η γενιά που έζησε την έκρηξη της εναλλακτικής κουλτούρας σαν το νέο κατεστημένο, έδωσε και την ανάλογη ώθηση αλλά και συνήθειες στους ροκ / ραπ σούπερσταρ της εποχής των social media.

O A$AP Yams, μάνατζερ και ιδρυτής της ASAP Worldwide κολλεκτίβας από το Χάρλεμ, δεν κατάφερε να χαλιναγωγήσει τους εθισμούς του αλλά και το ανήσυχο πνεύμα του. Παιδί μιας γενιάς που χρησιμοποίησε τη δύναμη των blogs και του twitter για να μετατρέψει σε σταρ τους φίλους του, ASAP Rocky και ASAP Ferg, θεώρησε αναγκαίο κακό την κατάχρηση Xanax και κωδεΐνης για να πλασσάρει μία νέα ραπ κουλτούρα που επιβάλει να είσαι άλλoτε “χαλαρός” και άλλoτε πάντα “φτιαγμένος” για να κρύψεις τα όποια θέματα ψυχικής υγείας και κατάθλιψης μπορεί να προκύπτουν από την υπερβολική δημοσιότητα. Τον Yams, που είχε παράληλλα την τάση να συμπαθεί τα goth / dark kids, ακολούθησε μία γενιά ράπερ που συνέδεσαν την emo τάση με τα τραπ beats και μεγάλωσαν τη φήμη τους σε πλατφόρμες όπως το soundcloud πριν καν ενηλικιωθούν. ο ντοκιμαντέρ Everybody’s Everything (που είναι διαθέσιμο και στο Netflix) αποδυκνείει τα βουνά “πίεσης” στη ζωή του νεαρού και αδικοχαμένου ράπερ LilPeep που έφυγε μόλις στα 21 του χρόνια, από κατάχρηση που συνδεόταν, όμως, άμεσα με τη χρόνια κατάθλιψη του και την ανάγκη του για να επιτυγχάνει και να επιβεβαιώνεται.

Από το 2017 και μετά, η υπόθεση ψυχική υγεία στην μουσική βιομηχανία είχε γίνει κάτι σαν δίκοπο μαχαίρι. Χωρίς να είναι άμεσα ελεγχόμενη η επιρροή προσωπικοτήτων όπως ο Lil Peep ή ο ASAP Yams στα εκατομμύρια πιτσιρικάδων ανά τον κόσμο, ήταν δύσκολο να πει κάποιος παρατηρητής, αν οι wannabe νέοι ράπερς πάσχουν, όντως, από κατάθλιψη και έχουν θέματα ψυχικής υγείας που χρήζουν θεραπείας μέσω Xanax ή απλά το προσποιούνται, προκειμένου να μοιάσουν στα είδωλα τους. Το emo (t)rap ήταν και είναι, επίσημα, υποείδος και ήταν θέμα χρόνου τη μαζική -μετά θάνατον- αναγνώριση του Lil Peep να ακολουθήσει άλλη μια μοιραία φιγούρα και πραγματικά σπουδαίο ταλέντο, ο Juice WRLD. Την ίδια στιγμή που κομμάτια όπως το “XO Tour Llif3” του Lil Uzi Vert με το ρεφραίν “Push me to the edge / All My Friends Are Dead” μετατρέπονταν στο “Smells Like Teen Spirit” των 10’s, ο Juice WRLD έπαιρνε ιδέες για να κατακτήσει δύο χρόνια μετά τα charts με το “Lucid Dreams” που σαμπλάρει Sting και επαναλαμβάνει “I still see your shadows in my room”. Στο τραγούδι “Legends” όλα μοιάζουν να “δένουν” με τον πιο τραγικό τρόπο, όταν ραπάρει “What’s the 27 club? We ain’t making it past 21” και ακριβώς στα 21 του, όπως και νωρίτερα ο Lil Peep, στιγματίζει με την απώλεια του τη σύγχρονη μουσική ιστορία.  Τέλος, και ίσως ο ποιοτικότερος όλων των αδικοχαμένων νεών ράπερ, που είχε πολλάκις τοποθετηθεί ανοιχτά για τα ψυχολογικά θέματα που αντιμετώπιζε, ο Malcolm James McCormick  aka Mac Miller μπόλιαζε επι χρόνια τους στίχους του με τις δυσκολίες της ψυχικής του υγείας. Το μαζικό streaming break σε πλατφόρμες όπως το Spotify ήρθε σαν καλοστημένο παιχνίδι της τύχης με το κομμάτι του “Self Care” και το album Circles που ακολούθησε τον θανάτο του το 2018, να αποτυπώνουν, σχεδόν βιογραφικά, το πώς βίωνε η ψυχή του τα σκαμπανεβάσματα της κατάθλιψης τους τελευταίους μήνες πριν τον θάνατο του.

 Όλως περίεργως, οι fans έδειξαν να εκτιμούν αυτήν την αλήθεια και πέραν της επίσημης ατζέντας που ευαισθητοποιεί πλέον χιλιάδες μουσικών στο θέμα ψυχικής υγείας, στίχοι πολύ πιο ανθρώπινοι μακριά από τις σούπερ δυνάμεις των σούπερ σταρ μουσικών, είναι αυτό που αποζητούν πια οι ακροατές προκειμένου να εκτιμήσουν κάποιον καλλιτέχνη.  Αν το δει κανείς ιστορικά, αυτοί οι σταρ νέας κοπής,  έβγαλαν "από την ντουλάπα" και μοιράστηκαν με τους οπαδούς τους, όλα όσα κρατούσαν κρυμμένα (με κόστος της ψυχικής τους υγείας και της τελικά της ίδιας τους της ζωής)  προηγούμενοι θρύλοι όπως ο Michael Jackson, o Prince ή η Whitney Houston. Ενώ ας μην ξεχνάμε ότι και η dance / EDM μόδα "πήρε στον λαιμό της" το ταλέντο του Σουηδού dj και παραγωγού Avicii

Μοιραία, όσοι μουσικοί κατάφεραν να λυτρωθούν μετατρέποντας σε στίχους και μελωδίες τους δαίμονες τους, όχι μόνο δικαιώθηκαν γιατί έχουν κερδίσει τη ζωή τους, αλλά πλέον έχουν κατασήσει κοινή γνώση ότι θέματα που κάποτε  φοβόσουν να “εμπιστευτείς”, μπορεί και να είναι μέρος της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας που νιώθει ο κόσμος.  Στο πλαίσιο της παγκόσμιας ημέρας ψυχικής υγείας, ο κατεξοχήν μελαγχολικός συνθέτης αυτής της γενιάς, James Blake, μιλώντας στον Zane Lowe του Beats 1 τα είπε όσο πιο απλά και άμεσα μπορούσε για το περιρρέον άγχος και την καθημερινή -μικρή ή μεγάλη- μάχη σχεδόν όλων με το μέσα μας.  Ακόμα και κάθε μικρό show, μέρος της δουλειάς μας, αυτής που στους γύρω φαίνεται μέρος της “καλύτερης ζωής ever” (γιατί στα μάτια τρίτων κανένα από τα προαναφερθέντα μουσικά είδωλα με φήμη, επιτυχία και γεμάτα πορτοφόλια είχε λόγο να τελειώσει την ζωή του) είναι είναι ικανό να μας αγχώνει, αν δεν έχουμε καταφέρει να λύσουμε τα πραγματικά “θέματα” μας.

  https://www.instagram.com/p/CU3Pj1ulsOX/

 

Και ίσως μόνο για καλό είναι για τις επόμενες γενιές που αυτός ο διάλογος θα μεγαλώνει και φέτος γράφτηκαν στα εγχώρια online media μερικές δεκάδες άρθρα παραπάνω. Αξίζει στους επόμενους, μουσικούς αστέρες και μη, να μεγαλώσουν με καθημερινές αξίες τους τις διεξόδους που μπορούν να προσφέρουν ο διαλογισμός, η yoga, η άσκηση, η ψυχανάλυση και η ουσιαστική ιατρική βοήθεια και φροντίδα όταν χρειάζεται.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured