Καιρό τώρα είχα βάλει στο μάτι να συναντήσω τον Jon Tye, τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από την εξαιρετική ανεξάρτητη εταιρία Lo Recordings. Μιας λοιπόν που βρέθηκα από τα μέρη του, επικοινώνησα για να δω τι καινούργιο σκαρώνει, και να μου πει με την ευκαιρία λίγα λόγια για το παρελθόν και το παρόν του καταλόγου του.

«Πάρε με μόλις κατέβεις από το λεωφορείο και σε δύο λεπτά θα είμαι εκεί να σε πάρω» μου λέει, πράγμα που κάνω. Μόλις όμως το κλείνω και αποφασίζω να κάνω άλλο ένα γρήγορο τηλέφωνο στο φίλο μου τον Γιάννη, να ένας τύπος να στρίβει στη γωνία και να με πλησιάζει με προτεταμένο το χέρι. Με παρουσιαστικό τύπου που θα περίμενες να είναι μόνιμα σκυμμένος επάνω από βιβλία, ο Jon αποδείχθηκε ένας φιλικότατος συνομιλητής, που καταφέρνει να κάνει αυτό που θέλει, να κυκλοφορεί τις μουσικές που γουστάρει, και να επιβιώνει στο ζόρικο κόσμο της δισκογραφίας παρά τις παρακινδυνευμένες επιλογές του. Τα γραφεία τελικά αποδεικνύεται πως είναι 30 μέτρα απ’ το σημείο συνάντησης, σ’ ένα μεγάλο, κρύο πατάρι που μοιράζεται με την επίσης αξιόλογη χορευτική ετικέτα Tummy Touch.

Ο ίδιος μας μιλάει για το ξεκίνημά του: «Όλα άρχισαν το 1995, και ο λόγος που ξεκίνησα το label ήταν επειδή ηχογραφούσα για λογαριασμό άλλων εταιριών όπως η Rising High και άλλες, καμία τους όμως δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα στυλιστικά όρια που η ίδια είχε θέσει. Εκείνη την εποχή υπήρχαν οι χορευτικές εταιρίες κι εκείνες με τα κιθαριστικά συγκροτήματα, χωρίς οι μεν να μπαίνουν στα χωράφια των δε. Ξεκίνησα λοιπόν τη Lo με σκοπό να μην κάνω το ίδιο, να μπορώ να κυκλοφορώ τη δουλειά μου μα και τη δουλειά άλλων μουσικών χωρίς να δίνω βαρύτητα στο μουσικό στυλ, να μπορώ να κινούμαι ελεύθερα σε οτιδήποτε μ’ ενδιαφέρει».

Η πρώτη κυκλοφορία της εταιρίας ήταν η συλλογή “Extreme Possibilities”, και θα λέγαμε ότι πάντοτε οι συλλογές αποτελούσαν τα πραγματικά ατού της, ακόμη και μέχρι σήμερα. Η εταιρία σαφώςκαι έχει στο δυναμικό της ορισμένα ονόματα που ηχογραφούν αποκλειστικά για εκείνη, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως πιστεύουμε ότι έχουν οι συλλογές που κατά καιρούς εκδίδει (κρατώντας θα λέγαμε ψηλά τη σημαία της περίφημης έννοιας του compilation που μεσουράνησε στα χρόνια του νεοκυματικού diy των δεκαετιών ’70 και ’80), όπως και τα ιδιαίτερα άλμπουμ από γνωστούς καλλιτέχνες που βγάζει περιστασιακά, οι οποίοι ανήκουν στην ουσία σε άλλες ετικέτες.

Από τη συλλογή αυτή τη γνώρισα κι εγώ, κι έκτοτε προσπαθούσα πάντοτε να μην χάνω τις κινήσεις της, μιας και αποτελούσαν τις περισσότερες φόρες ένα άτυπο who-is-who της Βρετανικής πρωτοπορίας και της σύγχρονης ντόπιας electronica. Ανάμεσα στα ονόματα που περιέχονταν σ’ εκείνο το cd ήταν ο Scanner, ο Luke Vibert (με κάμποσα απ’ τα ψευδώνυμά του!), o David Toop, o David Cunningham και άλλοι, συν τον Jon Tye βέβαια που αναμειγνυόταν και στην παραγωγή πέρα απ’ τις μουσικές που συνεισέφερε. Η συνέχεια ήταν εξίσου συναρπαστική με τη συλλογή “Collaborations”, όπου γνωστοί και μη εξαιρετέοι έμπαιναν παρέα στο στούντιο για πρώτη φορά. Το μαγικό της υπόθεσης ήταν ότι τα ζευγάρια απάρτιζαν συνήθως ανομοιογενείς καλλιτέχνες που προέρχονταν τόσο απ’ το χώρο της «κιθάρας» όσο και του συνθετικού ήχου. Στους προαναφερθέντες λοιπόν προσθέστε τον David Thomas των Pere Ubu, τους Funky Porcini, τους Boymerang κι ένα σωρό άλλους, γεγονός που μου επιβεβαίωσε ότι ο τύπος θα πρέπει να έχει πάρα πολλές γνωριμίες για να μπορεί να εξασφαλίζει σαν πρωτοεμφανιζόμενος εταιριάρχης τόσες ηχογραφημένες (καλλιτεχνικές) επιτυχίες.

Το τρίτο μέρος της σειράς με τίτλο “United Mutations” περιείχε ένα απ’ τα καλύτερα κομμάτια της δεκαετίας του ’90, κατά τη γνώμη μας, το ρεμίξ του “Debase” των Mike Flowers Pops από τον Aphex Twin (το τέλειο σήμα ραδιοφωνικής εκπομπής επίσης, αν ενδιαφέρεται κανείς!), δίπλα σε κομμάτια από Tortoise, Ui και Spring Heel Jack, ενώ στο τέταρτο πλάι στους γνωστούς υπόπτους θα βρείτε μια συμμετοχή του Amon Tobin σαν Cujo, τους Hood, τον Trevor Jackson με το ψευδώνυμο The Underdog, τον Thurston Moore των Sonic Youth και άλλους. Να πούμε επίσης ότι η συλλογή με τις συνεργασίες είχε και μια δεύτερη συνέχεια, την “Constant Friction-Collaborations 2”, με ακόμη εκπληκτικότερες συναντήσεις, σαν αυτή του Squarepusher με τον σταθερό μουσικό συνεργάτη της εταιρίας Richard Thomas (συνεργασία που συνεχίστηκε για ένα ακόμη δωδεκάιντσο, το “I Am Carnal”, κι όταν ρώτησα πως και κατάφερε να αποσπάσει κομμάτια από τον πρώτο, η απάντηση ήταν τόσο φυσική, όσο φαντάζομαι ότι θα ήταν κι εκείνη του Tom Jenkinson: «Του το ζητήσαμε και απλά μας έδωσε κάποια κομμάτια του!». Αναμενόμενο από έναν τόσο παραγωγικό μουσικό εξάλλου!), των Rothko με τους Monsoon Bassoon, των Stereolab με τους Hairy Butter και των Sophia με τους Obx (τα δεύτερα σκέλη στα δύο τελευταία αυτά δίδυμα είναι projects του Jon Tye), και η λίστα τραβάει, ευτυχώς σε μάκρος!

Στη συνέχεια, η υπόθεση των συλλογών επεκτάθηκε και σ’ άλλους τομείς εξίσου ενδιαφέροντες. Κατ’ αρχήν δεν ήταν απαραίτητο τα ονόματα να προέρχονται από τη Μεγάλη Βρετανία. Η Lo έχει συλλέξει διεξοδικά υλικό από Ρώσους καλλιτέχνες και πειραματιστές, τους οποίους ο Jon θεωρεί εφάμιλλους με τους Δυτικούς ομολόγους, που σημειωτέον έχουν πολλές φορές καλύτερο εξοπλισμό. Έχουν εκδοθεί δύο volumes της συλλογής “RU. Electronic”, που περιέχουν άγνωστα ως επί το πλείστον ονόματα, μα και κάποια όχι και τόσο όπως οι Fizzarum (που είδαν τη δουλειά τους να εκδίδεται από τη Domino), οι Tenzor και οι EU. Οι δύο τελευταίοι έχουν συνεργαστεί για ένα ακόμη άλμπουμ της Lo, το “Christmas Baubles And Their Strange Sounds” (που το περιοδικό Muzik είχε περιγράψει σαν «τον Joe Meek να συναντά τους Autechre»), ενώ με τους δύο EU, ο Jon Tye δουλεύει κάτω απ’ το όνομα Milky Globe.

H πρώτη τους δουλειά θα είναι ένα ep που πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα με επτά κομμάτια (τα πέντε σημειωτέον αποτελούν παραλλαγές του “Ode To A Beatbox”, τόσο διαφορετικές πάντως μεταξύ τους που θα ορκιζόσουν ότι πρόκειται για άλλο κομμάτι!), ενώ ένα άλμπουμ είναι σχεδόν έτοιμο. «Θα χρειαστεί να πάω ξανά στο St. Petersburg για πέντε περίπου ημέρες για να τελειώσουμε. Ίσως να γινόταν με ανταλλαγή μουσικής μέσω mail, αν είχε η Ρωσία broadband!». Δεν έχει ανάγκη συλλογών μονάχα η σκηνή της Ρωσίας, αλλά και η αχανής σκηνή της Αμερικής (που ως γνωστόν περιλαμβάνει και τον Καναδά!). Εξ ου και υπάρχει επίσης η “Altered States Of America”, που τουλάχιστον περιέχει αρκετά γνωστά σχήματα σαν τους Lesser και τους Matmos της Matador, τους 8 Frozen Modules συν εννέα ακόμη ονόματα τα οποία, ποιος ξέρει, ίσως και να ξανασυναντήσουμε στο μέλλον και να τα γνωρίσουμε καλύτερα και με μεγάλης διάρκειας δουλειές. Μερικά απ’ αυτά είναι (για να καυχιέστε και στους φίλους σας ότι τους γνωρίζατε πριν από εκείνους): Space Wurm, Solvent, David Kristian (που τον συναντάμε και σ’ άλλες κυκλοφορίες της Lo) κτλ.

Ένα ακόμη αρκετά μεγάλο κεφάλαιο στον κατάλογο της ετικέτας είναι οι συλλογές με σπάνιο και ελάχιστο γνωστό υλικό από δίσκους (πολύ) περασμένων δεκαετιών, τις οποίες επιμελούνται γνωστοί και αναμφίβολα ψαγμένοι καταναλωτές της μουσικής. Ας ξεκινήσουμε με τις “Nuggets” και “Further Nuggets” που έχει δημιουργήσει ο πολυπράγμων Luke Vibert. Πρόκειται για μουσική που βρίσκει κανείς σε σκονισμένα βυνήλια μέσα σε εκκεντρικά και πολλές φορές κιτς εξώφυλλα, στοιβαγμένα σε βιβλιοθήκες ανθρώπων και οργανισμών που δεν γνωρίζουν πιθανά την καλλιτεχνική και εμπορική τους αξία. Τα κομμάτια που ακούμε εδώ θα μπορούσαν να καταταχθούν χοντρικά στο easy listening ύφος και σε όλα του τα παρακλάδια που μάθαμε και απολαύσαμε σαν πρόσφατες δημοσιογραφικές εμπνεύσεις: Exotica, tropicalia εάν προέρχεται από τη Βραζιλία, space age bachelor pad music, κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Η αλήθεια είναι ότι το συνολικό αποτέλεσμα ηχεί πολλάκις ενδιαφέρον, και δύναται να κυμαίνεται από μυστηριακά θέματα κινηματογραφικής γλαφυρότητας έως έντονες φάνκι ασκήσεις κι από πρώιμα ηλεκτρονικά πειράματα βασισμένα όμως σε μελωδίες μέχρι ψυχεδελοπόπ σαλταρίσματα που σπαρταρούν απ’ τις φουλ φαζαρισμένες κιθάρες τους. Με λίγα λόγια, αποτελούν όλα τους μικρά ταξίδια σε χώρες ξεχωριστές το κάθε ένα απ’ αυτά, που ενώ δεν σου είναι παντελώς άγνωστες, δεν θα έπαιρνες και όρκο ότι τις έχεις ξανά επισκεφτεί.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα δύο «τεύχη» της συλλογής “Barry 7’s Connectors”, τις οποίες εύγλωττα έχει επιμεληθεί ο γνωστός μας απ’ τους Add N To (X) Barry 7. Αν και το υλικό είναι και πάλι αντλημένο από τις δεκαετίες του ’60 και ’70, αυτή τη φορά η μουσική προέρχεται από την Ιταλία και τη μεγάλη παράδοσή της στην κινηματογραφική μουσική, εξ ου και ανάμεσα σε κατά βάση άγνωστα ονόματα συνθετών, θα διακρίνετε και τον Ennio Morricone, στις πιο obscure βέβαια δουλειές του. Τέλος, υπάρχουν στον κατάλογο δύο ακόμη συλλογές στο ίδιο κλίμα: η “Cherrystone’s Rocks” είναι η μία, όπου ο Gareth Goddard (που ηχογραφεί σαν Cherrystone, για λογαριασμό της Twisted Nerve πάντως) μας προσφέρει 15 διαμάντια που έχει ανασύρει από αντίστοιχους δίσκους ψυχεδελικής και progressive μουσικής, παντελώς άγνωστους εννοείται! Σουηδικά, Ουγγρικά, Πολωνικά, μέχρι και Τούρκικα (!) σχήματα προσφέρουν απίστευτα κομμάτια, που όπως σημειώνει και ο υπεύθυνος στο αρκετά λεπτομερές σε πληροφορίες εσώφυλλο «είναι ικανά να φέρουν κρύο ιδρώτα με τους απίστευτους ρυθμούς τους στους μανιακούς των beats και του sampling»! Ακούστε αν ψάχνετε διαρκώς το διαφορετικό! Η άλλη είναι το φετινό Χριστουγεννιάτικο δώρο της εταιρίας στους φίλους της και ονομάζεται “Cool Yule – The Swinging Sounds Of Christmas”. Είκοσι δύο στάνταρ και μη τραγούδια των γιορτινών ημερών, χωρίς να διακατέχονται όλα όμως από το άγιο πνεύμα των ημερών, παιγμένα αλλόκοτα τις περισσότερες φορές και με περίσσια φαντασία πάντοτε! Όχι το ιδανικό σάουντρακ για την ημέρα που θα καθίσετε με την υπόλοιπη οικογένειά σας στο τραπέζι για να τσακίσετε την πατροπαράδοτη γαλοπούλα, αλλά σίγουρα πρόκειται για το πιο ευφυές cd που μπορείτε να έχετε να παίζει στο background σε μια φιλική μάζωξη των τρεχουσών ημερών. Εξάλλου, που αλλού μπορείτε να ακούσετε ένα κομμάτι σαν το “O Little Town Of Bethlehem” των Joy Strings, όπου επάνω στη μελωδία του “The House Of The Rising Sun” μπορείτε να θαυμάσετε μια ιστορία που αναφέρεται σ’ ένα πορνείο στη Νέα Ορλεάνη!

Για να καθαρίσουμε για τα καλά με τις συλλογές, να πληροφορήσουμε τέλος ότι η ετικέτα εκδίδει σε τακτά χρονικά διαστήματα δίσκους που περιέχουν αντιπροσωπευτικά δείγματα από τις τρέχουσες κυκλοφορίες της. Τέτοιες φέρουν τίτλους όπως “Fabulous Shit”, “Fresh Fruit” και “Lo And Behold”, και μπορούν να αποτελέσουν μια πρώτης τάξης κίνηση γνωριμίας με το label.

Υπάρχουν βέβαια και οι λοιποί καλλιτέχνες της εταιρίας που αποτελούν το σταθερό δυναμικό της, μα είναι τόσοι πολλοί που θα θέλαμε άπειρο χώρο για να τους παρουσιάσουμε όλους διεξοδικά, και κανείς δεν θα έκανε τον κόπο να διαβάσει τα σεντόνια που θα παραθέταμε. Κάποιες βασικές νέες κυκλοφορίες θα παρουσιαστούν στη στήλη της δισκοκριτικής. Κλείνουμε με τα λόγια και πάλι του Jon Tye, που όταν τον ρωτήσαμε αν σκέφτεται το κόστος που μπορεί να έχει μια περίεργη κυκλοφορία για το μέλλον και την οικονομική επιβίωση της εταιρίας, μας απάντησε: «Σίγουρα στο πίσω μέρος του μυαλού σου υπάρχει πάντοτε η σκέψη για το αν τελικά θα υπάρξει το ενδιαφέρον του κοινού για το νκάθε δίσκο, απ’ την άλλη πάντως πιστεύω ότι αν ο δίσκος είναι διαφορετικός και έχει κάτι να προτείνει, τότε το δίχως άλλο θα πάει καλά. Τα “Nuggets” για παράδειγμα, που με ρωτάς, έχουν πάει συμπαθητικά εδώ στη Βρετανία, έχουμε όμως πουλήσει πολύ περισσότερα στην Ιαπωνία!».

Μα και βέβαια, σκέφτομαι, τους είχα ξεχάσει τους καταναλωτές Ιάπωνες…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured