To βράδυ της 21ης Iουνίου 1969, στην Christopher Street, στο Greenwich Village του Manhattan, ξεσπούν έντονα επεισόδια, τα οποία (όπως φημολογείται και καταγράφεται στην DJ-Bίβλο του Bill Brewster, Last Night A Dj Saved My Life)  αποτέλεσαν το βράδυ επανάστασης της νεοϋρκέζικης gay κοινότητας, καθώς και το βράδυ γέννησης της disco ιδέας.

Αποτέλεσμα τόσο των αγώνων για ελευθερία στην έκφραση, όσο και των αγώνων των αφροαμερικανών και λατίνων για τις φυλετικές διακρίσεις, είναι ότι ξεσπούν μπροστά από το club StoneWall Inn μια σειρά από αιματηρά επεισόδια που φέρνουν τη Νέα Υόρκη, κατεξοχήν την πιο φιλελεύθερη πόλη των HΠΑ, προ των κοινωνικών ευθυνών της. Λίγα τετράγωνα πιο κάτω από το gay gathering και τα επεισόδια του club, που λειτουργούσε δίχως άδεια για αλκοόλ, βρισκόταν το πρώην jazz club cafe Society (σκηνή για ερμηνεύτριες σαν την Billie Holiday) και απέναντι του ακριβώς το Haven, ένα μικρό σχετικά club που είχε πλέον μετατραπεί στο απόλυτο drag και beauty queens hang out. Στην γωνία του Haven, και με ξεχωριστή μαεστρία στις μίξεις και τις επιλογές πίσω από τα δύο πικάπ, βρισκόταν ένας γεροδεμένος Ιταλο-αμερικάνος από το Brooklyn, που έμελλε όχι μόνο να δώσει στον club dj την πραγματική και αληθινή του υπόσταση, αλλά να φροντίσει και από το dj booth για το soundtrack τόσο της gay όσο και της κοινωνικής αλλά και μουσικής επανάστασης που θα λάμβανε χώρα στις ΗΠΑ. Γιατί η disco ήταν λιγότερο ένα νέο μουσικό είδος (η βάση της άλλωστε βρίσκεται στο μπαστάρδεμα των soul, funk, psychedelic rock, pop και salsa) και περισσότερο ένα νέο μουσικό κίνημα που συνδέθηκε με αξίες όπως ελευθερία, συντροφικότητα, πνευματικότητα και την ανάγκη φιλελεύθερων ανθρώπων να χορέψουν βρώμικα, επικίνδυνα, μυστικά και υπόγεια

To βράδυ της 21ης Iουνίου 1969, στην Christopher Street, στο Greenwich Village του Manhattan, ξεσπούν έντονα επεισόδια, τα οποία αποτέλεσαν το βράδυ επανάστασης της νεοϋρκέζικης gay κοινότητας, καθώς και το βράδυ γέννησης της disco ιδέας.


Στην θέση του DJ (που μαζί με την disco εμφανίστηκε σαν επίσημος όρος του επαγγελματία μουσικού επιμελητή), πριν και πάνω από όλους ο θρύλος θέλει να κάθεται ο προαναφερθέντας Ιταλός Francis Grasso, αρχικά soul dj που όμως δεν είχε κανέναν ενδoιασμό να μιξάρει σε δύο πικάπ και έναν υποτυπώδη μίκτη οτιδήποτε είχε groove. Από το progressive rock του “I'm A Man” των Chicago Transit Authority, μέχρι το “Love Is The Message” των MFSB και από Rolling Stones μέχρι Isaac Hayes. Tα proto-disco ονόματα φυσιολογικά προέκυψαν από την πειραματική και ψυχεδελική πλευρά της soul, με τους Sly And The Family Stone και τους Chambers Brothers και το βραδύκαυστο “Time Has Come Today” να προετοιμάζουν το σκηνικό για τη μουσική απελευθέρωση των '70s. Μοιραία, πόλεις όπως η Φιλαδέλφεια και η Νέα Υόρκη βρέθηκαν στο επίκεντρο του νέου ήχου που, όπως και συνέβη και με τον –funk– προκάτοχό του, περισσότερο αποτέλεσε έναν ακόμα τρόπο μουσικής έκφρασης για τους καλλιτέχνες της αφροαμερικανικής κουλτούρας, σε συνδυασμό πάντα με τις ανάγκες του ανερχόμενου μουσικού σταρ, τον DJ. Προκειμένου, δε, να τρυπώσουν στα club/disco set του τελευταίου, έπρεπε οι μουσικές συνθέσεις να έχουν διάρκεια (αψηφώντας τους τρίλεπτους ραδιοφωνικούς κανόνες) καθώς και να μετράνε όπως και να χορεύονται σε ρυθμολογία 4/4. Έτσι, κομμάτια (γιατί υπήρξαν ελάχιστα ολοκληρωμένα σπουδαία disco άλμπουμ, αλλά άπειρα εξαιρετικά disco single) όπως το “Μessage to Love” της περίφημης Band Of Gypsys του Jimi Hendrix, το πολυ-σαμπλαρισμένο “Soul Macossa” του Manu Dibango και το “Superstition” του Stevie Wonder, υπήρξαν οι πρώτες υπόνοιες εμπορικών single του είδους για το πρώτο μισό της δεκαετίας, όπου τη μερίδα του λέοντος από το χορευτικό κοινό και τη μαύρη μουσική κουλτούρα κατείχε το funk. To νούμερο 1 των charts σε αυτό το διάστημα, έπιασαν το “Love Train” (1972) των O' Jays, με τους MFSB σε ρόλο backing band, και το “Love's Theme” (1974) του Barry White, που σήμανε την πρώτη μίνι κορύφωση, αλλά και την αρχή της μαζικότητας του είδους. 

Στο διάστημα αυτής της τριετίας ηχογραφήθηκε πληθώρα εξαιρετικών single που όμως είτε είχαν σαν κύριο αποδέκτη τον DJ είτε ξεκινούσαν από ιδέες του. Ο disc jockey, όπως και η disco, μοιράστηκαν την ονομασία τους από τον όρο discotheque, που υπήρξε το δημοφιλέστερο μέρος διασκέδασης για τα 70s. Η ανάγκη, μάλιστα, να δημιουργηθούν κομμάτια σε μορφή που θα έπαιζε ένας DJ, έφερε τον επίσης σπουδαίο ρόλο του επιπλέον παραγωγού/remixer στο παιχνίδι της χορευτικής βιομηχανίας, που έκανε τα πρώτα της βήματα χάρη στην δημοτικότητα νεοϋρκέζικων clubs, όπως το Ηaven, το Salvation, το Sanctuary ή το club μελών Loft του David Mancuso αρχικά και –ασφαλώς– το Studio 54 και το Paradise Garage αργότερα. Ξεκινώντας από τα clubs και με τη βοήθεια της πέρασης που είχαν και στο γυναικείο φύλο οι disco παραγωγές, ο πρωτεργάτης των extended version, Tom Μoulton, με συνoδοιπόρους εξαιρετικούς disc jockey και remixer, όπως οι David Mancuso, Nicky Siano, Shep Pettibone, o θρύλος Larry Levan, o Walter Gibbons και ο πατέρας της house από το Chicago, o Frankie Knuckles, οδήγησαν την disco κούρσα από τα gay και celebrity/members-only disco club της Αμερικής στην παγκόσμια διάδοσή της. 

Ως εκ τούτου, δε θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος την ύπαρξη αμιγώς disco γκρουπ ή καλλιτεχνών. Δεδομένης της ύπαρξης της disco περισσότερο ως ιδέας, ως κινήματος και ως τρόπου διασκέδασης, υπήρξαν καλλιτέχνες που αγκάλιασαν ή ανέβηκαν νωρίς -ή και με μοναδικό σκοπό το disco crossover- στη φόρμουλα σύνθεσης κομματιών για τις πίστες. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν αρχικά το “Rock The Boat” των Hues Corporation, το “Kung Fu Fighting” του Carl Douglas, με 11 εκατομμύρια πωλήσεις και νο.1 στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, και το “Rock Your Baby” του George McCrae, που υπήρξε το πρώτο βρετανικό νο.1 disco single, δεδομένoυ ότι η χορευτική κουλτούρα της Μεγάλης Βρετανίας καλούνταν μόλις το 1974 να αφήσει πίσω της το ακμάζoν τότε ύφος της Northern Soul. 

Aρκετά μάλιστα από τα single παραγωγής της βόρειας αγγλικής soul αποτέλεσαν -σαν εισαγόμενα και σπάνιας προέλευσης- μερικά από τα αποκλειστικά «κλειδιά» που έπρεπε να εξασφαλίζουν οι αμερικάνοι disco dj για να προσθέτουν το απαιτούμενο αλατοπίπερο στις αναμενόμενες μετά από κάποιο σημείο, λίστες. Σημειώστε ότι είμαστε στο '74. Δύο χρόνια πριν η disco -σαν ονομασία- έμπαινε δειλά-δειλά στις λίστες της τηλεοπτικής μουσικής εκπομπής Soul Train -ένα χρόνο μετά το είδος έπιανε την πρώτη μαζική κορυφή του, με το τηλεοπτικό show Disco Step By Step. To “Love Theme”, του κατεξοχήν soul τροβαδούρου Βarry White, επίσης στα 1974, υιοθετούσε τη ρυθμολογία της disco και σύντομα αποτέλεσε το απόλυτο χιτ βραδύκαυστης και sexy μορφής του είδους. Η δε επιρροή της dj τεχνικής και κουλτούρας στην παραγωγή των δίσκων της εποχής για τις πίστες ήταν τέτοια που, πέρα από τα extended edit σχεδόν σε κάθε κομμάτι, η κατεξοχήν περσόνα και ντίβα του είδους, Gloria Gaynor (που θα μείνει στην ιστορία για το επικών διαστάσεων single “I Will Survive” του ‘78), κυκλοφόρησε το '74 το πρώτο disco mix vinyl άλμπουμ, όπου στην πρώτη πλευρά, μαζί με την μπάντα της, λάνσαραν το single “Honey Bee”, σφηνώνοντάς το ανάμεσα σε ένα disco medley διασκευών, τo “Νever Can Say Goodbye” των Jackson 5 και το “Reach Out (I'll Be There)” των Four Tops.

Η disco -σαν ονομασία- έμπαινε δειλά-δειλά στις λίστες της τηλεοπτικής μουσικής εκπομπής “Soul Train”...

 

Η ελληνική αγορά (και αυτό θα μπορούσαν να το επιβεβαιώσουν οι όποιες βινυλιακές εκδοχές των disco συλλογών που ίσως διαθέτουν οι γονείς σας) εκείνο το διάστημα γέμιζε απο μιξαρισμένες βινυλιακές συλλογές disco ύφους, κάνοντας παράλληλα πιο εύκολη και τη δουλειά των club/disco DJs και δημιουργώντας σε ένα δεύτερο επίπεδο τον απόλυτο διχασμό μεταξύ ροκάδων και καρεκλάδων σε επίπεδο διασκέδασης. Άλλοτε νερό και άλλοτε λάδι στην παραπάνω φωτιά έριχναν κυκλοφορίες όπως το ορχηστρικό ροκ του “Evil Woman” των ELO (Electric Light Orchestra), που αποτέλεσε ένα από τα πιο ιδιαίτερα κομμάτια στις χορευτικές πίστες για το '75. Σχηματισμένοι υπό την καθοδήγηση των Harry Wayne Casey και Richard Finch, οι KC and The Sunshine Band υπήρξαν υπεύθυνοι τη διετία '75 - '77 για μια πεντάδα δωδεκάιντσων (“Get Down Tonight”, “That's The Way (I Like It)”, “(Shake, Shake, Shake) Shake Your Booty”, “I'm Your Boogie Man”, “Κeep It Comin'”), που όρισαν το είδος και εκπροσώπησαν τον αυθεντικά μαύρο ήχο όταν οι ευρωπαϊκές pop δυνάμεις αποφάσισαν να εισβάλουν μέσω της disco στην αμερικάνικη αγορά.

Ο Giorgio Moroder, πέρα από πατέρας της italo disco στα 80s, έβαλε τις disco βάσεις του ήχου στα μέσα των 70s. Με την επαγγελματική του στέγη στο Μόναχο και μια πλειάδα εκλεκτών φίλων να μοιράζονται το studio του, από του ELO μέχρι τους Ζeppelin και αργότερα τους Queen, έδωσε το ‘75 το πρώτο μαζικό χιτ στην ιέρεια της disco Donna Summer, το επίσης βραδύκαυστο “Love To Love You Baby”, του οποίου τα 17 λεπτά διάρκειας έδωσαν στο εν λόγω μουσικό είδος την παγανιστική διάσταση που κήρρυταν στα underground clubs και gay party οι DJs. Summer και Moroder έφτιαξαν, μέχρι το τέλος της disco δεκαετίας, επίσης μια πεντάδα από μαζικά hit (“Last Dance”, “No More Tears (Enough Is Enough)”, “Hot Stuff” και “Bad Girls”), με το “Mac Arthur Park” να σημειώνει και δύο Grammy υποψηφιότητες.

 


Giorgio Moroder και Donna Summer

Το παράδειγμα του Ιταλού ξεσήκωσαν και οι Άγγλοι Bee Gees. Με βασικό όπλο το φαλτσέτο του Barry Gibb και την επιμέλεια του soundtrack για την ταινία Saturday Night Fever, που με την επιτυχία της τον Δεκέμβρη του 1977 σήμανε παράλληλα και την αρχή του τέλους για την κουλοτύρα της disco, κομμάτια όπως τα “Stayin' Alive”, “Night Fever”, “Ηοw Deep Is Your Love”, “More Than A Woman” και το “If I Can't Have You” θα μείνουν χαραγμένα στις συνειδήσεις όλων ως τα δημοφιλέστερα του είδους, αλλά τα εκατομμύρια των πωλήσεων από το άλμπουμ θα συνδεθούν για τους πιουρίστες του είδους με τον εμπορικό ξεπεσμό μιας κουλτούρας που ξεκίνησε με επαναστατικά ιδανικά και μέσα σε μια οκταετία είχε καταφέρει να γίνει το νέο μουσικό κατεστημένο. Έκτοτε, όσο και αν προσπάθησαν να αντισταθμίσουν αυτό το εμπορικό crossover, οι ποιοτικές παραγωγές του εξίσου αποκλειστικού disco project των Chic, με ηγέτη τον Nile Rodgers, έναν από τους καλύτερους κιθαρίστες στη σύγχρονη μουσική ιστορία, και με κομμάτια όπως τα “Εverybody Dance” (1977), “Le Freak” (1978), “I Want Your Love” (1978), καθώς και το σπίρτο για την hip hop κουλτούρα “Good Times” (1979), ή η εμφάνιση του βασιλιά της pop, Michael Jackson, αρχικά με τους Jacksons 5, βλ. “Shake Your Body Into The Ground” (1978), “Blame It On The Boogie” (1978), “Can You Feel It” (1980) και σόλο με το επικό “Off The Wall”, δε στάθηκαν αρκετά για να αποκαταστήσουν την εμπορική μπάλα του disco ήχου. Kάτι τα “Mama Mia”, “Dancing Queen” και “Μοney Money Money” των Σουηδών Abba και κάτι η μανία ροκ συγκροτημάτων, από το “The Wall” των Pink Floyd και το “Heart Of Glass” των Blondie, μέχρι το “Μiss You” των Rolling Stones και το “Ι Was Made For Lovin' You” των Kiss, δόθηκε η εντύπωση ότι όλη η μουσική βιομηχανία στα τέλη των ‘70s απαίτησε κομμάτι από την disco πίτα.

Κάπου εκεί ήταν που οι εμπνευστές του ήχου είτε αποσύρθηκαν, είτε αναγκάστηκαν να γίνουν εξαιρετικά εκλεκτικοί, δημιουργώντας μερικά από τα πιο επιδραστικά underground clubs, dj sets, remixes, παραγωγές για τη γενιά που θα ανακάλυπτε την ποιοτική πλευρά της disco ξανά, τόσο στις αρχές του 2000 με την αναβίωση του electro και mash up ήχου, όσο και με την αυθεντική οργανική disco αναβίωση για την οποία φρόντισαν οι Daft Punk στο Random Access Memories. Djs, όπως ο Nicky Siano στο The Gallery ή ο για λίγο σύντροφός του Larry Levan στο Loft και μετά στο Paradise Garage, είχαν λόγο και ήξεραν να δημιουργούν το απαραίτητο κλίμα σπιτικού πάρτυ σε υπόγεια club όπου μικτό κοινό περιθωριακών -για την εποχή- κοινωνικών στρωμάτων, αλλά και πρωτοκλασάτων celebrities και μοντέλων χόρευαν σε ρουτίνες αλλαγών, από το “Woman Of The Ghetto” της Marlena Shaw στο “Black Magic Woman” του Santana. Αυτό ήταν το αληθινό πνεύμα που εκπροσωπούσε η disco στα 70s και η ελευθερία της έκφρασης, από τη μουσική μέχρι την επιλογή συντρόφου ή το δικαίωμα στη διασκέδαση, ανεξαρτήτου χρώματος και εθνικότητας, εκφράστηκε συνοδευόμενη από στυλάτες και καλοφτιαγμένες μουσικές παραγωγές που είχαν ψυχή και groove και που 40 χρόνια αργότερα παραμένουν επίκαιρες, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για pop σούπερσταρ, από την Madonna μέχρι τους LCD Soundsystem. Η απόφαση για το περίφημο Disco Demolition Night τον Ιούλιο του '79 στο Comiskey Park του Chicago, όπου κάηκαν σε κοινή θέα εκατοντάδες disco βινύλια σαν ένδειξη τιμωρίας του ηδονιστικού τρόπου διασκέδασης και των gay δικαιωμάτων που ήταν συνδεδεμένα με την disco, καθώς και τα γραφικά “Disco Sucks” μπλουζάκια, που γέμισαν χαρά τους απανταχού ροκάδες, αντικατοπτρίζαν τον κορεσμό της μουσικής κοινότητας για τις disco φόρμες, αλλά την ίδια στιγμή δικαίωναν πανηγυρικά την ύπαρξη και μαζική εξάπλωση της πιο ελεύθερης και δημιουργικής φόρμας που στα dj πλαίσιά της αγκάλιαζε κάθε μορφή προοδευτικής μουσικής δημιουργίας.

H disco, σαν ιδέα και σαν νέο μουσικό ιδίωμα, άφησε σε μια μόλις 10ετία μουσική παρακαταθήκη τέτοιας σημασίας, ώστε οι αναφορές σημαντικών συγκροτημάτων των ημερών μας να επιβάλλουν την ιστορική αναφορά στο είδος όταν η θεματολογία επιστρέφει στην πρώτη πραγματικά πολυδιάστατη μουσική δεκαετία, όπως είναι αυτή των 70s.

Abba

Οι BeeGees με βασικό όπλο το φαλτσέτο του Barry Gibb και την επιμέλεια του soundtrack για την ταινία “Saturday Night Fever”, που με την επιτυχία της τον Δεκέμβρη του 1977 σήμανε παράλληλα και την αρχή του τέλους για την κουλοτύρα της disco, κομμάτια όπως τα “Stayin' Alive”, “Night Fever”, “Ηοw Deep Is Your Love”, “More Than A Woman” και το “If I Can't Have You” θα μείνουν χαραγμένα στις συνειδήσεις όλων ως τα δημοφιλέστερα του είδους


Το περίφημο Disco Demolition Night τον Ιούλιο του '79 στο Comiskey Park του Chicago, όπου κάηκαν σε κοινή θέα εκατοντάδες disco βινυλίων σαν ένδειξη τιμωρίας του ηδονιστικού τρόπου διασκέδασης και των gay δικαιωμάτων που ήταν συνδεδεμένα με την disco.

 

Το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο ειδικό τεύχος του Sonik, H Μουσική Βίβλος των 70s που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2015. Μπορείτε να το αποκτήσετε εδώ.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured