Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik «4 Δεκαετίες Indie»

H ιδέα της ανεξάρτητης εταιρείας, του independent label που έδωσε και το όνομα του στην indie σκηνή, δεν είναι καινούργια ασφαλώς. Ούτε οι μετά το 1976 γενιές την εμπνεύστηκαν, ούτε, πολύ περισσότερο, οι από τα 80s και 90s γνωστές μας κι αγαπημένες ετικέτες. Από τη γέννηση του rock ‘n’ roll μέχρι και τις ημέρες μας, αμέτρητοι ήταν εκείνοι που αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν τη μουσική τους (ή τη μουσική των φίλων τους, ή τη μουσική κάποιων που τους ενέπνευσαν τόσο ώστε να επενδύσουν επάνω τους χρήματα) μόνοι, έξω από τα κλασικά κανάλια των καθιερωμένων μεγάλων εταιρειών.

Για την ακρίβεια, σχεδόν κάθε μουσικό είδος που μπορείτε να σκεφτείτε, έχει χτίσει τις βάσεις του επάνω στην αόρατη σχεδόν, μα ζωτικής σημασίας, δουλειά που έχουν κάνει μυριάδες μικρές εταιρείες, στο μεράκι ανυπολόγιστου αριθμού ανθρώπων, που με τον τρόπο αυτόν βρήκαν τον δρόμο να κάνουν τη (μουσική) φωνή τους ακουστή – κι ενίοτε ξακουστή...

Ας ασχοληθούμε, όμως, με το κομμάτι εκείνο των εταιρειών που ο χαρακτηριστικός τους ήχος καθόρισε και το ίδιο το ιδίωμα που περιγράφει ο τίτλος τους. Η έκρηξη του πανκ ήταν εκείνη που ξεσήκωσε μια νεολαία που βαριόταν όσα άκουγε και το πρόσταγμα απαιτούσε να βγει αυτή από τη ρουτίνα της και να παίξει μουσική, άσχετα από το κατά πόσο ήξερε να χειρίζεται κάποιο μουσικό όργανο. Ένα τέτοιο κύμα «άτεχνων» ήχων και συγκροτημάτων δε θα έβρισκε ποτέ τρόπο να βγάλει σε δίσκο τη δουλειά του ακολουθώντας τα υπάρχοντα κανάλια της δισκογραφίας. Οπότε ο τρόπος αυτός έπεσε στα χέρια των ίδιων των μελών της κάθε μπάντας. Ήδη πριν τους Sex Pistols, λειτουργούσαν ανεξάρτητες ετικέτες, όπως η Stiff και η Chiswick, με αξιοθαύμαστα αποτελέσματα. Η πρώτη, για παράδειγμα, έβγαλε τον πρώτο punk δίσκο, το επτάιντσο των Damned “New Rose”, η δε δεύτερη δίσκους της πρώτης μπάντας του Joe Strummer, των 101ers, ή των Johnny And The Self Abusers, που αργότερα γνωρίσαμε σαν Simple Minds.



Οι Sex Pistols προσχώρησαν στην ανεξάρτητη τότε Virgin.

Τα μεγάλα ονόματα, βέβαια, τα γράπωσαν γρήγορα οι μεγάλες εταιρείες (εκείνες που αργότερα καθιερώθηκε να αποκαλούμε πολυεθνικές, κι όχι χωρίς λόγο...), που μυρίστηκαν χρήμα στην όλη σκηνή και ξεχύθηκαν στην πιάτσα να υπογράψουν όσα περισσότερα ονόματα μπορούσαν. Από την άλλη, η εμβληματικότερη μπάντα της εποχής της, οι Sex Pistols, προσχώρησαν στην ανεξάρτητη τότε Virgin, όχι όμως πριν τσακώσουν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από το Κεφάλαιο, το οποίο λανθασμένα υπολόγισε ότι μπορούσε να τους έχει στο δυναμικό του! Οι συμπεριφορές τους, όμως, επάνω και κάτω από τη σκηνή, λειτούργησαν τόσο δυναμιτι(στι)κά, ώστε αναγκάστηκαν να τους διώξουν για να γλυτώσουν τα χειρότερα... Εκατοντάδες νεαροί, εμπνεόμενοι απ’ αυτούς, έπιασαν στα χέρια τους οτιδήποτε μπορούσε να παράγει ήχους και ξεκίνησαν συγκροτήματα. Πώς όμως θα έβγαζαν μόνοι τους δίσκο;



Το γραφείο της Stiff Records στα 70s

Στην απάντηση αυτού του ερωτήματος ανεκτίμητο ρόλο έπαιξε ένα γκρουπ ονόματι The Desperate Bicycles, που με το πρώτο τους κιόλας επτάιντσο, “Handlebars”, κραύγασαν το μνημειώδες "it was easy, it was cheap - go and do it!". Με ένα μικρό κεφάλαιο, ηχογράφησαν, τύπωσαν και διένειμαν το σινγκλ τους αυτό (η ετικέτα τους ονομαζόταν Refill Records), και η σχετική του επιτυχία τους επέτρεψε να προχωρήσουν στο επόμενο κ.ο.κ. Αντίστοιχη δουλειά – κι ανάλογη σπουδαιότητα – επιτέλεσε το επτάιντσο των Scritti Politti “Work In Progress”, που στο φωτοτυπημένο εξώφυλλο έδιναν πληροφορίες όχι μόνο για το πόσο ακριβώς τους κόστισε να κάνουν καθετί που χρειάστηκε ώστε να γίνει ο εν λόγω δίσκος πραγματικότητα, μα και διευθύνσεις για το πού μπορούσε να απευθυνθεί κάποιος εφόσον ήθελε να κάνει το ίδιο! Ήταν το εφαλτήριο (ή έστω ένα από αυτά) για το ξεκίνημα μιας μουσικής καριέρας.

Σύντομα η αγορά πλημμύρισε με δεκάδες τέτοια δισκάκια, τα οποία πωλούνταν είτε από χέρι σε χέρι, είτε στα δισκοπωλεία που είχαν κι εκείνα ανοίξει διάπλατα τις πόρτες για τέτοιου είδους δουλειές. Ορισμένα από αυτά, όπως τα Beggars Banquet, Rough Trade, Vinyl Solution και άλλα, έγιναν σύντομα εταιρείες τα ίδια, θέλοντας να κυκλοφορήσουν μπάντες που άρεσαν στα αφεντικά τους. Κάποιες έγιναν τρομερά επιτυχημένες, πέρασαν στο αντίθετο στρατόπεδο κι εξελίχθηκαν (κατά ειρωνικό τρόπο) σε πολυεθνικές. Όπως η Beggars Banquet, για παράδειγμα, που σύντομα μετατράπηκε σε μία ομπρέλα κάτω από την οποία λειτούργησαν πολλά διαφορετικά labels, με ξεχωριστή το καθένα αισθητική, μα ομοιόμορφη, κοινή εμπορική στρατηγική. Δεν ήταν λίγοι οι καλλιτέχνες της που γνώρισαν τρομακτική παγκόσμια εμπορική επιτυχία (Gary Numan, Cult, Prodigy, White Stripes, Adele, για να αναφέρουμε ελάχιστους μόνο), κι αυτό είναι μάλλον που έχει εξασφαλίσει την αδιαπραγμάτευτη ανεξαρτησία της μέχρι και σήμερα.



Το δισκοπωλείο Beggars Banquet στο Kingston

Τη χαοτική διάσταση των αμέτρητων ανεξάρτητων εταιρειών επεχείρησαν να οργανώσουν κάποτε στη Βρετανία δημιουργώντας το Cartel, έναν συνασπισμό που σκοπό του είχε να διανέμονται πιο αποτελεσματικά οι δίσκοι σ’ ολόκληρο το Βρετανικό νησί (αλλά και στο εξωτερικό). Ενώ φαινόταν να λειτουργεί καλά αρχικά, η προσπάθεια αυτή σύντομα ναυάγησε· σε αυτό έβαλε το χεράκι της και η Rough Trade, που χρεοκόπησε και βούλιαξε το 1991 λόγω υπερβολικού ανοίγματος στην αγορά. Εν τω μεταξύ, και δίπλα σε όλα αυτά, υπήρχαν κάποιοι που προσπαθούσαν να κρατήσουν άσβεστο το punk ήθος, όπως το συγκρότημα των Crass, που με τη φερώνυμη ετικέτα τους, όχι μόνο έβγαζαν πολλά από τα καλύτερα σχήματα του είδους, μα ταυτόχρονα καθιέρωναν το πλαφόν στην τιμή πώλησης κάθε δίσκου, αναγράφοντάς την στο εξώφυλλό του! "Pay no more than..." πρόσταζαν τους υποψήφιους αγοραστές, εμποδίζοντας την πιθανή αισχροκέρδεια από τη μεριά των δισκοπωλείων.

Μια αντίστοιχη πορεία ακολούθησαν οι ανεξάρτητες ετικέτες και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Με εκείνες από τον punk χώρο να δίνουν ξανά τον βηματισμό, δεν έμεινε κανείς που να ήθελε να βγάλει εκεί έξω τη μουσική του και να μην ανακάλυψε τον τρόπο και τις μεθόδους να το κάνει. Ασφαλώς υπήρξαν κάποιες που βρέθηκαν γρήγορα επικεφαλής της συνολικής σκηνής, όπως για παράδειγμα η Alternative Tentacles ή η SST. Κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας της δημοφιλίας των κορυφαίων ονομάτων των δύο εταιρειών (των Dead Kennedys και των Black Flag αντίστοιχα) αλλά και γιατί αποτέλεσαν την πλατφόρμα για την κυκλοφορία και ανάδειξη κάποιων πολύ σπουδαίων ονομάτων που καθόρισαν το τοπίο της αμερικάνικης μουσικής σκηνής της δεκαετίας του ’80 –και ακόμα παραπέρα.



Οι ετικέτες, βέβαια, που δραστηριοποιήθηκαν στη χώρα ήταν αναρίθμητες, ορισμένες, όμως, ξεχώρισαν, για τη σταθερή ποιότητα της παραγωγής τους μα και για τη βοήθεια που προσέφεραν στην προώθηση άλλων συγκροτημάτων και καλλιτεχνών. Ενδεικτικά να αναφέρουμε δύο πολύ αγαπημένες, που αμφότερες προέρχονται από το Άρλινγκτον της πολιτείας Βιρτζίνια. Οι Simple Machines και TeenBeat λειτούργησαν ως είθισται, σαν οχήματα που ιδρύθηκαν ώστε να κυκλοφορήσουν οι δίσκοι των συγκροτημάτων των ανθρώπων που τις έφτιαξαν (Tsunami και Unrest αντίστοιχα), μα σύντομα συσπείρωσαν γύρω τους ένα σωρό άλλες ενδιαφέρουσες μουσικές περιπτώσεις. Κι όχι μόνο αυτό, στάθηκαν ξανά ως πυλώνες όπου οποιοσδήποτε ήθελε να κάνει το ίδιο, να ξεκινήσει ένα δικό του label, μπορούσε να καταφύγει εκεί και να ζητήσει συμβουλές και τεχνογνωσία.



Όλα τα παραπάνω θεωρούνται –λανθασμένα ίσως– ως η απαρχή του κινήματος του DIY (Do It Yourself). Απλά ετούτη τη φορά, όλα συνέβησαν σε μία εποχή που λάτρευε να βάζει ταμπέλες στα πάντα και η ομαδοποίηση αυτή είναι που χαρακτήρισε κι ένα ολόκληρο ηχητικό είδος. Λανθασμένα και πάλι, μιας που πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις κατέληξαν να κοπαδοποιηθούν κακήν-κακώς, αφαιρώντας κάποιες φορές ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά από εξέχοντα ονόματα που είχαν να προσφέρουν με τη μουσική τους. Μικρό το κακό βέβαια, μιας που ετικέτες όπως οι Mute, Creation, Factory, 4AD, Rough Trade στη Μεγάλη Βρετανία ή οι Sub Pop, Dischord, Ralph, K, Secretly Canadian στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού (για να μην αναφερθούμε σε εκείνες από τον υπόλοιπο πλανήτη) κατάφεραν να αποτυπώσουν στο υποσυνείδητο των ακροατηρίων τους την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Ο κόσμος είχε ανοιχτές τις κεραίες του και διέκρινε κάθε πιθανή κι απίθανη λάμψη που ενδέχεται να προήλθε από τον μαγικό κόσμο του indie. Πολύ δε περισσότερο στα χρόνια που επακολούθησαν, όταν η σαρωτική έλευση του ίντερνετ έκανε τη μουσική ακόμα πιο προσιτή, σε ακόμα πιο τεράστιες ποσότητες.



Η συζήτηση πλέον έχει μετατοπιστεί στο κατά πόσο το indie είναι σήμερα υγιές, αν έχει πλέον τα κότσια (τα οποία εκπορεύονται από την έμπνευση) να απευθυνθεί με αξιώσεις στο γούστο μιας νέας γενιάς ακροατών, όπως και αν μπορεί να αποτελέσει ζωτικό παράγοντα στη ζωή τους. Η απάντηση είναι δύσκολο να δοθεί με βεβαιότητα. Σαφώς και υπάρχει ακόμη μια μεγάλη μερίδα που πιστεύει στις άτυπες αρετές και τους κανόνες της indie κοινότητας, και ακολουθεί με θρησκευτική ευλάβεια τα τεκταινόμενα –παρότι πολλές φορές υπό την πίεση ενός χιπστερικού καταναγκασμού.



Σημασία πάντως έχει ότι καλές μουσικές εξακολουθούν να βγαίνουν, και στα αυτιά μας φτάνουν από το μεράκι των ανθρώπων που αναλαμβάνουν να τις κυκλοφορήσουν. Ένα μεράκι που άπειρες φορές έχει μεταφραστεί και σε αντικείμενα εκπληκτικής ομορφιάς, πρωτότυπα και με άποψη. Κι αν στην ψηφιακή μας εποχή το μέλλον τους φαντάζει ελαφρώς μελανό, η πίστη μας παραμένει άσβεστη ότι οι ανεξάρτητες ετικέτες θα είναι και πάλι αυτές που θα ανακαλύψουν και θα μας προφέρουν όλους τους ήχους που θα μας κρατήσουν συντροφιά εις τον αιώνα των αιώνων. Το έχουν κάνει από την αυγή του ηχογραφημένου ήχου, δε βλέπω τον λόγο γιατί να σταματήσουν να το κάνουν τώρα, στον 21ο αιώνα!

Ή (για να κρατήσω και μια πόρτα ανοιχτή σε καταιγιστικές εξελίξεις) δεν θέλω να τον βλέπω...


Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, «4 Δεκαετίες Indie», που κυκλοφόρησε το 2017.
Μπορείτε να το αποκτήσετε πατώντας
εδώ

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured