Ο θάνατος του Phil Spector έφερε στην επιφάνεια τον χαρακτηρισμό «ιδιοφυΐα». Η ναρκισσιστική pop κουλτούρα αρέσκεται σε εντυπωσιακούς χαρακτηρισμούς και μεγαλοστομίες, που όμως μερικές φορές έχουν βάση.

 Ήταν ο Spector μία μουσική ιδιοφυΐα; Ήταν ένας Βάγκνερ της pop; Αξίζει αυτόν τον χαρακτηρισμό ένα άτομο που χρησιμοποίησε τόση βία και αυταρχισμό, που τράβαγε πιστόλι μέσα στο στούντιο και τρέλαινε τους ανθρώπους γύρω του;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Phil Spector (1939-2021): Στο Τείχος Που Χωρίζει Την Ιδιοφυΐα Από Την Τρέλα

Με τόσα γεγονότα ψυχολογικής και σωματικής βίας, αυταρχικής συμπεριφοράς και εξουσιαστικής παράνοιας αυτού που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, τα οποία βγαίνουν στο φως και στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό, γίνεται σαφές ότι η «ιδιοφυΐα» του Phil Spector ή του Lars Von Trier που παραλίγο να οδηγήσει την Björk στην τρέλα, του Werner Herzog που εξανάγκαζε με πιστόλι τον Klaus Kinski να συνεχίσει τα γυρίσματα στο Αγκίρε, η Μάστιγα του Θεού, όπως και κάθε άλλου που στο όνομα της «υψηλής τέχνης» και του «δημιουργικού οίστρου» δικαιολογεί κάθε βίαιη και υποτιμητική συμπεριφορά, είναι υπό αίρεση. Στο δικό μου αξιακό σύστημα αυτή η εκδοχή της «ιδιοφυΐας» είναι απαράδεκτη και καλό είναι που γίνεται πλέον σαφές πως η εποχή δεν τη σηκώνει.

Και να ήταν μόνο οι «ιδιοφυΐες»… Είναι και που οι μέτριοι (που νομίζουν πως είναι ιδιοφυΐες), κάνουν τα ίδια και χειρότερα.

Όπως και να ‘χει, έφτιαξα μία λίστα με μουσικούς που -κάποιοι από αυτούς- έχουν χαρακτηριστεί ιδιοφυΐες αρκετές φορές και από πολλούς, κάποιοι σαφώς λιγότερες, αλλά, πάντως, τους έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός. Αλλά υπάρχουν και κάποιοι που -κατά τη γνώμη μου- μπορούν να χαρακτηριστούν ιδιοφυείς δημιουργοί:

 

Glenn Gould

 

Ο τρόπος που έπαιζε πιάνο, που συνομιλούσε μαζί του, που υπέφερε για να συνδεθεί με το σύμπαν (αλλά πάντα τα κατάφερνε) δεν έχει όμοιο του. Στον σύντομο βίο του και πριν τα σωματικά και ψυχικά προβλήματα τον νικήσουν, πρόλαβε να βυθιστεί στο σκότος του Bach με έναν τρόπο που ούτε ο ίδιος ο συνθέτης δεν θα είχε ονειρευτεί ποτέ.

 

Robert Wyatt

 

Η μαθητεία του στους Soft Machine και η συμμετοχή του στην θρυλική «σκηνή του Canterbury» του έδωσαν τα πρώτα εφόδια για την προσωπική μουσική εξερεύνηση που θα ακολουθούσε, καθισμένος σε μία αναπηρική πολυθρόνα. Ένας διανοούμενος της μουσικής που με ανοιχτούς ορίζοντες και πολύ προσωπικό στιλ σέρφαρε χωρίς δεσμεύσεις και περιορισμούς σε pop, ψυχεδέλεια, progressive, jazz, folk, δημιουργώντας ανορθόδοξα κομψοτεχνήματα.  

 

Scott Walker

 

Υπάρχουν πολλά «πρόσωπα» του μοναδικού αυτού καλλιτέχνη που κατέληξε από ένας ποπίστας επιτυχιών σε έναν γενναίο εξερευνητή του σκοτεινού μελοδράματος, φτάνοντας ως το χείλος του γκρεμού. Στους Walker Brothers (που -ως γνωστόν- δεν ήταν αδέλφια) ασφυκτιούσε, σκαρώνοντας «χαζά» pop τραγουδάκια και γι’ αυτό έφυγε τρέχοντας για μια σόλο καριέρα που ξεκίνησε από φαινομενικά απλά αλλά κατά βάθος σκοτεινά orchestral κομψοτεχνήματα για να καταλήξει σε έναν μεγαλειώδη επίλογο με τα αριστουργηματικά:  Tilt (1994), The Drift (2006), Bish Bosch (2012) και Soused (2014). Κανείς άλλος δεν βυθίστηκε τόσο βαθιά στο έρεβος, κανείς άλλος δεν αποθέωσε το μελόδραμα με τόσο μοναδικό τρόπο.

 

David Thomas

 

Το ντεμπούτο των Pere Ubu το 1978 με το Modern Dance έκανε αμέσως φανερό πως όντως μπορεί να υπάρχει κάτι πραγματικά μοντέρνο και ιδιαίτερο σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε new wave και post punk. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο David Thomas αποδείχτηκε ένας πολυπράγμων, πολυδιάστατος, ευφυής δημιουργός με μία φωνή τόσο χαρακτηριστική και ιδιαίτερη και έναν τρόπο ερμηνείας τόσο μοναδικό που ο Greil Marcus έγραψε πως «νομίζεις πως μιλάει στον εαυτό του αλλά μιλάει στο κοινό». Συνειδητά στο περιθώριο -τόσο που ενίοτε έμπαινε θέμα επιβίωσης- αλλά πάντα σε δημιουργικό οίστρο, είτε μόνος είτε με τους Pere Ubu και τους Two Pale Boys αλλά και με κάμποσα ακόμα βραχύβια σχήματα ή συνεργασίες, σε συνδυασμό με θεατρικές παραστάσεις, διαλέξεις, spoken word, o David Thomas υπήρξε ένας «ελάσσων ποιητής» της rock μυθολογίας που έσπειρε περισσότερα από όσα έχει θερίσει.    

 

Syd Barrett

Θα μπορούσε κάλλιστα να συμπεριληφθεί στην «καταραμένη» ομάδα των rock μουσικών που έζησαν λίγο αλλά άφησαν ένα τεράστιο σημάδι. Μπορεί να μην πέθανε βιολογικά όπως ο Jimi Hendrix, η Janis Joplin, o Brian Jones ή ο Kurt Cobain αλλά τα ψυχεδελικά ταξίδια του μυαλού και τα πειράματα με τα ψυχοτρόπα τον πήγαν τόσο μακριά που δεν μπόρεσε να επιστρέψει, έχοντας από νωρίς έναν δημιουργικό θάνατο, πολύ πριν φύγει από τη ζωή.  Η rock ιστορία λέει πως του «ανήκουν» μόνο 2 άλμπουμ των Pink Floyd, το Τhe Piper at the Gates of Dawn (1967) και το A Saucerful of Secrets (1968), μερικά σινγκλάκια και κάποια σκόρπια πράγματα που πρόλαβε να κάνει μόνος του, πριν τα παρατήσει οριστικά. Όμως, αυτή η τόσο μικρή παρακαταθήκη έχει τόσο μεγάλο εκτόπισμα και τόσο ισχυρή επίδραση στην pop κουλτούρα που ο Syd Barrett παραμένει ένας αιώνιος μύθος που το πέρασμα του χρόνου όχι απλώς δεν μπορεί να τον νικήσει, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ποτέ άλλοτε τόση λίγη (σε ποσότητα) δημιουργία, δεν ενέπνευσε τόσους πολλούς για τόσο πολύ καιρό.

 

Brian Eno

 

Συχνά η έμπνευση ή μια σπουδαία ιδέα έρχεται από μία άβολη συνθήκη, από ένα τυχαίο γεγονός, από κει που δεν το περιμένεις. Ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι και ανήμπορος να μετακινηθεί για να δυναμώσει την ένταση, υποχρεώνεται να ακούσει πολύ σιγά ένα δίσκο που του έχει βάλει μία φίλη του στο πικάπ πριν φύγει. Αυτός ο ηχητικός ψίθυρος γεννάει στο μυαλό του τη «μουσική περιβάλλοντος», το ambient παίρνει μία άλλη διάσταση κι αυτό που ο Eric Satie περιέγραφε ως τη «μουσική που να μπερδεύεται με τον ήχο από τα μαχαιροπίρουνα», γίνεται ένα πεδίο εξαιρετικά δημιουργικής δράσης. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Τα μετά τους Roxy Music προσωπικά άλμπουμ με τα κομψά pop τραγούδια, οι συνεργασίες με τον Robert Fripp και τον David Byrne αλλά και η δραστηριότητλα του σαν παραγωγός (ένας καινοτόμος tech freak, μανιακός εξερευνητής των ήχων και των στούντιο), αποτελούν ένα ιδιοφυές μουσικό σύμπαν μοναδικής αισθητικής.

 

Frank Zappa

 

Ο μουσικός που όλοι εκθειάζουν τη σπουδαιότητά του αλλά πολύ λιγότεροι είναι αυτοί που πραγματικά τον έχουν ακούσει εκτενώς. Είναι λίγο σαν τον: Οδυσσέα του James Joyce, όλοι λένε πως είναι αριστούργημα αλλά πολύ λιγότεροι έχουν κάτσει να μελετήσουν 800 σελίδες. Ιδιοφυής, πρωτοπόρος, ασυμβίβαστος, κόντρα στον φορμαλισμό του κατεστημένου, σαρκαστής της αμερικάνικης μικροαστικής νοοτροπίας, πειραματιστής κι όσο χρεαζόταν μεγαλομανής, δημιούργησε ένα πολυδιάστατο μουσικό έργο, χρησιμοποιώντας και αμφισβητώντας ταυτόχρονα την αμερικάνικη μουσική παράδοση. Μετά από τόσα χρόνια, το μεγαλύτερο μέρος του έργου του (γιατί, όπως είναι φυσικό για περιπτώσεις όπως η δική του, έχει κάνει και πράγματα χωρίς ιδιαίτερη αξία), παραμένει σύγχρονο, με ελάχιστες επιπτώσεις από τη φθορά του χρόνου και αποτελεί ακόμη πηγή μελέτης και έμπνευσης.    

 

David Byrne

 

Ο άνθρωπος που άλλαξε το ρου του rock ‘n’ roll, βάζοντας σε αυτό το αυθόρμητο και λίγο χύμα μουσικό παιχνίδι την εγκεφαλική διεργασία σαν βασικό συστατικό, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μία νέα προσέγγιση στην εξέλιξη ενός «παλιού είδους». Όμως και όσα δημιούργησε μετά τους Talking Heads έδειξαν την πραγματική του αξία και την καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα. Συνεργασίες, σόλο άλμπουμ, όπερες, μουσική για άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες, εξερευνήσεις ήχων από άλλες περιοχές του κόσμου όλα κρατήθηκαν σε ένα υψηλό επίπεδο και δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ακόμα και σήμερα που πλησιάζει τα 70, δημιούργησε ένα θαυμάσιο άλμπουμ όπως το American Utopia που συνοδεύτηκε από μία εξαιρετική παράσταση η οποία κινηματογραφήθηκε για ένα πολυβραβευμένο φιλμ.

 

David Bowie

 

Ανέβασε το θέατρο στην σκηνή κι από τότε, η αυλαία δεν έπεσε ποτέ. Τι θα ήταν η pop κουλτούρα χωρίς τον David Bowie; Σίγουρα πολύ διαφορετική και λιγότερο πολυδιάστατη. Μα αν δεν ήταν αυτός θα ήταν κάποιος άλλος, μπορεί να πει κάποιος… Ναι, αλλά ήταν αυτός και υπήρξε μοναδικός και ανεπανάληπτος. Και δεν ήταν μόνο οι θεατράλε εμφανίσεις, ήταν και η δυναμική της περσόνας που επίσης εφηύρε, καθώς κατάλαβε πως ήταν πολύ λειτουργικό σαν αφηγηματικό όπλο να αφήνει στο σπίτι τον David Robert Jones και να φέρνει στη σκηνή τον Ziggy Stardust, τον Aladdin Sane, τον Λευκό Δούκα ή τον Τυφλό Προφήτη, που μας έδωσε χρησμό για τον θάνατο του. Όλα αυτά, όμως, δε θα είχαν το ίδιο βάρος αν δεν αποτελούσαν απλώς τον διάκοσμο μιας στιβαρής τραγουδοποϊίας, μιας μοναδικής μουσικής ικανότητας που επιβεβαιώνεται από τα πολλά σπουδαία τραγούδια που έχουν κερδίσει την μάχη με τον χρόνο, από την «τριλογία του Βερολίνου» αλλά και από την ικανότητα του να διαλέγει συνεργάτες όπως ο Brian Eno, o Mick Ronson, o Tony Visconti. Η μοναδικότητα, η σπουδαιότητα και η ιδιοφυΐα του επιβεβαιώνονται και από το κύκνειο άσμα του. Οι περισσότεροι μουσικοί γερνώντας, χάνουν τη δημιουργικότητά τους, όχι όμως ο David Bowie που πριν αναχωρήσει για το μεγάλο ταξίδι στο αγαπημένα του διάστημα, μας αποχαιρέτησε με το αριστουργηματικό Blackstar.

 

Miles Davis

 

Με τη ζωή του, με τον ήχο της τρομπέτας του, με τις συνεργασίες, με τα μπλεξίματα, με τις καταχρήσεις, με τη διαρκή αναζήτηση που πολλές φορές τον έκανε να πέσει και να ξανασηκωθεί, με αυτό το διαπεραστικό βλέμμα με το οποίο κοίταξε κατάματα το μουσικό θηρίο που λέγεται jazz, o Miles Davis έσπρωχνε -κάθε τόσο κι από λίγο- τη μουσική να προχωρήσει μπροστά. Με μία ζωή που ταίριαζε περισσότερο σε rock star, με ένα «εγώ» που τον ώθησε σε δημιουργικές υπερβάσεις αλλά και τον γκρεμοτσάκισε στα βράχια (σχεδόν ούτε μια φορά δε γύρισε να μας κοιτάξει στην συναυλία του στον Λυκαβηττό), ο Miles Davis κατόρθωσε να προκαλέσει εξελίξεις, να αναδιπλωθεί όταν χρειάστηκε, να αναζητήσει τον νεωτερισμό χωρίς να φοβηθεί και να αφήσει πίσω του ένα μουσικό έργο που σε μεγάλο βαθμό είναι πράγματι εμπνευσμένο.     

 

John Coltrane

Ο μουσικός που έφερε στην jazz την στοχαστική διάθεση, την ενδοσκόπηση, την αναζήτηση αλλά και τη διάθεση για εξέγερση. Ο δάσκαλος και άσπονδος φίλος του Miles Davis γράφει στο βιβλίο του για τον Coltrane: «Η μουσική του Τρέιν κι όλα όσα  έπαιζε τα τελευταία δυο τρία χρόνια της ζωής του αντιπροσώπευαν για πολλούς μαύρους τη φλόγα, το πάθος, την οργή, τον θυμό, την εξέγερση, αλλά και την αγάπη που ένιωθαν, ιδίως οι νεαροί μαύροι διανοούμενοι κι οι επαναστατημένοι εκείνης της εποχής...Ήταν ο φωτοδότης τους στη jazz, βρισκότανε πια πιο μπροστά από μένα. Έπαιζε αυτό που νιώθανε μέσα τους και που εκφράζανε με τις εξεγέρσεις -“burn, baby, burn”- οι οποίες γίνονταν απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη τη χώρα στη δεκαετία του ’60. Όλα στρέφονταν γύρω από την επανάσταση για πολλούς νεαρούς μαύρους –αφρικάνικα χτενίσματα, μαύρη δύναμη, γροθιές υψωμένες στον αέρα. Ο Κολτρέιν ήτανε το σύμβολο τους, το καύχημά τους – το υπέροχο, μαύρο, επαναστατικό καύχημά τους. Στη θέση αυτή βρισκόμουνα εγώ πριν από μερικά χρόνια, τώρα ήταν ο Κολτρέιν κι εγώ το είχα αποδεχτεί».

 

Sun Ra

 

Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη από τον Κρόνο, δικαιώνεται σταδιακά σαν ένας μοναδικός και ιδιοφυής δημιουργός, όμως για πολλά χρόνια έμεινε στο περιθώριο σαν ένας γραφικός τύπος που έλεγε ακατάληπτα πράγματα, φορούσε περίεργα ρούχα, έμπλεκε το διάστημα, την αιγυπτιακή μυθολογία, τα μαθηματικά, τα γαλαξιακά ταξίδια, ζούσε κοινοβιακά με την Arkestra του και έπαιζε μία «συμπαντική» μουσική που δεν έμοιαζε καθόλου «κανονική». Κι όλα αυτά, σε μία Αμερική που μόλις έβγαινε από τον πόλεμο και έβαζε μπροστά ολοταχώς για να ζήσει το «αμερικάνικο όνειρο» γεμάτο οικιακές συσκευές, οικογενειακές αμαξάρες, κουκλίστικα σπίτια με αυλή και τηλεοπτικές ονειρώξεις. Χρησιμοποιώντας παλιότερα και νέα υλικά της jazz, με ελεύθερο πνεύμα και δημιουργική αναζήτηση, με μία ομάδα καλλιτεχνών γύρω του (μουσικοί, ηθοποιοί, χορευτές και παντός είδους αναζητητές της ελεύθερης έκφρασης) που τον ακολουθούσαν σαν ηγέτη μιας αίρεσης, ο Βασιλιάς Ήλιος δημιούργησε ένα διαστημόπλοιο για αστρικά ταξίδια, πολύ πριν ο άνθρωπος ταξιδέψει στο διάστημα και ο David Bowie μας οδηγήσει στον Άρη. Επειδή οι πρωτοπόροι και οι ριζοσπάστες σπανιότατα δικαιώνονται στην εποχή τους, ήταν οι επόμενες γενιές που αναγνώρισαν την πραγματική αξία του Sun Ra και του παρέδωσαν το στέμμα του σπουδαίου και ευφυούς δημιουργού, που η εποχή του τόσο άδικα του είχε στερήσει.     

 

Tom Waits

 

Η μεγαλοφυΐα του έγκειται στην απλότητα του. Εμπνεύστηκε ένα σύμπαν εντελώς δικό του, μία εξαιρετική συνταγή «δημιουργικής μαγειρικής» που κανείς δεν μπορεί να αντιγράψει και που όλοι πάνε στο ίδιο εστιατόριο για να την γευτούν, ακριβώς ίδια εδώ και 50 χρόνια. Ζώντας έντονα και παρατηρώντας διαπεραστικά, μανιώδης συλλέκτης απίθανων ιστοριών και μουσικών οργάνων, με φαντασία που οργιάζει μετατρέποντας τις καθημερινές εικόνες σε μυθικές ιστορίες και καλλιτεχνικά εσταντανέ, ο άνθρωπος που τον υποδέχονταν με κουτάκια μπύρας όταν άνοιγε τις συναυλίες του Frank Zappa, έγινε μία τρομερή μούρη με καλλιτεχνική υπόσταση, με μοναδικό στιλ, με θεατρική και κινηματογραφική δραστηριότητα, με φωνή και ερμηνεία που δεν υπάρχει, κερδίζοντας τον σεβασμό και την αποδοχή μουσικών, ακροατών, κριτικών και παντός είδους καλλιτεχνών. Κανείς δεν τον αμφισβητεί.   

 

Jimi Hendrix

 

Ο άνθρωπος που έδωσε στην ηλεκτρική κιθάρα τις εκφραστικές διαστάσεις ενός πιάνου και την μετέτρεψε σε ένα διαστημόπλοιο ικανό να μας διακτινίσει στο σύμπαν και να μας πάει μέχρι την “Third Stone From The Sun” κι ακόμη παραπέρα. Στην ιστορία του rock έχουν υπάρξει πραγματικά σπουδαίοι κιθαρίστες, αλλά μόνο ο Jimi Hendrix έκανε τον ήχο της να διαστέλλεται διαρκώς, τη μετέτρεψε σε φλεγόμενο άρμα, την έσπασε, την έκανε να μιλάει με ακατάληπτες λέξεις, την έβαλε πίσω από την πλάτη, πάνω από το κεφάλι κι αυτή συνέχισε να κελαηδάει. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως το rock χωρίζεται στο πριν από τον Jimi Hendrix και μετά από τον Jimi Hendrix.

 

Prince

 

Ως Prince, ως «ο καλλιτέχνης χωρίς όνομα» (όπως παρουσιαζόταν για ένα διάστημα) ή ως «ο σκλάβος» όπως αυτοπροσδιοριζοταν στη διαμάχη με την δισκογραφική του εταιρία, o βραχύς στο μάτι αλλά τεραστίων διαστάσεων καλλιτέχνης Rogers Nelson με το απύθμενο «εγώ», έχτισε το κάστρο Paisley Park και κλείστηκε εκεί για να προστατευθεί από την ανθρώπινη μετριότητα. Κάθε τόσο έβγαινε στα τείχη και μας μοίραζε αριστουργήματα. Με πατέρα πιανίστα και συνθέτη και μητέρα τραγουδίστρια της jazz, τα πράγματα πήραν από νωρίς τον δρόμο τους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το πρώτο του τραγούδι -σε ηλικία 7 ετών- το τιτλοφόρησε: “Funk Machine”. Τα χρόνια που ακολούθησαν θα γινόταν ο ίδιος μία «φονική» funk μηχανή με rock attitude, που έβαλε στο μίξερ τον Sly, τους Funkadelic, τον Jimi Hendrix, τον James Brown, τον Miles Davis, την προσωπική του δημιουργική τρέλα και ανακατασκεύασε ένα χαρμάνι που ακόμη μας αφήνει άναυδους.

 

Brian Wilson

 

Ο μελαγχολικός πρίγκηπας της pop προορίζονταν για αφελή surf τραγουδάκια που σκάρωνε με τους φίλους και τα ξαδέρφια του, για να καταναλώνονται σαν γαριδάκια από ηλιοκαμένους και καυλωμένους teenagers. Αυτός όμως «έκανε το λάθος» να έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες και να βλέπει μακριά. Και μόνο για το Pet Sounds, η pop κουλτούρα τον ευγνωμονεί, όχι γιατί είναι απλώς ένα πρωτοποριακό άλμπουμ, αλλά και γιατί άνοιξε μία πόρτα (μαζί με το Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band των Beatles), από την οποία πέρασε έκτοτε ολόκληρη η pop κουλτούρα με δόξα και τιμή. Μέχρι να εμφανιστεί το Pet Sounds τον Μάιο του 1966 (και να ακολουθήσουν οι Beatles ακριβώς ένα χρόνο μετά), η pop μουσική και το πρώιμο rock ‘n’ roll ήταν απλώς «3λεπτα χαζοτράγουδα» για ξαναμμένους έφηβους, χωρίς βάθος, χωρίς ουσία, χωρίς δεύτερη ανάγνωση, χωρίς καλλιτεχνική υπόσταση. Ο Brian Wilson με το Pet Sounds είναι ο πρώτος που απέδειξε πως αυτοί οι ανυπόληπτοι μουσικάντιδες που σκάρωναν σαχλοτράγουδα για teenagers, ήταν ικανοί να κάνουν κάτι πιο σύνθετο, πιο ολοκληρωμένο, πιο απαιτητικό, πιο ουσιώδες. Κι αυτό το πρώτο σοκ, ένα χρόνο αργότερα επιβεβαιώθηκε από τους Beatles με το Sgt. Pepper’s. Μετά από αυτό η pop κουλτούρα δεν θα ήταν ποτέ πια ίδια και θα αύξανε διαρκώς τη δημιουργική της αξιοπιστία, για να είναι πλέον η κυρίαρχη κουλτούρα εδώ και δεκαετίες.

 

Bob Dylan

 

Το βραβείο Νόμπελ απλά επιβεβαίωσε πως η ποίηση της pop/rock τραγουδοποιΐας, της οποίας ο Bob Dylan είναι ο πιο εμπνευσμένος εκφραστής, από καλλιτεχνικός «παρίας» εξελίχθηκε σε αυτόνομο είδος που διδάσκεται ακόμα και στα πανεπιστήμια. Το rock attitude που αναζήτησε, το περιγράφει ο ίδιος θαυμάσια στο τέλος του βιβλίου του: «Η μουσική σκηνή της folk ήταν σαν τον παράδεισο που έπρεπε να εγκαταλείψω, όπως ο Αδάμ έπρεπε να φύγει από τον Κήπο της Εδέμ. Ήταν υπερβολικά τέλειος. Σε λίγα χρόνια θα ξέσπαγε μια θύελλα από σκατά…Βγαίνοντας από τον παράδεισο, ο δρόμος που με περίμενε ήταν απατηλός και δεν ήξερα που με οδηγεί, αλλά τον ακολούθησα ούτως ή άλλως. Μπροστά μου ξεδιπλώθηκε ένας περίεργος κόσμος, σκεπασμένος από βαριά σύννεφα και αστραπές. Εγώ πήγα ίσια καταπάνω του. Ήταν ορθάνοιχτος. Το σίγουρα ήταν ένα, όχι μόνο δεν τον κυβερνούσε ο Θεός, αλλά δεν τον κυβερνούσε ούτε ο Διάβολος».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured